Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2017

Η «Τόσκα» με το χρυσό καλλιτεχνικό ζευγάρι της ελληνικής όπερας, Κασσάνδρα Δημοπούλου και Φίλιππος Μοδινός

Φίλιππος Μοδινός, Κασσάνδρα Δημοπούλου
Στις 20, 21 και 22 Οκτωβρίου, μία από τις πιο θρυλικές όπερες που έχουν γραφτεί ποτέ, η Τόσκα του Τζιάκομο Πουτσίνι ανέβηκε στο Δημοτικό Ωδείο Λάρισας από την Συμφωνική Ορχήστρα Λάρισας σε συνεργασία με την Εταιρία Λυρικού Θεάτρου Ελλάδος (Skull of Yorick Productions). Ηταν μια σπουδαία παράσταση για τα ελληνικά οπερατικά δεδομένα, και με δεδομένο του ότι παρουσιάστηκε μια φανταστική παραγωγή εξ ολοκλήρου από τους συμμετέχοντες άξιους καλλιτέχνες. Ο ρόλος της Φλόρια Τόσκα είθισται να ερμηνεύεται από δραματική σοπράνο. Η τεσιτούρα της δραματικής σοπράνο ειναι εφάμιλλη με της μεσοφώνου, η διαφορά είναι στην ευλυγισία και κυρίως στο χρώμα της φωνής. Η φωνή της μεσοφώνου είναι πιο άνετη στις χαμηλές νότες ενώ η σοπράνο έχει μεγαλύτερη ευκολία στις ψηλές. Ο ρόλος της Τόσκα έχει ερμηνευτεί και απο τις δύο φωνές, μεσόφωνο (Grace Bumbry, Shirley Verrett, Elena Obraztsova), και σοπράνο (Μαρία Κάλλας, Birgit Nilsson, Montserrat Caballé). Η μεσόφωνος χρειάζεται να βάλει μεγαλύτερη ενέργεια και να έχει πολύ καλή τεχνική κάτι που έχει η σπουδαία μας μεσόφωνος Κασσάνδρα Δημοπούλου. Μπράβο της που ανέλαβε ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα που κατέκτησε το κοινό και θριάμβευσε. 
Κασσάνδρα Δημοπούλου
Πολλά μπράβο σε όλους τους συμμετέχοντες σπουδαίους καλλιτέχνες: Φλόρια Τόσκα: Κασσάνδρα Δημοπούλου, Μάριο Καβαραντόσσι: Φίλιππος Μοδινός, Ο Βαρόνος Σκάρπια: Πέτρος Σαλάτας, Σακριστάνο: Αλέξανδρος Γάβαρης, Αντζελόττι: Βασίλης Ασημακόπουλος, Σπολέττα: John Rownan, Σιαρρόνε: Ιωάννης Νάκος, Φύλακας: Νικόλας Λεβέντης. Στην παράσταση του Σαββάτου 21, τον ρόλο της Τόσκα ερμήνευσε η δραματική σοπράνο Ειρήνη Κώνστα, δίνοντας μας μια άρτια ερμηνεία της version σοπράνο του ρόλου, οπως συνηθίζεται να ερμηνεύεται. Μπράβο στην Συμφωνική Ορχήστρα Λάρισας και τον μαέστρο Χρήστο Κτιστάκη, όπως και στον αξιαγάπητο τενόρο Φίλιππο Μοδινό για την ωραία σκηνοθεσία.  Ο Φίλιππος Μοδινός ως Καβαραντόσσι πραγματικά θριάμβευσε και ήταν εξαιρετικός ίσως ο μοναδικός πραγματικά δραματικός τενόρος στην Ελλάδα. Μία ακόμη επιτυχία για το χρυσό καλλιτεχνικό ζευγάρι της ελληνικής όπερας, Κασσάνδρα Δημοπούλου και Φίλιππος Μοδινός.
Η σπουδαία Θεσσαλονικιά μεσόφωνος Κασσάνδρα Δημοπούλου "μετά την εντυπωσιακή παραγωγή της «Τόσκα» δήλωσε τα εξής: "Η "TOSCA" είναι η μεγαλύτερη παραγωγή μας ως τώρα. Το 2013 εγκατασταθήκαμε μόνιμα στη Θεσσαλονίκη και αρχίσαμε να χτίζουμε την ομάδα μας. Τα καταφέραμε. Δεν το μετανιώσαμε ούτε μια στιγμή. Σας περιμένω κι εγώ και όλη η ομάδα μας με μεγάλη χαρά στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης (Μ1) στις 22, 25 και 27 Νοεμβρίου 2017. Όλοι οι συντελεστές είναι Έλληνες (εκτός του John Rownan, ο οποίος έχει εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη για να συνεργάζεται μαζί μας και πλέον μιλάει και ελληνικά!) και έχουμε υποστήριξη από την επίσης ανεξάρτητη γερμανική εταιρία παραγωγής Opera Classica Europa που πιστεύει και στηρίζει την ομάδα με την ευγενική χορηγία των εξαιρετικών κοστουμιών. Η συμπαραγωγή είναι με τον Δήμο Λάρισας. Η συνεργασία μας με την Συμφωνική Ορχήστρα της Λάρισας υπό τη διεύθυνση του μαέστρου Χρήστου Κτιστάκη είναι εξαιρετική και κρατάει καιρό. Μουσικοί από Λάρισα, Θεσσαλονίκη και Αθήνα ενώνουν δυνάμεις για την "ΤΟΣΚΑ", όπως έγινε και με τη "ΝΟΡΜΑ" (2015-2016) και με πολλές άλλες συνεργασίες. Η Όπερα ζει και βασιλεύει στη Θεσσαλονίκη, χάρη σε σας όλους που μας πιστέψατε, μας στηρίξατε, μας τιμήσατε, μας αγαπάτε είτε σαν Skull of Yorick, είτε σαν Hellenic Opera Corporation, ή απλά σαν Κασσάνδρα και Φίλιππο ή αντίστροφα".

Φίλιππος Μοδινός
ΠΑΡΑΓΩΓΗ: ΕΤΑΙΡΙΑ ΛΥΡΙΚΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ (SKULL OF YORICK PRODUCTIONS) - ΣΥΜΦΩΝΙΚΗ ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΛΑΡΙΣΑΣ- OPERA CLASSICA EUROPA

Μία από τις πιο θρυλικές όπερες που έχουν γραφτεί ποτέ, η “Tosca” του Giacomo Puccini ανεβείνει στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης από την Εταιρία Λυρικού Θεάτρου Ελλάδος (Skull of Yorick Productions) σε συνεργασία με τη Συμφωνική Ορχήστρα Λάρισας.

Βασισμένη στο θεατρικό έργο του Victorien Sardou "La Tosca", ένα έργο που αποτελούσε μία από τις μεγάλες επιτυχίες της σπουδαίας ηθοποιού της εποχής, Sarah Bernhardt, η "Tόσκα" υπήρξε ένας από σημαντικότερους ρόλους της Μαρίας Κάλλας, με αποκορύφωμα την μαγνητοσκοπημένη παράσταση στην Βασιλική Όπερα του Κόβεντ Γκάρντεν στο Λονδίνο, το 1964, σε σκηνοθεσία του Φράνκο Τζεφφιρέλλι η οποία αποτελεί σταθμό στην ιστορία του έργου.

Η "Τόσκα" θα μπορούσε να χαρακτηριστεί "θρίλερ", γιατί στην σκηνή απεικονίζονται ρεαλιστικά έντονες σκηνές ψυχολογικής και σωματικής βίας. Είναι έργο που διακατέχεται έντονα από τα χαρακτηριστικά του Βερισμού (Verismo), αλλά και τις τεχνικές leitmotif του Richard Wagner, με τη μουσική ιδιοφυΐα του Giacomo Puccini στα καλύτερα της, δημιουργώντας ίσως την πιο έντονη και αγωνιώδη μουσική ατμόσφαιρα στο οπερατικό ρεπερτόριο. Ταυτόχρονα, ο θεατής έχει την ευκαιρία να έρθει σε επαφή με το αρχιτεκτονικό μεγαλείο της Ρώμης, καθότι οι 3 πράξεις διαδραματίζονται σε 3 διαφορετικά σημαντικά μνημεία της ιταλικής πρωτεύουσας: στην Εκκλησία Sant'Andrea delle Fratte, στο Palazzo Farnese και το Castel Sant’ Angelo- η "Τόσκα" είναι, εκτός από δυσκολότατο έργο για τους μουσικούς, ένα μεγάλο στοίχημα για κάθε σκηνογράφο, που καλείται να πλαισιώσει τον ρεαλισμό της όπερας και των χαρακτήρων με εξίσου ρεαλιστικά, μεγαλειώδη σκηνικά.

Αλέξανδρος Γάβαρης


Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ:

Ρώμη, Ιούνιος του 1800. 
Ο αντικαθεστωτικός πολιτικός κρατούμενος, πρώην σύμβουλος της Δημοκρατίας της Ρώμης Αντζελόττι δραπευτεύει από τις φυλακές και βρίσκει καταφύγιο στην εκκλησία του Sant’Andrea delle Fratte, όπου και βρίσκει τον ζωγράφο και παλιό του σύμμαχο Μάριο Καβαραντόσσι. Ο Καβαραντόσσι αποφασίζει να βοηθήσει τον Αντζελόττι και του προτείνει να κρυφτεί στην βίλα του, της οποίας την τοποθεσία δεν γνωρίζει ο διώκτης του Αντζελόττι, ο αιμοσταγής, διεφθαρμένος αρχηγός της αστυνομίας, Βαρόνος Σκάρπια. Εκείνη την στιγμή έρχεται η ερωμένη του, η διάσημη τραγουδίστρια Φλόρια Τόσκα, για να προσκυνήσει. Ο Καβαραντόσσι δεν αποκαλύπτει την παρουσία του Αντζελότι από την Τόσκα και φεύγει μαζί του για την βίλα του. Ο Σκάρπια, ο οποίος καταφθάνει στην εκκλησία λίγο αργότερα ψάχνοντας τον Αντζελόττι, βρίσκει τρόπο να κάνει την Τόσκα να πιστέψει ότι ο εραστής της την απατάει, ώστε, χωρίς τη θέλησή της να οδηγήσει τους κατασκόπους του στην μυστική βίλα του Καβαραντόσσι, αλλά αυτοί αποτυχαίνουν να εντοπίσουν τον φυγά. Συλλαμβάνουν όμως τον Καβαραντόσσι, ο οποίος οδηγείται για ανάκριση στο γραφείο του Σκάρπια, στο Palazzo Farnese. Παράλληλα ο Σκάρπια καλεί και την Τόσκα- η οποία εν τω μεταξύ έχει ανακαλύψει το μυστικό του Καβαραντόσσι- και εκβιάζει με βίαιους τρόπους τους δύο εραστές, ζητώντας από την Τόσκα ένα χυδαίο αντάλλαγμα προκειμένου να σώσει την ζωή του εραστή της. 


Σκηνοθεσία/ Φωτισμοί: Φίλιππος Μοδινός
Μουσική Διεύθυνση: Χρήστος Κτιστάκης
Συμφωνική Ορχήστρα Λάρισας

Σκηνικά: Γιώργος Λεπίδας

Κοστούμια: Opera Classica Europa, Ελένη Ψύρρα
Ερμηνεύουν:
Φλόρια Τόσκα: Κασσάνδρα Δημοπούλου
Μάριο Καβαραντόσσι: Φίλιππος Μοδινός
Ο Βαρόνος Σκάρπια: Πέτρος Σαλάτας
Σακριστάνο: Αλέξανδρος Γάβαρης
Αντζελόττι: Βασίλης Ασημακόπουλος
Σπολέττα: John Rownan
Σιαρρόνε: Ιωάννης Νάκος
Φύλακας: Νικόλας Λεβέντης
Βοσκός: θα ανακοινωθεί

Μέλη χορωδιών: In Donnation- Μουσικός Σύλλογος Λάρισας- Μουσικός Σύλλογος Τυρνάβου- Μικτή Χορωδία Δ.Ω.Λ.
Παιδική Χορωδία Ι.Ν. Κυρίλλου και Μεθοδίου (Μουσ. Διεύθυνση: Μαρία Έμμα Μελιγκοπούλου- Γλυκερία Ροηλίδη

Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης 22, 25 και 27 Νοεμβρίου 2017 Στις 20:30
Αίθουσα Φίλων της Μουσικής (Μ1)
Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης στις 22, 25 και 27 Νοεμβρίου 2017 στις 20:30
ΤΙΜΕΣ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ
40€ (25€*), 35€ (20€*), 30€, (15€*), 25€ (10€*), 20€ (5€*)
* φοιτητικό, παιδικό, κάρτα ανεργίας, πολύτεκνοι-τρίτεκνοι, ΑΜΕΑ, κάρτα αλληλεγγύης)
https://www.facebook.com/events/1974725876111874/
Φίλιππος Μοδινός, Κασσάνδρα Δημοπούλου

Φίλιππος Μοδινός
Κασσάνδρα Δημοπούλου
 
Ειρήνη Κώνστα

Φίλιππος Μοδινός, Βασίλης Ασημακόπουλος
Πέτρος Σαλάτας


Ειρήνη Κώνστα

Βασίλης Ασημακόπουλος

Ειρήνη Κώνστα, Πέτρος Σαλάτας

Φίλιππος Μοδινός

Κασσάνδρα Δημοπούλου

Κασσάνδρα Δημοπούλου, Πέτρος Σαλάτας
Ειρήνη Κώνστα, Φίλιππος Μοδινός

Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2017

Διανοούμενοι και άνθρωποι της τέχνης ήταν πρωτοπόροι στους Εθνικούς αγώνες

Λογοτέχνες, συγγραφείς, ηθοποιοί, πολιτικοί, πολέμησαν γενναία δίπλα στα Ελληνόπουλα και τον ηρωϊσμό τους μετέδιδαν οι απεσταλμένοι δημοσιογράφοι
Του Τάσου Κ. Κοντογιαννίδη
Οι πρώτοι που πληροφορήθηκαν την  κήρυξη του πολέμου, το ηρωϊκό εκείνο πρωϊνό της 28ης Οκτωβρίου 1940, μετά τον βασιλιά, τον στρατηγό Παπάγο και υπουργούς, ήταν μια εύθυμη συντροφιά καλλιτεχνών και δημοσιογράφων που το ξενυχτούσε σχεδόν κάθε βράδυ στο καφενείο «Κυβέλεια» στην αρχή της οδού Πανεπιστημίου της Αθήνας.

Μέσα σ’ εκείνο το καφενείο, όπου επικρατούσε το κέφι, βρίσκονταν  οι Βασίλης Λογοθετίδης, Αλέκος Σακελάριος, Χρήστος Γιαννακόπουλος, Ορέστης Μακρής, Κώστας Δούκας, Γιώργος Γαβριηλίδης, Κώστας Μανιατάκης, Αλέκος Λειβαδίτης κ.α.
Στις 4 το πρωί, μπαίνει,  όπως το συνήθιζε τέτοια ώρα όταν σχολούσε,  ο δημοσιογράφος της εφημερίδας  «Πρωία» Γιώργος Καράντζας και τους έφερνε τα νέα που θα διάβαζαν όταν θα κυκλοφορούσαν οι εφημερίδες. Αμίλητος, σοβαρός, κάθισε στη συντροφιά τους. «Τι έχουμε συνάδελφε;» τον ρώτησε ο Σακελάριος. Σήκωσε το κεφάλι του και είπε το συνταρακτικό νέο: «Έχουμε πόλεμο!»  Πόλεμο; Φώναξαν όλοι αναστατωμένοι. «Πριν από λίγη ώρα ο πρεσβευτής της Ιταλίας  Γκράτσι, έδωσε τελεσίγραφο στον  πρωθυπουργό που εκπνέει σε μια ώρα. Και ο Μεταξάς; Ρώτησαν όλοι αγωνιωδώς. «Τον πέταξε έξω με τις κλωτσιές…» Μπράβο!!! Φώναξαν όλοι μαζί.
Φωτο: Προσωπικότητες στον  πόλεμο  του 40, υπουργοι, δημοσιογράφοι, ηθοποιοί, τενόροι,  έχοντας στη μέση τον Λάμπρο Κωνσταντάρα

Αυτοί ηταν οι πρώτοι που μάθαιναν εκεί στο καφενείο για το αγέρωχο ΟΧΙ  που είπε ο Μεταξάς  για λογαριασμό των Ελλήνων, στην Ιταλική φασιστική πρόκληση. Μετά από μία ώρα, ακούγονται οι σειρήνες, το πρώτο κυβερνητικό ανακοινωθέν και  ακολουθεί ένα ατέλειωτο πανηγύρι! Χιλιάδες Αθηναίοι πλημμύρισαν τους δρόμους και τις πλατείες στο κέντρο της Αθήνας.
Τότε  πήγαν στο Μέτωπο να πολεμήσουν μαζί με τα στρατευμένα Ελληνόπουλα, οι διανοούμενοι της εποχής. όπως οι λογοτέχνες και συγγραφείς: Οδυσσέας Ελύτης (ανθυπολοχαγός), Γιώργος Θεοτοκάς (ζήτησε ρουσφέτι απ’ τον στρατηγό Γυαλίστρα να τον δεχτούν εθελοντή!) Ανδρέας Καραντώνης, Άγγελος Βλάχος, Άγγελος Τερζάκης, Γιάννης Μαγκλής,  Διονύσιος Ρώμας, ο βαρύτονος Ευάγγελος Μαγκλιβέρας, οι τενόροι Γ. Τουμπακάρης (έπεσε ηρωϊκά μαχόμενος),  Κώστας  Σάμιος, οι ζωγράφοι Σπύρος Βασιλείου και Γιάννης Τσαρούχης.
Φωτο: Οδυσσέας Ελύτης, στην πρώτη γραμμή! (στη μέση)

Ηθοποιοί στην πρώτη γραμμή: Λάμπρος Κωνσταντάρας (τραυματίσθηκε και όταν έγινε καλά, ζήτησε να πάει στην πρώτη γραμμή!)  Διονύσης Παπαγιανόπουλος (ανθυπολοχαγός),  Ντίνος Ηλιόπουλος (ασυρματιστής),  Παντελής Ζερβός (λοχίας),  Νίκος Σταυρίδης (τραυματιοφορέας), Λυκούργος Καλλέργης, Θάνος Κωτσόπουλος, Μάνος Κατράκης,  Στέλιος Βόκοβιτς,  Γκίκας Μπινιάρης,  Νάσος Χριστογιαννόπουλος, Φρίξος Θεοφανίδης, Στέφανος Πήλιος, όλοι στην πρώτη γραμμή! Δυο γενναίοι ηθοποιοί σκοτώθηκαν, Δήμος Αυγείας και Πάνος Παπακυριακόπουλος.
Φωτο: Ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, στην πρώτη γραμμή

Πολέμησαν και πολιτικοί: Παν. Κανελλόπουλος, εθελοντής δεκανέας  (εξέδιδε στο Μέτωπο την εφημερίδα  «Οχρίς»), Γεώργιος Ράλλης ανθυπίλαρχος, Κων. Μητσοτάκης ανθυπολοχαγός, Ιωάννης Χαραλαμπόπουλος ανθυπολοχαγός, Ισαάκ Λαυρεντίδης υπολοχαγός, (τραυματίσθηκε στο ύψωμα 731), Χαρίλαος Φλωράκης, Γεώργιος  Καρτάλης.
Στο Μέτωπο και οι απεσταλμένοι των εφημερίδων, που  αντί  για τουφέκι κρατούσαν την πέννα! Τα χειρόγραφα τους έφταναν την επομένη στην Αθήνα,  με ειδικό ταχυδρομείο, αυτολογοκριμένα όπως επέβαλαν οι κανόνες του πολέμου:  Σπύρος Μελάς (Καθημερινή - Εστία),  Βάσος Τσιμπιδάρος, Ευστ. Θωμόπουλος, Γεώρ. Παπαγιώργος Π. Αγγελόπουλος (Ακρόπολις), Π. Παλαιολόγος, Γεώρ. Ρούσσος και Μιχ. Κυριακίδης (Ελεύθερον Βήμα), Γεώρ. Δρόσος, Θεοφ. Παπακωνσταντίνου,  Γεώρ. Ανδρουλιδάκης και Χρ. Μούζιος (Πρωία) Νίκ. Γιοκαρίνης (Αθηναϊκά Νέα), Αλ. Λιδωρίκης, Πάνος Καραβίας, Κων. Τριανταφυλλίδης, Αθ. Γεωργίου, Σάββας Κωνσταντόπουλος (Ασύρματος), Σπ. Μαντάνος (Τύπος), Θωμάς  Μαλαβέτας (Έθνος) Παντ. Καψής, Κων. Ουράνης (Ελληνικόν Μέλλον) Τίμος Μωραϊτίνης, Λουκής Ακρίτας (Εστία), Χρ. Κολιάτσος, Νίκ. Αναστασόπουλος, Τάκης Παπαγιαννόπουλος, Θεμ. Αμουτζόπουλος (Καθημερινή), Κων. Σκαλτσάς (Έθνος), Κων. Αθάνατος, Νίκ. Καπιτζόγλου Θ. Δογάνης (Βραδυνή). Ήταν επίσης οι Στράτης Μυριβήλης, Δημ. Δεβετζής, Σόλων Γρηγοριάδης και Σπ. Αυλωνίτης. Η μοναδική γυναίκα απεσταλμένη, ήταν η Αντέλα Μέρλιν, που την έστειλε ο Δημ. Λαμπράκης για τα Αθηναϊκά Νέα, κατόπιν παρακλήσεώς της. Στο Μέτωπο και οι φωτορεπόρτερ Τσακιράκης, Κουρμπέτης, Φλώρος, Πουλίδης, Μεγαλοοικονόμου,  στους οποίους οφείλονται  οι πολλές φωτογραφίες που δημοσιεύονται τέτοιες μέρες.
Φωτο: Δημοσιογράφοι, απεσταλμένοι των εφημερίδων, κάπου στο Μέτωπο…

Στα μετόπισθεν, όλα τα θέατρα, με την κήρυξη το πολέμου, προσαρμόζουν στο κλίμα της ημέρας τις επιθεωρήσεις τους, και ακούγονται  τραγούδια σε στίχους του Γιώργου Οικονομίδη και  του Μίμη Τραϊφόρου, όπως «το Κορόϊδο Μουσολίνι» που ξεσηκώνουν και δονούν τις ψυχές  των Ελλήνων με τη φωνή του σύγχρονου Τυρταίου, που ακούει στο όνομα Σοφία Βέμπο! Παρούσες και οι αδελφές Καλουτά. Σημαντική και η προσφορά των γελοιογράφων, όπως του Φωκίωνα Δημητριάδη, του Παυλίδη, του Μπέζου, του Καστανάκη,  του Γκέϊβελη, του Λυδάκη και του Στέλιου  Πολενάκη, με τα σπαρταριστά κινούμενα σχέδια.
Φωτο: Η Σοφία Βέμπο, ο σύγχρονος Τυρταίος

http://thesecretrealtruth.blogspot.gr/2017/10/blog-post_3221.html

Τὰ θαμμένα ἀγάλματα τοῦ πολέμου…

ΑΘΗΝΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣΓράφει ο Κώστας Πασχαλίδης
Επί έξι μήνες πριν από την εισβολή των Γερμανών μια ομάδα από εργάτες και αρχαιολόγους έσκαβε τα δάπεδα του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου για να θάψει εκεί ό,τι πολυτιμότερο έχει η Αθήνα: τους κούρους και τις ληκύθους της…
  

Από την προετοιμασία απόκρυψης των επιτύμβιων γλυπτών του Μουσείου. (Φωτογραφικό Αρχείο Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου).
Την Κυριακή 27 Απριλίου 1941 τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής κατέλαβαν την Αθήνα. Την επομένη, νωρίς το πρωί, οι Γερμανοί αξιωματικοί που ανέβηκαν με φόρα τα μαρμάρινα σκαλιά του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου διαπίστωσαν με έκπληξη ότι παραλάμβαναν ένα κτίριο άδειο. Δεν βρήκαν πουθενά ούτε ίχνος από τα χιλιάδες πολύτιμα εκθέματα που κοσμούσαν το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας τα προηγούμενα εξήντα χρόνια της λειτουργίας του. Αντί για αγάλματα, στέκονταν μπροστά τους παγωμένοι και ανέκφραστοι οι λιγοστοί αρχαιολόγοι και οι φύλακες που είχαν βάρδια εκείνη την ώρα. Στις επίμονες ερωτήσεις τους, εκείνοι απάντησαν σιβυλλικά, ότι τα αρχαία είναι εκεί όπου όλοι γνωρίζουν, κάτω από τη γη. Και είναι αλήθεια ότι τα αρχαία είχαν μόλις επιστρέψει ξανά στο χώμα, δηλαδή στη μοναδική κιβωτό του κόσμου στην οποία θα μπορούσαν να παραμείνουν ασφαλή.
Η εύθραυστη ευρωπαϊκή τάξη του Μεσοπολέμου ήταν αισθητή στις ελληνικές κυβερνήσεις πολύ καιρό πριν από την κήρυξη του πολέμου. Από το 1937 η κυβέρνηση Μεταξά είχε ξεκινήσει αλληλογραφία με τη Διεύθυνση Αρχαιοτήτων του υπουργείου Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας, προκειμένου να εκπονηθεί από κοινού ένα πλήρες σχέδιο διαφύλαξης των αρχαίων από τις αεροπορικές επιδρομές και από το ενδεχόμενο των οδομαχιών εντός των πόλεων. Στην επίμονη απαίτηση του κράτους να συνταχθούν κατάλογοι και να ταξινομηθούν τα αρχαία σε κατηγορίες με βάση τη σπουδαιότητά τους οι αρχαιολόγοι της Υπηρεσίας υποστήριζαν σταθερά ότι δεν υπήρχε δυνατότητα επιλογής και ότι όλα τα αρχαία (εκτεθειμένα και αποθηκευμένα) έπρεπε να διασωθούν σε περίπτωση πολέμου.
Μάλιστα, ο Νικόλαος Κυπαρίσσης, Έφορος Αρχαιοτήτων Αθηνών (Αττικής και Μεγαρίδος εκτός Πειραιώς), σε εμπιστευτική του έκθεση προς το υπουργείο στις 11 Αυγούστου 1937 αναφέρει ότι, αντί να δαπανηθούν μεγάλα ποσά για την κατασκευή καταφυγίων για ορισμένα από τα αρχαία, θα ήταν προτιμότερο να μεταφερθούν σε νέους χώρους φύλαξης, ασφαλείς από φωτιά και βομβιστικές επιθέσεις, σε κηρυγμένες «αρχαιολογικές πόλεις», οι οποίες με διεθνείς συμβάσεις θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ιερές και απαραβίαστες. Και υπέδειξε την περιοχή της Ακρόπολης ως μία από αυτές. Ωστόσο, η πραγματικότητα διέλυσε τις ελπίδες και τις λιγοστές αμφιβολίες για το επερχόμενο κακό. Οι προετοιμασίες για την αντιμετώπιση του κινδύνου των καταστροφών εντείνονταν με την πάροδο του χρόνου.
Στις 18 Ιουνίου 1940 ο υφυπουργός Παιδείας Ν. Σπέντζας ανακοίνωσε με εμπιστευτικό του έγγραφο ότι «Από σήμερον απαγορεύομεν την χορήγησιν κανονικών αδειών, κατόπιν αποφάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου». Με την κήρυξη του πολέμου τέσσερις μήνες μετά, η Αρχαιολογική Υπηρεσία αντέδρασε αστραπιαία. Με έγγραφό της στις 11 Νοεμβρίου 1940 που απεστάλη σε όλες τις τοπικές διευθύνσεις, εξέδωσε ειδικές τεχνικές οδηγίες «διά την προστασίαν των αρχαίων των διαφόρων μουσείων από τους εναερίους κινδύνους». Σε αυτές προβλέπονταν δύο τρόποι ασφάλισης των ογκωδών και μη μετακινήσιμων εκθεμάτων. Ο πρώτος ήταν «διά της περικαλύψεως του αγάλματος διά γαιοσάκκων, αφ’ ου προηγουμένως τούτο περιβληθή δι’ ενός ξυλίνου ικριώματος επενδεδυμένου διά σανίδων ως το υπόδειγμα» και ο δεύτερος, που προκρίθηκε ως αποτελεσματικότερος, με την κατάχωση των αγαλμάτων εντός του δαπέδου της αίθουσας ή στην αυλή του μουσείου ή σε περιφραγμένες αυλές και υπόγεια δημόσιων ιδρυμάτων.
Η μέθοδος της κατάχωσης, μάλιστα, δινόταν με κάθε λεπτομέρεια. Τα αγάλματα έπρεπε να αποτεθούν στον πυθμένα του ορύγματος που ήταν επενδεδυμένο με οπλισμένο σκυρόδεμα, σε οριζόντια θέση (σαν νεκρά σώματα σε τάφο), να καλυφθούν με αδρανή υλικά και το όρυγμα να σφραγιστεί με πλάκα τσιμέντου. Για τα χάλκινα και για τα πήλινα προβλεπόταν η φύλαξη εντός κιβωτίων επενδεδυμένων με κερόχαρτο ή πισσόχαρτο για τον φόβο της υγρασίας.


Η απόκρυψη του Κούρου του Σουνίου ΕΑΜ 2720 στο όρυγμα που είχε διανοιχθεί μπροστά από το βάθρο του. (Φωτογραφικό Αρχείο Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου).
Στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο σήμανε συναγερμός. Με υπουργική απόφαση συστάθηκε η Επιτροπή Απόκρυψης και Ασφάλισης των εκθεμάτων του, με επικεφαλής τρεις Αρεοπαγίτες και μέλη τον γραμματέα της Αρχαιολογικής Εταιρείας Γεώργιο Οικονόμο, τον προσωρινό διευθυντή του μουσείου Αναστάσιο Ορλάνδο, τον καθηγητή Σπυρίδωνα Μαρινάτο, τους εφόρους Γιάννη Μηλιάδη και Σέμνη Καρούζου, την επιμελήτρια Ιωάννα Κωνσταντίνου και ορισμένους μηχανικούς και αρχιτέκτονες του υπουργείου. Στην ομάδα προστέθηκαν και εθελοντές, όπως ο διευθυντής του Αυστριακού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Otto Walter, ο Βρετανός αρχαιολόγος Allan Wace και o ακαδημαϊκός Σπύρος Ιακωβίδης, που ήταν τότε πρωτοετής φοιτητής Αρχαιολογίας.
«Πολύ πρωί, πριν να δύσει η σελήνη, συγκεντρώνονταν στο μουσείο όσοι είχαν αναλάβει την εργασία τούτη. Νύχτα έφευγαν το βράδυ για να πάνε στα σπίτια τους» γράφει χαρακτηριστικά η Σέμνη Καρούζου. Η φύλαξη των γλυπτών γινόταν ανάλογα με το μέγεθος και τη σημασία του καθενός. Τα μεγαλύτερα από αυτά παρατάσσονταν όρθια σε βαθιά ορύγματα που είχαν ανοιχτεί στα δάπεδα των βόρειων αιθουσών του μουσείου, το οποίο ήταν, άλλωστε, θεμελιωμένο πάνω στον μαλακό βράχο. Για την κάθοδο των αγαλμάτων στα ορύγματα χρησιμοποιήθηκαν αυτοσχέδιοι ξύλινοι γερανοί, τους οποίους χειρίζονταν αδιάκοπα οι τεχνίτες του μουσείου. Τα ορύγματα, που έμοιαζαν με πολυάνδρια, δηλαδή με ομαδικούς τάφους, συγκέντρωσαν ένα σαστισμένο πλήθος μορφών, σαν αυτό που εικονίζεται στην πιο πολύτιμη από τις φωτογραφίες του ομώνυμου αρχείου του μουσείου. Ανάμεσα στις μορφές των αγαλμάτων, που στέκονται αμήχανα στον νέο τους τάφο, βρίσκεται κι ένας από τους ανώνυμους πρωταγωνιστές του Έπους της Απόκρυψης. Ένας τεχνίτης του μουσείου που κοιτά αφηρημένα τον φακό. Κι έτσι όπως συμμερίζεται την αβέβαιη μοίρα των ημερών, καταλήγει να μην ξεχωρίζει από το πλήθος τριγύρω.
«Αν καμιά ζημιά δεν έγινε στα μάρμαρα, παρόλες αυτές τις μετακινήσεις, οφείλεται τούτο κυριότατα στο ότι προϊστάμενος του συνεργείου των εργατών ήταν τότε, έως και στα πρώτα χρόνια ύστερ’ από τον πόλεμο, ο παλαιός, έμπειρος και αφοσιωμένος γλύπτης των ελληνικών μουσείων Ανδρέας Παναγιωτάκης» αφηγείται η Σέμνη Καρούζου.
Η δουλειά γινόταν στα υπόγεια του μουσείου.  «Τον Οκτώβριο του 1940, όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος, μόλις είχα εγγραφεί στο πανεπιστήμιο, πρωτοετής φοιτητής» θυμάται σε συνέντευξή του ο ακαδημαϊκός Σπύρος Ιακωβίδης. «Η απόκρυψη είχε ήδη αρχίσει κι εγώ προσέφερα την εθελοντική μου εργασία. Με έβαλαν σε μία από τις αποθήκες, όπου υπήρχαν τεράστια κασόνια. Η δουλειά μου ήταν να τυλίγω ταναγραίες σε παλιές εφημερίδες και με μεγάλη προσοχή να τις τοποθετώ στα κασόνια. Μετά, τη δουλειά συνέχιζε η ειδική επιτροπή που είχε συσταθεί. Όλοι δουλεύαμε ενάντια στον χρόνο, με τον φόβο της εισβολής των Γερμανών, και βέβαια με τεράστια προσοχή. Οι ταναγραίες τυλίγονταν εύκολα. Όμως τα αγγεία έσπαγαν ακόμα πιο εύκολα… Η δουλειά γινόταν στα υπόγεια του μουσείου. Τα αγάλματα τοποθετούνταν σαν άνθρωποι σε διαδήλωση. Στη συνέχεια χυνόταν πάνω τους άμμος που ξεχώριζε το ένα από το άλλο και τα σκέπαζε και από πάνω έπεφτε πλάκα τσιμέντο. Τα παράθυρα των υπόγειων χώρων τα φράζανε με τσουβάλια από άμμο. Με αυτό τον τρόπο δεν μπορούσαν να πάθουν τίποτε από αεροπορική επιδρομή».
Τα ξύλινα κιβώτια με τα πήλινα αγγεία και τα ειδώλια, καθώς και με τα χάλκινα έργα, τοποθετούνταν στις ημιυπόγειες αποθήκες της επέκτασης του μουσείου, που είχε μόλις ολοκληρωθεί προς την οδό Μπουμπουλίνας. Μετά τη συμπλήρωση των χώρων, τα δωμάτια γεμίζονταν μέχρι την οροφή με στεγνή άμμο, προκειμένου να αντέξουν τη διάρρηξη της τσιμεντένιας πλάκας της οροφής τους από ενδεχόμενο βομβαρδισμό. Ένα στιγμιότυπο αυτής της εργασίας του εγκιβωτισμού αποτυπώθηκε σε μία ξεχωριστή φωτογραφία, τη μόνη που εικονίζει τους τεχνίτες του μουσείου σε μια στιγμή ανάπαυλας να κοιτούν ανέκφραστοι τον φακό, ανθρώπους που αναρωτιέται κανείς για την τύχη τους τους σκληρούς μήνες της αθηναϊκής Κατοχής.
Η Σέμνη Καρούζου διέσωσε το όνομα ενός από αυτούς: «Σε όλη την εργασία του ξεριζώματος και του εγκιβωτισμού των αρχαίων της Συλλογής Αγγείων και Μικροτεχνημάτων πρωτοστατούσε ο μακαρίτης αρχιτεχνίτης Γεώργιος Κοντογιώργης, ένας από τους τεχνίτες που τόσα προσέφεραν και προσφέρουν στην ανάδειξη και την ασφάλεια των αρχαίων». Ταυτόχρονα με τα αρχαία εγκιβωτίστηκαν και οι πολύτιμοι κατάλογοι του μουσείου, δηλαδή τα βιβλία καταγραφής και τεκμηρίωσης των αρχαιοτήτων του. Τα κιβώτια αυτά παραδοθήκαν στον γενικό ταμία της Τράπεζας της Ελλάδος στις 29 Νοεμβρίου 1940. Στις 17 Απριλίου 1941, στο κεντρικό κατάστημα της ίδιας τράπεζας, υπογράφηκε το πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής των ξύλινων κιβωτίων με τα χρυσά και με τα άλλα πολύτιμα ευρήματα των Μυκηνών. Ήταν η πράξη του τέλους μιας εξάμηνης επιχείρησης που πέτυχε να ασφαλίσει τον αμύθητο πλούτο του μεγαλύτερου μουσείου της χώρας.
«Η όψη του μουσείου τον Απρίλη του 1941, γυμνωμένου από όλο το περιεχόμενό του, ήταν μια εικόνα ερήμωσης. Οι τοίχοι γυμνοί, τα δάπεδα πολλών αιθουσών σκαμμένα, οι προθήκες άδειες». Ήταν η εικόνα που αντίκρισαν οι Γερμανοί αξιωματικοί το πρωί της Δευτέρας 28 Απριλίου. Της πρώτης μέρας της αθηναϊκής Κατοχής.
475824_3_4

Ένα από τα ορύγματα με τα αμήχανα πλήθη των αγαλμάτων.
Στα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν το μουσείο δεν παρέμεινε έρημο. Καταλήφθηκε από δημόσιες υπηρεσίες. Στη μεγάλη Μυκηναία Αίθουσα στεγάστηκε η Κρατική Ορχήστρα. Σε ένα μεγάλο μέρος της δυτικής πλευράς, δεξιά από την είσοδο, εγκαταστάθηκε το Κεντρικό Ταχυδρομείο. Στις αίθουσες του πρώτου ορόφου επί της οδού Μπουμπουλίνας λειτούργησαν οι υπηρεσίες του υπουργείου Πρόνοιας, ενώ σε μια αίθουσα του παλαιού κτιρίου προς την οδό Τοσίτσα εγκαταστάθηκε μια ειδική Υγειονομική Υπηρεσία, απ’ όπου «περνούσαν υποχρεωτικά δυστυχισμένες νέες γυναίκες, απόκληρες της κοινωνίας» όπως διασώζει η Σέμνη Καρούζου.
Σε μια γωνιά του νέου κτιρίου έμεινε λιγοστός χώρος για τα γραφεία των υπαλλήλων του μουσείου, όπου συγκεντρώθηκε η άχρηστη πια σκευή του, το πλήθος των άδειων προθηκών, ορισμένοι πίνακες της Εθνικής Πινακοθήκης και τα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Σε ένα από τα υπόγεια της νέας πτέρυγας παρασκευαζόταν το συσσίτιο των φυλάκων και των αρχαιολογικών υπαλλήλων, με τα πυκνά ίχνη από τους καπνούς του να παραμένουν μέχρι σήμερα σε σημεία της οροφής.
Παρά την απώλεια του χαρακτήρα του, το κτίριο παρέμεινε αλώβητο μέχρι το τέλος της Κατοχής. Ως τις «ημέρες του δεκεμβριανού εφιάλτη», όταν οι «πολυβολισμοί των αεροπλάνων» κατέκαψαν μέρος της ξύλινης στέγης του και ένα τμήμα του πρώτου ορόφου διαμορφώθηκε σε φυλακές των κρατουμένων. Ορισμένοι από τους διάτρητους από τις οβίδες τοίχους διατηρούνται ακόμα και σήμερα, μεταξύ των γραφείων όπου εργάζεται το προσωπικό του Μουσείου. Και παρά τη μακρά και επίπονη αποκατάσταση του κτιρίου και των εκθέσεών του τα μεταπολεμικά χρόνια, ήσαν πολλές οι κρυμμένες εκπλήξεις που έρχονταν σποραδικά στο φως.
Ακόμα και η δεύτερη, εκ βάθρων ανακαίνισή του, που ολοκληρώθηκε πρόσφατα, ήταν η αφορμή να ανακαλυφθούν και άλλα από τα καλά θαμμένα μυστικά του. Να ήταν, άραγε, τα τελευταία; Ζώντας και δουλεύοντας κανείς ανάμεσα σε αυτούς τους τοίχους, γνωρίζει πως δεν του επιτρέπεται να διατυπώνει τέτοιες εκφράσεις χρονικής βεβαιότητας.
475825_4_3

Στιγμιότυπο από τον εγκιβωτισμό του αμφορέα Α 803.
ΠΗΓΕΣ
Βενάρδου Ε., Μια απόκρυψη αλλιώτικη από τις άλλες. Επιχείρηση «Κρυμμένοι Θησαυροί». Διαθέσιμο στοhttp://www.psaxtiria.net/forum/archive/index.php/t-2897.html
Καλτσάς Ν., «Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο», Αθήνα 2007, 20. Διαθέσιμο στο http://www.latsis-foundation.org/megazine/publish/ebook.php?book=31&preloader=1
Καρούζου Σ., «Σύντομη Ιστορία του Εθνικού Μουσείου», στο Καρούζου Σ., Εθνικόν Αρχαιολογικόν Μουσείον, Συλλογή Γλυπτών, Περιγραφικός Κατάλογος, Αθήναι 1967, ια’-κ’.
Καρούζου Σ., «Το Εθνικό Μουσείο από το 1941», το Μουσείον 1 (2000), 5-14. (Πρόκειται για την εκ νέου δημοσίευση του κειμένου της Σ. Καρούζου, που περιλήφθηκε στα Πρακτικά του Α’ Συνεδρίου του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων, Αθήνα 30 Μαρτίου-3 Απριλίου 1967, Αθήνα 1984, 52-63).
Νικολακέα Ν., «Η προστασία των αρχαιοτήτων κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο», στο Τσιποπούλου Μ. (επιμ.), «…Ανέφερα Εγγράφως», Θησαυροί του Ιστορικού Αρχείου της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, Αθήνα 2008, 57-59.
Πασχαλίδης Κ., «Η ίδρυση, η ιστορία και οι περιπέτειες του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, 130 χρόνια λειτουργίας σε μία διάλεξη». Διαθέσιμο στο http://www.blod.gr/lectures/Pages/viewlecture.aspx?LectureID=737#.UTcIWTbYhgU.facebook
Πετράκος Β.Χ., «Τα αρχαία της Ελλάδος κατά τον πόλεμο 1940-1944», Ο Μέντωρ 31 (1994), 73-185. Σάλτα Μ., «Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο», στο Γαρουφαλής Δ.Ν., Κωνσταντινίδη-Συβρίδη Ε. (επιμ.), Η Αρχαιολογία στην Ελλάδα. Οι μεγαλύτερες αρχαιολογικές ανακαλύψεις του 20ού αιώνα και οι θησαυροί των ελληνικών μουσείων, Αθήνα 2002, 116-119 (Σειρά: Ιστορία των Πολιτισμών Νο2, του περιοδικού «Corpus»)
Φλέσσα Β., Στα Άκρα, συνέντευξη με τον ακαδημαϊκό Σ. Ιακωβίδη στη Νέα Ελληνική Τηλεόραση (ημέρα προβολής: Παρασκευή 26/10/2012, ώρα: 23:00). Διαθέσιμο στο http://www.ert.gr/webtv/net/item/8196-Spyros-Iakwbidhs-Archaiologos-Akadhmaikos-26-10-2012#.UUo0TDfQ709
Χριστοπούλου Α., «Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και Νεότερη Ελλάδα. Παράλληλες Ιστορίες», «Αρχαιολογία & Τέχνες» 113 (Δεκέμβριος 2009), 5-10.
Κώστας Πασχαλίδης γιὰ τὸ www.lifo.gr
Ο Κώστας Πασχαλίδης είναι Ιστορικός και Αρχαιολόγος, Επιμελητής Αρχαιοτήτων στην Προϊστορική Συλλογή του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου
Shortlink ἄρθρου: http://wp.me/p2VN9U-lB
anihneftes.wordpress.com

http://thesecretrealtruth.blogspot.gr/2017/10/blog-post_3184.html

ΚΑΙ ΠΑΜΕ ΠΡΙΜΑ… της Μαρίνας Σωτηροπούλου

  ΚΑΙ ΠΑΜΕ ΠΡΙΜΑ… της Μαρίνας Σωτηροπούλου / Νέο έργο Μια επίκαιρη κωμωδία για την παρακμή της πολιτικής αλλά και της κοινωνίας ΠΡΕΜΙΕΡΑ Σάβ...