ΦΡΙΝΤΡΙΧ ΝΙΤΣΕ: Ο ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΣ κριτική της Ανθούλας Δανιήλ
«Ήρθα πολύ νωρίς. Δεν έφτασα στην ώρα μου επίσης» (Ο Τρελός). «Το ζήτημα της κατανόησης των γραπτών μου δεν είναι του παρόντος. Εγώ ο ίδιος δεν είμαι του παρόντος. Μερικοί γεννιούνται μετά θάνατον». (Ecce homo)
Αυτές εδώ τις τρελές φράσεις θα έπρεπε να έχει στον νου του ο αναγνώστης του συγκεκριμένου βιβλίου με τον τίτλο Ο Αντίχριστος ή, ακόμα καλύτερα, του συγκεκριμένου φιλοσόφου, του Φρ. Νίτσε, ως προετοιμασία για το τι θα διαβάσει, διότι, όπως ο φιλόσοφος προειδοποιεί: «Αυτό το βιβλίο είναι για τους ολίγιστους. Ίσως δεν έχει γεννηθεί κανείς τους ακόμα». Και, εκατόν τόσα χρόνια μετά τον θάνατό του, μάλλον δεν έχουν γεννηθεί οι «ολίγιστοι». Αν, ωστόσο, γεννήθηκε κάποιος «ολίγιστος» που θα σκανδαλιζόταν να κρυφοκοιτάζει τον απαγορευμένο χώρο και να λιγουρευτεί τον πονηρό καρπό, θα βρισκόταν σε έναν κόσμο, όπου το άνω έχει έρθει κάτω και τανάπαλιν ή, κρυφά γελώντας μέσα του, θα έβρισκε ότι κάποιος, για λογαριασμό του, τα λέει έξω από τα δόντια.
Ο φιλόσοφος δεν αφήνει τίποτα στη θέση του. Έχει ανεβεί στο υπερώο της σκέψης, που βρίσκεται «στα ψηλά βουνά», ενώ ο αναγνώστης είναι ακόμα «κάτω χαμηλά». Ο ένας ελεύθερος από προλήψεις, προκαταλήψεις, έτοιμες αντιλήψεις και κανόνες του ζην, με ελεύθερη βούληση, μακριά στο μέλλον, και ο άλλος μακριά στο παρελθόν, ανέτοιμος να ακούσει κάτι τόσο αποκαθηλωτικό, «ανίερο» και «βέβηλο», τρομακτικό, αναιδές, κυνικό, εωσφορικό και ανατριχιαστικό. Συγκεκριμένα, αντιχριστιανικό. Ο Νίτσε με αυτό το κείμενο ξεπερνάει τα εσκαμμένα, ξεριζώνει προλήψεις αιώνων, κεντρίζει τις απολήξεις των θρησκευτικών μας νεύρων-κέντρων και προκαλεί, χωρίς φόβο και πάθος, τους πάντες: Εκκλησία και παπάδες, θρησκευόμενους και πάσης φύσεως συντηρητικούς.
Ο Νίτσε με αυτό το κείμενο ξεπερνάει τα εσκαμμένα, ξεριζώνει προλήψεις αιώνων, κεντρίζει τις απολήξεις των θρησκευτικών μας νεύρων-κέντρων και προκαλεί, χωρίς φόβο και πάθος, τους πάντες: Εκκλησία και παπάδες, θρησκευόμενους και πάσης φύσεως συντηρητικούς.
Ο Αντίχριστος είναι κείμενο πεζό, εκτεινόμενο σε εκατόν εξήντα περίπου σελίδες, γραμμένο όμως σαν ποίημα, γοητευτικό, ρηξικέλευθο και ανατρεπτικό. Όχι «άφες αυτοίς», όχι «αγαπάτε τον πλησίον» και «έστε ελεήμονες». Είναι αρνητικός με αυτή τη σπλαχνική αντιμετώπιση των αδυνάτων: «αρρωστήσαμε: απ' την οκνηρή ομοφωνία, τον δειλό συμβιβασμό [...] Τούτη η ανοχή, τούτη η "μεγάλη καρδιά", που όλα τα "συγχωρεί", γιατί όλα τα "κατανοεί", είναι για μας ένας σιρόκος», λέει, και ο «σιρόκος», μας ενημερώνει ο σχολιαστής, είναι ο χειρότερος εχθρός του Νίτσε. Καταρράκτης το κείμενο. Δυναμική η γλώσσα, πέρα από το Καλό και το Κακό η σκέψη.
Συγκεκριμένα, ο Νίτσε παίρνει τη διδασκαλία του Χριστιανισμού και την κρίνει πόντο πόντο, τονίζοντας τα σημεία της διαφωνίας του, τα οποία αρχίζουν από τον ίδιο τον Θεό και τα «λάθη» του, τον Χριστό και το παράδειγμα ζωής και θανάτου που έδωσε. Διαφωνεί με το δίδαγμα της «συμπόνιας προς όλους τους εκφυλισμένους και τους αδύνατους» γιατί η συμπόνια αποδυναμώνει τον άνθρωπο, καθιστά τον πόνο κολλητικό, συντηρεί τους ετοιμοθάνατους, υποβαθμίζει γενικώς τη ζωή και δεν την αφήνει να προχωρήσει, χαρακτηρίζει τις μέγιστες αξίες του πνεύματος αμαρτίες και πειρασμούς, ανατρέποντας όλα τα ένστικτα που της δίνουν αξία, όπως είναι το αίσθημα αυτοσυντήρησης. Καταφέρεται εναντίον του Πανεπιστημίου του Τίμπινγκεν, εναντίον ιερέων και θεολόγων και εναντίον όσων είναι γιοι ιερέων και θεολόγων, εναντίον του γερμανικού λαού, εναντίον του Καντ και της «κατηγορικής προστακτικής» του που καταργεί τη χαρά της υπακοής στο ένστικτο. Καταφέρεται εναντίον του Ρενάν, ειρωνευόμενος τη σκέψη του Γάλλου στοχαστή, εναντίον του Αποστόλου Παύλου που «καταισχύνει τη σοφία του κόσμου» και που με τη διδασκαλία του ανακηρύσσει τον εαυτό του θεό, επιτιθέμενος εναντίον της επιστήμης. Φιλόλογοι και γιατροί είναι εχθροί του Παύλου γιατί «ο φιλόλογος θα δει πίσω απ' τα θεόπνευστα βιβλία, ο γιατρός πίσω από τον εκφυλισμό του τυπικού χριστιανού». Θεωρεί, λοιπόν, αντιπάλους του όλους αυτούς γιατί είναι ανατροπείς της αλήθειας.
Ο Θεός είναι «δεκανίκι των κουρασμένων», δεν πήρε τίποτα από την αίγλη των αρχαίων θεών, παρέμεινε Εβραίος, το βασίλειό του είναι του υποκόσμου, ένα γκέτο κι ο ίδιος ένας décadent που κήρυξε πόλεμο «κατά της ζωής, κατά της Φύσης, κατά της βούλησης για ζωή», που είναι «το μηδέν που θεοποιήθηκε». Ο κόσμος των Ευαγγελίων είναι κόσμος «ρωσικού μυθιστορήματος», όπου έχουν δώσει ραντεβού αποβράσματα της κοινωνίας, νευρώσεις και παιδική ηλιθιότητα. Αντίθετα, ο Βουδισμός «άφησε πίσω του την αυταπάτη των ηθικών εννοιών». Στέκει πέρα από το Καλό και το Κακό, κάνει αγώνα «κατά του πόνου» και παρέχει στον άνθρωπο πρακτικές οδηγίες για τη ζωή. Παραξενεύεται με τους χριστιανούς που «έφτασαν ν' αναιρέσουν ακόμα και την έσχατη πραγματικότητα: τον ίδιο τον "περιούσιο", τον "εκλεκτό" λαό, την ίδια την ιουδαϊκή πραγματικότητα», ενώ παρέλαβαν από τον Ιουδαϊσμό τη «βρώση» και την «πόση», έννοιες που κακοποίησαν φριχτά. Εντυπωσιακή η άποψη του Νίτσε για τη γυναίκα. Το πρώτο σφάλμα του Θεού ήταν ο άνθρωπος που δεν ήθελε να είναι ζώο. Το δεύτερο η γυναίκα, η οποία από τη φύση της είναι «όφις» και από αυτή γεννήθηκε η επιστήμη, γιατί αυτή έμαθε στον Αδάμ να γεύεται τους καρπούς από το δέντρο της γνώσης. Και «η επιστήμη σε κάνει ισόθεο [...] κι αν ο άνθρωπος γίνει φιλομαθής, ξοφλήσαν και οι ιερείς και οι θεοί». Ακόμα, ο Χριστιανισμός «μας στέρησε τους καρπούς του αρχαίου πολιτισμού» και αργότερα του ισλαμικού. Ο θαυμαστός μαυριτανικός κόσμος της Ισπανίας ποδοπατήθηκε. Η Εκκλησία έκανε «πλιάτσικο» και οι Σταυροφορίες ήταν «υψηλή πειρατεία – τίποτα παραπάνω».
Η επίθεση εναντίον της Γερμανίας αρχίζει από τη γερμανική αριστοκρατία, τους πρώην Βίκινγκς, που καλά πληρωμένη, «απουσιάζει απ' την Ιστορία της ανώτερης Καλλιέργειας». Οι Γερμανοί στέρησαν την Ευρώπη από την Αναγέννηση, η οποία ήταν «η αντιστροφή των χριστιανικών αξιών». Ο Λούθηρος «αναγέννησε ένα γεγονός δίχως νόημα, επί ματαίω», το έργο των Γερμανών ήταν πάντα «επί ματαίω». Ο Λούθηρος, ο Λάιμπνιτς, ο Καντ και «η δήθεν γερμανική φιλοσοφία, οι πόλεμοι για τη δήθεν απελευθέρωση, το Ράιχ – κάθε φορά ένα επί ματαίω». «Δικοί μου εχθροί είναι τούτοι οι Γερμανοί, τ' ομολογώ: περιφρονώ τη ρυπαρότητα των ιδεών και των αξιών τους [...] ευθύνονται για όλα τα μέτρα και τα ημίμετρα [...] που αρρώστησαν την Ευρώπη». Για όλα αυτά, στο «διά ταύτα» βγάζει την καταδικαστική ετυμηγορία του. Καταδικάζει τον Χριστιανισμό και την Εκκλησία ως την πιο υψηλή έκφανση διαφθοράς. Ο Χριστιανισμός είναι η μεγάλη κατάρα και, μαζί με το οινόπνευμα, η μεγάλη διαφθορά της ψυχής.
Το τελευταίο μέρος του βιβλίου περιλαμβάνει τον «Νόμο κατά του Χριστιανισμού» αποτελούμενο από εφτά άρθρα, όπου γίνεται και η σύνοψη του κατηγορητηρίου. Ακολουθεί το Παράρτημα με άλλα κείμενα του Νίτσε, τριάντα δύο συνολικά, όπου και πάλι με αποσπάσματα από τα Ευαγγέλια και αναφορές σε άλλα έργα επαναλαμβάνεται το χειμαρρώδες κατηγορητήριο. Τα λόγια του Ζαρατούστρα «θα πίστευα μόνο σ' ένα θεό που θα καταλάβαινε από χορό» δείχνουν ότι τέτοιος θεός δεν υπάρχει.
Το βιβλίο διαβάζεται με μεγάλο ενδιαφέρον, όχι μόνο στο κυρίως σώμα του αλλά και στα πολύ ενδιαφέροντα υποσελίδια σχόλια, τον Πρόλογο του Νίτσε, την Εισαγωγή και τα Σχόλια που υπογράφουν ο Βαγγέλης Δουβαλέρης και ο Ήρκος Ρ. Αποστολίδης. Πλούσια η βιβλιογραφία και πολύ καλή η μετάφραση, η οποία παρασύρει με το χειμαρρώδες ύφος της τον αναγνώστη. http://diastixo.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου