Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2016

Το κορίτσι της σιωπής κι η μυστική καρδιά της πόλης

Το κορίτσι της σιωπής κι η μυστική καρδιά της πόλης
«Η Αθήνα δεν θα μ' αφήσει ποτέ να την κατακτήσω», είπε ο διπλανός μου θαμώνας. Ήταν μεσόκοπος, φορούσε γυαλιά μυωπίας κι ένα μαύρο δερμάτινο κασκέτο.
Τα πίναμε δίπλα δίπλα στην μπάρα ενός απ' τα θρυλικότερα μπαρ της πόλης (δε θέλω να κάνω γκρίζα διαφήμιση, αλλά μπορώ να πω πως πρόκειται για ένα μπαρ που το «εις το επανιδείν» που του λέω κάθε φορά που αποχωρώ απ' αυτό το εννοώ με όλη μου την ψυχή). Ήταν τέλη Νοεμβρίου, ένα βροχερό Δευτεριάτικο βράδυ, και πέρα από εμάς ζήτημα ήταν να υπήρχαν 2-3 πελάτες ακόμα στο μαγαζί.
Εγώ τον κοίταξα μ' ένα αινιγματικό χαμόγελο (τελείωνα το τρίτο μου ουίσκι κι είχα αρχίσει να την ακούω λίγο, για να πω την αλήθεια). Εκείνος συνέχισε: «Είναι, καλέ μου φίλε, σαν την γκόμενα εκείνη που την καψουρεύεσαι τρελά κι αυτή το ξέρει και σου ψήνει το ψάρι στα χείλη, πότε δίνοντας σου ελπίδες ότι θα ζήσετε μαζί ατόφια την φαντασμαγορία του σύμπαντος, πότε καταβαραθρώνοντας σε στα Τάρταρα της ίδιας της ψυχής της...».
Σούφρωσα τα χείλη μου και κούνησα το κεφάλι μου πάνω κάτω, σε στυλ: «κοίτα να δεις τι ξεστόμισε μόλις ο κερατάς...!». Εκείνος τότε ξανάνοιξε το στόμα του και το άφησε μετέωρο για λίγο, σαν να ετοιμαζόταν να πει κάτι βαρυσήμαντο, όπως ας πούμε να μου αποκαλύψει το νόημα της ζωής. Όταν, όμως, τελικά μίλησε είπε κάτι εντελώς απρόσμενο: «Αν βγεις, τώρα δα, έξω και αρχίσεις να ανεβαίνεις την Πατησίων μέχρι να φτάσεις κοντά στο τέρμα της, στα Άνω Πατήσια, μπορεί και να συναντήσεις το κορίτσι της σιωπής».
«Μα τί μου λες; Ποιό είναι αυτό το κορίτσι της σιωπής;», τον ρώτησα αιφνιδιασμένος.
«Αν κάνεις τέτοιου είδους ερωτήσεις, αποκλείεται να σου επιτρέψει να την συναντήσεις, φίλε μου. Λοιπόν, άκουσε τη συμβουλή μου: βγες έξω, τώρα, χωρίς χρονοτριβή, και ξεκίνα να ανεβαίνεις την Πατησίων με τα πόδια. Κατά τη διάρκεια της πεζοπορίας σου, να είσαι σε εγρήγορση και να παρατηρείς προσεκτικά οποιαδήποτε λεπτομέρεια υποπέσει στην αντίληψη σου. Μην πολυσκέφτεσαι, μην υπεραναλύεις, μην κρίνεις. Αν δυσκολεύεσαι, απλώς συγκεντρώσου στο περπάτημα σου. Βήμα-βήμα. Κάθε βήμα είναι σημαντικό. Η όλη διαδικασία είναι ένα προσκύνημα στη μυστική καρδιά της πόλης, καταλαβαίνεις; Όχι, ε; Δεν έχει σημασία, κάνε αυτό που σου λέω. Θα ερχόμουν κι εγώ παρέα, αλλά δεν μπορώ για δυο λόγους: πρώτον, το προσκύνημα αυτό είναι εξ ορισμού υπόθεση ενός ανθρώπου και δεύτερον, πρέπει να βρίσκομαι σε άλλο, άσχετο, σημείο της πόλης μες στο επόμενο μισάωρο. Πήγαινε λοιπόν, λεβεντιά μου, στην ευχή του Θεού. Όχι, όχι, μην ανησυχείς, ό,τι ήπιες κερασμένο από εμένα. Ναι, ναι, μην επιμένεις. Και μη μ' ευχαριστείς, να ευχαριστείς την πόλη... Καλή βόλτα και εις το επανιδείν».
Μιλούσε με τέτοια ένταση κι αίσθηση του επείγοντος, που, χωρίς καλά καλά να προλάβω να αναλογιστώ πάνω στα όσα παράξενα μου έλεγε και ν' αποφασίσω τι θα κάνω, βρισκόμουν έξω ανηφορίζοντας την Πατησίων μες στο Νοεμβριάτικο ψιλόβροχο.
Στη γωνία με τη Φωκίωνος Νέγρη κοντοστάθηκα κι έκανα μια πλήρη περιστροφή 360 μοιρών με το σώμα μου. Φωκίωνος Νέγρη, άνοδος Πατησίων, Αγίου Μελετίου, κάθοδος Πατησίων, ξανά Φωκίωνος Νέγρη. Η βροχή τότε έκοψε κι ένιωσα σαν η θερμοκρασία να τσίμπησε πέντε βαθμούς, έτσι για πλάκα. Δεν ξέρω, μπορεί να ήταν κι επειδή θυμήθηκα εκείνη τη φορά που έτρεχα προς την στάση απέναντι, στο ρεύμα της καθόδου, να προλάβω το τρόλεϊ που θα έκανε το τελευταίο δρομολόγιο της βραδιάς. Ήταν τέλη Μαΐου πριν πολλά χρόνια, όταν ήμουν φοιτητής. Είχα περάσει ένα εφιαλτικό βράδυ μετά από μια ξεγυρισμένη ερωτική απογοήτευση σ' ένα μπαράκι της Φωκίωνος Νέγρη κι ήθελα να επιστρέψω σπίτι και να ταμπουρωθώ στο δωμάτιο μου, παρέα με τα βιβλία και τις μουσικές μου, το ταχύτερο δυνατό. Στο τέλος, ευτυχώς, το πρόλαβα το τρόλεϊ, αν και μούσκεμα στον ιδρώτα από το σπριντ στο οποίο είχα υποχρεωθεί.
Κάθισα σ' ένα απ' τα άβολα ξύλινα καθίσματα (επρόκειτο για ένα από τα παλιά, πορτοκαλί χρώματος, Αθηναϊκά τρόλεϊ, που ήταν κατασκευασμένα στην Σοβιετική Ένωση) κι έχωσα το κεφάλι μου στις παλάμες μου. Ο οδηγός έτρεχε σαν δαιμονισμένος (τέλος βάρδιας γαρ) κι εγώ πολλές φορές κρατήθηκα την τελευταία στιγμή, αποφεύγοντας να σωριαστώ φαρδύς πλατύς στο πάτωμα. Είχε όμως κι άλλα ευτράπελα αυτή η κούρσα: ένας ναρκομανής ήρθε να μου ζητιανέψει, εγώ σε ένα ανεξήγητο ξέσπασμα γαλαντομίας του έδωσα ένα πεντακοσάρικο (είχαμε ακόμα δραχμές τότε) και μου φίλησε το... χέρι μη μπορώντας να συγκρατήσει την όψιμη χαρά του, ένας ηλικιωμένος τραγούδησε στην καλή του εντελώς παράφωνα αλλά τόσο γλυκά το «Άστα τα μαλλάκια σου» κι αυτή δάκρυσε από συγκίνηση και κάποιος κατέβηκε σε μια στάση κατά λάθος, έτρεξε να προλάβει το τρόλεϊ πριν την επόμενη στάση, τα κατάφερε με υπεράνθρωπη προσπάθεια μόνο και μόνο για να ξανακατέβει... μια στάση αργότερα. Και θυμάμαι πως όταν τελικά επέστρεψα σπίτι ήμουν, βεβαίως, ακόμα συντετριμμένος, ωστόσο ένιωθα και μια βαθιά ευγνωμοσύνη μέσα στην καρδιά μου που ζούσα σε αυτήν την τόσο ανισόρροπη πόλη με την τόσο γλυκιά καρδιά.
«Η καρδιά της πόλης, λοιπόν», σκέφτηκα, επιστρέφοντας στο (τοτινό) μου τώρα. Χαμογέλασα και συνέχισα να βαδίζω με αναπτερωμένο ηθικό κι επιταχύνοντας τον ρυθμό μου.
Έφτασα στην πλατεία Αμερικής με την συνηθισμένη μετα-αλκοολική πείνα να έχει κάνει κατάληψη στο σώμα μου και να μου διαμηνύει πως αν το θέλω πίσω, θα πρέπει να κάνω αμέσως διάλειμμα για να φάω κάτι. Έτσι λοιπόν, πήρα μια τυρόπιτα από ένα τυροπιτάδικο εκεί κοντά, κάθισα σ’ ένα απ’ τα, ομολογουμένως άβολα, σκαμπό του και άρχισα να την τρώω, ασυνήθιστα αργά για τα δικά μου δεδομένα, ιδιαιτέρως όταν είμαι πεινασμένος. Κοίταζα το κενό και δεν σκεφτόμουν τίποτα. Τότε, δύο κορίτσια, βία 20 χρονών, πέρασαν από μπροστά μου έχοντας ξεκαρδιστεί στα γέλια. Είδαν ότι τις κοίταζα και τότε άρχισαν να γελάνε ακόμα πιο δυνατά. Τελικώς κοντοστάθηκαν λίγα μέτρα μακριά μου και δίπλωσαν τα σώματά τους, κρατώντας την κοιλιά τους. Το νευρικό τους γέλιο γρήγορα τους έφερε δάκρυα στα μάτια. Εγώ είχα μείνει εμβρόντητος να τις κοιτάω, με τη μισοφαγωμένη τυρόπιτα στο χέρι και με ψίχουλα στο πρόσωπο, μην λογαριάζοντας πως το θέαμα αυτό του προσώπου μου λειτουργούσε ως ενισχυτής της μανίας γέλωτα στην οποία είχαν υποκύψει. Κάποια στιγμή σκέφτηκα να σηκωθώ απ’ το σκαμπό μου και να πάω κατά κει να τους πιάσω την κουβέντα, να τις ρωτήσω με τι γελάνε, να γελάσω κι εγώ, βρε αδερφέ! Όμως κάτι με σταμάτησε και δεν το έκανα. 
Μετά από λίγο, κάπως ηρέμησαν κι αφού ξερόβηξαν αρκετές φορές άρχισαν, σιγά σιγά και με κάποιους τελευταίους σπασμούς γέλιου να τις ταράζουν ακόμα, να ξανανηφορίζουν την Πατησίων. Όταν είχαν προχωρήσει λίγα μέτρα, η μία εξ αυτών, εκείνη που ήταν πιο μακριά από εμένα, γύρισε πλαγίως και πίσω το πρόσωπό της, μου έριξε ένα φευγαλέο βλέμμα και μου φώναξε: «Νοστιμούλη, είναι η τυρόπιτά σου τόσο νόστιμη όσο εσύ;». Εγώ τα έχασα, σκέφτηκα να της απαντήσω κάτι αυθορμήτως. «Αλλά τι να της πεις, θα ξεστομίσεις καμιά χαζομάρα και θα ντροπιαστούμε πάλι», μου φώναξε αυτή η γνωστή, σπαστική φωνή μέσα απ’ το κεφάλι μου, η φωνή της συμβατικότητας, της δειλίας και της μετριοπάθειας μέχρι θανάτου. Ύστερα σκέφτηκα να ακολουθήσω τα δυο κορίτσια από πίσω ή… ίσως να αγοράσω δυο τυρόπιτες και να τους τις προσφέρω, έτσι για τον χαβαλέ, ρε παιδί μου. Πάλι η φωνή επενέβη: «μα τί γραφικότητες, τί γελοιότητες είναι αυτές! Άσε που μπορεί να σε περάσουν για κάνα ανώμαλο και να έχεις τη… χαρά να φιλοξενηθείς ολόκληρη τη νύχτα στο υγρό και παγωμένο κελί του πλησιέστερου αστυνομικού τμήματος». Τελικά η φωνή τα κατάφερε, πέτυχε να με πείσει ότι το να μείνω βιδωμένος στο άβολο σκαμπό μου ήταν, δια της εις άτοπον απαγωγής, η προτιμητέα επιλογή. Όταν, έχοντας και τα τελευταία πλέον ψίχουλα της τυρόπιτας να αναπαύονται στο στομάχι μου, συνέχισα την περιπλάνησή μου, τίποτε δεν είχε απομείνει απ’ τα δύο κορίτσια παρά μόνο ο απόηχος του γέλιου τους, που έμοιαζε να δίνει μια πιο ελαφριά, αισιόδοξη και σουρεαλιστική απόχρωση στην Αθηναϊκή νυχτερινή ατμόσφαιρα.
«Συν τοις άλλοις, αυτή είναι η πόλη των χαμένων ευκαιριών», το φιλοσόφησα, σπεύδοντας να με παρηγορήσω: «Πάλι καλά που οι ευκαιρίες είναι ανεξάντλητες»…
Είχα προχωρήσει αρκετά, έχοντας αφήσει πλέον πίσω μου την πλατεία Κολιάτσου και, εν συνεχεία, τη διασταύρωση της Πατησίων με τη λεωφόρο Γαλατσίου. Συγχρονιζόμουν όλο και πιο πολύ με το αστικό τοπίο, που το διέσχιζα με όλο και μεγαλύτερη ταχύτητα. Κάθε μου αισθητηριακή εντύπωση (ένας κουτσός σκυλάκος που κούναγε την ουρά του πάνω από ένα μισάνοιχτο φρεάτιο της ΕΥΔΑΠ, ένα σκισμένο τι-σερτ που είχε σχεδιασμένο ένα κίτρινο χαμογελαστό πρόσωπο και που έγραφε «DON’T WORRY, BE HAPPY» και το οποίο κρεμόταν από έναν κάδο απορριμμάτων σαν σημαία στρατού που μόλις υπέστη το Βατερλώ του, μια λιμνούλα νερού κοντά στο οδόστρωμα που πάνω της καθρεφτιζόταν, σαν αμφίσημος οιωνός, η βαμμένη σε έντονο κόκκινο χρώμα πινακίδα ενός μαγαζιού) έμοιαζε να αντιστοιχεί και σ’ ένα ξεχωριστό, μοναδικό, φευγαλέο, συναίσθημα, που λες και ποτέ κανείς δεν είχε νιώσει και ποτέ κανείς δεν επρόκειτο να νιώσει, και το οποίο ήταν άρρηκτα συνδεδεμένο με την, ας πούμε, «μέσα πλευρά» της Αθήνας, την όχι αμέσως ορατή, αυτή που πρέπει να σκύψεις από πάνω της, με έναν συνδυασμό τόλμης κι ειλικρινούς ενδιαφέροντος, για να την δεις. 
Σ’ αυτήν ακριβώς τη φάση βρισκόμουν όταν την είδα. Μιλάω για το κορίτσι της σιωπής. Πώς το ξέρω ότι ήταν αυτή; Μη ρωτάτε, απλώς το ήξερα, την ίδια στιγμή που την είδα. Αν βρισκόσασταν αργά εκείνο το βράδυ στο σημείο που βρισκόμουν εγώ, στη διασταύρωση Πατησίων και Μητσάκη, και βλέπατε από το απέναντι ρεύμα (εγώ βρισκόμουν απ’ την πλευρά της καθόδου της Πατησίων) το κορίτσι με το κατάλευκο δέρμα, τα μακριά ίσια μαύρα μαλλιά και τα κατάμαυρα ρούχα (μαύρα μποτίνια, μαύρη εφαρμοστή φόρμα και μαύρο ζιβάγκο) που κρατούσε αγκαλιά, σφιχτά πάνω στο στήθος της λες και φοβόταν μην της φύγουν αυτοβούλως, κάτι ακαθόριστα βιβλία και τετράδια (σαν μαθήτρια που επέστρεφε από κάποιο φροντιστήριο) θα το ξέρατε κι εσείς, πιστέψτε με.
Το κορίτσι της σιωπής μου έριξε μια αστραπιαία πλάγια ματιά κι ύστερα έστριψε απότομα στη Μητσάκη, βαδίζοντας με κοφτά και γρήγορα βήματα. Εγώ, συνεπαρμένος, διέσχισα την άδεια (εκτός από μια γάτα που πέρασε σφαίρα κάτω απ’ τα πόδια μου) Πατησίων και την ακολούθησα.
Κινείτο στο χώρο μ’ έναν ανορθόδοξο, ζιγκ ζαγκ, τρόπο, διασχίζοντας κάθε λίγο το οδόστρωμα και αλλάζοντας πεζοδρόμιο, χωρίς ποτέ να κοιτάει πίσω της. Δεν ένιωθα ότι με φοβάται, αλλά μάλλον πως προσπαθούσε να με οδηγήσει κάπου. 
Την έχασα ξαφνικά, λες κι άνοιξε η γη και την κατάπιε ή λες κι ενδύθηκε κάποιου είδους μανδύα αορατότητας, λίγο πιο κάτω απ’ το κτίριο της Ιταλικής Σχολής Αθηνών. Πήγα να τρελαθώ, έλεγα από μέσα μου (μπορεί κι απέξω μου, δεν ξέρω, ήμουν αρκετά ταραγμένος): «μα πού κρύφτηκες, κορίτσι της σιωπής;!;». Κοίταγα κάτω από αυτοκίνητα, σε κόχες εισόδου πολυκατοικιών, πίσω από δέντρα. Άρχισα να περιπλανιέμαι στα γύρω στενά αναζητώντας την. Ματαίως.
Κάποια στιγμή, που είχα χαθεί και με τη βούλα πλέον, βρέθηκα έξω από ένα πολύ μικρό παρκάκι. Βασικά, επρόκειτο για έναν, περιστοιχισμένο από τρεις οδούς, χωμάτινο διάδρομο μήκους λίγων δεκάδων μέτρων με κάποια σκόρπια δέντρα και θάμνους εκατέρωθεν, στη μέση του οποίου στεκόταν, σαν ακοίμητος και σε εγρήγορση τοποτηρητής, ένα παγκάκι. Κάτι στο όλο σκηνικό με καθησύχασε, μου απομάκρυνε το άγχος ανεύρεσης του απολεσθέντος κοριτσιού της σιωπής και με παρότρυνε να ξαποστάσω στο εν λόγω παγκάκι.
Κάθισα, απλώθηκα, αγνόησα τις τελευταίες εναπομείνασες σταγόνες που μ’ έβρεξαν, κοίταξα τον ουρανό. Η ομοιόμορφη γκρίζα θολούρα είχε τώρα υποχωρήσει, αφήνοντας μόνο μερικά διάσπαρτα σύννεφα εδώ κι εκεί σαν θολή υπόμνηση της παντοδυναμίας της, λίγο νωρίτερα. Ανάμεσα τους διακρίνονταν τώρα τ’ αστέρια. Έμοιαζαν να είναι αρκετά, δοθείσης της φωτορρύπανσης που ταλανίζει την Αθήνα ακόμα και στη, σχετικώς, υποφωτισμένη τοποθεσία όπου είχα βρεθεί. Έμεινα να τ’ ατενίζω, με τις όποιες σκέψεις είχα να εγκαταλείπουν μία προς μία το μυαλό μου, σαν διστακτικοί νεοσσοί που πετούν μακριά απ’ την ασφάλεια της γονεϊκής φωλιάς. Στο τέλος ήταν σαν να έχω αδειάσει, εντελώς κι απ’ τα πάντα. 
Τότε την άκουσα να μου μιλάει. Η φωνή της ερχόταν από κάπου βαθιά κι αντηχούσε στερεοφωνικά μέσα μου:«Καλώς ήλθες στην μυστική καρδιά της πόλης».
«Κορίτσι της σιωπής… εσύ;», αποκρίθηκα κι αμέσως δαγκώθηκα. Την είχα ευθέως αποκαλέσει με τ’ όνομά της ο ανόητος.
Έκτοτε δεν ξανάκουσα από εκείνη και φοβάμαι πως ούτε πρόκειται. Αν, παρ’ όλα αυτά, φίλοι, βρεθείτε κι εσείς κάποτε στη μυστική καρδιά ή σε μια από τις μυστικές καρδιές της Αθήνας (διότι πιστεύω ότι η χάρη της δεν εντοπίζεται / εκδηλώνεται αποκλειστικά σ’ ένα σημείο, κάπου στα Άνω Πατήσια) και το κορίτσι της σιωπής σας μιλήσει, κατ’ αρχήν προσέξτε να μην την αποκαλέσετε με τ’ όνομά της και κατά δεύτερον και, αν το θυμηθείτε, δώστε της χαιρετισμούς κι ένα φιλί στα πεταχτά κι από μένα…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΙ ΠΑΜΕ ΠΡΙΜΑ… της Μαρίνας Σωτηροπούλου

  ΚΑΙ ΠΑΜΕ ΠΡΙΜΑ… της Μαρίνας Σωτηροπούλου / Νέο έργο Μια επίκαιρη κωμωδία για την παρακμή της πολιτικής αλλά και της κοινωνίας ΠΡΕΜΙΕΡΑ Σάβ...