σκηνοθεσία Κουέντιν Ταραντίνο με τους: Τζον Τραβόλτα, Μπρους Γουίλις, Ούμα Θέρμαν, Τιμ Ροθ
Αυτό που θα δούμε θα είναι στα αλήθεια ανατρεπτικό. Οπωσδήποτε το P.F. δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Κάτι είχαμε μυριστεί με το Reservoir Dogs. Και την ώρα που όλοι αντιμετωπίζαμε το R.D. ως πυροτέχνημα μικρής διαρκείας, περιμένοντας το τρομερό αυτό παιδί να καταποντιστεί στην δεύτερη προσπάθειά του, ο Quentin Tarantino επιστρέφει με μία ταινία βγαλμένη από τις pulp καταβολές του και τις κινηματογραφικές του ψυχώσεις και μας κλείνει το μάτι. Και παίρνει και τον χρυσό φοίνικα στις Κάννες.
Η σπονδυλωτή ταινία βασίστηκε σε ένα εξαιρετικά δουλεμένο σενάριο που συνυπέγραψαν οι Quentin Tarantino και Roger Avary. Αυτή είναι μία από τις περιπτώσεις όπου επαληθεύεται η γενικευμένη πεποίθηση ότι μία καλή ταινία χρειάζεται να πατάει σε ένα πολύ καλό κείμενο. Και εδώ μιλάμε για ένα άρτιο κείμενο. Το σενάριο αποτελείται από τρεις διαφορετικές ιστορίες οι οποίες ξεδιπλώνονται με άναρχη χρονολογική σειρά ( ο Q.T. «σπάει» τον χρόνο σε κομμάτια τα οποία ανακατώνει με επιτυχία) και ωστόσο συνδέονται μεταξύ τους, κάπως ανορθόδοξα είναι η αλήθεια, μέσω των ηρώων τους. Οι ιστορίες δεν είναι πρωτότυπες, τις έχουμε ξαναδεί και χιλιοδεί στον κινηματογράφο. Άλλωστε ο φετιχιστής Q.T. μόνο έτσι θα μπορούσε να μας παρουσιάσει το υλικό του: φιλτραρισμένο μέσα από όλες τις κινηματογραφικές και μη αναφορές του (τα φιλμ νουάρ, τον Goddard και την Nouvelle Vague, την pulp λογοτεχνία, την 50s αισθητική, τον Kubrick κ.λ.π). Έτσι λοιπόν, ο γκάνγκστερ που εμπιστεύεται την γυναίκα του στο πρωτοπαλίκαρό του προκειμένου να την ψυχαγωγήσει και να την προσέχει χωρίς φυσικά να επιτρέπεται να την αγγίξει, ο πυγμάχος που συμφωνεί σε έναν βρώμικο αγώνα προκειμένου να βγάλει χρήματα, οι δύο επαγγελματίες εκτελεστές σε ένα οδοιπορικό βίας, είναι μοτίβα που έχουμε δει στην οθόνη. Εκείνο που δεν είχαμε δει ποτέ ήταν τον τρόπο με τον οποίο εκφέρονται αυτές οι ιστορίες. Ο Q.T. κέρδισε το παιχνίδι γιατί δεν έπαιξε με τους κανόνες. Και επιπλέον, κατόρθωσε να παίξει (ή περιπαίξει) με τις προσδοκίες των θεατών του, όπως έχει παρατηρήσει και ο Ebert. Άλλοι τον μίσησαν για αυτό και άλλοι τον λάτρεψαν. Κανείς όμως δεν έμεινε αδιάφορος.
Ο Q.T. ανέλαβε την ευθύνη της σκηνοθεσίας αυτού του φιλόδοξου και επίφοβου σεναρίου και διέπρεψε. Η ταινία είναι καλογυρισμένη, διαθέτει έναν ρυθμό σταθερό που δεν επιβραδύνεται σχεδόν πουθενά – και λέω σχεδόν καθώς νομίζω ότι η σκηνή στο μαγαζί με τον Butch, τον Marcellus και τον βιαστή Zed είναι η μόνη που παρουσιάζεται ελαφρώς αδύναμη από άποψη ρυθμού- και είναι προσεγμένη σε κάθε της λεπτομέρεια, γεγονός που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο ότι το σενάριο όταν ξεκίνησε το γύρισμα ήταν τόσο ολοκληρωμένο που δεν χρειάστηκε να ξαναγραφεί σχεδόν τίποτε κατά την διάρκεια των γυρισμάτων. Μοιάζει σαν όλο το μοντάζ ο Q.T. να το έκανε στο γράψιμο. Καθώς οι σκηνές διαδέχονται η μία την άλλη απόλυτα ολοκληρωμένες και απαιτούν την αφοσίωσή μας προκειμένου να μην μπερδευτούμε με τα παιχνίδια του χρόνου, οι εκπλήξεις έρχονται η μία μετά την άλλη για να αποδομήσουν όλα τα κλισέ που έχουμε στο μυαλό μας. Η πρώτη παρουσίαση της Mia Wallace για παράδειγμα. Όταν ο Vega μπαίνει στο σπίτι του αφεντικού του για να την πάρει, ο θεατής έχοντας υπ’ όψιν του και τον διάλογο που έχει προηγηθεί και αφορά στην αδυναμία που έχει ο Marcellus στην γυναίκα του που είναι μία wannabe star, περιμένει να αντικρίσει την κλασσική ντίβα, μία μοιραία γυναίκα που θα παρασύρει τον Vega στην παγίδα της και θα τον καταστρέψει κατά την πρότυπη συμπεριφορά της femme fatale των κλασσικών νουάρ. Αυτό με το οποίο έρχεται αντιμέτωπος είναι κάτι που δεν έχει προβλέψει. Μία κουκλίτσα με χαμένο, από την χρόνια χρήση ναρκωτικών ουσιών, ύφος, με μαλλί σκούρο (κοντό καρέ), φόρο τιμής στην Louise Brooks, η οποία φοράει – τι προσβολή !– ένα μαύρο παντελόνι και φλατ παπούτσια, χορεύει ξυπόλυτη τουίστ στην πίστα ενός εστιατορίου- φετιχιστικού άντρου των 50s, εκλιπαρεί με το βλέμμα της την συμπάθεια ενός άντρα που δεν γνωρίζει και μας επικοινωνεί τον φόβο που νιώθει για τον σύζυγό της. Όταν την πρωτοβλέπουμε μοιάζει με ψεύτικη κούκλα όταν αποχωρεί από την σκηνή είναι μία αληθινή γυναίκα, φοβισμένη, που όμως έχει πλησιάσει την λύτρωση.
Ο Ebert σε ένα άρθρο του σχετικό με την ταινία αναφέρει ότι και οι τρεις ιστορίες ολοκληρώνονται με μία κάθαρση και μάλιστα την πιο ξεκάθαρη απ’ αυτές την κρατάει για το τέλος, με τον Jules να χαρίζει την ζωή στους δύο μικροληστές και να τους προτρέπει σε μία καλύτερη ζωή. Η αλήθεια είναι πως κάθε ιστορία πραγματικά παρουσιάζει μία λύτρωση στο τέλος της και μάλιστα ειδικά στην δεύτερη ιστορία την λύτρωση αυτή προοικονομεί η εγκιβωτισμένη ιστορία που αφορά στο ρολόι του Butch. Υπό το πρίσμα της παρατήρησης του σημαντικού κριτικού, η σκηνή με τον Walken αποκτά μία λειτουργικότητα που ίσως πριν δεν ήταν διακριτή.
Το πραγματικό ατού της ταινίας βρίσκεται ωστόσο στους λαμπρούς διαλόγους. Δεν ξέρω αν μέχρι το P.F. είχαμε την ευκαιρία να απολαύσουμε διαλόγους οι οποίο να είναι άσχετοι με την πλοκή αλλά όχι περιττοί. Συνήθως – και αυτό συνιστά την φτώχεια ειδικά των αστυνομικών ταινιών και των θρίλερ- οι διάλογοι περιορίζονται στα απολύτως απαραίτητα που προωθούν την υπόθεση και προοικονομούν τις ανατροπές. Συχνά δε, έχουν τον άχαρο ρόλο να προσπαθούν να κρατήσουν αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατού όταν η δράση παρουσιάζει κοιλιές. Σπανίως το καταφέρνουν. Στο P.F. οι διάλογοι έχουν την χαρακτηριστική ελαφρότητα της καθημερινότητας. Είναι εντελώς άσχετοι με τα γεγονότα που τρέχουν εκτός από έναν ή δύο που προοικονομούν επόμενες σκηνές (όπως ας πούμε ο διάλογος για το foot massage που έκανε ο Tony στην Mia) και τους διακρίνει ένα λεπτό, αν και συχνά, μαύρο χιούμορ. Σ’ αντίθεση με όλους αυτούς που θεωρούν ότι ο Q.T. είναι απλά φλύαρος – πράγμα που είναι τόσο, μα τόσο αλήθεια, η φλυαρία του είναι ατελείωτη- πιστεύω ότι οι διάλογοι είναι πανέξυπνα δομημένοι προκειμένου να εξυπηρετήσουν δύο στόχους. Ο πρώτος είναι να δώσουν ρεαλιστική υπόσταση στους χαρακτήρες οι οποίοι έχουν δομηθεί έτσι ώστε στην αρχή του φιλμ να φαντάζουν αμιγώς κινηματογραφικοί χωρίς ρίζες στην πραγματικότητα και να εξελίσσονται καθ’ οδόν σε ανθρώπινες φιγούρες με συναισθήματα, κίνητρα και κυρίως φόβους. Όλοι φοβούνται κάτι και σε ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης ο φόβος αυτός (για την απόρριψη, την μοναξιά, τον θάνατο, την τιμωρία, τον εξευτελισμό, την απώλεια προσανατολισμού) είναι ο ουσιαστικός συνδετικός κρίκος όλων των ηρώων. Αυτή λοιπόν η μετάβαση τους από καρικατούρες σε ανθρώπινες προσωπικότητες με βάθος, πάθη, παρελθόν και μέλλον υποβοηθείται από τους επιμελημένα ανέμελους, επιφανειακά αδιάφορους, βαθιά προβοκατόρικους διαλόγους. Για να επιστρέψουμε στον δεύτερο στόχο του δημιουργού, οι διάλογοι αυτοί τον βοηθούν να αποδώσει τις σκηνές της βίας με αυτόν τον ιδιόμορφο τρόπο που τον έχει κάνει διάσημο.
Η τελετουργική επίδειξη της βίας είναι ένα από τα πιο σημαντικά στοιχεία της δουλειάς του Q.T.. Παρ’ όλο που ο Q.T. συχνά αντιμετωπίστηκε ως πατριάρχης της κουλτούρας της βίας ωστόσο θα πρέπει να τονίσω και μάλιστα να το υποστηρίξω με σθένος ότι δεν ήταν αυτός που την νομιμοποίησε. Ο Q.T. δεν καθιέρωσε της κουλτούρα της βίας, μας προειδοποίησε για την επερχόμενη εξάπλωσή της. Συχνά αναρωτιέμαι για ποιο λόγο το P.F. έχει καταγραφεί στη συνείδησή μας ως εξαιρετικά βίαιο και σκληρό. Οι σκηνές βίας που παρουσιάζονται στις δυόμισυ ώρες που κρατάει το φιλμ είναι 6 ή 7, είναι σαφώς λιγότερες απ’ αυτές που θα δούμε σε ένα μέσο αμερικανικό φιλμ δράσης. Και μάλιστα ο καρτουνίστικος τρόπος με τον οποίο έχουν αποδοθεί και το γεγονός ότι στους μισούς φόνους που διαπράττονται βλέπουμε τον θύτη και όχι το θύμα σαφώς τείνουν να σαμποτάρουν τον εκφοβιστικό τους ρόλο. Τι είναι αυτό μας σοκάρει? Είναι το γεγονός ότι δεν προετοιμαζόμαστε για αυτές καθώς οι χιουμοριστικοί και άνευ σχετικού περιεχομένου διάλογοι δεν μας εντάσσουν στο κλίμα βίας που θα ακολουθήσει. Αν θα πρέπει να είμαι τολμηρή στις ερμηνείες μου και συνήθως είμαι, νομίζω ότι τελικά ο δημιουργός πετυχαίνει να μας φέρει αντιμέτωπους με τον χειρότερο μας φόβο: ίσως δεν είμαστε και τόσο διαφορετικοί από τους ήρωές του. Τι μας διαφοροποιεί από τον Vincent Vega που τον απασχολεί το πώς λένε οι Γάλλοι το Quarter Pounder with cheese, λίγο πριν πρωτοστατήσει σε μία σφαγή νεαρών όταν εμείς οι ίδιοι καταναλώνουμε την βία της καθημερινής μας ζωής με την αντίστοιχη ελαφρότητα? Όταν μπορούμε να ακούμε για σφαγές, βομβαρδισμούς, εκτελέσεις αθώων επιλέγοντας τον ρόλο των ευλογημένα ανεύθυνων για αυτά?
Όλες οι προθέσεις που είχε ο δημιουργός ή που του αποδίδουμε, δεν θα είχαν καμία τύχη αν δεν έπαιρναν την σάρκα και τα οστά αυτού του εξαίρετου καστ. Όλοι οι ηθοποιοί ανεξαιρέτως υπήρξαν θαυμάσιοι, καθώς συμμερίστηκαν το όραμα του Q.T.. Ειδική μνεία θα πρέπει να γίνει στον Samuel Jackson που ερμηνεύει τον ρόλο του Jules του πιο περίπλοκου χαρακτήρα του φιλμ. Πολυδιάστατος και άμεσος αγκαλιάζει με ζέση έναν ρόλο που θα εκτινάξει την καριέρα του. Ειδική μνεία όμως θα πρέπει να γίνει και στον John Travolta, τον Tim Roth, τον Bruce Willis, τον Eric Stoltz, την Amanda Plummer, την Uma Thurman, τον Harvey Keitel (σε ρόλο που γράφτηκε ειδικά για αυτόν), τον Christopher Walken, την Rosanna Arquette, τον Ving Rhames σ’ όλους. Ο Q.T. καταφέρνει να ενώσει ηθοποιούς με σημαντική παρλεθούσα καριέρα, με διαφορετικό ύφος και διαφορετική ατζέντα και να δημιουργήσει μία σχεδόν φετιχιστική (η χρήση της λέξης είναι συχνή όταν κανείς καταπιάνεται με τον Q.T. αλλά ειλικρινά δεν σκέφτομαι καμία καλύτερη) σχέση μαζί τους (Η Uma Thurman στο εξής θα θεωρείται μούσα του, ο Bushemi εμφανίζεται σε ρόλο σχεδόν κομπάρσου) που είναι ορατή και στην ταινία.
Αρκετές υποψηφιότητες για academy awards, 7 στο σύνολο για την ανίερη ταινία (α’ ανδρικού ρόλου για τον Travolta, β’ ανδρικού ρόλου για τον Jackson, β’ γυναικείου ρόλου για την Thurman, καλύτερης σκηνοθεσίας για τον Q.T., καλύτερου μοντάζ για τον Menke, καλύτερου πρωτότυπου σεναρίου για τους Q.T. και Roger Avary και καλύτερης ταινίας για τον Bender). Τελικά κέρδισε αυτό του ανήκε πραγματικά, αυτό που δεν γινόταν να χαθεί με τίποτε, το academy award για το καλύτερο πρωτότυπο σενάριο. Τα academy awards εκείνη την χρονιά ανήκαν στον Forrest Gump, μία ταινία που δεν θα φιλοξενήσει ποτέ η στήλη μου.
Την ταινία, αν και πολλοί θα είχαν αντίρρηση, θεωρώ κλασσική (και όχι μόνο στο είδος της) καθώς είναι φτιαγμένη από την στόφα των ταινιών που παρουσιάζουν αντοχή στον χρόνο και στην μνήμη μας. Είναι αναμφισβήτητα ένας σημαντικός σταθμός στην ιστορία του κινηματογράφου και σημείο αναφοράς πολλών νέων κινηματογραφιστών. Δεν είμαι φαν της μετέπειτα δουλειά του Q.T. όμως στ’ αλήθεια υποκλίνομαι μπροστά σε μία ταινία που μας συνέλαβε εξαπίνης και μας κόλλησε στον τοίχο σα να επρόκειτο να εκτελέσει everymotherfuckin last one of us.
από το cine.gr
Σάββατο, 20 Οκτωβρίου 2018 στις 8 μ.μ. – 11 μ.μ
Χυτήριο Theatre - Σημείο Πολιτισμού
https://www.facebook.com/events/1002936989898604/
Αυτό που θα δούμε θα είναι στα αλήθεια ανατρεπτικό. Οπωσδήποτε το P.F. δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Κάτι είχαμε μυριστεί με το Reservoir Dogs. Και την ώρα που όλοι αντιμετωπίζαμε το R.D. ως πυροτέχνημα μικρής διαρκείας, περιμένοντας το τρομερό αυτό παιδί να καταποντιστεί στην δεύτερη προσπάθειά του, ο Quentin Tarantino επιστρέφει με μία ταινία βγαλμένη από τις pulp καταβολές του και τις κινηματογραφικές του ψυχώσεις και μας κλείνει το μάτι. Και παίρνει και τον χρυσό φοίνικα στις Κάννες.
Η σπονδυλωτή ταινία βασίστηκε σε ένα εξαιρετικά δουλεμένο σενάριο που συνυπέγραψαν οι Quentin Tarantino και Roger Avary. Αυτή είναι μία από τις περιπτώσεις όπου επαληθεύεται η γενικευμένη πεποίθηση ότι μία καλή ταινία χρειάζεται να πατάει σε ένα πολύ καλό κείμενο. Και εδώ μιλάμε για ένα άρτιο κείμενο. Το σενάριο αποτελείται από τρεις διαφορετικές ιστορίες οι οποίες ξεδιπλώνονται με άναρχη χρονολογική σειρά ( ο Q.T. «σπάει» τον χρόνο σε κομμάτια τα οποία ανακατώνει με επιτυχία) και ωστόσο συνδέονται μεταξύ τους, κάπως ανορθόδοξα είναι η αλήθεια, μέσω των ηρώων τους. Οι ιστορίες δεν είναι πρωτότυπες, τις έχουμε ξαναδεί και χιλιοδεί στον κινηματογράφο. Άλλωστε ο φετιχιστής Q.T. μόνο έτσι θα μπορούσε να μας παρουσιάσει το υλικό του: φιλτραρισμένο μέσα από όλες τις κινηματογραφικές και μη αναφορές του (τα φιλμ νουάρ, τον Goddard και την Nouvelle Vague, την pulp λογοτεχνία, την 50s αισθητική, τον Kubrick κ.λ.π). Έτσι λοιπόν, ο γκάνγκστερ που εμπιστεύεται την γυναίκα του στο πρωτοπαλίκαρό του προκειμένου να την ψυχαγωγήσει και να την προσέχει χωρίς φυσικά να επιτρέπεται να την αγγίξει, ο πυγμάχος που συμφωνεί σε έναν βρώμικο αγώνα προκειμένου να βγάλει χρήματα, οι δύο επαγγελματίες εκτελεστές σε ένα οδοιπορικό βίας, είναι μοτίβα που έχουμε δει στην οθόνη. Εκείνο που δεν είχαμε δει ποτέ ήταν τον τρόπο με τον οποίο εκφέρονται αυτές οι ιστορίες. Ο Q.T. κέρδισε το παιχνίδι γιατί δεν έπαιξε με τους κανόνες. Και επιπλέον, κατόρθωσε να παίξει (ή περιπαίξει) με τις προσδοκίες των θεατών του, όπως έχει παρατηρήσει και ο Ebert. Άλλοι τον μίσησαν για αυτό και άλλοι τον λάτρεψαν. Κανείς όμως δεν έμεινε αδιάφορος.
Ο Q.T. ανέλαβε την ευθύνη της σκηνοθεσίας αυτού του φιλόδοξου και επίφοβου σεναρίου και διέπρεψε. Η ταινία είναι καλογυρισμένη, διαθέτει έναν ρυθμό σταθερό που δεν επιβραδύνεται σχεδόν πουθενά – και λέω σχεδόν καθώς νομίζω ότι η σκηνή στο μαγαζί με τον Butch, τον Marcellus και τον βιαστή Zed είναι η μόνη που παρουσιάζεται ελαφρώς αδύναμη από άποψη ρυθμού- και είναι προσεγμένη σε κάθε της λεπτομέρεια, γεγονός που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο ότι το σενάριο όταν ξεκίνησε το γύρισμα ήταν τόσο ολοκληρωμένο που δεν χρειάστηκε να ξαναγραφεί σχεδόν τίποτε κατά την διάρκεια των γυρισμάτων. Μοιάζει σαν όλο το μοντάζ ο Q.T. να το έκανε στο γράψιμο. Καθώς οι σκηνές διαδέχονται η μία την άλλη απόλυτα ολοκληρωμένες και απαιτούν την αφοσίωσή μας προκειμένου να μην μπερδευτούμε με τα παιχνίδια του χρόνου, οι εκπλήξεις έρχονται η μία μετά την άλλη για να αποδομήσουν όλα τα κλισέ που έχουμε στο μυαλό μας. Η πρώτη παρουσίαση της Mia Wallace για παράδειγμα. Όταν ο Vega μπαίνει στο σπίτι του αφεντικού του για να την πάρει, ο θεατής έχοντας υπ’ όψιν του και τον διάλογο που έχει προηγηθεί και αφορά στην αδυναμία που έχει ο Marcellus στην γυναίκα του που είναι μία wannabe star, περιμένει να αντικρίσει την κλασσική ντίβα, μία μοιραία γυναίκα που θα παρασύρει τον Vega στην παγίδα της και θα τον καταστρέψει κατά την πρότυπη συμπεριφορά της femme fatale των κλασσικών νουάρ. Αυτό με το οποίο έρχεται αντιμέτωπος είναι κάτι που δεν έχει προβλέψει. Μία κουκλίτσα με χαμένο, από την χρόνια χρήση ναρκωτικών ουσιών, ύφος, με μαλλί σκούρο (κοντό καρέ), φόρο τιμής στην Louise Brooks, η οποία φοράει – τι προσβολή !– ένα μαύρο παντελόνι και φλατ παπούτσια, χορεύει ξυπόλυτη τουίστ στην πίστα ενός εστιατορίου- φετιχιστικού άντρου των 50s, εκλιπαρεί με το βλέμμα της την συμπάθεια ενός άντρα που δεν γνωρίζει και μας επικοινωνεί τον φόβο που νιώθει για τον σύζυγό της. Όταν την πρωτοβλέπουμε μοιάζει με ψεύτικη κούκλα όταν αποχωρεί από την σκηνή είναι μία αληθινή γυναίκα, φοβισμένη, που όμως έχει πλησιάσει την λύτρωση.
Ο Ebert σε ένα άρθρο του σχετικό με την ταινία αναφέρει ότι και οι τρεις ιστορίες ολοκληρώνονται με μία κάθαρση και μάλιστα την πιο ξεκάθαρη απ’ αυτές την κρατάει για το τέλος, με τον Jules να χαρίζει την ζωή στους δύο μικροληστές και να τους προτρέπει σε μία καλύτερη ζωή. Η αλήθεια είναι πως κάθε ιστορία πραγματικά παρουσιάζει μία λύτρωση στο τέλος της και μάλιστα ειδικά στην δεύτερη ιστορία την λύτρωση αυτή προοικονομεί η εγκιβωτισμένη ιστορία που αφορά στο ρολόι του Butch. Υπό το πρίσμα της παρατήρησης του σημαντικού κριτικού, η σκηνή με τον Walken αποκτά μία λειτουργικότητα που ίσως πριν δεν ήταν διακριτή.
Το πραγματικό ατού της ταινίας βρίσκεται ωστόσο στους λαμπρούς διαλόγους. Δεν ξέρω αν μέχρι το P.F. είχαμε την ευκαιρία να απολαύσουμε διαλόγους οι οποίο να είναι άσχετοι με την πλοκή αλλά όχι περιττοί. Συνήθως – και αυτό συνιστά την φτώχεια ειδικά των αστυνομικών ταινιών και των θρίλερ- οι διάλογοι περιορίζονται στα απολύτως απαραίτητα που προωθούν την υπόθεση και προοικονομούν τις ανατροπές. Συχνά δε, έχουν τον άχαρο ρόλο να προσπαθούν να κρατήσουν αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατού όταν η δράση παρουσιάζει κοιλιές. Σπανίως το καταφέρνουν. Στο P.F. οι διάλογοι έχουν την χαρακτηριστική ελαφρότητα της καθημερινότητας. Είναι εντελώς άσχετοι με τα γεγονότα που τρέχουν εκτός από έναν ή δύο που προοικονομούν επόμενες σκηνές (όπως ας πούμε ο διάλογος για το foot massage που έκανε ο Tony στην Mia) και τους διακρίνει ένα λεπτό, αν και συχνά, μαύρο χιούμορ. Σ’ αντίθεση με όλους αυτούς που θεωρούν ότι ο Q.T. είναι απλά φλύαρος – πράγμα που είναι τόσο, μα τόσο αλήθεια, η φλυαρία του είναι ατελείωτη- πιστεύω ότι οι διάλογοι είναι πανέξυπνα δομημένοι προκειμένου να εξυπηρετήσουν δύο στόχους. Ο πρώτος είναι να δώσουν ρεαλιστική υπόσταση στους χαρακτήρες οι οποίοι έχουν δομηθεί έτσι ώστε στην αρχή του φιλμ να φαντάζουν αμιγώς κινηματογραφικοί χωρίς ρίζες στην πραγματικότητα και να εξελίσσονται καθ’ οδόν σε ανθρώπινες φιγούρες με συναισθήματα, κίνητρα και κυρίως φόβους. Όλοι φοβούνται κάτι και σε ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης ο φόβος αυτός (για την απόρριψη, την μοναξιά, τον θάνατο, την τιμωρία, τον εξευτελισμό, την απώλεια προσανατολισμού) είναι ο ουσιαστικός συνδετικός κρίκος όλων των ηρώων. Αυτή λοιπόν η μετάβαση τους από καρικατούρες σε ανθρώπινες προσωπικότητες με βάθος, πάθη, παρελθόν και μέλλον υποβοηθείται από τους επιμελημένα ανέμελους, επιφανειακά αδιάφορους, βαθιά προβοκατόρικους διαλόγους. Για να επιστρέψουμε στον δεύτερο στόχο του δημιουργού, οι διάλογοι αυτοί τον βοηθούν να αποδώσει τις σκηνές της βίας με αυτόν τον ιδιόμορφο τρόπο που τον έχει κάνει διάσημο.
Η τελετουργική επίδειξη της βίας είναι ένα από τα πιο σημαντικά στοιχεία της δουλειάς του Q.T.. Παρ’ όλο που ο Q.T. συχνά αντιμετωπίστηκε ως πατριάρχης της κουλτούρας της βίας ωστόσο θα πρέπει να τονίσω και μάλιστα να το υποστηρίξω με σθένος ότι δεν ήταν αυτός που την νομιμοποίησε. Ο Q.T. δεν καθιέρωσε της κουλτούρα της βίας, μας προειδοποίησε για την επερχόμενη εξάπλωσή της. Συχνά αναρωτιέμαι για ποιο λόγο το P.F. έχει καταγραφεί στη συνείδησή μας ως εξαιρετικά βίαιο και σκληρό. Οι σκηνές βίας που παρουσιάζονται στις δυόμισυ ώρες που κρατάει το φιλμ είναι 6 ή 7, είναι σαφώς λιγότερες απ’ αυτές που θα δούμε σε ένα μέσο αμερικανικό φιλμ δράσης. Και μάλιστα ο καρτουνίστικος τρόπος με τον οποίο έχουν αποδοθεί και το γεγονός ότι στους μισούς φόνους που διαπράττονται βλέπουμε τον θύτη και όχι το θύμα σαφώς τείνουν να σαμποτάρουν τον εκφοβιστικό τους ρόλο. Τι είναι αυτό μας σοκάρει? Είναι το γεγονός ότι δεν προετοιμαζόμαστε για αυτές καθώς οι χιουμοριστικοί και άνευ σχετικού περιεχομένου διάλογοι δεν μας εντάσσουν στο κλίμα βίας που θα ακολουθήσει. Αν θα πρέπει να είμαι τολμηρή στις ερμηνείες μου και συνήθως είμαι, νομίζω ότι τελικά ο δημιουργός πετυχαίνει να μας φέρει αντιμέτωπους με τον χειρότερο μας φόβο: ίσως δεν είμαστε και τόσο διαφορετικοί από τους ήρωές του. Τι μας διαφοροποιεί από τον Vincent Vega που τον απασχολεί το πώς λένε οι Γάλλοι το Quarter Pounder with cheese, λίγο πριν πρωτοστατήσει σε μία σφαγή νεαρών όταν εμείς οι ίδιοι καταναλώνουμε την βία της καθημερινής μας ζωής με την αντίστοιχη ελαφρότητα? Όταν μπορούμε να ακούμε για σφαγές, βομβαρδισμούς, εκτελέσεις αθώων επιλέγοντας τον ρόλο των ευλογημένα ανεύθυνων για αυτά?
Όλες οι προθέσεις που είχε ο δημιουργός ή που του αποδίδουμε, δεν θα είχαν καμία τύχη αν δεν έπαιρναν την σάρκα και τα οστά αυτού του εξαίρετου καστ. Όλοι οι ηθοποιοί ανεξαιρέτως υπήρξαν θαυμάσιοι, καθώς συμμερίστηκαν το όραμα του Q.T.. Ειδική μνεία θα πρέπει να γίνει στον Samuel Jackson που ερμηνεύει τον ρόλο του Jules του πιο περίπλοκου χαρακτήρα του φιλμ. Πολυδιάστατος και άμεσος αγκαλιάζει με ζέση έναν ρόλο που θα εκτινάξει την καριέρα του. Ειδική μνεία όμως θα πρέπει να γίνει και στον John Travolta, τον Tim Roth, τον Bruce Willis, τον Eric Stoltz, την Amanda Plummer, την Uma Thurman, τον Harvey Keitel (σε ρόλο που γράφτηκε ειδικά για αυτόν), τον Christopher Walken, την Rosanna Arquette, τον Ving Rhames σ’ όλους. Ο Q.T. καταφέρνει να ενώσει ηθοποιούς με σημαντική παρλεθούσα καριέρα, με διαφορετικό ύφος και διαφορετική ατζέντα και να δημιουργήσει μία σχεδόν φετιχιστική (η χρήση της λέξης είναι συχνή όταν κανείς καταπιάνεται με τον Q.T. αλλά ειλικρινά δεν σκέφτομαι καμία καλύτερη) σχέση μαζί τους (Η Uma Thurman στο εξής θα θεωρείται μούσα του, ο Bushemi εμφανίζεται σε ρόλο σχεδόν κομπάρσου) που είναι ορατή και στην ταινία.
Αρκετές υποψηφιότητες για academy awards, 7 στο σύνολο για την ανίερη ταινία (α’ ανδρικού ρόλου για τον Travolta, β’ ανδρικού ρόλου για τον Jackson, β’ γυναικείου ρόλου για την Thurman, καλύτερης σκηνοθεσίας για τον Q.T., καλύτερου μοντάζ για τον Menke, καλύτερου πρωτότυπου σεναρίου για τους Q.T. και Roger Avary και καλύτερης ταινίας για τον Bender). Τελικά κέρδισε αυτό του ανήκε πραγματικά, αυτό που δεν γινόταν να χαθεί με τίποτε, το academy award για το καλύτερο πρωτότυπο σενάριο. Τα academy awards εκείνη την χρονιά ανήκαν στον Forrest Gump, μία ταινία που δεν θα φιλοξενήσει ποτέ η στήλη μου.
Την ταινία, αν και πολλοί θα είχαν αντίρρηση, θεωρώ κλασσική (και όχι μόνο στο είδος της) καθώς είναι φτιαγμένη από την στόφα των ταινιών που παρουσιάζουν αντοχή στον χρόνο και στην μνήμη μας. Είναι αναμφισβήτητα ένας σημαντικός σταθμός στην ιστορία του κινηματογράφου και σημείο αναφοράς πολλών νέων κινηματογραφιστών. Δεν είμαι φαν της μετέπειτα δουλειά του Q.T. όμως στ’ αλήθεια υποκλίνομαι μπροστά σε μία ταινία που μας συνέλαβε εξαπίνης και μας κόλλησε στον τοίχο σα να επρόκειτο να εκτελέσει everymotherfuckin last one of us.
από το cine.gr
Σάββατο, 20 Οκτωβρίου 2018 στις 8 μ.μ. – 11 μ.μ
Χυτήριο Theatre - Σημείο Πολιτισμού
https://www.facebook.com/events/1002936989898604/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου