Σάββατο 1 Ιουλίου 2023

Γιώργος Βέης: «Καταυλισμός»

 

Ο ποιητής Γιώργος Βέης με τον Καταυλισμό  έφτασε στη δέκατη πέμπτη ποιητική συλλογή. Και όπως πάντα, σαν καλός ηνίοχος, συγκρατεί τα γκέμια της ψυχής του, αποφεύγοντας διακριτικά να βγάλει στην ποιητική σκηνή συναισθήματα δημοσιοποιώντας ό,τι είναι απολύτως προσωπικό. Ωσεί παρών, ωσεί απών, προσέχει να μην πέσει στο μελό, να μην πέσει στο ψυχρό. Με άλλα λόγια τηρεί την ελληνική αρχή μέτρον άριστον. Στο πνεύμα αυτό είναι και οι αφιερώσεις του, σχεδόν κατά κανόνα ολιγόλογες, αλλά στην παρούσα συλλογή η αρχή αυτή παραβιάζεται, η αφιέρωση είναι εκτεταμένη και περιγραφική, εκπέμπει τη ζεστασιά και την ελπίδα ενός ανθρώπου που, χαρούμενος από τη δική του απολύτως προσωπική στιγμή, το παρόν του, χαιρετίζει το μέλλον του που ήδη έχει γεννηθεί και βαδίζει: «Του Μιχάλη, για τις ιστορίες που μου έστελνε από το Άμστερνταμ, της Άρτεμης που λέει ότι είναι γιατρός από τα τρία της χρόνια και της Αθηνάς που ήδη μιλάει ελληνικά στα ελάφια». Κι ο ποιητής του κλασικού μέτρου έγειρε περισσότερο προς το φως και έσυρε έξω την τρυφερή ψυχή του για τα τρία παιδιά-εγγόνια, που εξασφαλίζουν την προέκτασή του στη ζωή και επεκτείνουν το μέλλον του, όπως όλα τα παιδιά προεκτείνουν το μέλλον του κόσμου. Γελούν, παίζουν, στήνουν τουβλάκια, τα γκρεμίζουν, μεγαλώνουν και προσθέτουν τον κρίκο τους στην αλυσίδα της ζωής. Όμως και τα ποιήματα νομίζω πως αποπνέουν μια επιπλέον γλυκιά αίσθηση, μια τρυφερότητα, ελεγχόμενη έστω...

Πρώτο ποίημα της συλλογής ο «Επαναπατρισμός». Επαναπατρισμός πού; Επιστροφή στην πατρίδα; Ποια πατρίδα, στη μητέρα Φύση; Στον κόσμο των εικόνων; Ίσως, αφού στον Καταυλισμό η όρασή μας πλημμυρίζει από εικόνες που θυμίζουν μεγάλους ζωγράφους, μουσικές που θυμίζουν μεγάλους μουσουργούς, μα όλα αυτά δεν είναι άλλο από τους στοχασμούς του ποιητή σε πολλές παραλλαγές. Η φύση μεταγλωττίζεται σε ορχήστρα παραδείσου όπου όλα ανταποκρίνονται σε όλα. Correspondences αποκάλεσε ο Μποντλέρ την ανταπόκριση αρωμάτων, χρωμάτων και ήχων. Les parfums , les couleurs et les sons s’ est répondent και θα έπρεπε ίσως κάποτε να μελετηθεί σοβαρά η πλούσια εικονοποιία της ποίησης του Βέη, η ζωντανή και η νεκρή φύση των στίχων του.

Με τον «Επαναπατρισμό» μπαίνουμε στη «θερισμένη σίκαλη» (σαν να είναι τα σιτοχώραφα του Βαν Γκογκ), στο «άγριο κανναβούρι», στη «βελανιδιά στην άκρη του θέρους». Ακούγοντας τη μουσική της φύσης, κατεβαίνοντας τους στίχους σαν σκαλοπάτια θα δούμε το «νεκρομαντείο» την ώρα που το «πορφυρό κοχύλι» του «ηλιοβασιλέματος» μας κλέβει τη ματιά. Και όλα μαζί σαν σύνθεση του ρομαντικού Κόνσταμπλ π.χ. που με μια ματιά μάς δίνει τα πάντα, θέλοντας να δείξει μόνο την αλήθεια, όμως υπάρχει πάντα κάτι που δεν φαίνεται κι αυτό είναι ο κόπος στο σώμα του, τα βάσανα στην ψυχή του και οι σκέψεις στο μυαλό του. Εκεί ακριβώς ο ποιητής νομίζω πως έχει τον στόχο του, κρυμμένος στις εικόνες που περιμένουν την αποκάλυψη των συνυποδηλώσεών τους. Όλα κρυμμένα πίσω από τα φανερά.

Σ’ αυτό το πρώτο ποίημα, πρώτη παρατήρηση είναι ότι λείπει ο δέκτης του μηνύματος. Λείπει το πρόσωπο και χάθηκε ο παράδεισος, λείπει και η πληροφορία πού και πώς και πότε. Ο Βέης γενικώς νομίζω αποφεύγει στα ποιήματα-πίνακες να βάζει πρόσωπα, παρά μόνο μνείες προσώπων, ωστόσο υπάρχει ένα εσύ στο οποίο απευθύνεται που είναι ο αναγνώστης ή μήπως είναι ο «άλλος εγώ», ο ίδιος του ο εαυτός;

Στον κήπο του, σαν ξεναγός, μας ξεναγεί μεθοδικά: το χωράφι με τη θερισμένη σίκαλη (θερισμένη), το άγριο κανναβούρι (το άγριο), η βελανιδιά στην άκρη του θέρους (στην άκρη), το πορφυρό κοχύλι του ηλιοβασιλέματος (ηλιοβασιλέματος). Και όλα αυτά μιλάνε μια άλλη γλώσσα συμβολική, που είναι ειδυλλιακή, χαλαρωτική στην όψη αλλά υπαινικτική στο βάθος. Κάθε στοιχείο και το άλλο νόημά του. Και παρακάτω, να, κοιτάτε: το νεκρομαντείο. Έτσι με μια εικόνα μάς έδειξε αυτό και το ανάποδό του.

Δεν ξεγελιέται, λόγου χάριν, από ένα ζευγάρι πέρδικες που είναι ερωτευμένες (να η νεκρή φύση) ούτε από τον ρόδινο ουρανό –που βρίσκεται στη Δύση– (σαν ένα ηλιοβασίλεμα του Μονέ), γιατί πιο κάτω, χαμηλά θα δει στα πόδια του αγκάθια κι αγριόχορτα. Ιδού το τοπίο ολοκληρωμένο. Το πάνω και το κάτω της ζωής. Η μία όψη και η άλλη, αυτό που βλέπουν τα μάτια και το μέσα που η συνείδηση διερμηνεύει. Ο «επαναπατρισμός» υπαινίσσεται την επανένωση της αρχής με το τέλος, όταν ο ταξιδιώτης της ζωής κάνει τον κύκλο του και επιστρέφει εκεί από όπου ξεκίνησε. Το τέλος μου βρίσκεται στην αρχή μου είπε ο Έλιοτ, αφού ο δρόμος της ζωής κινείται κυκλικά και φέρνει τα άνω κάτω. Ο «επαναπατρισμός» είναι πια σαφής.

Στην ποίηση του Βέη, πρέπει να το επαναλάβουμε, η Φύση είναι κώδικας της ζωής. Τα δέντρα τα «σκεφτικά», τα δέντρα τα πανύψηλα, τα δέντρα τα καμένα, η μυρωδιά της φλούδας του ευκάλυπτου, ο σκίουρος που κάνει νοήματα, ο Ηράκλειτος που παρακολουθεί σκοτεινός και σκυθρωπός πίσω από κάθε δέντρο. Ο παράδεισος είναι εκεί, αλλά δεν διαρκεί για πάντα και όλα τρέχουν με ταχύτητα την οποία αντιλαμβάνεται κανείς μόνον όταν πλησιάζει στο τέλος της διαδρομής. Από την άλλη, έχει μια γοητεία να σκεφτόμαστε πως τα διάφορα μόρια της ύλης στο αχανές του ουρανού τρέχουν να συσπειρωθούν σε σώμα, σε αστερισμό, όπως τα σπόρια που θα φυτρώσουν για να δώσουν ψωμί, σαν μαγνητισμένες μικρές ψηφίδες, γράμματα που θέλουν να ενωθούν και να γίνουν λέξεις:

Τα γράμματα, οι συλλαβές
πάνω στο τραπέζι τόσο ξεκάθαρα
ναι, εδώ μπροστά μου, προτού ενωθούν
και πώς γίνονται σε μια στιγμή
όλα μαζί αυτά τα σποράκια
οι λέξεις σου
[…]

Για ένα ποίημα ποιητικής πρόκειται, εργαστηρίου, για το πώς δουλεύει ο ποιητής, αρχίζοντας από τον σπόρο, όπως συμβούλευε και ο Διονύσιος Σολωμός στον πρώτο στοχασμό του: «Εφάρμοσε εις την πνευματική μορφή την ιστορία του φυτού, το οποίον αρχινάει από το σπόρο και γυρίζει εις αυτόν, αφού περιέλθει, ως βαθμούς ξετυλιγμού, όλες τες φυτικές μορφές, δηλαδή τη ρίζα, τον κορμό, τα φύλλα, τ’ άνθη και τους καρπούς». Τα φύλλα, τ’ άνθη κι οι καρποί μεταφράζονται σε γράμματα, σε συλλαβές και λέξεις που θα γίνουν ποίημα, όπως το ψωμί στο τραπέζι, όπως και εκείνη η κούπα με τις εύγευστες έννοιες, στο «μαρμάρινο τραπέζι» του Ελύτη…

Η όρασή μας πλημμυρίζει από εικόνες που θυμίζουν μεγάλους ζωγράφους, μουσικές που θυμίζουν μεγάλους μουσουργούς, μα όλα αυτά δεν είναι άλλο από τους στοχασμούς του ποιητή σε πολλές παραλλαγές.

«Εύγλωττος ο ποταμός». «Εύηνος» το όνομά του. Με ένα «ευ» διπλασιασμένο ως πρώτο συνθετικό στον τίτλο και στο επίθετο, για να παραπέμψει προφανώς στον καλό ρουν που τα πάντα παρασύρει, με τον Εφέσιο και πάλι υποδηλούμενο, τον Εφέσιο και τη διηνεκή επικαιρότητα της σκέψης του:

Εύγλωττος ο ποταμός/ κι έχεις δίκιο αγάπη μου,/ δεν είναι απλώς ο διάκοσμος του απογεύματος/ αλλά το πεπρωμένο μας αυτοπροσώπως/ ας τον κολυμπήσουμε επιτέλους/ αυτάρκεις κι απερίσπαστοι/ σαν τα παιδάκια που πάνε να παίξουν στην άκρη του γκρεμού/ ουρανός…

Ο ποιητής στέκεται, σκέφτεται, συλλογίζεται πάνω στην κόψη. Εκεί που τελειώνουν οι αυταπάτες. Κάπως έτσι στο «ρέμα» ή στην «ακροποταμιά ο Σεφέρης («Ο βασιλιάς της Ασίνης» και «Ένας γέροντας στην ακροποταμιά» αντιστοίχως) και ο Ελύτης «Ανακάθισε ύστερα κι έβαλε ήρεμα στο πλάι του τον γκρεμό/ Από το άλλο μέρος άπλωσε προσεχτικά ένα κομμάτι θάλασσας, όλο ριπές γαλάζιες» («Το τέλος του Αλέξανδρου») και ακόμα στην Παναγία τη Χοζοβιώτισσα, όπου «κρέμεται» από τον κάθετο βράχο περιμένοντας τη σημαίνουσα στιγμή. Σαν το κατάλευκο εκκλησάκι, στο βράχο άκρη-άκρη στη Νίσυρο, για να θυμίζει την επιθυμία του να πέσει στην αγκαλιά της θάλασσας και να ενωθεί μαζί της. Δεν πρόκειται λοιπόν για εκκλησάκι, δεν είναι για τον Εύηνο αλλά για την ίδια ζωή που ρέει σαν το ποτάμι του χρόνου.

Ο Γιώργος Βέης είναι φανερό και επιτονισμένο πως αξιοποιεί τους ποιητικούς του προγόνους, τους τιμά με τις κρυφές αναφορές ή τις κρυπτομνησίες του, όντας πάντα μέσα στον ελληνικό στοχασμό που θέλει όλα να τελειώνουν στο φως. Στον αγέρωχο Παγώνδα π.χ. βουνό/χωριό της πατρώας του γης, της Σάμου, θα δει τις «παραλλαγές της αιωνιότητας» και τις «πρώτες σταγόνες» της βροχής σαν «σινιάλα». Είναι η φύση που μαζί της συνομιλεί, δασκάλα, κι εκείνος βυθίζεται στην αγκαλιά της για να ανασύρει από τους κόλπους της το κρυφό μήνυμά της.

Από τα μακρινά ταξίδια του θα μεταφυτεύσει άλλα φυτά και δέντρα στην ποίησή του. Στις «φλαμουριές» του Βερολίνου, θα περάσει μέσ’ απ’ τα φύλλα, το φως θα αναδείξει και εκείνους που κάθισαν στον ίσκιο τους να πουν τις «ιστορίες» του, ψηλές σαν τα δέντρα, «νομίζοντας πως ήταν κι εκείνοι θεοί»· και μήπως δεν ήταν; Θα θυμίσω τον Φραντς Σούμπερτ, ποιον άλλο άραγε θα είχε θυμηθεί κάτω από τη φλαμουριά και το επιμύθιο «θα βρεις γαλήνη εδώ»! Γαλήνη… Μια λέξη που ούτε ο Βίλχελμ Μίλερ, που έγραψε τους στίχους, ούτε ο Σούμπερτ που συνέθεσε τη μουσική ούτε ο Βέης δεν θα την απογυμνώσει από το βαθύτερο νόημά της, στους «ίσκιους». Και αυτό είναι ένα ακόμα σινιάλο που κάνει ο ποιητής στον αναγνώστη. Αλλά και το «κοχύλι» που μέσα του αντηχεί η θάλασσα κι αυτό ένα σινιάλο δεν είναι που φέρνει τα μηνύματα, «τα καλά όνειρα» στο μαξιλάρι, σαν το παλιό προσκοπικό «έσο έτοιμος»; Μα,

Πότε επιτέλους θα μάθουμε/ να σε διαβάζουμε σωστά αέρα/ με όλα τα γράμματά σου/ με όλα τα κόλπα σου τα φωνητικά;/ Έτσι δεν θα κινδυνεύσουμε/ να μείνουμε άλλη φοράστη μέση του πελάγους/ από ουσιαστικά και ρήματα («Ανεμότρατα»).

Ο Βέης σαν ακτινολόγος (ας μου επιτραπεί η παρομοίωση) θα αποκαλύψει της κάθε μεταμόρφωσης το νόημα, τον προορισμό μας· «άτεγκτοι και στην έξοδο προσηλωμένοι», λέει ο Ελύτης, με την «έξοδο» να παίζει σε όλα τα επίπεδα των συνδηλώσεών της. Ας διαβάσουμε σωστά τα μηνύματα, ας σταθούμε στα ουσιαστικά και στα ρήματα, τα εργαλεία της σκέψης, που θα μεταμορφωθούν σε λόγο-στίχο, σινιάλο, στη «μέση του πελάγους». Θυμίζω εκ του αντιθέτου τον Σεφέρη, που αφενός θέλει να μείνει μόνος και «ακυβέρνητος σαν τ’ άχερο στ’ αλώνι» ή εύχεται «Α! να βρισκόμουνα ξυλάρμενος χαμένος στον Ειρηνικόν Ωκεανό μόνος με τη θάλασσα και τον αγέρα/ μόνος και χωρίς ασύρματο ούτε δύναμη για να παλέψω με τα στοιχεία» και να πω πως σε όλες τις παραλλαγές, με άρνηση ή όχι, και από την καλή και από την ανάποδη, ο ποιητής παραμένει ίδιος. Τα απλά πράγματα σημαίνουν χωρίς να έχουν συναίσθηση του μυστικού προορισμού τους και οι ποιητές με τις ταλαντούχες κεραίες τους το βλέπουν αυτό το αφανές που από πάνω μας επικρέμαται.

Μέσα στη φύση, λοιπόν, κι ο Βέης, νιώθει τη μεταμόρφωση, μπαίνει στα φυλλώματα των δέντρων, ανεβαίνει στα ψηλά, κατεβαίνει στις ψυχές, βυθίζεται στα κύματα της θάλασσας και των ποταμών, στα βιβλία και στις σκέψεις των σοφών, επανέρχεται πατώντας γερά στη γη και με την παραδοσιακή φόρμα και τον δεκαπεντασύλλαβο των φύλλων μάς ξαναθυμίζει τη μουσική που ήδη ακούσαμε, στον «Επαναπατρισμό», με το «πορφυρό ρήμα της άκρης του γκρεμού» και το «λακκάκι του λαιμού» να ομοιοκαταληκτούν. Και άλλοτε να πετιέται στα αυστηρά σονέτα, τα οποία διαρκώς «πειράζει»· παρεμβαίνει, διασκελίζει, μεταπλάθει, αλλάζει αλλά και πάλι ακολουθεί τον κανόνα. Ενσωματώνοντας ήρεμα παντού την ψυχή του γεμάτη από αγάπη για ό,τι βλέπει και ό,τι του συμβαίνει, έτοιμος για ό,τι καλό φέρει μέρα.

Στο εξώφυλλο, ένας ιππόκαμπος, έργο της ταλαντούχου συζύγου του, Κλάρας Πεκ Βέη, από την ιδιωτική συλλογή τους.

Ποίημα και εικόνες και εικόνα όλα εν καλλιτεχνία ο ποιητής εποίησε.

 

Καταυλισμός
Γιώργος Βέης
Ύψιλον
σ. 96
ISBN: 978-960-17-0400-5
Τιμή: 10,50€

Ανθούλα Δανιήλ, δρ Φιλολογίας, συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας, μέλος της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών και μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.

https://diastixo.gr/kritikes/poihsh/20560-katavlismos

https://diastixo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΙ ΠΑΜΕ ΠΡΙΜΑ… της Μαρίνας Σωτηροπούλου

  ΚΑΙ ΠΑΜΕ ΠΡΙΜΑ… της Μαρίνας Σωτηροπούλου / Νέο έργο Μια επίκαιρη κωμωδία για την παρακμή της πολιτικής αλλά και της κοινωνίας ΠΡΕΜΙΕΡΑ Σάβ...