Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2024

Ελληνες Ζωγραφοι - Νικόλαος Γύζης (1842-1901)


 Νικόλαος Γύζης (1842-1901)

«Το “Γκύζης” μου είναι ξένο. Εμέ με λέγουν Γύζην. Ελπίζω όμως, ότι αφού έλθω και κατοικήσω εις Αθήνας, να μάθουν και το όνομά μου να το γράφουν καλύτερα»: Αυτά ανέφερε με παράπονο πριν από 147 χρόνια, το 1876, σε επιστολή του ο επιφανής νεοέλληνας ζωγράφος και κορυφαίος της τριανδρίας των μεγάλων εκπροσώπων της Σχολής του Μονάχου ζωγράφος Νικόλαος Γύζης. Τότε μάθαινε πως οι εφημερίδες στην Αθήνα έγραφαν εγκωμιαστικά σχόλια για το έργο του χρησιμοποιώντας όμως για το επώνυμό του την εκδοχή «Γκύζης» λόγω της γερμανικής εκφοράς (Gisis). Είναι προφανές ότι η επιθυμία του δεν έγινε σεβαστή. Μια ολόκληρη συνοικία και μία γειτονιά των Αθηνών φέρουν την ονομασία «Γκύζη».
Υπάρχουν όμως ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες για τον Τηνιακό καλλιτέχνη που είναι άγνωστες στο ευρύ κοινό. Οι επιστολές του που έχουν δημοσιευθεί το 1953 είναι πλέον δυσεύρετες, ενώ υπάρχουν και άλλες αθησαύριστες πηγές. Όπως μια περιγραφή που δημοσίευσε για τον Γύζη και την οικογένειά του ο θαυμαστής του έργου του φιλόλογος, αρχαιολόγος και πανεπιστημιακός δάσκαλος Γεώργιος Σωτηριάδης (1852-1942). Ήταν στις αρχές Σεπτεμβρίου 1895, όταν έγινε γνωστό ότι ο Ν. Γύζης θα επισκεπτόταν την Αθήνα μετά από απουσία 18 ετών.
Ο σοφός καθηγητής πήγε στο φτωχικό σπιτάκι της οικογένειας Γύζη. Βρισκόταν στην αρχή της οδού Θεμιστοκλέους (18), λίγα βήματα από τη λεωφόρο Πανεπιστημίου. Εκεί βρήκε την αδελφή του και συζήτησε μαζί της για τη ζωή και το έργο του ζωγράφου που έμελε να αφήσει βαθιά τα ίχνη του στη σύγχρονη ιστορία της Τέχνης. Μας περιγράφει το σπίτι, το οποίο υπεραγαπούσε ο ζωγράφος, αλλά αναφέρει και στοιχεία που έρχονται σε αντίθεση με όσα γνωρίζουμε.
Ως προς το σπίτι ήταν από εκείνα που είχαν αρχίζει να εξαφανίζονται από τα τέλη ακόμη του 19ου αιώνα. Οι περαστικοί το έβλεπαν καθαρό και φρεσκοσκουπισμένο, με την πλακόστρωτη αυλή του να λάμπει γεμάτη από γλάστρες με λουλούδια και από πάνω τη γραφική κληματαριά. Εκεί πέρασε πολλά παιδικά και νεανικά του χρόνια ο ζωγράφος και εκεί βρισκόταν το πρώτο εργαστήριό του, όπου παρουσίασε δείγματα της ιδιοφυίας του. Σ’ ένα δωμάτιο, το οποίο ο Γ. Σωτηριάδης χαρακτήριζε ως την «μόνη εν Αθήναις εθνική πινακοθήκη»!
Οι τοίχοι του δωματίου που χρησιμοποιούσε ως εργαστήριο ήταν καλυμμένοι από δοκίμια του ζωγράφου. Από προσωπογραφίες των γονιών του και μία ατελή της μέλλουσας συζύγου του μέχρι προσχέδια και σχέδια ιδιαίτερα σημαντικών έργων της περιόδου της ακμής του. Μία από τις πληροφορίες που παρέδωσε η αδελφή του και έρχονται σε αντίθεση με όσα γνωρίζουμε μέχρι σήμερα είναι ότι στο σπίτι της οδού Θεμιστοκλέους γεννήθηκε ο Νικόλαος Γύζης την 1η Μαρτίου 1842. Επίσης ότι ο πατέρας του, ο Ονούφριος Γύζης, ένας απλοϊκός, αλλά φιλοπρόοδος και αγαθός νησιώτης που εξασκούσε το επάγγελμα του ξυλουργού, ήθελε να κρατήσει τον γιο του Νίκο στο μαγαζί. Έξι παιδιά μεγάλωνε ο εργατικός Τήνιος μάστορας και δεν ήθελε να τους λείψει το παραμικρό. Εκτός από τον Νικόλαο είχε ακόμη έναν γιο, τον Γεώργιο και τέσσερις κόρες. Τη Μαριέττα, σύζυγο Βούλγαρη, τη Μαριγώ, σύζυγο Αρμάου, τη Μαρίνα, σύζυγο Λούβαρη και την Καλλιόπη, σύζυγο Περιβολαράκη.
Αλλά ο Ν. Γύζης ποθούσε να βρεθεί στην Αθήνα και είχε σύμμαχο στην επιθυμία του την μητέρα του Μαργαρίτα. Οι περισσότεροι την αποκαλούσαν «κυρά Ταρώ» και ήταν μία ύπαρξη γεμάτη καλοσύνη όπως έγραψαν οι Γεώργιος Δροσίνης και Λάμπρος Κορομηλάς. Ήταν μια γυναίκα με βαθύ λογισμό και υπερέχουσα φύση. Ο Ν. Γύζης εμφανισιακά έμοιαζε στον πατέρα του αλλά η γλυκύτητα του προσώπου του είχε την έκφραση της μητέρας του. «Τόσος κόσμος ζει εδώ, αυτός τάχα δεν θα μπορέσει να ζήσει;» έλεγε ο Ονούφριος Γύζης αργότερα, όταν ο γιος του έφευγε πλέον για τη Γερμανία. Ευτυχώς δεν άκουσε τις παραινέσεις του πατέρα του, τον οποίο λάτρευε και σεβόταν με έναν μοναδικό και ζηλευτό τρόπο.
Διότι ο Ν. Γύζης όσα χρόνια βρισκόταν μακριά από την Ελλάδα, δηλαδή τα περισσότερα της δημιουργικής του δράσης, είχε τη σκέψη του στραμμένη στην οικογένεια, το σπιτικό τους και την πατρίδα. Φρόντιζε να στέλνει χρήματα για να προικίσει τις αδελφές του, αλλά να τους στέλνει και γράμματα με αδελφικές συμβουλές. «Σεβαστοί μου Γονείς… θέλω να περνάτε καλά, με την καλήν τακτικήν τροφήν σας, με τα τυποδεμένα ρούχα σας. Δεν θέλω τίποτε να στερείσθε… Η Μάννα μου θέλω να αγοράση μια γούνα για να λένε: «Χαρά στην Κυρά Ταρώ, που έκαμε ένα τέτοιο γυιό. Να μην αφήσετε να ξεραθούν της αυλής μας τα λουλούδια…». Τέτοια έγραφε προς τους γονείς του το 1875, γεγονός που αποκαλύπτει την ψυχοσύνθεση του ζωγράφου.
Επίσης εντυπωσιάζει η φιλοπατρία του, η οποία αποκαλύπτεται μεγαλειωδώς στις επιστολές του. Το 1897, όταν η Ελλάδα περνούσε την περιπέτεια του αποκαλούμενου ατυχούς πολέμου, ο Ν. Γύζης έγραφε: «…Ψυχικώς αγωνιώ διά την πολυαγαπητήν μου, ωραιοτάτην, ενδοξοτάτην, ευφυεστάτην –δυστυχώς πτωχήν και μικράν Πατρίδα μου Ελλάδα, και εξίσταμαι δια το άδικον και την απανθρωπίαν, με την οποίαν αι κατ’ όνομα πολιτισμέναι κυβερνήσεις κατ’ αυτής πολιτεύονται. Εάν ήμουν Ζεύς, όλους τους κεραυνούς μου θα εκένωνα κατά των έξ ή των επτά. Εάν Ποσειδών, θα αναποδογύριζα εις τα μέρη εκείνα της πολυμάρτυρος Κρήτης τα νερά της θαλάσσης…»!
Κείμενο Ελ. Σκιαδάς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΙ ΠΑΜΕ ΠΡΙΜΑ… της Μαρίνας Σωτηροπούλου

  ΚΑΙ ΠΑΜΕ ΠΡΙΜΑ… της Μαρίνας Σωτηροπούλου / Νέο έργο Μια επίκαιρη κωμωδία για την παρακμή της πολιτικής αλλά και της κοινωνίας ΠΡΕΜΙΕΡΑ Σάβ...