- Αγάθη Γεωργιάδου
Η νουβέλα Οι ορτανσίες της Εύας Πολυβίου, μία ακόμη άρτια φροντισμένη έκδοση από τις Εκδόσεις Βακχικόν, κοσμημένη με τον υπέροχο πίνακα της Βασίλειας Αναξαγόρου στο εξώφυλλο, δεν περιορίζεται στο να μας συστήσει απλώς μια νέα λογοτεχνική φωνή. Αντιθέτως, μας προσκαλεί σε ένα βαθύτερο ταξίδι: να σταθούμε σε ένα κατώφλι αναμνήσεων, να ατενίσουμε τον χρόνο μέσα από το διάφανο πέπλο της απώλειας και της ωριμότητας, εκεί όπου η παιδική αθωότητα επανέρχεται, αγγίζοντας την ψυχή με την αισθαντικότητα της γραφής.
Με αφετηρία τις σαράντα ρόδινες και λευκές ορτανσίες μιας βεράντας σε ένα ορεινό χωριό της Κερύνειας, η συγγραφέας υφαίνει ένα ψηφιδωτό μνήμης και ταυτότητας. Αφηγείται θραύσματα παιδικών καλοκαιριών, εφηβικών σκιρτημάτων, οικογενειακών απωλειών και ιστορικών πληγών, συνθέτοντας την πολυδιάστατη ζωή της ηρωίδας της, Ελένης.
Στην τρυφερή αυτή νουβέλα, οι ορτανσίες υπερβαίνουν τον ρόλο ενός απλού λουλουδιού. Γίνονται πυρήνας μνήμης, ρίζα ύπαρξης, εύθραυστο σύμβολο μιας χαμένης αθωότητας, αλλά και της φθαρτότητας και της ανθεκτικότητας μαζί. Συνδέονται άρρηκτα με τη γιαγιά Ελενού, κεντρική μορφή του βιβλίου, η οποία τις φροντίζει με την αφοσίωση ιεροτελεστίας. Ο θάνατός της σηματοδοτεί το ανελέητο τέλος της ανεμελιάς και την είσοδο της οικογένειας –και κυρίως της Ελένης– στη σκληρή διάσταση του πένθους. Όταν η μητέρα, παρά τις επίμονες προσπάθειες, δεν καταφέρνει να τις διατηρήσει ζωντανές, οι ορτανσίες μαραίνονται σαν λόγια που δεν ειπώθηκαν ποτέ, σαν όνειρα που ξεθώριασαν. Από εκεί και πέρα, η παρουσία ή απουσία τους λειτουργεί ως ευαίσθητο βαρόμετρο ψυχικής κατάστασης και ορόσημο μιας βίαιης ενηλικίωσης, όχι μόνο για την Ελένη, αλλά για ολόκληρη την οικογένεια.
Ένα έργο βαθιά συγκινητικό, στοχαστικό και τεχνικά άρτιο.
Η νουβέλα έχει σπονδυλωτή δομή, υφασμένη σε επεισόδια που φέρουν ξεχωριστούς τίτλους: «Οι ορτανσίες», «Τα μαθήματα γαλλικών», «Η γη της επαγγελίας», «Το πουκάμισο το θαλασσί», «Η λάμπα», «Η πρεσβυτέρα», «Νέα με καλάς συστάσεις», «Το δείπνο». Κάθε ενότητα ανοίγει ένα διαφορετικό παράθυρο σε ένα παρελθόν που άλλοτε ακτινοβολεί γαλήνη και άλλοτε σκοτεινιάζει από τις σκιές της ενοχής, της ψυχικής νόσου ή και του πολέμου. Αυτά τα εννέα κεφάλαια λειτουργούν ως «κομμάτια ενός πολύπλοκου παζλ», συμβάλλοντας στη σταδιακή αποκάλυψη ενός κόσμου που πλέον ανήκει στη σφαίρα της μνήμης και της ανασύνθεσης. Με γλώσσα τρυφερή και ποιητική, η Πολυβίου αφηγείται την πορεία της Ελένης όχι γραμμικά, αλλά αντίστροφα, από την ενήλικη θλίψη προς την παιδική αθωότητα. Η Ελένη διασχίζει τον χρόνο σαν περιπατήτρια σε σκηνές που άλλοτε ανήκουν στην ακριβή ανάμνηση και άλλοτε στη φαντασία, με όρια που γίνονται θολά, σχεδόν ονειρικά. Οι ορτανσίες, το στολισμένο τραπέζι, τα κεράκια, οι τελετουργίες της 27ης Μαρτίου, η περιπλάνηση στην πόλη και το φύσημα της απώλειας συνθέτουν τον ευάλωτο ψυχισμό της ηρωίδας, η οποία φέρει μέσα της το άγρυπνο βάρος των οικογενειακών της αναμνήσεων.
Η Πολυβίου αξιοποιεί αριστοτεχνικά την παραμυθιακή υφή της μνήμης και την ισχυρή νοσταλγική δυναμική της λεπτομέρειας. Τα μαθήματα γαλλικών από τη θεία Αυγή, ο Νίκος με το θαλασσί πουκάμισο, μια λάμπα άθικτη στο κουτί της, η μαύρη γάτα, η Μυριάνθη με τις καλές συστάσεις, το μαύρο πέπλο, το ξεροπήγαδο – όλα αναδύονται σαν φευγαλέα φαντάσματα από το άλμπουμ της ζωής, ζωντανές και θραυσματικές αναφορές που οικοδομούν μια αφήγηση ταυτόχρονα βαθιά προσωπική και συλλογική. Η Κύπρος των δεκαετιών του ’60 και ’70 δεν είναι απλώς φόντο, αλλά παλλόμενο, πληγωμένο, μεταβαλλόμενο ψυχικό τοπίο, με τη βαριά σκιά του 1974 να πέφτει αμείλικτα πάνω στους χαρακτήρες και την εξαφάνιση του θείου Αντρίκου να παραμένει ανοιχτή πληγή, διαρκής ανάμνηση και αέναη αναζήτηση.
Η νουβέλα της Πολυβίου ξεδιπλώνεται σαν παλιό φωτογραφικό άλμπουμ, ξεφυλλισμένο με τρυφερή συγκίνηση. Στο επίκεντρό της το εμβληματικό λουλούδι, η ορτανσία, υπερβαίνει την αισθητική ή νοσταλγική του διάσταση: είναι το πλέγμα της μνήμης, της καταγωγής και της τρυφερότητας, η μήτρα του κόσμου της αφηγήτριας. Κάθε φορά που εμφανίζονται οι ορτανσίες, είναι σαν να αποκαθίσταται η εσωτερική της ισορροπία. Όταν μαραίνονται, κάτι βαθιά ραγίζει μέσα της. Πρόκειται για ένα ισχυρό μεταβατικό σύμβολο, που μεταφέρει την αφηγήτρια από την ασφάλεια του οικείου στην απώλεια και αντιστρόφως, από την απώλεια στην αναζήτηση του οικείου.
Η γραφή της Πολυβίου ξεχωρίζει για την ωριμότητα, την αισθαντικότητα και τον χαμηλόφωνο λυρισμό της. Εξιστορεί γεγονότα, μνήμες και πρόσωπα με μια μελαγχολική στοχαστικότητα που θυμίζει ψίθυρο εξομολόγησης, αποφεύγοντας κάθε μελοδραματισμό. Η αφήγηση συνυφαίνει την ιστορική και τη λογοτεχνική μνήμη σε ένα κείμενο που κυμαίνεται αριστοτεχνικά μεταξύ βιωματικότητας και φαντασίας. Η δομή της ακολουθεί την εσωτερική, μη γραμμική λογική της μνήμης: ασύνδετες φαινομενικά ιστορίες, κεφάλαια-ψηφίδες, που όμως συνδέονται υποδόρια μέσω του βλέμματος της αφηγήτριας και της ισχυρής συναισθηματικής τους φόρτισης. Αυτή η σπονδυλωτή τεχνική αποδίδει με ενάργεια τον τρόπο που λειτουργεί η ανάκληση των παιδικών χρόνων: όχι ευθύγραμμα, αλλά με αναδρομές, μικρές κορυφώσεις και ανεπαίσθητες, σιωπηρές συνδέσεις.
Η γλυκόπικρη ομορφιά της απώλειας διαποτίζει κάθε σελίδα του κειμένου. Η συγγραφέας δεν εξωραΐζει, ούτε εξιδανικεύει το παρελθόν. Αντιθέτως, κρατά τον αναγνώστη σε διαρκή επαφή με τη ρωγμή, με το τραύμα που αναπόφευκτα γεννά η ανάμνηση. Η ζωή μπορεί να κατακερματίζεται σε στιγμές, όμως το λουλούδι, η ορτανσία, κρατά ζωντανή την αόρατη κλωστή που αδιάκοπα συνδέει παρελθόν και παρόν. Ο νεκρόδειπνος στο τελευταίο της κεφάλαιο αποτελεί έναν φόρο τιμής στο παρελθόν, το οποίο, σύμφωνα με την προμετωπίδα του βιβλίου από τη Βιρτζίνια Γουλφ, «είναι όμορφο, γιατί ποτέ δεν αντιλαμβανόμαστε πλήρως ένα συναίσθημα τη στιγμή που το βιώνουμε. Αναπτύσσεται αργότερα, κι έτσι δεν έχουμε ολοκληρωμένα συναισθήματα για το παρόν, παρά μόνο για το παρελθόν».
Αν και η αφήγηση τοποθετείται σε ένα κυπριακό χωριό, η γραφή της Πολυβίου κατορθώνει να υπερβεί τα τοπικά όρια. Οι αναφορές στην πολιτική πραγματικότητα, στον απόηχο του πολέμου και, κυρίως, στη μετανάστευση προσδίδουν στο βιβλίο μια δυνατή γεύση οικουμενικότητας και διαχρονικότητας. Η νουβέλα της δεν είναι απλώς ένα χρονικό παιδικής ηλικίας. Είναι μια εις βάθος μελέτη πάνω στη μνήμη και τη ρίζα μας, στην αίσθηση του ανήκειν, στον τρόπο που μια ζωή κουβαλά αναλλοίωτη την παιδική της εικόνα ως το τέλος, σαν να είναι ένας άλλος εαυτός:
Όταν συλλογίζομαι τη ζωή μου εκείνη την εποχή, έχω την αίσθηση ότι έχω ζήσει τη ζωή ενός άλλου. Αλλά και η τωρινή μου ζωή δεν μου φαίνεται λιγότερο ξένη ή, μάλλον καλύτερα, λιγότερο ανοίκεια. Πολλές φορές μού συμβαίνει, καθώς κοιτάω κάποια λεπτομέρεια στο σπίτι μου, τα πρόσωπα των παιδιών μου και του άντρα μου, ή ακόμα και τον εαυτό μου στον καθρέφτη, να πλημμυρίζω με ένα αλλόκοτο αίσθημα απόλυτης «ανοικείωσης». Για μερικές στιγμές να μην αναγνωρίσω τίποτε απολύτως· σαν να μην είμαι εγώ, αλλά μια άλλη –η άλλη– που με κάποιον μυστηριώδη τρόπο έχει διεισδύσει στο σώμα μου και ζει τη ζωή μου.
Η Εύα Πολυβίου καταθέτει ένα έργο βαθιά συγκινητικό, στοχαστικό και τεχνικά άρτιο. Με λυρισμό, ματιά διεισδυτική και λεπτολόγα, και μια ατμόσφαιρα σχεδόν κινηματογραφική, αφηγείται με απλότητα και τρυφερότητα μια ιστορία ιχνηλασίας της εσωτερικής πατρίδας. Μας υπενθυμίζει με τον πιο ποιητικό τρόπο πως ο μικρός μας παράδεισος, η παιδική μας ηλικία, αντέχει όσο τον θυμόμαστε.
Οι ορτανσίες
Εύα Πολυβίου
Εκδόσεις Βακχικόν
80 σελ.
ISBN 978-618-231-105-9
Τιμή: 12,72€
Αγάθη Γεωργιάδου δρ Φιλολογίας, συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας
https://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/24622-eva-polyviou-oi-ortansies
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου