Σάββατο 1 Ιουλίου 2023

Κωνσταντίνος Χ. Λουκόπουλος: «Οικογενειακή ρίζα 70»


Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης

 Η Ευθαλία Καλογερή, γνήσιο τέκνο Σταύρου Καλογερή, παντρεύτηκε πριν απ’ τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο τον Μιλτιάδη Αθανάσιο Νοδάρα, που την ερωτεύτηκε «βαθιά κι ειλικρινά». Το ζεύγος «μετακόμισε στα υψίπεδα γύρω απ’ την περιοχή Καμάρι Βοιωτίας κι απέκτησε δύο παιδιά: τον Θανάση και τη Βικτώρια». Με τη λήξη του Εμφυλίου ο σύζυγος Μιλτιάδης, καίτοι αγράμματος, μελετά το αργιλώδες χώμα της περιοχής και επιλέγει το κατάλληλο σημείο για το άνοιγμα στέρνας που θα υδροδοτεί τις καλλιέργειες. Αλλά η επιτυχία της κατασκευής εξασφαλίζεται απ’ το μηριαίο οστό ενός αντάρτη, πάνω στο οποίο «σφήνωσαν όλα τα φερτά και σχημάτισαν ένα βέλος, κοντά ένα στρέμμα, συγκρατώντας το νερό». Τις επόμενες δεκαετίες η οικογένεια του Νοδάρα, η μάνα του αντάρτη, οι συγγενείς, οι γείτονες και οι χωρικοί απολάμβαναν εκλεκτές ντομάτες, αγγούρια και άλλα ζαρζαβατικά.

Από θεματική άποψη το παραπάνω απόσπασμα δεν είναι το πιο αντιπροσωπευτικό του βιβλίου. Ο Εμφύλιος χωνεύεται, όπως η Κατοχή, όπως η Μικρασιατική, όπως οι Βαλκανικοί, όπως και η μετεμφυλιακή εποχή στο σώμα της αφήγησης, που καλύπτει όλο το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα με τρόπο πρισματικό κι ανάλαφρο. Η ιστορία γίνεται το πλάνο, ο πυροδότης, το άλλοθι της αφήγησης, αλλά η αφήγηση δεν εγκλωβίζεται στα γεγονότα, δεν εστιάζει σ’ ένα ορισμένο συμβάν και δεν αποβλέπει στη ρεαλιστική ανασύστασή του. Τελικά, το βάρος πέφτει όχι στον συνταγματικό άξονα της θέσης, της οργάνωσης και της χρονικής διαδοχής των γεγονότων, αλλά στον παραδειγματικό άξονα του συλλογικού φαντασιακού και της δημόσιας ιστορίας, ιδωμένα απ’ τη γενεαλογική μικροϊστορία μιας οικογένειας.

Αν ξεκίνησα από την αναφορά στον Εμφύλιο είναι χάριν των δικών μου εμμονών. Ψάχνοντας ίσως μια ευκαιρία για να πω ό,τι ήδη έχω ξαναπεί, ότι ουδένα θέμα δεν είναι εξαντλημένο για τη λογοτεχνία και ότι το άπαν στη γραφή δεν έγκειται στο τι  του περιεχόμενου αλλά στο πώς  της επεξεργασίας – αυτονόητα δηλαδή πράματα, έστω και αν κάποιοι κριτικοί επιμένουν δίκην θεματοθετών στις πανελλαδικές να υποδεικνύουν το τι, φαντάζομαι σε λίγο καιρό θα υποδεικνύουν και το πώς  της γραφής. Αλλά επανέρχομαι στο εξαιρετικό αυτό βιβλίο για να μην το αδικήσω με τις δικές μου εμμονές – στο κάτω κάτω δεν ήταν μόνο ιδιοτελής η αναφορά στο παραπάνω χωρίο: ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίζεται το εμφυλιακό θέμα ο Λουκόπουλος πυκνώνει τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζεται το ευρύτερο ιστορικό θέμα, και όχι μόνο.

Η αφήγηση δεν αφηγείται απλώς, με την έννοια του «απεικονίζω» και του «εξιστορώ», αλλά κουβαλά, αναπαράγει και αποδίδει την ανθρώπινη προσπάθεια, συμμετέχοντας κι η ίδια στους περισπασμούς και στις αγωνίες της.

Μ’ επίκεντρο τη Ρούμελη αφηγείται τις μικροϊστορίες τεσσάρων γενεαλογικών δέντρων της οικογένειας Καλογερή, που ξεκινούν από έναν ανιψιό, έναν θείο και τον αδελφό, με στενούς δηλαδή δεσμούς συγγένειας, για να διακλαδωθούν το καθένα στη δική του πορεία, να ανθίσουν ή να ξεραθούν τα κλαδιά τους, να δώσουν άλλα κλαδιά και από αυτά να προκύψουν άλλα ανίψια, άλλα αδέλφια, εγγόνια και δισέγγονα, δηλαδή ένα γενεαλογικό παλίμψηστο, που έτσι όπως ξεκινά κάπου στη Ρούμελη για να απλωθεί στη Ναύπακτο, στη Φθιώτιδα, στη Φωκίδα, στον Βόλο, στα Σάλωνα, στα Τέμπη, στην Αμερική, τελικά κλείνει εντός του τη γενεαλογική πορεία όλου του λαού στη διάρκεια πενήντα-εξήντα χρόνων του εικοστού αιώνα.

Δύο είναι οι συνισταμένες που διατρέχουν την πορεία αυτή, αφενός ο καθημερινός αγώνας για την επιβίωση στις αντίξοες συνθήκες του δεδομένου γεωγραφικού, κοινωνικού και πολιτικού περιβάλλοντος, και αφετέρου η διαρκής συμπόρευση, η τριβή και ο ανταγωνισμός του λόγου με τον μύθο. Η αφήγηση δεν αφηγείται απλώς, με την έννοια του «απεικονίζω» και του «εξιστορώ», αλλά κουβαλά, αναπαράγει και αποδίδει την ανθρώπινη προσπάθεια, συμμετέχοντας κι η ίδια στους περισπασμούς και στις αγωνίες της.

Το γενικό σχήμα της ανθρώπινης ζωής έχει ως εξής: οι γυναίκες παντρεύονται από κορίτσια, γεννοβολούν πολλά παιδιά και αν δεν τα καταφέρνουν μαραζώνουν απ’ τον πόνο και την επίκριση των άλλων. Οι άντρες σκύβουν τα κεφάλια και δουλεύουν σαν σκυλιά, όταν γυρνάνε σπίτι σμίγουν με τις γυναίκες και το πρωί ξανασηκώνονται για να πάνε στη δουλειά. Ήσυχη ζωή, δύσκολη αλλά στρωμένη είτε στον τόπο τους είτε μακριά απ’ τον τόπο τους, θαρρείς ότι δεν υπάρχει τίποτα να την ταράξει, κι όμως σιγοβράζει από ερωτικά και πολιτικά πάθη, υπόγειες δίνες σχηματίζονται στα σκοτεινά της βάθη από το ανορθολογικό στοιχείο.

Κατάρες, προλήψεις, ενόραση, μαντείες, θρύλοι, υπερφυσικές ιδιότητες, μαγγανείες παρελαύνουν απ’ την αρχή ως το τέλος του βιβλίου, δημιουργώντας μια απόκοσμη αλλά απολύτως αυθεντική ατμόσφαιρα όσον αφορά τον ιστορούμενο τρόπο ζωής. Λίγο-πολύ έτσι ζούσαν οι παππούδες κι οι προγιαγιάδες μας, ανακατεύοντας το λογικό με το εξωλογικό και αφήνοντας χώρο σε πρακτικούς γιατρούς, σε στοιχειά και δεισιδαιμονίες. Ο ιδιότυπος μαγικός ρεαλισμός του Λουκόπουλου με μπόλικα στοιχεία ηθογραφίας ζωντανεύει έναν τρόπο ζωής και σκέψης που εμπεριείχαν το παραλογικό και ανορθολογικό στοιχείο σαν οργανικά εγγεγραμμένο μέρος τους, σαν κοινωνική λειτουργία και ανθρώπινη δραστηριότητα.

Δεν υπάρχει τίποτα το αφύσικο ή το τεχνητό σε τούτη την αισθητική επιλογή. Η ίδια η αφήγηση μοιάζει απαλλαγμένη από το άγχος της πλοκής, δεν εκβιάζει τα γεγονότα, δεν προσπαθεί να εντυπωσιάσει τον αναγνώστη. Ο κυριαρχικός ρόλος που δίνεται στον αφηγητή υπονομεύεται εκ των έσω, σχεδόν ακυρώνεται και καταργείται. Η αφήγηση λες και να εκφέρεται αφ’ εαυτής δίχως τη μεσολάβηση, την αυταρέσκεια, την ξερολίαση, τα σχόλια του αφηγητή, που υπάρχει αλλά δεν υπάρχει ή μάλλον είναι εδώ μόνο για την πιο βασική ανάγκη της εκφοράς του λόγου, αλλά όλα τα άλλα απ’ την κατανόηση μέχρι την ερμηνεία ανήκουν στον αναγνώστη.

Κάτι ανάλογο παρατηρώ και στη γλώσσα. Η αρχή της οικονομίας παντού, στο ύφος, στα εκφραστικά μέσα, στο λεξιλόγιο. Δεν περιττεύει τίποτα, δεν αυτοεπιδεικνύεται τίποτα. Υπάρχει μια δωρική αυστηρότητα στον λόγο, πίσω απ’ την οποία διαφαίνεται συγκρατημένη η λυρική φλέβα. Κι ενώ σε άλλες περιπτώσεις η ποιητική ιδιότητα βαραίνει δυσανάλογα την πρόζα, στην προκειμένη πλουτίζει τα πεζογραφικά μέσα του Λουκόπουλου, με μια μεστή, λιτή, στιβαρή και ρυθμική έκφραση που εννοεί πάντα περισσότερα από αυτά που λέει.

Επανέρχομαι στην επανάκαμψη της ηθογραφίας, που με τον συγκαλυμμένο ή απροκάλυπτο επαρχιωτισμό της και τη νοσταλγική διάθεση καταλήγει σε σύγχρονες εκδοχές αρκαδισμού. Κι εδώ θεωρώ ότι κατάγεται εκ μέρους του Λουκόπουλου μια ακόμη νίκη του βιβλίου του, που ούτε θάμπος ούτε συγκίνηση δεν έχει απέναντι στο παρελθόν, αλλά τη δίκαιη ματιά του λογοτέχνη που ανιχνεύει τις καταγωγικές διαδικασίες του σήμερα όχι για να τις ιεροποιήσει, αλλά για να τις κατανοήσει και να τις ερμηνεύσει ως ιστορικά γεγονότα, ενταγμένα στον ρου των λοιπών εξελίξεων.

Το βιβλίο υποβάλλει μια άλλη θεματική, γλωσσική και εντέλει αισθητική πρόταση όσον αφορά τη λογοτεχνική διαχείριση του πρόσφατου παρελθόντος που, σεβόμενη και τη λογοτεχνία και την ιστορία, εξασφαλίζει υψηλό αισθητικό αποτέλεσμα – κι ως τέτοια βρίσκω την πρόταση αυτή εξόχως γόνιμη.

[Ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης είναι συγγραφέας.]

 

Οικογενειακή ρίζα 70
Κωνσταντίνος Χ. Λουκόπουλος
Έναστρον
σ. 150
ISBN: 978-960-625-069-9
Τιμή: 13,00€

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης

https://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/20559-oikogeniaki-riza-70


https://diastixo.gr


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΙ ΠΑΜΕ ΠΡΙΜΑ… της Μαρίνας Σωτηροπούλου

  ΚΑΙ ΠΑΜΕ ΠΡΙΜΑ… της Μαρίνας Σωτηροπούλου / Νέο έργο Μια επίκαιρη κωμωδία για την παρακμή της πολιτικής αλλά και της κοινωνίας ΠΡΕΜΙΕΡΑ Σάβ...