Ο μυκηναϊκός οικισμός της Βούντενης αποτελεί μία από τις σημαντικότερες εγκαταστάσεις της λεγόμενης περιφέρειας του Μυκηναϊκού κόσμου. Όπως αποδείχτηκε από τις ανασκαφικές έρευνες που έγιναν τόσο στον οικισμό όσο και στο νεκροταφείο, η ζωή του οικισμού διήρκεσε σχεδόν πεντακόσια χρόνια (1500-1000 π.Χ.).
Η Βούντενη και ειδικότερα το πλάτωμα Μπόρτζι είχε όλες τις προϋποθέσεις που ήταν αναγκαίες όχι μόνο για την ίδρυση, αλλά και για την επιβίωση - για μεγάλο χρονικό διάστημα - μιας μυκηναϊκής εγκατάστασης.
Ο οικισμός στη θέση Μπόρτζι αποτελούσε τον κεντρικό πυρήνα και σε περίπτωση κινδύνου «καταφύγιο», μιας πλειάδας άλλων μικρότερων συνοικισμών που ήσαν αναπτυγμένοι στα πεδινά τμήματα της ευρύτερης περιοχής. Οικοδομικά στοιχεία αυτών των συνοικισμών έχουν αποκαλυφθεί σε διάφορα σημεία κατά την διάρκεια σωστικών ανασκαφών. Αν και η έρευνα δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί, εκτός των μυκηναϊκών οικοδομικών καταλοίπων, έχουν αποκαλυφθεί και ορισμένα που χρονολογούνται από την αρχαϊκή έως την κλασική περίοδο.
Η μυκηναϊκή εγκατάσταση της Βούντενης, είχε πρόσβαση σε πλούσιες πεδινές και ορεινές περιοχές, ικανές να προσφέρουν αυτάρκεια προϊόντων για τη διαβίωση των κατοίκων της. Μεγάλες και εύφορες καλλιεργήσιμες εκτάσεις υπήρχαν στα πεδινά και παράκτια τμήματα, ενώ τα πρανή του Παναχαϊκού όρους προσφέρονταν για την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας, του κυνηγιού καθώς και τον προσπορισμό άφθονης δομικής και ναυπηγικής ξυλείας από τα δάση της περιοχής.
Νοτιοανατολικά του οικισμού, στο χώρο εκείνο που σήμερα είναι γνωστός με τα τοπωνύμια Αγραπιδιά και Αμυγδαλιά, βρίσκεται το νεκροταφείο του μυκηναϊκού οικισμού που καταλαμβάνει έκταση 30 στρεμμάτων και είναι οργανωμένο σε επάλληλα άνδηρα ύψους 2-4μ.
Η πρώτη έρευνα του χώρου πραγματοποιήθηκε το 1923 από τον Νικόλαο Κυπαρίσση, ο οποίος ανέσκαψε μικρό αριθμό θαλαμωτών τάφων στη θέση Αγραπιδιά και συνεχίστηκε πλέον συστηματικά από τον Λάζαρο Κολώνα κατά τα έτη 1988-1994 και 2004-2007.
Οι τάφοι χρονολογούνται στην ΥΕΙΙΒ-ΥΕΙΙΙΓ περίοδο (1500-1050 π.Χ), σε μερικές δε, περιπτώσεις η χρήση τους διαρκεί μέχρι την υπομυκηναϊκή εποχή (μέχρι το 1000 π.Χ).
Παράλληλα όπως γράφει στην ιστοσελίδα της η Εταιρεία Μελετών Μυκηναϊκής Αχαΐας η επιλογή της θέσης του οικισμού για μόνιμη εγκατάσταση των μετακινούμενων τότε, από περιοχή σε περιοχή, ανθρώπινων ομάδων για εξασφάλιση καλύτερων συνθηκών επιβίωσης, δεν ήταν τυχαία.
Ο έλεγχος του ανοιχτού προς τη θάλασσα ορίζοντα και των γύρω χερσαίων περασμάτων, η φυσική οχύρωση του πλατώματος Μπόρτζι, όπου βρίσκεται ο οικισμός, και περιβάλλεται από υψηλές και απότομες πλαγιές, οι βαθιές χαραδρώσεις των χειμάρρων Μειλίχου και Καραβά βόρεια και νότια τoυ οικισμού, το εύφορο έδαφος με τα άφθονα νερά των πηγών της περιοχής και η ύπαρξη του μαλακού πετρώματος (κιμιλόχωμα) απαραίτητου για τη διάνοιξη θαλαμωτών τάφων είναι ορισμένα από τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της περιοχής που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην επιλογή της θέσης.
Αποφασιστικό επίσης ρόλο για την ίδρυση του οικισμού στη θέση Μπόρτζι έπαιξε και η δυνατότητα διεξόδου του προς τη θάλασσα μέσω φυσικού λιμανιού που υπήρχε στη θέση του σημερινού έλους της Αγυιάς.
Το λιμάνι αυτό δημιουργήθηκε από τον Μείλιχο ποταμό ο οποίος με τις αποθέσεις του είχε σχηματίσει ποταμόκολπο που υπάρχει ως τις μέρες μας. Μεγάλες και εύφορες καλλιεργήσιμες εκτάσεις υπήρχαν στα πεδινά και παράκτια τμήματα, ενώ τα πρανή του Παναχαϊκού προσφέρονταν για την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας, του κυνηγιού καθώς και τον προσπορισμό άφθονης δομικής και ναυπηγικής ξυλείας από τα δάση της περιοχής.
Όσον αφορά στους τάφους, αυτοί λαξεύονταν στο μαλακό πέτρωμα και αποτελούνταν από μία επικλινή «ράμπα» (δρόμο), ο οποίος οδηγούσε στον θάλαμο, συνήθως κυκλικής ή τετράπλευρης. Το στόμιο κλεινόταν με ξερολιθιά, η οποία ανοιγόταν σε κάθε διαδοχική χρήση του τάφου. Οι ταφές γίνονταν απ’ ευθείας πάνω στο δάπεδο του θαλάμου, ενίοτε πάνω σε στρώμα άψητου πηλού, και συνοδεύονταν από πλούσια κτερίσματα.
Οι παλαιότερες ταφές, μαζί με τα κτερίσματά τους, παραμερίζονταν στα άκρα του θαλάμου ή ακόμα και μέσα σε λάκκους, ώστε να δημιουργηθεί χώρος για τις κατοπινές ταφές. Στο νεκροταφείο της Βούντενης συναντά κανείς ενδιαφέρουσα ποικιλία σχημάτων θαλαμωτών τάφων, τα οποία δεν απηχούν μόνο την καλλιτεχνική αρχιτεκτονική φαντασία των μαστόρων της εποχής αλλά και τις ιδιαίτερες προτιμήσεις των ενδιαφερόμενων χρηστών των τάφων.
Υπάρχουν θάλαμοι διαφόρων διαστάσεων και σχημάτων όπως κυκλικοί, τετράγωνοι, πεταλόσχημοι, τετράπλευροι με θόλο καθώς και τάφοι με ακανόνιστη κάτοψη. Οι μεγαλύτεροι από όλους του τάφους είναι οι τάφοι 4 και 75 οι οποίοι εξαιτίας των αρχιτεκτονικών λεπτομερειών τους και των μεγάλων διαστάσεών τους πρέπει να ανήκαν σε αξιωματούχους της μυκηναϊκής εγκατάστασης της Βούντενης.
Οι περισσότερες από τις ταφές ήταν κτερισμένες και οι νεκροί συνοδεύονταν από προσφιλή αντικείμενα καθημερινής χρήσης, αγγεία, κοσμήματα, εργαλεία, όπλα και σκεύη, χρήσιμα στη ζωή και απαραίτητα- όπως πίστευαν- στο μεταθανάτιο ταξίδι.
Η μελέτη των αντικειμένων αυτών αποκάλυψε στοιχεία που υποδηλώνουν τον πλούτο και την ευημερία των κατοίκων της μυκηναϊκής εγκατάστασης, τις εμπορικές και πολιτιστικές επαφές με άλλες περιοχές κοντινές ή πιο μακρινές όπως είναι η Μεσσηνία, η Λακωνία, η Αργολιδοκορινθία, η Κρήτη, Ιταλία, η Συροπαλαιστίνη - Ανατολία και αλλού και αναδεικνύουν τον οικισμό της Βούντενης ως ένα σημαντικό και σπουδαίο μυκηναϊκό κέντρο της Αχαΐας.
Οι πανέμορφες φωτογραφίες είναι των μελών των Patrinistas Φώτη Αθανασόπουλου, Γρηγόριου Κοκοράκη, Σπύρου Χρονόπουλου και Μαρίας Μητροπούλου από πρόσφατη περιήγησή τους στον χώρο.
Πηγή: thebest.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου