Φέτος η πόλη της Ελευσίνας έχει την τιμητική της, καθώς αναδείχτηκε Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης για το 2023 (2023 Eleusis). Σε μια εποχή που οι ευρωπαϊκοί θεσμοί κλυδωνίζονται από τον ουκρανικό πόλεμο και την οικονομική ύφεση, σε μια Ευρώπη που μόλις έχει αναρρώσει από την πρόσφατη πανδημία Covid-19, ο θεσμός της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης, ο οποίος δημιουργήθηκε με στόχο να συμβάλει στην προσέγγιση των ευρωπαϊκών λαών και την ανάδειξη της ποικιλομορφίας τους, αποτελεί μια ζωογόνα ανάσα για τον παγκόσμιο πολιτισμό.
Ο θεσμός αυτός είναι κυρίως ελληνικό δημιούργημα, αφού καθιερώθηκε το 1985 έπειτα από πρόταση της Μελίνας Μερκούρη και του Jack Lang στο Συμβούλιο Υπουργών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έχει ήδη υλοποιηθεί στη χώρα μας τρεις φορές (Αθήνα 1985, Θεσσαλονίκη 1997 και Πάτρα 2006), με τέταρτη φέτος στην Ελευσίνα. Δικαίως, διότι η πόλη αυτή των Ελευσίνιων Μυστηρίων και η γενέτειρα του Αισχύλου ασκεί μια ανεξήγητη έλξη στους επισκέπτες της, η οποία εμπνέει την καλλιτεχνική φαντασία και τη λογοτεχνία. Στον χώρο της τέχνης, ο εμπνευσμένος καλλιτεχνικός διευθυντής της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας Μιχαήλ Μαρμαρινός έχει ήδη διοργανώσει ποικίλες λαμπρές καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, καθώς και πλήθος εκπαιδευτικές δράσεις.
Η Ελευσίνα είναι μια πόλη με πανάρχαια ιστορία, με γοητευτική μυθολογία και σύγχρονη ιστορία, μια πόλη με πολλές αντιθέσεις, μια μικρογραφία όλης της Ελλάδας με τη δραματουργία και τις μαγευτικές αρχαιότητές της, αλλά και το κακοποιημένο περιβάλλον της. Το αρχαίο της λιμάνι με τα βιομηχανικά απόβλητα συμβιώνουν με τη φυσική ομορφιά της και η αντιφατική τουριστική ανάπτυξή της με τη μυστηριακή και ιερή όψη της. Αναπόφευκτη η σύγκριση της αρχαίας Ελευσίνας με τη σύγχρονη για τον επισκέπτη της πόλης, αλλά και για τον αναγνώστη του μυθιστορήματος του Γιώργου Κώνστα Το σύνδρομο της Περσεφόνης (Δίαυλος, 2014). Εμπνευσμένο από τα Ελευσίνια Μυστήρια, τις μυστηριακές τελετές που τελούνταν στην αρχαιότητα προς τιμήν της Δήμητρας και της Κόρης (Περσεφόνης) και συμβόλιζαν το μυστήριο της ζωής και του θανάτου, το βιβλίο εξάπτει τη φαντασία του αναγνώστη με ένα σύγχρονο μυστήριο που πλανιέται στην πόλη: τη μυστηριώδη εξαφάνιση κάποιων κοριτσιών και την αλλαγή συμπεριφοράς πολλών κατοίκων της Χώρας. Με τη γλαφυρότητα και τον πλούτο των περιγραφών του, το βιβλίο μάς θυμίζει πόσο γοητευτική είναι η Ελευσίνα, καθώς μας ξεναγεί από το τέλος της Ιεράς Οδού στον αρχαιολογικό χώρο της πόλης:
Η νύχτα είχε προχωρήσει αρκετά. Πέρα από τον λόφο με τα ιερά, η θάλασσα της Ελευσίνας έμοιαζε με γυμνή γυναίκα, με το κορμί της να τρεμοπαίζει από την προσμονή. Ένα ασημένιο ποτάμι, που έρεε από το χλωμό σώμα της Σελήνης, φώτιζε το Θριάσιο Πεδίο. (σ. 7)
[…]
Η Ελένη συνέχισε τον δρόμο της και στάθηκε για λίγο μπροστά στο Καλλίχορον φρέαρ, το πιο ιερό μέρος των αρχαίων Ελευσινίων, γιατί κατά την παράδοση σε αυτό ξεδίψασε η Δήμητρα και ξεκουράστηκε, καθώς τριγύριζε γεμάτη αγωνία να βρει τη χαμένη κόρη της, την Περσεφόνη. (σ. 91)
Το μυθιστόρημα στήνει μπροστά στα μάτια της μια φανταστική αναπαράσταση των Μυστηρίων: τον Ιεροφάντη που ανεβαίνει τα σκαλιά που οδηγούν στον θρόνο του θεού του Κάτω Κόσμου, του Πλούτωνα, και προφητεύει το μίσος, την καταστροφή και την ασχήμια που θα χαρακτηρίζουν τον κόσμο στους αιώνες που θα ακολουθήσουν, καθώς και τη μυστηριακή τελετή που γινόταν τα μεσάνυχτα από τον χορό των χαμένων γυναικών μέσα στον ναό του θεού. Στο βιβλίο, η μυθολογική διάσταση συνυφαίνεται με την πολιτική πραγματικότητα της σύγχρονης Ελλάδας, αλλά και με τον αντιφατικό κόσμο στον οποίο ζούμε. Η διαπλοκή αυτή εκφράζεται με τον αποπροσανατολισμένο ψυχισμό ενός ήρωα του βιβλίου, ο οποίος χάνει ξαφνικά την ταυτότητα, τη μνήμη, τη γλώσσα και την αίσθηση του χώρου και του χρόνου. Αναπτύσσει, ωστόσο, μυστηριωδώς μια βαθύτερη αίσθηση να αντιλαμβάνεται τα ψεύδη και τις αντιφάσεις των αρθρογράφων. Ο ψυχίατρος στον οποίο καταφεύγει αισθάνεται ανήμπορος να τον βοηθήσει, βλέποντας πρώτη φορά να διαδραματίζεται μπροστά στα μάτια του «ένα τόσο ακραίο σύμπτωμα απώλειας της προσωπικότητας, εντελώς σωματοποιημένο» (σ. 63). Ανάλογα συμπτώματα είχαν και άλλοι πολίτες στη Χώρα, σαν να είχαν όλοι προσβληθεί από μια άγνωστη επιδημία.
Η μυθολογική διάσταση συνυφαίνεται με την πολιτική πραγματικότητα της σύγχρονης Ελλάδας, αλλά και με τον αντιφατικό κόσμο στον οποίο ζούμε.
Είναι φανερό ότι ο συγγραφέας στηλιτεύει στο βιβλίο του την πολιτική ρευστότητα, τη συνθηματολογία, τη χρήση περισπούδαστων όρων για την άγρα ψήφων από τους πολιτικούς, «τον τρομαχτικό χείμαρρο των πληροφοριών που βομβάρδιζαν τον μέσο πολίτη κι όχι μόνο», την «καταιγιστική υπερπροσφορά πολιτισμικών αγαθών» (σ. 67), τη χωροχρονική και ιδεολογική σύγχυση και την αδράνεια στην οποία περιέρχονται οι πολίτες. Στον αντίποδα αυτού του αποσυντονισμού βρίσκονται οι τελεστικές γιορτές των κοριτσιών στον αρχαίο ναό της Ελευσίνας, που είχαν στόχο και όραμα και διαπνέονταν από πνεύμα ομοψυχίας και αλληλεγγύης:
Μια ομάδα κοριτσιών ξεπρόβαλε μέσα από τις σκιές των δέντρων. Κάτω από το φως της σελήνης, με τα κάτασπρα, ξεσκισμένα νυχτικά τους έμοιαζαν σαν κοπάδι περιστέρια που γουργούριζαν κοιτώντας τον ουρανό προς τη μεριά του φεγγαριού. Στέκονταν όρθιες, η μια δίπλα στην άλλη, ανάμεσα στα βράχια και τις σπασμένες κολόνες του αρχαίου ναού, σαν αρχαίος χορός. Μια ψηλή, μισογκρεμισμένη καμάρα υψωνόταν πάνω από τα κεφάλια τους σαν περίεργο σκέλεθρο. (σ. 80)
Στην καρδιά της ιεροτελεστίας των γυναικών ήταν ο ύμνος προς τον Καβαλάρη της Νύχτας, τον Πλούτωνα, που κατέληγε σε έναν άκρως ερωτικό χορό με ηδονική συνεύρεσή τους με τον ξύλινο φαλλό του θεού. Η τελεστική αυτή γιορτή διακόπτεται από την παρουσία αρχαιοκάπηλων στον χώρο, οι οποίοι κλέβουν τα ιερά αντικείμενα που χρησιμοποιούσαν οι ιερείς των Μυστηρίων (ένα κουκουνάρι, ένα σπειρωτό φίδι κι ένα αντικείμενο σε σχήμα αυγού, όλα από ατόφιο χρυσάφι). Η πλοκή, στη συνέχεια, περιστρέφεται γύρω από τον τρόπο με τον οποίο τα αντικείμενα αυτά περιήλθαν και πάλι με μυστήριο τρόπο στην κατοχή των «ιερών γυναικών» και το μυθιστόρημα κλείνει με την καταβύθισή τους στον γαλήνιο κόσμο των νεκρών.
Ολοκληρώνοντας το βιβλίο, ο αναγνώστης αφενός μεν μυείται στον αλληγορικό κόσμο της Ελευσίνας και στα απόκρυφα Μυστήρια της Δήμητρας και της Περσεφόνης, αφετέρου εμφορείται από πλήθος ερωτημάτων σχετικά με τη ζωή και τον θάνατο, την ύλη και την πνευματικότητα, τι είναι αληθινό και τι ψεύτικο, τι μόνιμο και τι παροδικό και για τι αξίζει να αγωνιζόμαστε. Πάνω από όλα, μας προβληματίζει σχετικά με τον τρόπο ζωής μας και τις σχέσεις μας με τους άλλους, θέτοντας έμμεσα το φιλοσοφικό ερώτημα των θιασωτών της Περσεφόνης: ποιος κόσμος είναι ο πιο επιθυμητός, ο πάνω με όλη την ασχήμια και τις αντιφάσεις του ή ο κάτω με την ψυχική αταραξία που τον χαρακτηρίζει; Το μυθιστόρημα δίνει στο ερώτημα τη δική του απάντηση, παρουσιάζοντας τους ήρωες και τις ηρωίδες του να κινούνται στο μεταίχμιο των δύο κόσμων, του μυστικού, αόρατου και γαλήνιου και της απτής και απατηλής πραγματικότητας, η οποία εκμηδενίζει την προσωπικότητα των ανθρώπων. Στο τέλος μάς αφήνει με μια πικρή διαπίστωση, πως, αν οι ζωντανοί δεν αφυπνίσουν την πνευματική τους φύση στη διάρκεια της επίγειας ζωής τους, είναι πολύ πιθανό να περιβληθούν σύντομα με το αιώνιο σκοτάδι.
Αγάθη Γεωργιάδου, δρ Φιλολογίας, συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας
https://diastixo.gr/epikaira/apopseis/20096-elefsina-protevousa-syndromo-persefonis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου