Πέμπτη 2 Ιουλίου 2015

«Μάνος Χατζιδάκις και Νίκος Κούνδουρος, μια μεγάλη φιλία» του Φίλιππου Φιλίππου

«Μάνος Χατζιδάκις και Νίκος Κούνδουρος, μια μεγάλη φιλία» του Φίλιππου ΦιλίππουΣτην κηδεία του Μάνου Χατζιδάκι, που έγινε στις 16 Ιουνίου 1994 στο νεκροταφείο της Παιανίας, παραβρέθηκαν, μεταξύ άλλων, και μερικοί φίλοι του από την περίοδο της Κατοχής και της Απελευθέρωσης: ο Νίκος Κούνδουρος, ο Μάριος Πλωρίτης, ο Νίκος Μαμαγκάκης, η Άννα Συνοδινού. Αυτός κι ο Κούνδουρος, ο πιο αγαπημένος ανάμεσα στους αγαπημένους του, γνωρίστηκαν το 1944. Είκοσι μέρες προτού πεθάνει, τον κάλεσε για δείπνο μαζί με τον Νίκο Μαμαγκάκη. Ήταν αδύνατος και καταβεβλημένος. Οι τρεις τους μίλησαν για μουσική και για τέχνη, αλλά ίσως αναφέρθηκαν και στον θάνατο, την κοινή μοίρα των ανθρώπων.
O Νίκος Κούνδουρος έχει αναφερθεί συχνά στον Μάνο Χατζιδάκι· τα λόγια του έχουν αποτυπωθεί σε βιβλία και σε εφημερίδες. Η φιλία τους ήταν γερή κι ακλόνητη. «Θυμάμαι τη ζωή μου με τον Μάνο Χατζιδάκι και γεμίζει μουσικές το μυαλό μου», γράφει σε με «επιστολή» του, δημοσιευμένη στο βιβλίο Ανοιχτές επιστολές στον Μάνο Χατζιδάκι. Και συνεχίζει: «Αχόρταγος ο ίδιος, ακτινοβολούσε εκείνη τη λαιμαργία για τη ζωή που ήτανε κολλητική και για τους άλλους, τους πιο συμμαζεμένους. Άνοιγε δρόμο σε χώρους απάτητους, κι όπως όλα ήταν καινούργια τότε, εμείς χαζεύαμε μαζί του, κι αυτός μας έσερνε να μας δείξει το κουτούκι όπου κάποιος Μάρκος έπαιζε μπουζούκι ή το πιο μικρό σκοτεινό θεατράκι της πλατείας Καρύτση, όπου ο “Κάρολος” θ’ ανέβαζε κάποιον Ο’ Νηλ, κάποιον Τένεσση Ουίλλιαμς, κάποιον Λόρκα. Πρωτοπήγαμε και στην Επίδαυρο μαζί του, και στους Δελφούς. Ανακαλύψαμε και τον Αριστοφάνη και τον Καραγκιόζη. Κάθε μέρα ήταν πανηγύρι, καθώς μοιάζανε ατέλειωτα τα θαύματα του κόσμου που φτάνανε σιγά σιγά ως τη ματωμένη από τον Εμφύλιο πατρίδα, τη βουβαμένη απ’ την τρομάρα που οι νικητές σκορπάγανε γύρω τους. Κι εμείς ακούγαμε μουσικές και διαβάσματα και κουβέντες ατέλειωτες στην τρομοκρατία του χωροφύλακα και του λογοκριτή, και στήναμε με πείσμα και με πονηριές το δικό μας καινούργιο κόσμο κάτω από το αιμοβόρο βλέμμα του Κράτους. Λέω “εμείς”, γιατί τότε ο Χατζιδάκις ήταν ΕΑΜίτης».
Ο Χατζιδάκις ήταν Έλληνας, ένιωθε Έλληνας, όπου κι αν πήγαινε κουβαλούσε μέσα του την Ελλάδα. Έφευγε και πάντα ξαναγύριζε. Όταν ετοιμαζόταν να πάει στην Αμερική, το 1966, αντιμετώπισε την καχυποψία των φίλων του. Σε αντίθεση με τον Κούνδουρο που εχθρευόταν τη συγκεκριμένη χώρα, ο Χατζιδάκις δεν είχε καμιά τύψη, πίστευε πως πήγαινε σε μια χώρα όπου η δημοκρατία είχε βαθιές ρίζες. Ο Κούνδουρος ήταν σίγουρος πως η Αμερική θα τον κρατούσε για πάντα. «Κάποτε, Μάνο, θα μετανιώσεις πικρά όχι γιατί η Ελλάδα δεν είναι πια δική σου, αλλά γιατί εσύ δε θα ’σαι πια Έλληνας».
Την άνοιξη του 1948, ο Χατζιδάκις έγραψε τη μουσική για το Ματωμένο γάμο του Λόρκα που είχε ανεβάσει ο Κάρολος Κουν στο Θέατρο Τέχνης (τότε στεγαζόταν στο θέατρο «Αλίκη», στην πλατεία Καρύτση). Η Έλλη Λαμπέτη έπαιζε τη μοιραία νύφη κι η παράσταση ενθουσίασε το κοινό και τους κριτικούς. Στην κριτική του που δημοσιεύτηκε στη Βραδυνή, ο Μ.Καραγάτσης εξαίρει τους συντελεστές και κάνει ειδική μνεία στη σκηνική μουσική του Χατζιδάκι. «Ο νεαρός αυτός συνθέτης έχει τάλαντο, πηγαίο και αγνό, που αργά ή γρήγορα δεν μπορεί παρά να επιβληθεί στην κοινή συνείδηση».
Εκείνη τη χρονιά, είχε ολοκληρώσει τη Μικρή λευκή αχιβάδα. Ο Κούνδουρος θυμάται πως το καλοκαίρι είχε πάει για μπάνιο στη θάλασσα και στον γυρισμό πέρασε από το Θέατρο Τέχνης. Ο Μάνος ήταν στριμωγμένος σ’ έναν στενό διάδρομο με το πιάνο του. Είδε τον φίλο του και του χαμογέλασε· εκείνος έβγαλε από την τσέπη του ένα μικρό όστρακο που μύριζε θάλασσα και το απόθεσε πάνω στο πιάνο. Πού να φανταστεί πως η μικρή άσπρη αχιβάδα θα αποκτούσε δόξα, «ευλογημένη από τις μουσικές του Μάνου και την αγάπη του».
Στο βιβλίο με τις αναμνήσεις του, Ονειρεύτηκα πως πέθανα, όπου μιλάει συχνά για τον θάνατο και τους πεθαμένους φίλους του, ο Κούνδουρος θυμάται πάλι: «Ο Μάνος. Η μάνα μου κι η μάνα του. Οι δυο γυναίκες ντυμένες στα μαύρα στη βεράντα του σπιτιού μας, μπροστά το καλάθι με τα συμμαζέματα της μέρας και παραδίπλα το φλιτζάνι του καφέ». Και συνεχίζει: «Σμίξαμε πολύ νέοι, θα ’μαστε δε θα ’μαστε δεκαεννιά χρονών κι ας έμοιαζε αυτός πάντα μεγάλος. Ποτέ δεν ήταν παιδί, ποτέ δεν ήταν έφηβος, ποτέ ο χρόνος δεν όριζε τίποτα επάνω του και μόνο αυτός όριζε τους χρόνους κατά τα κέφια του και κατά τους δαιμονικούς οίστρους που τον κάνανε να ’ναι μεγάλος, όταν όλοι γύρω του ήταν ή γέροι ή μικροί».
Κι ακόμα: «Ήταν αγωνιστής, ήταν ηρωικός, μα τίποτα δεν έμοιαζε πάνω του ηρωικό. Παχουλός, κουτσοδόντης, νωθρός, ξενύχτης, φλύαρος, ήταν όλα αυτά τα καθημερινά... Ήτανε ένα θηρίο που ο προπάππος του έζησε εκατομμύρια χρόνια πριν. Τέρας ο ίδιος ήταν, ο τελευταίος επίγονος κάποιων τεράτων. Κυκλοφορούσε ανάμεσά μας γράφοντας μουσικές, δε δάγκωνε, δεν πάταγε κανέναν με τα τεράστια πέλματά του, δεν ούρλιαζε για να τρομάξουμε».
«Μάνος Χατζιδάκις και Νίκος Κούνδουρος, μια μεγάλη φιλία» του Φίλιππου Φιλίππου
Ας δούμε πώς αναπροσδιορίζεται ο Χατζιδάκις στο σημείωμά του στον δίσκο Ρωμαϊκή Αγορά: «Ο φίλος μου ο Νίκος Κούνδουρος σπούδαζε γλυπτική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και ανακαλύπταμε μαζί τον Radiguet, τον Lorca, τον Μακρυγιάννη, τα χαμόσπιτα πίσω από του Fix, τα κορίτσια με τις σκιστές φούστες, τον Hanns Eisler, τον Panait Istrati, τον Menotti, τον Prokofiev και τον Χαράλαμπο του Βυζαντίου. Μα όλ’ αυτά ήταν ύποπτα εκείνο τον καιρό κι όποιο πρόσωπο δεν έμοιαζε με χαφιέ, με χαρτοκλέφτη και με μπράβο, το επίσημο κράτος τον κατεδίωκε και προσπαθούσε να τον εκμηδενίσει. Έτσι ο Νίκος Κούνδουρος βρέθηκε στη Μακρόνησο, σ’ αυτόν τον “Παρθενώνα” του εικοστού αιώνα».
Γνωρίζουμε πως ο χαρακτήρας του Χατζιδάκι διαμορφώθηκε στη διάρκεια των παιδικών του χρόνων από την παρουσία της μητέρας και την απουσία του πατέρα. Η μητέρα Αλίκη (Βασιλική), καλοαναθρεμμένη, με αριστοκρατική συμπεριφορά, αισιόδοξη και έτρεφε φιλοδοξίες για τον γιο της. Η Αλίκη δεν είχε πολλά πάρε-δώσε με τις γειτόνισσες. Κρατούσε στάση μεγαλοαστής κι αντάλλασσε επισκέψεις με μια συνομήλική της, τη μητέρα του Νίκου Κούνδουρου.
Εκείνη την εποχή των οραμάτων, ο Χατζιδάκις, θεωρώντας τον Κούνδουρο δικό του άνθρωπο, προσφιλή και έμπιστο, του εκμυστηρεύτηκε με συστολή:
«Ξέρεις, θέλω να βάλω μουσική σε κάτι στίχους του Καβάφη και ντρέπομαι να το κάνω».
«Τι στίχοι είναι αυτοί;»
«Άκου:
»Πολίτου εντίμου υιός – προ πάντων ευειδής
έφηβος του θεάτρου, ποικίλως αρεστός,
ενίοτε συνθέτω εν γλώσση ελληνική
λίαν ευτόλμους στίχους, που τους κυκλοφορώ
πολύ κρυφά εννοείται –θεοί! να μην τους δουν
οι τα φαιά φορούντες, περί ηθικής λαλούντες–
στίχους της ηδονής της εκλεκτής, που πηαίνει
προς άγονην αγάπη κι αποδοκιμασμένη.»
«Τι θα πει άγονη αγάπη, Χατζιδάκι; Και γιατί αποδοκιμασμένη;» ρώτησε ο Κούνδουρος.
Εκείνος του μίλησε για την ερωτική κλίση του, του εξήγησε τι συνέβαινε μέσα του κι ο άλλος κατάλαβε, συμμερίστηκε τους φόβους του.
Περίπου είκοσι χρόνια αργότερα από αυτόν τον διάλογο, ο Χατζιδάκις τόλμησε να μιλήσει δημοσίως για την «αποδοκιμασμένη αγάπη» που τον είχε στοιχειώσει.
Ο Χατζιδάκις ήταν Έλληνας, ένιωθε Έλληνας, όπου κι αν πήγαινε κουβαλούσε μέσα του την Ελλάδα. Έφευγε και πάντα ξαναγύριζε. Όταν ετοιμαζόταν να πάει στην Αμερική, το 1966, αντιμετώπισε την καχυποψία των φίλων του. Σε αντίθεση με τον Κούνδουρο που εχθρευόταν τη συγκεκριμένη χώρα, ο Χατζιδάκις δεν είχε καμιά τύψη, πίστευε πως πήγαινε σε μια χώρα όπου η δημοκρατία είχε βαθιές ρίζες. Ο Κούνδουρος ήταν σίγουρος πως η Αμερική θα τον κρατούσε για πάντα. «Κάποτε, Μάνο, θα μετανιώσεις πικρά όχι γιατί η Ελλάδα δεν είναι πια δική σου, αλλά γιατί εσύ δε θα ’σαι πια Έλληνας».
Κι όμως, ο Χατζιδάκις επέστρεψε και μάλιστα σε μια δύσκολη περίοδο, τότε που κυβερνούσε η χούντα των συνταγματαρχών. Δεν γινόταν αλλιώς. Επέστρεψε για να δρέψει καινούργιες δάφνες, μα και να υποστεί καινούργια μαρτύρια, από φίλους και εχθρούς. Συχνά θυμόταν τα λόγια του Σεφέρη: «Όπου κι αν ταξιδέψω, η Ελλάδα με πληγώνει». Ο ίδιος είχε βιώσει τον πόνο της πληγής μέσα στην Ελλάδα κι όχι μακριά από αυτήν. Κι ίσως γι’ αυτό δεν ήθελε μουσικές και ταρατατζούμ, κάμερες και τηλεοπτικά συνεργεία στην κηδεία του, ίσως γι’ αυτό δεν ήθελε να δημοσιοποιηθεί ο τόπος της ταφής του.
diastixo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΙ ΠΑΜΕ ΠΡΙΜΑ… της Μαρίνας Σωτηροπούλου

  ΚΑΙ ΠΑΜΕ ΠΡΙΜΑ… της Μαρίνας Σωτηροπούλου / Νέο έργο Μια επίκαιρη κωμωδία για την παρακμή της πολιτικής αλλά και της κοινωνίας ΠΡΕΜΙΕΡΑ Σάβ...