«Δεν είναι στιγμιότυπο της ζωής η ζωγραφισμένη εικόνα,
δεν παριστά ακριβώς τα ορατά πράγματα η ζωγραφική,
όσο ακριβής κι αν δείχνει. Θέλει να κάνει τα πράγματα ορατά
με άλλο τρόπο. Τα παριστά εν ετέρα μορφή.
Είναι εικόνα του σύμπαντος χρόνου, προσβλέπει στην αιωνιότητα».
(Χρήστος Μποκόρος, Λεύκωμα, σελ.46)
Γράφει χαρακτηριστικά ο καλλιτέχνης ανάμεσα στα πολύ σημαντικά ερμηνευτικά σχόλια που ενσωματώνει στο εντυπωσιακό λεύκωμα, το οποίο κυκλοφορεί παράλληλα με τις εκθέσεις των έργων του που ευφυώς αποκαλεί: «Τα στοιχειώδη». Και με αυτόν τον τρόπο «ξεκλειδώνει» ο ίδιος ο ζωγράφος τη θύρα του παραδείσου του και δείχνει στον επισκέπτη την οδό που μπορεί να ακολουθήσει για να μπει στο πνεύμα και να κατανοήσει τον πρωταρχικό τρόπο έκφρασής του με τα χρώματα πάνω στο ξύλο, στο υλικό που αποτελεί τη βάση της παρούσης ζωγραφικής ενότητας.
Μια οριζοντιωμένη μνήμη, αποτυπωμένη σε παλιωμένα και ταλαιπωρημένα ξύλα, παλίμψηστα, που πάνω τους έχει συσσωρευτεί ο χρόνος, ο αγώνας και η αγωνία, ο πόνος και ο μόχθος, η προσπάθεια του ανθρώπου να νικήσει τη φύση, να γεφυρώσει το χάσμα των γενεών, να ενώσει τα κομμάτια του δρόμου για να φέρει κοντά τον έναν άνθρωπο στον άλλο, να μας θυμίσει τον χαμένο παράδεισο της ψυχής μας, την απολεσθείσα αθωότητα.
Ανθρώπινες φιγούρες, απλοί, συνηθισμένοι, καθημερινοί ήρωες, χρηστικά σκεύη μιας άλλης εποχής, άνθη και καρποί, απλά, καθημερινά, «στοιχειώδη» πράγματα, παίρνουν υπόσταση και συνυπάρχουν αρμονικά στην καλλιτεχνική τους διάσταση ενάντια στη διαμελισμένη συνείδηση του σύγχρονου κόσμου. Θυμίζουν τη σχέση αμοιβαιότητας υποκειμένου και αντικειμενικού κόσμου. Ενώνουν το κάποτε, το «μια φορά κι έναν καιρό», με το τώρα, με το αύριο, με το αεί, με την όποια αιωνιότητα ανήκει στον καθένα. Θυμίζουν στον σημερινό άπληστο άνθρωπο που δεν μπορεί να σηκώσει την οικονομική κρίση ότι, μερικές δεκαετίες πριν, ελάχιστα πράγματα, τα βασικά: το ψωμί, η ελιά, το λάδι, λίγα σκεύη, ήταν αρκετά να συντηρήσουν οικογένειες, να καλύψουν τις καθημερινές ανάγκες της.
Ώσπου να βρει ο ίδιος ο καλλιτέχνης τον δρόμο επιστροφής στον χαμένο παράδεισο της ψυχής του, της ψυχής του κόσμου, χρειάστηκε να βουτήξει στον ωκεανό της γνώσης, να κάνει πρώτα μια μακριά πορεία στον χρόνο, στον τόπο και στα έργα καταξιωμένων ζωγράφων και αγιογράφων, να μυηθεί στα άδυτα της πίστης και της αμφιβολίας, να αποκτήσει πείρα για να ανακαλύψει την αφανή αρμονία, την ποίηση που υπάρχει στα απλά, καθημερινά πράγματα και να δημιουργήσει μια νέα γενιά θαυμάτων, κυνηγώντας το φως που γνέφει μέσ' από το σκοτάδι.
Ύστερα από τη μακρά πορεία στον χώρο της τέχνης των γραμμών και των χρωμάτων και την αναστροφή με δασκάλους και ομοτέχνους του, ο διακεκριμένος Αγρινιώτης ζωγράφος Χρήστος Μποκόρος αφήνει πίσω του έναν καλλιτεχνικό κόσμο λαμπερό, του οποίου υπήρξε και ο ίδιος μέρος, κι επιστρέφει νοσταλγός στα πάτρια, στον τόπο όπου γεννήθηκε, στον καιρό της αθωότητας. Γυρίζει στην «παιδική ηλικία του Μάγου», στο γεμάτο δυσκολίες αλλά και απλή ομορφιά, μυστήρια, ποίηση και μαγεία παρελθόν, το δικό του και των άλλων. Αναθυμάται και ζωγραφίζει αδρά στιγμές του βίου καθημερινών ανθρώπων και «Τα στοιχειώδη» μέσα που είχαν στη διάθεσή τους τον καιρό εκείνο και με αυτά επιβίωσαν.
Ψάχνει με επιμονή, αναμοχλεύει τον παρωχημένο, τον λησμονημένο κόσμο όπου τον συναντά, παίρνει από αυτόν το πολύτιμο υλικό, το παλιωμένο ξύλο, συμβιώνει με τον κατακερματισμένο κόσμο της σιωπής και τον αναπαριστά απλωμένο, ωστόσο, ησυχασμένο, αμέριμνο, με χρώματα και σχήματα και με γραμμές πάνω στα ίδια τα ερείπια, πάνω στα αχρηστεμένα ξύλα, σαν όλα να έχουν τελειώσει και τελειωθεί μέσα στο έργο του, όπως είναι τελειωμένα στη συλλογική μνήμη, μέρος της οποίας είναι και η δική του επιλεκτική μνήμη.
Σε τούτη την ενότητα, περίοπτη θέση κατέχει η μάνα του ζωγράφου με το πρόσωπό της αγέραστο, όπως την έχει φυλαγμένη στη μνήμη του, αλλά και η τσιγγάνα του δρόμου ξαπλωμένη στο παγκάκι, ο συνεργάτης του και ο εαυτός του, όλοι ξαπλωμένοι πάνω σε προσφιλή του ταλαιπωρημένα ξύλα απολαμβάνουν την ανάπαυσή τους σε σχέση αμοιβαίας αγάπης με το ξύλο. Και σφριγηλά σώματα νέων ζευγαριών, όμως, πάνω σε λευκά σεντόνια, δωρισμένα του Έρωτα και του Θανάτου, σε άλλη διάσταση, σε άλλον τόπο και χρόνο: «Η ζωή εν τάφω» συνεχίζει την πορεία στον επέκεινα χρόνο, στην αιωνιότητα, με τα απολύτως απαραίτητα υπάρχοντά της: τα λευκά σεντόνια.
Όρθια είναι τα λουλούδια που πλαισιώνουν το σκηνικό και συμπληρώνουν το τελετουργικό του μυστηρίου της ζωής και του θανάτου. Κι από πάνω ο μπλάβος ουρανός σπαρμένος άστρα, κρατάει πεισματικά άλυτο το μυστήριο των μυστηρίων με ψηφίδες φωτός διανθισμένο.
Όρθιο ζωγραφίζει και το νερό, το ζωντανό νερό, στοιχείο της ζωής πρωταρχικό, καταρράκτη που κατεβαίνει με ορμή χαράσσοντας πορεία «επί ξύλου κρεμάμενου», κυριολεκτικά.
Για να νιώσεις τι είναι αυτό που κινεί το χέρι του ζωγράφου Χρήστου Μποκόρου όταν ανακατώνει τα χρώματα και πιάνει τον χρωστήρα ή χρησιμοποιεί τα δάκτυλά του και δημιουργεί, πρέπει να αφουγκραστείς τους ψιθύρους που του υπαγορεύουν τα μυστικά της φύσης και της ζωής, να δεις το φως που ξεμυτάει από τις χαραματιές των ξύλων, να τρυπώσεις στον χώρο των θαυμασίων του για να συλλάβεις το νόημα που συμπυκνώνει επιγραμματικά στη φράση: «Χαζεύοντας τόσον καιρό το φως, βρίσκομαι γονατιστός ακόμη στο σκοτάδι».
Αισθάνεσαι δέος, νιώθεις την ανάγκη να υποκλιθείς ευλαβικά, σιωπηλά, ταπεινά μπροστά στον θαυμαστό κόσμο του εκλεκτού καλλιτέχνη, του ποιητή ζωγράφου, όπως επιβάλλει το μεγαλείο της τέχνης και η γενναία στάση του.
Με αφορμή την έκθεση ζωγραφικής με «Τα στοιχειώδη» στη Δημοτική Πινακοθήκη Αγρινίου, τα εγκαίνια της οποίας έγιναν τη 19η Ιανουαρίου 2015 και θα διαρκέσει έως την 29η Μαρτίου 2015, και το Λεύκωμα, ο διακεκριμένος ζωγράφος ευχαρίστως έδωσε πολύ περιεκτικές απαντήσεις σε σχετικά ερωτήματα:
Έχω στα χέρια μου το Λεύκωμα με «Τα στοιχειώδη». Ποια ανάγκη σάς κάνει να ερμηνεύετε τα έργα σας;
Καταρχήν η ανάγκη των θεατών να προσλάβουν νοητικά κάτι περισσότερο από την οπτική τους αντίληψη. Τους τελευταίους αιώνες, η τέχνη σώζοντας το δικαίωμα του καλλιτέχνη στην αυτοέκφραση απώλεσε το προνόμιο της άμεσης επικοινωνίας. Χάσαμε κατά κάποιον τρόπο το «κοινό» και προσπαθούμε να το αναπληρώσουμε με επεξηγήσεις. Ακούγοντας τον ίδιο τον καλλιτέχνη προσδοκούμε μια αυθεντικότερη προσέγγιση από κείνη των ειδικευμένων μεσολαβητών. Άλλωστε, η βαθύτερη επιθυμία μας είναι να κοινωνήσουμε με ανθρώπους μάλλον παρά με εικόνες και ιδέες. Τα έργα πάντως κρατούν έτσι κι αλλιώς το «μυστικό» τους.
Αναρωτιέμαι: μήπως με τον τρόπο αυτό θέλετε να μετέχετε στη διαδικασία της «μετάληψης», της «θείας κοινωνίας», της μετακένωσης των θείων μυστηρίων της τέχνης σας;
Δεν το βλέπω έτσι. Η μέθεξη, η θεότητα και το μυστήριο θα παραμένουν πάντα βιώματα ανεπικοινώνητα. Αλλιώς θα χάναν το νόημά τους.
Μήπως αισθάνεστε πως κάτι λείπει ακόμα, κάτι που δεν άρκεσαν τα χρώματα και συνεχίζετε την «ομιλία» σας με τον λόγο;
Θα προτιμούσα, πράγματι, τα έργα να μιλούν από μόνα τους για τον εαυτό τους και για μένα και για τα ζητούμενα που επιδιώκουν ή προσδοκούν. Δυστυχώς όμως δεν γίνεται έτσι, παρά μόνον σε σπάνιες περιπτώσεις, σε ευτυχείς συγκυρίες οπότε περιττεύουν τα λόγια.
Το σκοτάδι με κυνηγάει και σ’ αυτό αντιστέκομαι εφευρίσκοντας φως. Ένα φωτεινό παραπέτασμα στο χάος είναι η ζωγραφική μου, ένα κλαδάκι στο κενό να κρατηθώ. Μ’ αυτή την έννοια η ποίηση, η ομορφιά σώζει τον κόσμο.
Τα κείμενα που συνοδεύουν το φωτογραφικό λεύκωμα με «Τα στοιχειώδη» είναι ποιήματα. Αν δεν ήσασταν ζωγράφος, θα μπορούσε να ήσαστε ποιητής;
Μα και η ζωγραφική ποίηση είναι, από ένα σημείο τουλάχιστον και μετά. Όπως κι η ζωή μας άλλωστε.
Το φως και το σκοτάδι στους συγκεκριμένους πίνακες... Μοιάζει να κυνηγάτε το φως. Από παλιά φαίνεται πως το φως σάς κλείνει το μάτι. Ακόμα κι από τις χαραμάδες, φως φυτρώνει συχνά στα έργα σας. Σας κυνηγάει ή το κυνηγάτε;
Το σκοτάδι με κυνηγάει και σ' αυτό αντιστέκομαι εφευρίσκοντας φως. Ένα φωτεινό παραπέτασμα στο χάος είναι η ζωγραφική μου, ένα κλαδάκι στο κενό να κρατηθώ. Μ' αυτή την έννοια η ποίηση, η ομορφιά σώζει τον κόσμο. Είναι η αντίστασή μας στον μηδενισμό, στο σκοτεινό κενό του τίποτε. Ακόμη κι αν φτιάχνουμε το άφτιαγο όταν φτιάχνουμε κάτι, αυτό το «ιόν εκ του μη όντος εις το ον» είναι το σωτήριο... ποίημα.
Η σχέση σας με το ξύλο: με την παλαιότητα του ξύλου, του φθαρμένου, του ταλαιπωρημένου, του «παλίμψηστου». Μήπως θέλετε να του δώσετε την ευκαιρία να λειτουργήσει, να «ζήσει» κατά κάποιον τρόπο σε μια άλλη διάσταση;
Αλήθεια είναι κι αυτό, αλλά κυρίως με αφορά η κοινότητα της χρήσης. Το ότι πριν από μένα άλλοι άνθρωποι, για άλλους λόγους, σε άλλες στιγμές, το είχαν ήδη χρησιμοποιήσει κι είχαν αφήσει τα ίχνη της δικής τους χρήσης πάνω του. Το κοινό αναζητώ και σ' αυτό απευθύνομαι.
Το ξύλο, κυρίως, είναι το υλικό πάνω στο οποίο δημιουργείτε τον εικαστικό σας κόσμο. Μήπως σας εμπνέει ή σας προκαλεί να αποκαλύψετε με την τέχνη σας τον βιωμένο χρόνο, τον αποθησαυρισμένο πόνο, μόχθο, το φορτίο που αποτύπωσε πάνω του ο καιρός;
Το ξύλο έχει το χάρισμα να συγκρατεί πάνω του τον καιρό και τα ίχνη της χρήσης του. Με γοητεύει αυτή η σκόνη του χρόνου και τα σημάδια της φθοράς. Δίπλα τους, πάνω τους συμπαραθέτω και το αποτέλεσμα της δικής μου δεξιότητας, προσδοκώντας να αποδώσω μια παράταση, μια συνέχεια, αντιστεκόμενος κατά κάποιον τρόπο στη ζωή που μας δαπανά, παραμένοντας η ίδια αδαπάνητη. Η αλήθεια και η αιωνιότητα είναι το ζητούμενο της τέχνης. Αυτά προσδοκά κι ο άνθρωπος, να μη χαθεί στη λήθη, να μην αποθάνει...
Μέσα από τα κείμενα αναδύεστε «ασκητικός». Πόσο σας έχει επηρεάσει η αγιογραφία, ο Τσαρούχης;
Πολύ! Τα κείμενα και η ζωγραφική του Τσαρούχη με βοήθησαν να καταλάβω το νήμα που συνέχει την τέχνη του ανθρώπου να προσεγγίζει το ύψος, να αποδίδει αναξία χειρί αχειροποίητο πνεύμα, θανάτω θάνατον πατών να καταδεικνύει την αιωνιότητα παριστώντας τη θνητή της ομορφιά, την ακατάβλητη ωραιότητα του εφήμερου σώματός της.
Σας άκουσα να λέτε κατηγορηματικά ανοιχτά σε κοινό: Η ζωγραφική δεν διδάσκεται. Ή το έχεις ή δεν το έχεις... Σαφώς το πρωταρχικό στην τέχνη είναι η «δωρεά», η έμπνευση. Αλλά δεν προσφέρει τίποτα η γνώση ορισμένων μέτρων, κανόνων, όσον αφορά τη χρήση των μέσων, η τεχνική;
Το χάρισμα δεν διδάσκεται. Είναι δωρεά όπως κι η ίδια η ζωή, αλλά δεν θα είχε νόημα αν δεν ασκείται συνεχώς, αν δεν σκοντάφτει στο αυτεξούσιο και την αυτογνωσία, αν δεν παιδεύεται, αν δεν δοκιμάζεται στα όριά του, αν δεν αρνείται τη δεδομένη του αξία για να την υπερβεί, αν δεν προσπαθεί να κατανοήσει το ακατανόητο της δωρεάς και το εξαιρετικό του χρέους. «...μάταια το πνεύμα το έκλυτο απαιτεί στο ύψος της τελείωσης να ανέβει, όποιος ποθεί το μέγα ας πειθαρχεί, τα όρια κάνουν πρώτα τον τεχνίτη και μόνο ο νόμος μάς ελευθερώνει...»
Τιμή μεγάλη και χαρά η κοινωνία με έναν τόσο σπουδαίο δημιουργό και το έργο του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου