O
Γιώργος Σκούρτης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Πρωτοεμφανίστηκε το
1970 στο Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν με το θεατρικό
Οι νταντάδες,
ένα έργο-σταθμό της σύγχρονης ελληνικής δραματουργίας, και ακολούθησαν
πολλά και σημαντικά θεατρικά έργα του. Επίσης, έχει γράψει διηγήματα,
νουβέλες, μυθιστορήματα, στίχους και σενάρια.
Ποια ήταν η αφορμή για να γραφεί το μυθιστόρημα Το χειρόγραφο της Αντάρας;
Μου άρεσαν πάντα τα αστυνομικά. Δεν ξέρω αν το ’χεις ξανακούσει, αλλά
το πολύ καλό θεατρικό πρέπει να είναι «πιασμένο» στο μυαλό του
συγγραφέα σε αστυνομική φόρμα. Ακόμη και τα μεγάλα κλασικά έργα είναι
αστυνομικής πλοκής. Σασπένς. Τι έγινε και τι θα γίνει παρακάτω. Εγώ όλα
μου τα έργα –πεζά και θεατρικά– τα έχω εμπνευστεί και δουλέψει σαν…
δολοφόνος και μαζί ντετέκτιβ. Για την
Αντάρα τώρα. Το γεγονός
με τις ιερόδουλες έχει συμβεί εκτός Ελλάδος πριν από πέντε περίπου
χρόνια. Έπεσα τυχαία πάνω του ψάχνοντας στο Ίντερνετ. Και παρακολουθούσα
την εξέλιξη της υπόθεσης για μήνες, κρατώντας ταυτόχρονα γενικές
σημειώσεις. Ε, όταν
εύρηκα την προσωπικότητα της
πρωταγωνίστριας Αντάρας, άρχισα πλέον τις ειδικές σημειώσεις για το
μυθιστόρημα και στη συνέχεια σταμάτησα να παρακολουθώ τις έρευνες για
την ανακάλυψη του συγκεκριμένου σίριαλ κίλερ ιερόδουλων σε κάποιο μέρος
του κόσμου – δηλαδή, όπως μας έρχονται απ’ την τηλεόραση, σ’ όλα τα
μέρη. Μόνο όταν τελείωσα τη
δική μου μυθ-ιστορία ξαναμπήκα στο
σάιτ για να μάθω τι είχε γίνει τελικά με την πραγματική. Τα συνήθη.
Είχανε πιάσει τον δράστη, έναν ηλικιωμένο, πολίτη της «διπλανής πόρτας».
Οι ιερόδουλες είχαν δικαιωθεί. Και το σημαντικότερο: αλάφρωσαν όλες τις
γυναίκες της περιοχής από τον φόβο του μανιακού.
Ποτέ δεν ήμουνα σε κόμμα ή απόκομμα, από
χαρακτήρα δεν μπορώ να ακολουθώ τη «γραμμή», θέλω να χαράζω τις δικές
μου, όμως θεωρώ την πολιτική συνειδητοποίηση ενάντια στο Άδικο και στο
Κακό –τον πολεμοκάπηλο, ναρκομανή, πόρνο και «απεχθή πιστωτή»
ανθρωποφάγο καπιταλισμό– το πρώτο καθήκον του πολίτη. Από πιτσιρικάς
είμαι οργισμένος πολιτικά, έστω κι αν τότε δεν είχα τη γνώση να αναλύσω
τις συμπεριφορές μου.
Αλήθεια, υπάρχει γυναικείο όνομα Αντάρα ή είναι επινόηση του συγγραφέα;
Μέσα στο βιβλίο γράφω τα πάντα γι’ αυτό το όνομα. Θα μπορούσα να το
χαρακτηρίσω πνευματική μου ιδιοκτησία. Άμα βγει κάποιος και το
χρησιμοποιήσει θα ’ναι ηλίθιος. Το πρωτάκουσα στην Τρούμπα, ένα βράδυ
που οι πεζόδρομες πόρνες του «στόλου» καλούσαν μια δικιά τους να τις
ραντίσει με άρωμα από ένα σπρέι που είχε. Μια γυναικάρα. «Ρε Αντάρα,
ρίξε και σε μας!» της φώναζαν. Όνομα ήτανε; Παρατσούκλι; Πολλά χρόνια
αργότερα το χρησιμοποίησα πρώτη φορά στην ενότητα τραγουδιών μου
Μετανάστες –μουσική του Γιάννη Μαρκόπουλου– όπου υπάρχει το τραγούδι «Η Αντάρα, το Λενάκι κι η Ρηνιώ», που τραγουδάει η Μοσχολιού.
Τόσο στο μπεστ σέλερ Το χειρόγραφο της Ρωξάνης όσο και στο νέο σας βιβλίο, ηρωίδα έχετε γυναίκα. Γιατί μας εμπνέουν τόσο πολύ οι γυναίκες;
Ε, τώρα αυτή είναι ερώτηση…; Οι γυναίκες είναι οι αντάρες της ζωής
του άντρα. Η γυναίκα είναι Εύα. Έχεις ακουστά περί Εύας; Τον χαντάκωσε
τον μαλάκα με το μήλο, αλλά ταυτόχρονα του αποκάλυψε τη μεγάλη γνώση της
καύλας.
Είναι εύκολο για έναν άντρα να γράψει ένα μυθιστόρημα για μια γυναίκα;
Άμα μπορεί να το κάνει, είναι το ίδιο δύσκολο με οτιδήποτε γράφει.
Και το «μπορεί» σημαίνει πολύμορφη εμπειρία και μελέτη βιβλίων με θέμα
τις ανθρώπινες σχέσεις, τον άντρα, τη γυναίκα, ας πούμε ψυχολογία,
κοινωνιολογία, φιλοσοφία, ψυχανάλυση… Είχα την τύχη, έτσι, χωρίς καμιά
συγκεκριμένη πρόθεση, ν’ αρχίζω να διαβάζω τέτοια βιβλία από μικρός,
εννοείται παράλληλα με τη
Μάσκα, το Μυστήριο, τον
Ντετέκτιβ Χ και
ό,τι λογοτεχνικό εύρισκα στον περίγυρο ή σε κάποια βιβλιοθήκη. Από χέρι
σε χέρι, ποτέ δεν είχα αγοράσει βιβλίο, φτώχεια του κερατά, από φίλο
του φίλου της φίλης, ξέρεις τώρα… Δεν ήμουνα κάνας σπασίκλας.
Αλητάμπουρας ήμουνα. Όλο μπάλα και κοπάνες. Μια χρονιά κινδύνευα να
μείνω από απουσίες και μαζί μου δυο-τρεις άλλοι. Ε, κλέψαμε το
απουσιολόγιο. (Ποιος ήταν ο απουσιολόγος; Ο εξαίρετος δάσκαλος
θεατράνθρωπος, ο Νικηφόρος Παπανδρέου. Και δεν μας κάρφωσε. Είπε στον
φιλόλογο πως το έχασε… μυστηριωδώς!) Όμως άμα θες κάτι, βρίσκεις τον
τρόπο και τον χρόνο να το κάνεις. Ας πούμε, δεν θα μπορούσα να γράψω για
την Αντάρα αν δεν είχα μελετήσει εγκληματολογία, ιατροδικαστική,
ανακριτική, γενετική και τα λοιπά και τα λοιπά… Τώρα όλα αυτά τα βιβλία
τα χάρισα. Όπως παλιότερα, όταν είχα τελειώσει την
Υπόθεση Κ.Κ.,
χάρισα πέντε κούτες βιβλία σχετικά με την Αντίσταση, τον Εμφύλιο, το
Κ.Κ.Ε., τις σταλινικές εκκαθαρίσεις. Γιατί, βέβαια, όταν γράφεις πρέπει
να διαβάζεις ό,τι βρίσκεις σχετικό με το θέμα σου. Με δυσκόλεψε πολύ η
Αντάρα. Και ίσως να είναι δύσκολο και για τους αναγνώστες. Αλλά πιστεύω
πως όποιος το διαβάσει θα το φχαριστηθεί. Είναι βιβλίο για δυνατούς
αναγνώστες.
Η Αντάρα σκέφτεται τις σχέσεις της, μιλά για σεξ και έρωτα. Δεν συμβαίνει κάτι ανάλογο με τις νέες γυναίκες;
Φυσικά! Δεν τα ’παμε; Από τη στιγμή που η Εύα αντίκρισε το πουλί του
Αδάμ σηκωμένο, άντρες και γυναίκες «δεν σκεφτόμαστε παρά μόνο αυτό», σε
εισαγωγικά γιατί το έχω κάπου ως μονόλογο άντρα. Δηλαδή δικό μας χούι
είναι αυτές οι κουβέντες; Κι οι γυναίκες αυτά σκέφτονται κι όταν
βρίσκονται για γαμήσια μιλάνε, για γκόμενους, για ερωτικές επιθυμίες,
για σεξουαλικές όμορφες αλητείες. Για όσιες τις έχεις τις γυναίκες; Και
οι όσιες ξεσκίζονται στις φαντασιώσεις. Τις γαμάνε οι δαίμονες, μετά
ζητάνε συγχώρεση απ’ τον Χριστούλη και ξανά μανά.
Το ότι κατακρίνει την πολιτική και τους διεφθαρμένους πολιτικούς δεν δηλώνει ότι είναι και «ζώον φύσει πολιτικό»;
Θα απαντήσω χιουμοριστικά. Είναι ζώο φύσει «σκουρτικό». Εγώ δεν έχω
γράψει τίποτα που να μην έχει άμεση ή έμμεση πολιτική αναφορά. Ποτέ δεν
ήμουνα σε κόμμα ή απόκομμα, από χαρακτήρα δεν μπορώ να ακολουθώ τη
«γραμμή», θέλω να χαράζω τις δικές μου, όμως θεωρώ την πολιτική
συνειδητοποίηση ενάντια στο Άδικο και στο Κακό –τον πολεμοκάπηλο,
ναρκομανή, πόρνο και «απεχθή πιστωτή» ανθρωποφάγο καπιταλισμό– το πρώτο
καθήκον του πολίτη. Από πιτσιρικάς είμαι οργισμένος πολιτικά, έστω κι αν
τότε δεν είχα τη γνώση να αναλύσω τις συμπεριφορές μου.
Η πλοκή της υπόθεσης με τον δολοφόνο κάνει το μυθιστόρημα
συναρπαστικό. Μου προκαλεί περιέργεια, όμως, που ο δολοφόνος μοιάζει σαν
να εκδικείται τις ιερόδουλες.
Αν πράγματι υπάρχει ένας σίριαλ κίλερ που διαπράττει εγκλήματα, όπως ο
«Μ» της Αντάρας, και βέβαια θα εκδικείται για κάτι που κουβαλάει μέσα
του. Αυτά μας διδάσκει η μακροχρόνια πείρα και σπουδή της
εγκληματολογίας και της ψυχιατρικής.
Μπορεί η Αντάρα να βοηθήσει στην ανακάλυψη του δολοφόνου; Ποια είναι τα στοιχεία που τη βοηθούν να το πετύχει;
Τα στοιχεία βρίσκονται πάντα στη διάρκεια της εξονυχιστικής έρευνας.
Κι όποιος ψάχνει, βρίσκει. Βρίσκει ακόμα κι όταν δεν ψάχνει σήμερα αυτό
που έψαχνε χτες.
Είστε από τους πιο γνωστούς συγγραφείς. Πότε ένα έργο θεωρείται διαχρονικό;
Όταν προσφέρει απόλαυση και γνώση στον, κάθε φορά συγκεκριμένο,
αναγνώστη όποτε κι αν έχει γραφτεί. Εξαρτάται και από τη διάθεση και από
τα γνωστικά ενδιαφέροντα της στιγμής. Κι αυτό γίνεται αντιληπτό απ’ τις
πρώτες 10-20 σελίδες. Εγώ ως αναγνώστης έτσι αντιδρώ. Αν δεν με
ρουφήξει το βιβλίο το πετάω, το χαρίζω. Ίσως κάποια άλλη στιγμή… Ήμουν
πάντα φανατικός αναγνώστης «εξωσχολικών» κι όχι των άλλων που τους
έριχνα μια γρήγορη ματιά και τ’ άφηνα. Δεν διαβάζω «υποχρεωτικά» ένα
βιβλίο, ακόμη κι αν θεωρείται κλασικό ή σπουδαίο.
Αλήθεια, ασχολείστε σήμερα καθόλου με το θέατρο;
Μ’ αρέσει το… παλαιοντολογικό ύφος της ερώτησης. Σε πληροφορώ,
αγαπητέ μου, ότι τα τελευταία πέντε χρόνια έχω γράψει τα καλύτερα έργα
μου. Ξέρεις κάποιον χρηματοδότη ή χορηγό να τα ανεβάσουμε; Έστω κι έναν
σκηνοθέτη ή πρωταγωνιστή, αλλά μπα, αυτοί ασχολούνται με Σαίξπηρ και
πάνω. Αυτό που σίγουρα μπορώ να σου πω είναι ότι δεν διαβάζω πια
λογοτεχνία… Σπάνια. Σε κάνα ερημονήσι, που αντί να ναυαγήσω με τη Σαρλίν
Θερόν θα έχω παρέα μυθιστορήματα.
Είναι εύκολο ένα μυθιστόρημα να διασκευαστεί σε θεατρικό έργο;
Τίποτα δεν είναι εύκολο. Ακόμα και μια απλή ομελέτα ή μακαρονάδα.
Εγώ, που μ’ αρέσει να μαγειρεύω, έχω αποτύχει οικτρά ως και σ’ αυτά
κάποιες φορές. Όμως αυτό που γίνεται τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα
είναι το «χέσιμο» του ελληνικού θεάτρου. Ο κάθε άσχετος με τη
δραματουργία διασκευάζει μυθιστορήματα, γιατί –άκουσον άκουσον!– δεν
υπάρχουν θεατρικά έργα! Και δυστυχώς δεν το κάνουν μόνο τα παιδάκια που
αποφοίτησαν ως «αριστούχοι» από τις δραματικές βοϊδοσχολές, έπαιξαν
ένα-δυο ρόλους στο θέατρο, μπορεί να πήραν και κάνα βραβειάκι (δεκάδες
πλέον τα βραβεία!), αλλά το βλέπουμε και στα ρεπερτόρια των κρατικών
θεάτρων, του Φεστιβάλ και κάποιων μαλακοαλαζόνων . Εμένα, που με
χαρακτήρισες «απ’ τους πιο γνωστούς», μόνο οι καλοί θεατρόφιλοι ξέρουν
κάποια,
ένα-δύο, απ’ τα έργα μου. (Υπάρχουν κι οι «κακοί», αυτοί που τα βλέπουν
όλα με σωρό τις προσκλήσεις. Ε πώς, διάολε, θα πληρώσει εισιτήριο ένας
θεατής όταν κάθε σεζόν παίζονται πάνω από 500 παραστάσεις; Σήμερα πλέον
το θέατρο έχει γίνει όπως τα σωρό σουβλατζίδικα και τα πατσατζίδικα στον
Βαρδάρη και στη Βαρβάκειο.)
Τι διαφορετικό φέρνει η νέα γενιά που δεν το είχαν οι προηγούμενες;
|
Γιώργος Σκούρτης Καστανιώτης 336 σελ. Τιμή € 19,68 |
Απ’ την Ιστορία δεν γλιτώνει κανείς. Αυτά που κι εμείς τα είχαμε,
αλλά σήμερα σε μεγαλύτερο βαθμό – βλακεία, αμορφωσιά, απομόνωση στο
Ίντερνετ και στα κινητά, αταλαντοσύνη, αγαμία, αφραγκία, απελπισία. Η
χειρότερη γενιά. Και βέβαια, όλ’ αυτά και άλλα αρνητικά, τα εννοώ ως
αποτέλεσμα του Μεγάλου Αδελφού. Ο καπιταλισμός είναι πανούργος κι
αδυσώπητος. Για ποια νέα γενιά μιλάμε; Την ελληνική, την αμερικάνικη,
την κινέζικη, τη νιγηριανή, τη βραζιλιάνικη; Όλες ίδιες είναι. Βλέπεις
ντοκιμαντέρ απ’ τα βάθη της ζούγκλας, απ’ τις φαβέλες ως την Αρκτική κι
όλοι με το κινητό στο χέρι, μπλουζάκια με λογότυπο μονοπωλίων, τηλεόραση
και μπροστά της μια ολόκληρη φυλή να παρακολουθεί σαπουνόπερες και
μαγειρικές και επιδείξεις μόδας και σφαγές, γενοκτονίες, τον όλεθρο της
ανθρωπότητας. Και ταυτόχρονα αντιδρούν ή επαναστατούν ή τρομοκρατούν τον
καπιταλισμό! Σε κάθε εκπομπή της τηλεόρασης θα δεις παρουσιαστές και
καλεσμένους να φοράνε μπλουζάκια που διαφημίζουν μονοπώλια, δηλαδή
σκλαβοπάζαρα. Και καμαρώνουν! Είναι μες στην καλή χαρά της μόδας! Και
στη συνέχεια παραπονούνται «πώς κατάντησε η ζωή μας!» «Ω, Δία, τι
μαλακία!» που αναφωνεί κι ο Αριστοφάνης στους
Ιππής. Σε τέτοιες
ανθρωποβόρες συνθήκες τι μπορεί να κάνει μια «νέα γενιά» σ’ ένα
χρεοκοπημένο –οικονομικά και ιδεολογικά– κράτος, πνιγμένη απ’ την
ανεργία, την έλλειψη κοινών οραμάτων, τον χυδαίο ευτελισμό της
πολιτικής, την ερημοποίηση του περιβάλλοντος και λοβοτομημένη απ’ την
τεχνολογία των μονοπωλίων; Κι εμείς μες στη φτώχια μεγαλώσαμε, περάσαμε
δύσκολα, αλλά ήτανε ωραία. Γιατί υπήρχε το «αύριο θα είναι όλα
καλύτερα». Αυτό πάει και τελείωσε… Σήμερα που ο θάνατος είναι το πιο
διασκεδαστικό
θέαμα, τι μπορεί να αλλάξει η νέα γενιά; Εδώ θα
μπορούσε κανείς να επιχειρηματολογήσει υπέρ της πλατωνικής θεωρίας των
Ιδεών. Νέες γενιές σ’ όλο τον κόσμο, αλλά «όλες μια Ιδέα είναι».
Τι θα προτείνατε σε έναν νέο συγγραφέα;
Να διαβάζει πολύ, ό,τι του βρεθεί που δεν το ξέρει και μπορεί να το
μάθει, να μην κωλώνει με τίποτα, να κυνηγάει τον έρωτα, τη φιλία, την
αγάπη και το σεξ, να είναι περίεργος για τα πάντα γύρω του και μέσα του,
ποτέ να μην περιμένει τις εκπλήξεις, αλλά να τις δημιουργεί –από παντού
μπορεί να ξεπηδήσει η σπίθα της έμπνευσης–, και φυσικά… να γράφει, να
γράφει, να γράφει… και να έχει πάντα ένα φιλικό ακροατήριο να διαβάζει
τα έργα του και ν’ ακούει τις όποιες γνώμες. Συγγραφέας που γράφει και
δεν τα διαβάζει, μαλακίες θα γράψει. Και το κυριότερο: να νιώθει πάντα
ανταγωνιστική άμιλλα. Να θέλει να είναι ο καλύτερος. «Έκαστος εφ’ ω
ετάχθη».
Ποια είναι τα αγαπημένα σας βιβλία;
Σου ανέφερα πιο πριν μερικά. Όλα τα βιβλία που έχω απολαύσει και μ’
έχουν προχωρήσει ως άνθρωπο και συγγραφέα. Κάθε τόσο χαρίζω αγαπημένα
μου βιβλία μήπως και τ’ αγαπήσουν κι άλλοι. Δεν τελειώνουν τα βιβλία, η
περιπέτεια, τα συναισθήματα, η γνώση… Μη φλυαρώ: το βιβλίο της ζωής
είναι το πιο αγαπημένο. Και να σου πω κάτι; Κάναμε καλή συνέντευξη.
Γιατί; Γιατί με βρήκες στο μπλα μπλα μου. Να ’σαι καλά.
Φωτογραφία: Γιώργος Μαυρόπουλος