Ο Παύλος Ηλ. Αγιαννίδης είναι δημοσιογράφος. Έχει συνεργαστεί με πολλές εφημερίδες και περιοδικά, με ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές παραγωγές, ελληνικές και ξένες, καθώς και με πανεπιστημιακά ιδρύματα και καλλιτεχνικούς οργανισμούς. Κατά καιρούς έχει αναλάβει την επιμέλεια μουσικών παραστάσεων και την καλλιτεχνική επιμέλεια μουσικών προγραμμάτων. Από το 1991 εργάζεται στο πολιτιστικό τμήμα της εφημερίδας Τα Νέα, ενώ από το 1995 είναι υπεύθυνος των πολιτιστικών ένθετων «Πανόραμα» και «Ορίζοντες». Έχει συμμετάσχει στη συγκρότηση του Τομέα Βόρειας Ελλάδας της Ένωσης Ευρωπαίων Δημοσιογράφων.
Ποια ήταν η αφορμή για να εκδοθεί το βιβλίο Με μουσικές εξαίσιες, με φωνές;
Η ίδια η Μουσική. Οι ίδιοι οι Άνθρωποι. Όσα μπορεί να αλλάξει η Μουσική. Και η Τέχνη γενικότερα. Όσα μέσα από τις ιστορίες –που καταγράφτηκαν δημοσιογραφικά, ύστερα από έρευνα, στις σελίδες της εφημερίδας Τα Νέα, στα 34-35 χρόνια της θητείας μου–, μέσα από τις θέσεις και απόψεις, τις στάσεις ζωής ανθρώπων της Τέχνης, έχουν υπογείως επιτύχει να αλλάξουν ή να φωτίσουν τη ζωή μου. Ίσως και τη ζωή μας, γενικότερα. Όσα πίσω και πέρα από αυτό που ζούμε μπορούν να γίνουν ή γίνονται –όπως και το όνομά σας– ελπιδοφόρα.
Δυστυχώς, φτάσαμε και στην εποχή που ακόμη και ένα έξυπνο τραγούδι δεν είναι πολιτική πράξη. Ίσως επειδή δεν τη θέλουμε την πολιτική πράξη.
Στον πρόλογο του βιβλίου, ο Μάνος Ελευθερίου γράφει ότι δεν είναι εύκολο πράγμα οι συνεντεύξεις. Εσάς ποια είναι η γνώμη σας;
Η συνέντευξη είναι βαρύγδουπη λέξη. Η κουβέντα και η ακρόαση των θέσεων του συνομιλητή, φυσικά ή νοητά, είναι κατά τη γνώμη μου το ζητούμενο. Αν ακούς, μαθαίνεις. Και όταν μαθαίνεις, μπορείς να γευθείς, έστω, λίγο αυτό που και ο φιλέλληνας ποιητής Ρούπερτ Μπρουκ έγραφε (θα το βρείτε στην προμετωπίδα του εν λόγω βιβλίου, όπως και των άλλων δύο που φέρουν την υπογραφή μου): «Δώθε απ’ τον παράδεισο, λίγη παρηγοριά υπάρχει στη γνώση».
Συνεργάζεστε με εφημερίδες και είσαστε δημοσιογράφος και συγγραφέας. Βοηθάει η μια ιδιότητα την άλλη;
Φοβάμαι πολύ τον όρο «δημοσιογράφος συγγραφέας», κυρίως διότι έχει κακοποιηθεί. Θα μου επιτρέψετε να κρατήσω τον χαρακτηρισμό της ρότας της ζωής μου, ήτοι δημοσιογράφος. Δημοσιογράφος, που απλώς συναξάρισε κείμενα και εικόνες ζωής σε έναν τόμο. Με πορτρέτα ανθρώπων της Τέχνης και ιστορίες που μπορούν να διαβαστούν σαν γοητευτικά παραμύθια δημιουργίας και στάσης απέναντι σε έναν κόσμο που μπορεί να είναι σκληρός, αλλά γλυκαίνει την ώρα που η Τέχνη ανοίγει μια δίοδο προς το όνειρο και την ελπίδα, που λέγαμε παραπάνω. Το πρώτο συναξάρισμα έγινε στις Εκδόσεις Καστανιώτη, το 2007, με τα Αληθινά παραμύθια, με άξονα και πάλι τη Μουσική και την Τέχνη, που για μένα –ευτυχώς, θα έλεγα– υπήρξε διάδρομος ζωής. Εικόνες από το ρεπορτάζ (και όχι μόνον), πλημμυρισμένες από μουσική και μεταποιημένες σε 14 διηγήματα/αφηγήματα κυκλοφόρησαν μόλις πριν από μερικούς μήνες υπό τον τίτλο Καπετάν Άγρα και Παραμυθίας γωνία, από τις Εκδόσεις Τόπος.
Από τα κείμενα του βιβλίου σας φαίνεται η μεγάλη αγάπη σας στη μουσική. Από πού πηγάζει αυτή η αγάπη;
Από τη δίοδο προς το όνειρο, αυτό το παράθυρο προς το άπιαστο που είναι η Μουσική. Και από το σάουντρακ της ζωής μου, που –ευτυχώς, και πάλι– είχε πάντα ήχους. Και εικόνες. Και συναντήσεις, φυσικές ή νοερές, με Ανθρώπους, τους οποίους ας μου επιτραπεί να χαρακτηρίσω σημαντικούς, τουλάχιστον για μένα. Τα καλύτερα (κάποιοι προσθέτουν και τα χειρότερα…) από και για την αγάπη δεν γίνονται, άλλωστε;
Αναφέρεστε σε Έλληνες μουσικούς. Γιατί η Ελλάδα, αν και είναι μικρή χώρα, πάντοτε είχε την ευλογία να βγάζει μουσικούς που γίνονταν γνωστοί πέρα από τα σύνορά της;
Το ζήτημα, δυστυχώς, ήταν ότι δεν γίνονταν πραγματικά γνωστοί μέσα από τα σύνορα. Πάρτε για παράδειγμα τον Νίκο Σκαλκώτα, τον Γιάννη Χρήστου, ακόμη και τον Ιάνη Ξενάκη, που μπορεί να έχουν καταχωριστεί στα μουσικά λεξικά της υφηλίου και το έργο τους να εκτιμάται διεθνώς, αλλά πόσο πραγματικά τους γνωρίζουμε ή καταφεύγουμε σε κείνους εδώ, στην Ελλάδα; Πόση σημασία έχουμε δώσει και έχει δώσει και η Πολιτεία στο διεθνώς εκτιμημένο έργο τους; Στις επιταγές τους, την παρακαταθήκη τους, την ανοιχτή σκέψη τους –εκπεφρασμένη εντός και εκτός μουσικών πλαισίων– που θα μπορούσε να είναι χρήσιμη, φάρος για να χρησιμοποιήσω μια πιο… ποιητική λέξη, σε εποχές δεινές και ζοφερές, αλλά όχι μόνον; Πόσο τους τιμήσαμε ή τους τιμούμε σε αυτή τη χώρα; Αυτός ήταν ένας ακόμη λόγος για το συναξάρισμα ιστοριών και πορτρέτων (δημοσιογραφική συλλογή από χνάρια ζωής και Τέχνης, αν θέλετε) καλλιτεχνών που πέρασαν, μας άγγιξαν, μας άλλαξαν αλλά για κάποιον –μάλλον σκοτεινό– λόγο τείνουν να ξεχαστούν. Ας μου επιτραπεί να ελπίζω ότι και αυτό επιθυμεί να προσφέρει το εν λόγω βιβλίο: να καταγραφούν όσα τείνουν να ξεχαστούν. Βίοι και προσφορές πολύτιμες – και για το μέλλον.
Ποιος ήταν ο σπουδαιότερος δημιουργός από τους μουσικούς που περιλαμβάνετε στο βιβλίο;
Το σπουδαιότερο, όπως και στη λογοτεχνία, όπως και στην Τέχνη γενικότερα, παραμένει αυτό που δεν έχουμε κάνει, δεν έχουμε δει. Διότι, αλλιώς, πώς θα συνεχίσουμε να το κυνηγούμε;
Παράλληλα, κάνετε και αναφορά σε ξένους δημιουργούς. Τι διαφορετικό έχουν οι ξένοι, που δεν το συναντούμε στην ελληνική μουσική;
Παράξενο, αλλά κατ’ αρχάς αγαπούν την ελληνική Μουσική. Κάτι που δεν διαπιστώνονται σοβαρά δείγματα ότι κάνουν οι Έλληνες. Ψάχνουν ταυτότητες και ρότες αλλού και ξεχνούν πως υπάρχουν και τα δύο, υπήρξαν και θα υπάρχουν, εδώ, στην ίδια γη που πατούν τα πόδια μας. Έπειτα, να τολμήσω να πω το πιο χιλιοειπωμένο, τόσο που έχει φθαρεί πια, ακόμη και μέσα στην αλήθεια του: είναι Απλοί. Ύστερα από τόσα χρόνια, αυτό είναι για μένα τουλάχιστον δείγμα Μεγαλοσύνης. Εκτός αν δεν τη χρειαζόμαστε τη Μεγαλοσύνη…
Μέσα στις αναφορές σας μιλάτε και για την όπερα. Αρέσει στους νέους σήμερα η όπερα;
Μου ζητάτε να κάνω αντικειμενικό το υποκειμενικό. Θα τσιμπήσω το δόλωμά σας και θα πλεύσω, αντιδρώντας σαν ψάρι πιασμένο στο αγκίστρι, στα νερά της ουτοπίας. Το ζήτημα δεν είναι αν τους αρέσει η όπερα. Είναι αν θέλουν να μπουν στη διαδικασία να την απορρίψουν. Η γέννηση της όπερας συνδέθηκε, διόλου τυχαία, με την αναβίωση της ελληνικής τραγωδίας και με την Αναγέννηση στον Δυτικό κόσμο. Για κάποιους είναι η πιο πλήρης τέχνη. Δεν είναι κρίμα να μην την ακούσουμε και να την απορρίπτουμε εκ των προτέρων, με βάση μόνον τα στερεότυπα που έχουν καλλιεργηθεί; Δεν είναι ζήτημα γνώσης ή εκπαίδευσης, πιστεύω. Είναι αν αυτό που βλέπεις και ακούς σε αγγίζει. Έτσι απλά. Δίχως εξήγηση.
Μου άρεσε ότι αναφερθήκατε στην προσωπικότητα του μαέστρου Δημήτρη Μητρόπουλου. Ήταν σπουδαίος μουσικός;
Σπουδαίος γίνεται κάποιος, νομίζω, με τη συνέπειά του απέναντι στη ζωή και στην Τέχνη. Ο «ασκητής», όπως τον έχουν χαρακτηρίσει, Δημήτρης Μητρόπουλος διακρινόταν, όπως προκύπτει από τη στάση του, από συνέπεια.
Ο Σταύρος Ξαρχάκος είπε ότι «και ένα ηλίθιο τραγούδι είναι πολιτική πράξη». Συμφωνείτε με τη γνώμη του;
Θα σας το αντιστρέψω: Δυστυχώς, φτάσαμε και στην εποχή που ακόμη και ένα έξυπνο τραγούδι δεν είναι πολιτική πράξη. Ίσως επειδή δεν τη θέλουμε την πολιτική πράξη. Πολιτική πράξη –έχει ειπωθεί– μπορεί να είναι και το γεγονός ότι αναπνέουμε κάθε πρωί. Πόσο μάλλον μέσα από ένα παράθυρο στο όνειρο. Αν βέβαια το βλέπουμε έτσι…
Σήμερα ακούμε στο ραδιόφωνο επανεκτελέσεις παλιών τραγουδιών που τα πρωτοτραγούδησαν σπουδαίοι ερμηνευτές. Ποια είναι η αντίδραση του κοινού σε αυτό;
Την αντίδραση, φαντάζομαι, τη βλέπετε και εσείς. Δεν χρειάζεστε εμένα για να την αποτιμήσω. Ίσως αυτή λοιπόν η αντίδραση να ανάγεται στα χρόνια που δεν φοβόμασταν και τα πιο απλά τραγούδια μας να είναι ή να λειτουργήσουν σαν πολιτικές –και κοινωνικές– πράξεις.
Αγαπούν οι Έλληνες τη μουσική;
Μου ζητάτε έναν ορισμό ή αφορισμό και στ’ αλήθεια δεν είμαι καλός σε αυτούς. Προτιμώ την έρευνα και την αίσθηση. Αν πιστεύετε και προσωπικά ότι ακούμε ακόμη, τότε έχετε την απάντησή σας.
Κάποτε υπήρχαν όρια ανάμεσα στην ποιοτική και την εμπορική μουσική. Τώρα που τα ΜΜΕ παίζουν όλα τα είδη, είναι εύκολο να διακρίνουμε το ποιοτικό από το εμπορικό;
Με μουσικές εξαίσιες, με φωνές Παύλος Ηλ. Αγιαννίδης Ιωλκός 277 σελ. Τιμή € 14,00Βρείτε το εδώ. |
Τι μπορεί να διακρίνει κάποιος στη θλιβερή ραδιοφωνική –και όχι μόνον– μονοφωνία γύρω, αλήθεια; Πάντως, αν ρωτούσατε πολλούς από τους μουσικούς που τα χνάρια τους έχουν αποτυπωθεί στο βιβλίο Με μουσικές εξαίσιες, με φωνές, θα σας απαντούσαν δίχως δεύτερη σκέψη ότι η Μουσική είναι μία. Υπάρχει καλή και κακή Μουσική, και αυτό είναι πάλι υποκειμενικό. Και, εντέλει, πώς να συγκρίνει κάποιος ένα υποκειμενικό («ποιοτικό»), με ένα αντικειμενικό («εμπορικό», λόγω πωλήσεων, υποθέτω); Δεν είναι καλύτερο να αφήσουμε τις διακρίσεις και να ψηλαφήσουμε, να ακούσουμε την ίδια τη Μουσική;
Παλιά οι Έλληνες μεγάλωναν με το ραδιόφωνο που έπαιζε από το πρωί μέχρι το βράδυ. Τώρα υπάρχει η τηλεόραση και αργότερα ίσως και ο υπολογιστής, που παίζει συνεχώς μουσική. Τώρα ή παλαιότερα οι νέοι μας ήταν περισσότερο ενημερωμένοι στη μουσική;
Έτσι μεγάλωσα κι εγώ, με ραδιόφωνο. Σήμερα, αν χρησιμοποιήσουμε τον τετριμμένο αφορισμό της «εποχής της πληροφορίας και του κυβερνοχώρου», μπορεί και να είναι τυπικά πιο ενημερωμένοι. Όμως έχει σημασία η ενημέρωση για μια έκτη αίσθηση, που μπορεί (λέμε: μπορεί) να ξυπνήσει η Μουσική;
Ποιο είδος μουσικής σάς αρέσει να σας ξυπνάει το πρωί;
Η ανθρώπινη φωνή. Ο ήχος της επικοινωνίας.
Τι δώρο, με μουσική, θα κάνατε τώρα το καλοκαίρι στους φίλους σας;
Ας χαριτολογήσω λίγο, με την άδειά σας. Το δώρο να μην τους ζαλίσω με τις μουσικές μου. Είναι και η σιωπή μουσική κάποτε.
Τι θα απευθύνατε στους αναγνώστες μας που θα διαβάσουν τη συνέντευξή σας;
Την προσωπική παράκληση να μην αφήσουν τον πολιτισμό να κυλήσει από τα χέρια τους. Είναι ίσως η μόνη χειρολαβή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου