Πιο πολύ τις γυναικείες μορφές, το λαό και τη γυναίκα. (Σ. Ζαμπέλιος)
Μαλαματένια, το καταπίστευμα των γενεών. Έγραψα αυτό το βιβλίο χάριν της λογοτεχνίας και της ζωής. Η κλίση στη λογοτεχνία είναι μοιραίος καθορισμός. Αρχίζει με τον έρωτα της έκφρασης της ομορφιάς, προχωρεί στην ανάγκη περιγραφής του περιβάλλοντος και καταλήγει στη μίμηση των λογο-τεχνικών μορφών, αφού κι εμείς ένας λόγος είμαστε, δηλαδή σχέση, ανταπόκριση και αναλογία. Καθώς προχωρεί η προσωπική λογοτεχνική ζωή, αυτές οι ανάγκες συμμετέχουν εξίσου στην έκφραση, συνδυαζόμενες προς αποτελέσματα στα οποία ο λογοτέχνης είναι απ' την αρχή διαπεπλασμένος. Μέσα σ' αυτή την πορεία έγραψα τηΜαλαματένια μου.
Το κεντρικό πρόσωπο, η Ελένη, γεννημένη στη Μακρινίτσα, τόπο καταγωγής μου εκ πατρός, μου διηγήθηκε τα μεγάλα και τα στέρεα της ζωής της κι εγώ τα έγραψα όπως μπορούσα τις γενιές σαν τα βουνά τη μια μέσα στην άλλη να κοιτάζω, όπως είπε ο Ελύτης. Από τον προφορικό λόγο μέχρι τον γραπτό, η απόσταση είναι τεράστια. Ήταν σαν να μπήκα σ' ένα ρουμάνι και το έκανα περιβόλι. Άνοιξα τόπο για τα όμορφα, σπάρτα, ανεμώνες, λαδανιές και θήλιασα, δηλαδή, μπόλιασα τις αγριελιές. «Αυτοί ήταν θηλιασμένοι άνθρωποι, δυνατοί» μου είπε μια φορά ένας πατριώτης μου που είχε γνωρίσει τον κόσμο της Ελένης. Πάνω σ' αυτόν τον κόσμο κέντρωσα το γραφτό μου, στον πρώτο μου κόσμο στα μέρη τα πατρικά.
Από τις Κόρες, το πρώτο μου βιβλίο πεζογραφίας, κατά το ήμισυ αυτοαναφορικό με σκηνές από τον βίο των γυναικών, ένιωθα κοντά στο θηλυκό γένος, τις αδερφές μου, στα συναισθήματα και τις δυσκολίες τους. Επειδή έζησα για χρόνια με τη μουσική, τα ποιήματα και την τέχνη σαν να ήταν άνθρωποι, στις Κόρεςκυριαρχεί ο λυρικός τόνος, αφού η ποίηση θα μας βοηθήσει μέσα στην ταραχή των παθών, όπως είπε ο Σεφέρης. Αλλά με τον καιρό, κουρασμένη από την προσωπική έκφραση, θέλησα να αποκαθαρθώ, καθαρθώμεν τας αισθήσεις και οψόμεθα κατά τον αναστάσιμο κανόνα, να παραδοθώ στον κοινό λόγο και να μη ζω μόνο με τα δικά μου μυαλά.
Πατρικά μέρη και γλώσσα πατρική, πώς μπορείς να κάνεις να μιλήσει ο τόπος; Αγροτικό, αστικό και περιαστικό περιβάλλον είναι ο χώρος όπου ζουν τα πρόσωπα, έξι γενιές συνολικά γύρω στο δέντρο της Ελένης. Ο χρόνος είναι ευθύγραμμος, από τον δέκατο ένατο αιώνα μέχρι σήμερα. Οι άνθρωποι, αγγεία της λογικής ψυχής, ακολουθούν το αναπόδραστο, επίλεκτοι στη μνήμη ένας ένας. Η γλώσσα είναι λέξεις καθημερινές και η άσκηση με τις τελείες και τα κόμματα μου έμαθε πολλά για τους λογοτεχνικούς τρόπους.
Καθώς βλέπω τώρα το τυπωμένο βιβλίο, βρίσκω νέες αφετηρίες νοήματος.
Μέσα σε διαδικασία κατάφασης, προσωπικής παραμυθίας, παραίνεσης και ασυνείδητης ερμηνείας-ορμήνειας, θέλησα να μιλήσει μόνος του αυτός ο άλλος κόσμος και η γλώσσα. Για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ήταν ο κόσμος της ανάγκης, και ο αγώνας για τη βιοτή ήταν μέρος του φυσικού δικαίου, με τη γυναίκα ως τροφό της ζωής και παράδειγμα προσφοράς και ανιδιοτέλειας. Η απόσταση από τότε μέχρι τη νεοευδαιμονία της σήμερον είναι τεράστια. Ο κάθε λόγος και η κάθε πράξη εκεί είχαν καταστατικό, απόλυτο κύρος. Αυτό το κύρος και τη σημασία εζήλωσα και, με τις επιμέρους ενότητες και τη διάταξη της ύλης κεντρωμένες στον άξονα του χρόνου, προσπάθησα να υπηρετήσω τη ζωντανή φωνή.
Μάγδα Τσιρογιάννη