Γράφει ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΣ
Η ΚΑΘΙΕΡΩΣΗ των Ολυμπιακών Αγώνων ανάγεται στους μυθικούς χρόνους, στη διαμάχη μεταξύ του Δία και του Κρόνου.
Σύμφωνα με τις αρχαιότερες καταγραφές, ο Δίας αντιμετώπισε τον Κρόνο για την κυριαρχία του κόσμου και κατάφερε να τον νικήσει πάνω στον λόφο της Ολυμπίας.
Η μεγάλη νίκη του γιορτάστηκε από τους Ολύμπιους θεούς με αγώνες που έκαναν στην περιοχή.
Εκεί ο Απόλλων αναδείχθηκε πρωταθλητής, νικώντας τον Ερμή στο τρέξιμο και τον Άρη στην πυγμαχία.
Σε άλλη παράδοση, που αναφέρεται στο ίδιο μυθολογικό υπόστρωμα, γίνεται λόγος και για τον Ηρακλή.
Όταν η Ρέα έκρυψε τον νεογέννητο Δία σε μια σπηλιά του βουνού της Κρήτης της Ίδης για να μη τον καταπιεί ο Κρόνος, τον φύλαγαν οι Κουρήτες.
Αυτοί ήταν πέντε αδέλφια, που πήραν το όνομα Ιδαίοι Δάκτυλοι, επειδή έμεναν στην Ίδη.
Κάποτε τα πέντε αδέλφια ήρθαν στην Ολυμπία και ο μεγαλύτερος από αυτούς, που τον έλεγαν Ηρακλή, για να διασκεδάσει μια μέρα, έβαλε τους αδελφούς του να τρέξουν.
Τον νικητή, τον αντάμειψε με ένα στεφάνι από κλαδί αγριελιάς.
Παίρνοντας αφορμή από αυτό το παιχνίδι που του άρεσε, αποφάσισε να θεσπίσει τους αγώνες, να τους δώσει δηλαδή επίσημη μορφή και να μην τρέχουν μόνο τα αδέλφια του αλλά και άλλοι νέοι της περιοχής.
Κι επειδή τα αδέλφια ήταν πέντε, αποφάσισε οι αγώνες να γίνονται κάθε πέμπτο έτος και τους νικητές να τους στεφανώνουν με ένα κλαδί αγριελιάς. Υπάρχει, όμως, και η άποψη πως ο Ηρακλής απλώς αναδιοργάνωσε τους αγώνες, πράγμα που σημαίνει ότι κάποια στιγμή είχαν σταματήσει.
Σε άλλη παράδοση της Ηλείας γίνεται λόγος για αγώνες που έγιναν στην περιοχή της Ολυμπίας, τρεις γενιές μετά τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα.
Όπως ξέρουμε ο Δευκαλίων και η Πύρρα ήταν οι μοναδικοί άνθρωποι που σώθηκαν μετά τον κατακλυσμό.
Λέγεται ότι ο πρώτος βασιλιάς της Ηλείας ήταν ο Αέθλιος γιος της κόρης της Δευκαλίωνα Πρωτογένειας.
Ο Αέθλιος, είχε γιο τον Ενδυμίωνα.
Αυτός ο Ενδυμίων, λοιπόν, που διαδέχθηκε στον θρόνο τον Αέθλιο, είχε τρεις γιους, τον Παίονα, τον Επειό και τον Αιτωλό.
Όταν ήρθε η ώρα να διορίσει διάδοχο βρέθηκε μπροστά σε δίλημμα, γιατί δεν ήθελε να δυσαρεστήσει κανένα από τα παιδιά του. Έτσι λοιπόν αποφάσισε να τους βάλει να τρέξουν και να διαλέξει για διάδοχο του θρόνου τον νικητή.
Στον πρώτο αυτόν αγώνα που έγινε στην Ολυμπία νίκησε ο Επειός κι έγινε βασιλιάς. Στη διάρκεια της βασιλείας του, στη γειτονική Πίσα, ο βασιλιάς Οινόμαος νικήθηκε από τον Πέλοπα σε αγώνα αρματοδρομίας, τον οποίο υμνεί λαμπρά ο ποιητής των Ολυμπιακών ύμνων Πίνδαρος. Στα χρόνια αυτά, η σταδιοδρομία και η αρματοδρομία ήταν τα πιο δημοφιλή αθλήματα.
Τον Επειό διαδέχθηκε ο αδελφός του Αιτωλός, που σε μικρό χρονικό διάστημα, εξορίστηκε στην περιοχή του Αχελώου γιατί, σε αγώνες αρματοδρομίας μεταξύ των γειτονικών πόλεων, σκότωσε χωρίς να το θέλει, τον βασιλιά της Αρκαδίας.
Αργότερα, ένας απόγονος του Αιτωλού, ο Όξυλος, ήρθε στην Ηλεία για να διεκδικήσει τον θρόνο του προγόνου του.
Άλλη εκδοχή αναφέρει ότι εξορίστηκε για ένα χρόνο, επειδή σκότωσε σε αγώνα που έκαναν μεταξύ τους οι δύο καλύτεροι μονομάχοι τους, ο Δέγμενος της Ηλείας και ο Πυραίχμης της Αιτωλίας.
Στην ίδια παράδοση αναφέρεται ότι ο Όξυλος ίδρυσε τους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Αν και δεν είμαστε βέβαιοι γι’ αυτό, το σίγουρο είναι πως ένας απόγονός του, ο Ίφιτος, συνέβαλε ουσιαστικά σε αυτούς.
Ο Ίφιτος βασίλεψε την ίδια εποχή που ο Λυκούργος νομοθετούσε στη Σπάρτη.
Η αναδιοργάνωση των αγώνων από τον Ηρακλή όπως αναφέραμε παραπάνω, μαρτυρεί τόσο την αρχαιότητα όσο και τη διακοπή τους για κάποιο χρονικό διάστημα.
Φαίνεται ότι έγιναν κι άλλες διακοπές.
Η πρώτη Ολυμπιάδα
Οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες στην εποχή του Ίφιτου έγιναν το 776 π.Χ. Το διάστημα που μεσολαβούσε μεταξύ τους ονομαζόταν Ολυμπιάδα. Έπαιρνε μάλιστα, συγκεκριμένα, το όνομα του αθλητή που κέρδιζε το αγώνισμα δρόμου του απλού σταδίου (περίπου 200 μέτρα σημερινά), που ήταν το πιο επίσημο και αγαπημένο αγώνισμα των αρχαίων.
Δηλαδή, η πρώτη επίσημη Ολυμπιάδα, από το 776 έως το 772, ονομάστηκε Ολυμπιάδα του Κοροίβου, επειδή ο Κόροιβος από την Ηλεία, νίκησε το 776 στον αγώνα του απλού σταδίου.
Οι Ολυμπιάδες, για πολλές πόλεις της αρχαίας Ελλάδας, ήταν η μονάδα μέτρησης χρόνου.
Όπως εμείς μετράμε τον χρόνο με τη γέννηση του Χριστού, οι αρχαίοι τον μετρούσαν με τους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Κάθε τέταρτο καλοκαίρι, λοιπόν και πάντα την ίδια ημερομηνία, στις 11 Ιουλίου, τελείωνε μια Ολυμπιάδα και άρχιζε η καινούργια.
Ειδικοί κήρυκες από την Ηλεία, οι Σπονδοφόροι, περιέρχονταν σε κάθε ελληνική πόλη και προανήγγειλαν την έναρξη της νέας Ολυμπιάδας που σήμαινε και την έναρξη της εκεχειρίας σε κάθε μορφή εχθροπραξίας.
Πρώτοι έφταναν στην Ολυμπία οι αθλητές, οι γυμναστές τους και οι γονείς τους. Οι αθλητές έπρεπε απαραίτητα, σύμφωνα με τον κανονισμό των Ολυμπιακών Αγώνων, να βρίσκονται στην Ολυμπία ένα μήνα πριν την έναρξή τους, για να προσαρμοστούν στο κλίμα και να πραγματοποιήσουν τις απαραίτητες προπονήσεις. Ακολουθούσαν οι επίσημοι απεσταλμένοι των πόλεων, και όσοι από τους πολίτες μπορούσαν να φτάσουν ως την Ολυμπία, για να πάρουν μέρος στις θρησκευτικές τελετές και να παρακολουθήσουν τους αγώνες.
Έρχονταν από κάθε περιοχή που την κατοικούσαν Έλληνες.
Από τον Βόσπορο, τη Μικρά Ασία, τη Θράκη, τη Μακεδονία, τα νησιά, τη Σικελία και την Ιταλία. Οι επίσημοι απεσταλμένοι των πόλεων οι Θεωροί, καθώς και οι πλούσιοι θεατές, έμεναν σε σκηνές. Οι απλοί πολίτες έμεναν συνήθως κάτω από τα δέντρα.
Οι χιλιάδες επισκέπτες είχαν την ευκαιρία να θαυμάσουν το αριστούργημα του Φειδία, το τεράστιο χρυσελαφάντινο άγαλμα του Δία, που όμοιό του δεν υπήρχε πουθενά στον κόσμο, να επισκεφθούν τους ναούς, τους βωμούς και τα αγάλματα και να περιεργαστούν τους μικρούς και τους μεγάλους ανδριάντες των Ολυμπιονικών.
Τους αγώνες είχαν το δικαίωμα να τους παρακολουθούν ξένοι, βάρβαροι ακόμη και δούλοι. Όχι όμως γυναίκες.
Αυστηρός νόμος της Ολυμπιακής Βουλής απαγόρευε, και μάλιστα με την ποινή του θανάτου, στις γυναίκες, όχι μόνο να παρακολουθούν τους αγώνες, αλλά και να προσέρχονται στο έδαφος της Ολυμπίας. Μόνο σε μια γυναίκα παραχωρούσαν το δικαίωμα να μπαίνει στην Ολυμπία και να παρακολουθεί τους αγώνες και μάλιστα από την πιο τιμητική θέση. Αυτή ήταν η ιέρεια της θεάς Δήμητρας.
Ο μαρμάρινος θρόνος της βρισκόταν στη βόρεια εξέδρα του σταδίου, κοντά στον αγωνιστικό χώρο. Σύμφωνα με τις διατάξεις αν έπιαναν οποιοδήποτε γυναίκα να παρακολουθεί τους αγώνες ή να μπαίνει στην Ολυμπία, την γκρέμιζαν από την κορυφή ενός απόκρημνου βουνού, που ονομαζόταν Τυπαίο και βρισκόταν στο δρόμο που οδηγούσε προς τη Σκιλλούντα της Τριφυλίας.
Την απαγόρευση αυτή παραβίασε η Καλλιπάτειρα, κόρη του διάσημου ολυμπιονίκη Διαγόρα, αδελφή τριών ακόμη ολυμπιονικών, αλλά και μητέρα ολυμπιονίκη.
Εμφανίστηκε σαν γυμναστής του γιού της Πεισίροδου, αλλά όταν πήγε να τον αγκαλιάσει για τη νίκη του, κάπου σκάλωσε ο ανδρικός χιτώνας που φορούσε κι έτσι ξεπρόβαλε μπροστά στα έκπληκτα μάτια των Ελλανοδικών και των θεατών, το γυναικείο σώμα της.
Οι βοηθοί των Ελλανοδικών τη συνέλαβαν αμέσως και την οδήγησαν μπροστά στους αντιπροσώπους της Ολυμπιακής Βουλής, που ήταν αρμόδιοι να της απαγγείλουν την ποινή του θανάτου. Αυτοί όμως δεν την καταδίκασαν σεβόμενοι την ολυμπιακή της παράδοση, αλλά, για να μην επαναληφθεί αυτή η ιεροσυλία, από την επόμενη Ολυμπιάδα θέσπισαν νέο κανονισμό, κατά τον οποίο, οι γυμναστές των αθλητών θα έμπαιναν ολόγυμνοι στο στάδιο.
Το μεγάλο τόλμημα της Καλλιπάτειρας έγινε στην 96η Ολυμπιάδα, το 396 π.Χ. και επαναλήφθηκε, αργότερα, από μια άλλη γυναίκα, τη Ρήγιλλα, σύζυγο του Ηρώδη του Αττικού, που κατασκεύασε το υδραγωγείο στην Ολυμπία. Η Ρήγιλλα είχε σφοδρή επιθυμία να παρακολουθήσει τους αγώνες.
Οι αρμόδιοι της Ολυμπίας, για να κάνουν το χατίρι της, και χωρίς να παραβούν τον κανονισμό, την ονόμασαν ιέρεια της Δήμητρας κι έτσι παρακολούθησε τους αγώνες από την τιμητική της θέση.
Η έναρξη των αγώνων
Η πρώτη μέρα ήταν αφιερωμένη στις τελετές της έναρξης και στην ανάδειξη των σαλπιγκτών και των κηρύκων.
Η πομπή με τους επίσημους, τους ιερείς, τους Ελλανοδίκες, τους ξένους αντιπροσώπους και με τους αθλητές που ενώνονταν μαζί τους κατευθυνόταν στην ιερή Άλτη.
Σταματούσε μπροστά στο βουλευτήριο όπου οι Ελλανοδίκες, οι κριτές και οι αθλητές ορκίζονταν μπροστά στο άγαλμα του Όρκιου Δία. Στη συνέχεια καταγραφόταν η σειρά των αγωνισμάτων και οι αθλητές που θα έπαιρναν μέρος σε αυτά. Μετά την κλήρωση ακολουθούσαν θυσίες από τους αθλητές, τους γονείς τους και τους γυμναστές.
Οι περισσότερες γίνονταν από τους αθλητές των αρματοδρομιών, γιατί τα αγωνίσματα αυτά ήταν και δύσκολα και επικίνδυνα.
Μετά τις θυσίες, άρχιζε στο στάδιο ο διαγωνισμός των κηρύκων και των σαλπιγκτών. Το σύνθημα για την έναρξη κάθε αγωνίσματος έδινε ο σαλπιγκτής.
Ακολουθούσε ο κήρυκας ο οποίος φώναζε ονόματα των αθλητών και στο τέλος των αγώνων διαλαλούσε το όνομα του νικητή, το όνομα του πατέρα του και της πόλης από την οποία καταγόταν.
Έπρεπε, λοιπόν, σαλπιγκτές και κήρυκες να είναι ικανοί, ώστε να ακούγονται δυνατά και μακριά τα σαλπίσματα και οι φωνές.
Οι δύο κερδισμένοι του διαγωνισμού, ονομάζονταν Ολυμπιονίκες. Κέρδιζαν δηλαδή Ολυμπιακή νίκη, όπως οι αθλητές. Ονομαστός για τις πολλές νίκες του στη σάλπιγγα, ήταν ο Ηρόδωρος από τα Μέγαρα. Σε δέκα συνεχείς Ολυμπιάδες κέρδισε στον διαγωνισμό των σαλπιγκτών, δηλαδή, σαράντα ολόκληρα χρόνια κρατούσε τη νίκη του, από την 113η Ολυμπιάδα ως την 122η
Μετά από κάθε νίκη, σε κάθε γωνιά των καταυλισμών αντηχούσαν σαλπίσματα και διαβάζονταν από τους κήρυκες τα ονόματα των νικητών. Με την ανατολή του ηλίου το στάδιο γέμιζε ασφυκτικά. Πρώτοι εισέρχονταν οι Ελλανοδίκες, στη σειρά, με αργό επίσημο βήμα, ντυμένοι με πορφυρούς χιτώνες και κρατώντας κλαδιά από φοίνικες. Ακολουθούσαν οι αθλητές ολόγυμνοι (όπως αγωνίζονταν πάντα στην Ολυμπία) και έκλειναν την πομπή οι κριτές, οι αλυτάρχες και οι ραβδούχοι. Ο επικεφαλής των Ελλανοδικών έκανε νεύμα προς στον σαλπιγκτή, ο οποίος σάλπιζε την έναρξη των αγώνων.
Στις πρώτες Ολυμπιάδες έπαιρναν μέρος στους αγώνες μόνο οι άνδρες. Αργότερα αποφασίστηκε να αγωνίζονται και τα παιδιά, ορισμένης βέβαια ηλικίας. Τα αγωνίσματα στα οποία έπαιρναν μέρος ήταν το τρέξιμο ενός σταδίου, η πάλη και η πυγμαχία.
Το Στάδιο και ο Ιππόδρομος
Το αρχαιότερο ολυμπιακό στάδιο βρισκόταν αρχικά μέσα στη Άλτη. Αργότερα μεταφέρθηκε έξω από τον περίβολο προς τα ανατολικά. Είχε σχήμα ορθογώνιου παραλληλόγραμμου με μήκος 212 μέτρα και μέγιστο πλάτος 30,70. Η απόσταση που έτρεχαν οι αθλητές, ονομαζόταν στάδιο και είχε μήκος 192,27 μέτρα.
Η αφετηρία βρισκόταν προς τον βορρά και το τέρμα προς τη δύση. Όταν οι αθλητές έτρεχαν δύο στάδια (το αγώνισμα αυτό ονομαζόταν δίαυλος και αντιστοιχεί περίπου στα δικά μας 400 μέτρα) τότε το τέρμα γινόταν και αφετηρία.
Η αφετηρία χωριζόταν με ξύλινους πασσάλους και σε κάθε χώρισμα πασσάλους και σε κάθε χώρισμα έπαιρνε τη θέση του και ένας αθλητής. Υπήρχαν είκοσι τέτοια χωρίσματα κι έτσι, κάθε φορά, έτρεχαν 20 αθλητές. Το σύνθημα για την εκκίνηση δινόταν με ένα σύστημα από σχοινιά που κρατούσε ο αφέτης και που όταν τα τραβούσε, έπεφτε αυτόματα ένα σκοινί που βρισκόταν μπροστά στους αθλητές.
Αυτό ήταν το σύνθημα. Το σύστημα ονομαζόταν Ύσπληξ.
Φυσικά, δεν υπήρχαν τότε ρολόγια και χρονόμετρα για να χρονομετρούνται οι αθλητές. Με το μάτι έβλεπαν ποιος έφθανε πρώτος. Στο στάδιο υπήρχαν τρεις εξέδρες. Η βόρεια ήταν φυσική, στην πλαγιά του Κρόνιου λόφου. Οι άλλες δυο έγιναν με προσχώσεις.
Δεν υπήρχαν πέτρινες ή μαρμάρινες θέσεις, αλλά σκαλοπάτια λαξεμένα στο χώμα, όπου κάθονταν οι θεατές. Μόνο η ιέρεια της Δήμητρας καθόταν σε μαρμάρινο θρόνο και ίσως ελάχιστοι επίσημοι. Οι Ελλανοδίκες κάθονταν σε ειδικές ξύλινες θέσεις. Η χωρητικότητά του έφτανε τους 30.000 θεατές και αργότερα, που κατασκευάστηκαν κι άλλες εξέδρες, αυξήθηκε στις 45.000.
Ο ιππόδρομος βρισκόταν ανάμεσα στο στάδιο και στον Αλφειό.
Σήμερα δεν υπάρχει το παραμικρό ίχνος του γιατί τον έχει καταστρέψει στο πέρασμα των αιώνων ο ποταμός.
Το μήκος του ήταν τέσσερα στάδια, δηλαδή 769,8 μέτρα και το πλάτος του 320 μέτρα.
Στην αφετηρία, που ήταν το τέρμα, υπήρχε το άγαλμα της Ιπποδάμειας.
Η εκκίνηση γινόταν με έναν μηχανισμό που πετούσε ψηλά έναν χάλκινο αετό, για να τον βλέπουν οι θεατές κι έριχνε κάτω ένα χάλκινο δελφίνι, για να το βλέπουν οι ιππείς και οι αρματοδρόμοι και να ξεκινούν. Ο αετός συμβόλιζε τον Δία και το δελφίνι τον Ποσειδώνα, τον θεό που είχε ιδιαίτερη αγάπη στα άλογα.
Οι ιππικοί αγώνες ήταν πολύ θεαματικοί, ιδιαίτερα οι αρματοδρομίες, που ενθουσίαζαν τους θεατές.
Οι Ελλανοδίκες
Οι άρχοντες των αγώνων ήταν οι Ελλανοδίκες. Παρακολουθούσαν με προσοχή τη διεξαγωγή τους ώστε να γίνονται με όλους τους κανόνες και στο τέλος ανακήρυσσαν τους νικητές.
Στην αρχή υπήρχε ένας μόνο Ελλανοδίκης, ο βασιλιάς της Πίσας ή της Ηλείας.
Αργότερα έγιναν δύο, μετά εννέα, για ένα διάστημα δώδεκα και από την 103η Ολυμπιάδα ως το τέλος, δέκα.
Τα πρώτα χρόνια, τους Ελλανοδίκες τους διάλεγαν οι υπεύθυνοι των Ολυμπιακών Αγώνων, ανάμεσα στους ευγενείς και ήταν ισόβιοι, δηλαδή ασκούσαν το λειτούργημα αυτό σε όλη τους τη ζωή.
Αργότερα τους διάλεγαν με κλήρο, ανάμεσα στους πολίτες της Ηλείας.
Για να γίνει κάποιος Ελλανοδίκης, έπρεπε να εκπαιδευτεί περίπου δέκα μήνες.
Οι υποψήφιοι έμεναν σε ένα μεγάλο κτίριο στην Ήλιδα και ένα μήνα πριν αρχίσουν οι αγώνες πήγαιναν στην Ολυμπία και παρακολουθούσαν τις προπονήσεις των αθλητών.
Την ημέρα που άρχιζαν οι αγώνες, έμπαιναν στο στάδιο επίσημα, με τάξη, φορώντας μακριούς πορφυρούς χιτώνες για να θυμίζουν ότι ο πρώτος κριτής ήταν βασιλιάς, και κρατώντας κλαδιά από φοίνικες.
Έπαιρναν την ορισμένη θέση τους στην εξέδρα και φυσικά, για τους ιππικούς αγώνες, πήγαιναν στον ιππόδρομο.
Αν οι Ελλανοδίκες, έκαναν λάθη, μπορούσαν οι αθλητές να τους αναφέρουν στην Ολυμπιακή Βουλή, η οποία τους δίκαζε.
Αν είχαν πράγματι κάνει λάθος, τους καταδίκαζαν, αλλά δεν ξαναγινόταν ο αγώνας ούτε ακυρωνόταν ο νικητής.
Δηλαδή η αρχική κρίση ήταν τελεσίδικη.
Οι Ελλανοδίκες είχαν και βοηθούς τους αφέτες, τους αλυτάρχες, τους κριτές και τους ραβδούχους.
Οι τελευταίοι κρατούσαν μαστίγια ή ραβδιά για να επιβάλλουν την τάξη και την πειθαρχία στους θεατές που ατακτούσαν αλλά και στους αθλητές.
Οι αγώνες
Στους πρώτους αγώνες έπαιρναν μέρος μόνο οι κάτοικοι της Πίσας και της Ηλείας. Αργότερα επιτρεπόταν σε κάθε Έλληνα αθλητή να παίρνει μέρος και απαγορευόταν στους ξένους και ιδιαίτερα στους βαρβάρους και στους δούλους. Οι αθλητές έπρεπε να έχουν γονείς Έλληνες και να μην έχουν καταδικαστεί ποτέ για οποιαδήποτε πράξη.
Συνήθως ήταν παιδιά πλούσιων και ονομαστών οικογενειών, γιατί αυτοί είχαν τον τρόπο να πληρώνουν γυμναστές για να γυμνάζονται.
Όταν αργότερα οι Ρωμαίοι κατάκτησαν την Ελλάδα, άλλαξαν και οι κανονισμοί. Επιτρεπόταν και σε αυτούς να παίρνουν μέρος γιατί είχαν κοινή καταγωγή με τους Έλληνες.
Ο ίδιος ο Νέρων έλαβε μέρος στους αγώνες, κερδίζοντας μάλιστα πολλές νίκες, αφού προηγουμένως πλήρωσε τους αντιπάλους του να χάσουν. Για να κερδίσει μάλιστα περισσότερες νίκες, περιέλαβε στους αγώνες και διαγωνισμούς τραγωδών και μουσικών τους οποίους φυσικά κέρδισε.
Όπως είπαμε και πιο πάνω, οι αθλητές έπρεπε να βρίσκονται οπωσδήποτε στην Ολυμπία ένα μήνα πριν από την έναρξη των αγώνων. Αν καθυστερούσαν, δεν τους επιτρεπόταν να πάρουν μέρος σ’ αυτούς.
Σε μια Ολυμπιάδα άργησαν να έλθουν πολλοί πυγμάχοι και αποκλείστηκαν. Ένας από αυτούς ήταν και κάποιος Απολλώνιος από την Αίγυπτο που είχε το παρατσούκλι Ράντης.
Αυτός ο Ράντης, λοιπόν, δικαιολογήθηκε στους Ελλανοδίκες πως άργησε να έλθει γιατί καθυστέρησαν το πλοίο του οι αντίθετοι άνεμοι των Κυκλάδων. Οι Ελλανοδίκες ήταν έτοιμοι να του επιτρέψουν να αγωνιστεί με τον μοναδικό αντίπαλό του που ονομαζόταν Ηρακλείδης και καταγόταν κι αυτός από την Αίγυπτο.
Ο Ηρακλείδης όμως απέδειξε ότι ο Ράντης έλεγε ψέματα.
Τότε οι Ελλανοδίκες απέκλεισαν τον Ράντη, τον τιμώρησαν με πρόστιμο για το ψέμα του και ανακήρυξαν Ολυμπιονίκη χωρίς αγώνα τον Ηρακλείδη.
Ο Ράντης, όμως, εξαγριωμένος πέρασε τους ιμάντες της πυγμαχίας στα χέρια του (κάτι σαν τα σημερινά πυγμαχικά γάντια) και όρμησε να χτυπήσει τον αντίπαλό του.
Όπως μας λέει ο Παυσανίας, αυτή του η βλακεία του στοίχισε πολύ ακριβά.
Σίγουρα θα τον περιποιήθηκαν και με το παραπάνω οι ραβδούχοι.
Στις πρώτες Ολυμπιάδες, όπως αναφέραμε, υπήρχε μόνο το αγώνισμα του απλού σταδίου και οι αγώνες διαρκούσαν μια μέρα. Αργότερα προστέθηκαν κι άλλα αγωνίσματα και διαρκούσαν εφτά μέρες.
Συνοπτικά αναφέρονται όλα τα αγωνίσματα: Δρόμος σταδίου, δίαυλος (διπλό στάδιο) δόλιχος (δρόμος αντοχής πέντε χιλιομέτρων), πένταθλο (δρόμος, πάλη, άλμα, ακόντιο και δίσκος), πυγμή (πυγμαχία), αγώνες τεθρίππων, παγκράτιο (πάλη και πυγμαχία), δρόμος ιππέων, δρόμος και πάλη παίδων, πένταθλο παίδων, πυγμή παίδων, οπλιτοδρομία, απήνη (δρόμος τροχοφόρων με ημίονους), κάλπη (καλπασμός με αναβάτες), συνωρίδα (αρματοδρομία με δυο ίππους), αγώνισμα για την ανάδειξη σαλπιγκτών και κηρύκων, πωλικό τέθριππο (αρματοδρομία με τέσσερις πώλους), συνωρίδα πώλων (αρματοδρομία με δυο πώλους) αγώνισμα πώλου κέλητος (ιππασία με πώλους) και παγκράτιο παίδων (πάλη και πυγμαχία παίδων).
Οι σταδιοδρομίες
Η δεύτερη μέρα των Ολυμπιακών Αγώνων, ήταν η πιο μεγάλη, η πιο όμορφη για τους επισκέπτες της Ολυμπίας, γιατί θα γινόταν ο κλασικός δρόμος του σταδίου από τον νικητή από τον οποίο θα έπαιρνε το όνομά της η Ολυμπιάδα, καθώς και οι υπόλοιποι αγώνες δρόμου των ανδρών.
Οι αθλητές τραβούσαν τους κλήρους για να πάρουν τη σειρά τους. Καθεμιά από αυτές αποτελείτο από είκοσι άνδρες.
Από τους προκριματικούς αγώνες συνέχιζε μόνον ο πρώτος που θα διεκδικούσε τη νίκη στην τελική διαδρομή.
Οι Ελλανοδίκες πρόσφεραν στον νικητή το βραβείο και ο κήρυκας αναφωνούσε το όνομά του, το όνομα του πατέρα του και της πόλης που γεννήθηκε. Στη συνέχεια ακολουθούσε το αγώνισμα του διαύλου, που ήταν η διπλή ακριβώς απόσταση.
Μετά τον δίαυλο γινόταν ο δόλιχος, που ήταν αγώνας ημιαντοχής ή αντοχής.
Πολλοί έμεναν άυπνοι ώσπου να ξημερώσει συμμετέχοντας στο γλέντι της νίκης. Ακόμη κι εκείνοι που δεν είχαν την τύχη να γνωρίσουν τη νίκη κάποιου δικού τους, αγρυπνούσαν με την ελπίδα ότι στους υπόλοιπους αγώνες που θα ακολουθούσαν, κάποιος από τους αθλητές της πατρίδας τους θα στεφανωνόταν με το απλό αλλά τόσο πανάκριβο και τιμημένο στεφάνι της αγριελιάς, με τον κότινο της νίκης.
Το πένταθλο
Την τρίτη μέρα γινόταν ένα σύνθετο και πολύ θεαματικό και γεμάτο συγκινήσεις αγώνισμα, το πένταθλο.
Κάθε αθλητής έπρεπε να κάνει πέντε αγωνίσματα και εκείνος που θα είχε την καλύτερη επίδοση, θα ήταν ο νικητής.
Οι αθλητές του πεντάθλου έπρεπε να είχαν πολλά σωματικά προσόντα και ιδίως αντοχή.
Τα αγωνίσματα ήταν: ο δρόμος του απλού σταδίου, το άλμα, το ακόντιο, ο δίσκος και η πάλη.
Ο δίσκος και το ακόντιο δεν γίνονταν χωριστά στους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Περιλαμβάνονταν μόνο στο πένταθλο.
Αξίζει εδώ να διηγηθούμε την ιστορία του πεντάθλου. Ο μύθος λέει πως το ανακάλυψε ο Ιάσων κατά την Αργοναυτική Εκστρατεία. Αρκετοί από τους συντρόφους του ήταν άριστοι αθλητές. Ο Τελαμών ήταν ακατανίκητος στον δίσκο, ο Λυγκέας στο ακόντιο, ο Ζήτης στον δρόμο και ο Κάλαϊς στο άλμα.
Ο Πηλέας ήταν δεύτερος σε όλα αυτά τα αγωνίσματα, αλλά ήταν καλός στην πάλη. Ο Ιάσων, που ήταν πολύ φίλος του Πηλέα, ένωσε όλα αυτά τα αγωνίσματα κι έτσι δημιούργησε το πένταθλο κι έδωσε τη νίκη στον Πηλέα, που τα κατάφερνε καλύτερα από τους άλλους.
Πάλη και πυγμαχία
Την τέταρτη μέρα των αγώνων είχαν τη σειρά τους τα αγωνίσματα της πάλης, της πυγμαχίας και του παγκρατίου.
Το παγκράτιο ήταν ένας συνδυασμός πάλης και πυγμαχίας στο οποίο επιτρέπονταν όλες οι λαβές και όλα τα χτυπήματα σε οποιαδήποτε θέση και αν βρίσκονταν οι αντίπαλοι, είτε όρθιοι, είτε στο έδαφος.
Απαγορευόταν μόνο να χρησιμοποιούν τα δόντια και τα νύχια τους και κυρίως να πειράζουν τα μάτια των αντιπάλων τους.
Όλα τα άλλα επιτρέπονταν.
Ήταν ένα σκληρό και άγριο άθλημα και λένε ότι πρώτος το εφεύρε ο Θησέας, που με το παγκράτιο νίκησε τον Μινώταυρο στην Κρήτη.
Όταν ένας από τους αντιπάλους βρισκόταν σε δύσκολη θέση και ήθελε να εγκαταλείψει, δεν είχε παρά να τεντώσει τον δείκτη του ενός χεριού του. Αυτό δήλωνε ότι ήθελε «να απαγορεύσει», όπως χρησιμοποιούσαν τον όρο, δηλαδή να παραδοθεί.
Ο κριτής σταματούσε αμέσως τον αγώνα.
Ονομαστός έχει μείνει στην ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων ο Αρριχίων από τη Φιγαλία. Ο αντίπαλός του του είχε κάνει μια επικίνδυνη λαβή στον λαιμό και κόντευε να τον πνίξει. Συγκεντρώνοντας τις τελευταίες δυνάμεις του έστριψε το πέλμα του αντιπάλου του και το εξάρθρωσε. Μέσα σε φοβερούς πόνους ο αντίπαλός του τέντωσε τον δείκτη του χεριού του για να δείξει ότι δέχεται την ήττα του. Την ίδια στιγμή ξεψυχούσε και ο Αρριχίων.
Αλλά, έστω και νεκρό, οι Ελλανοδίκες τον ανακήρυξαν Ολυμπιονίκη, μια και ο αντίπαλός του είχε «απαγορεύσει».
Την πέμπτη μέρα γίνονταν αγώνες των εφήβων στο ένα στάδιο, στην πάλη και στην πυγμαχία. Ακολουθούσαν οι οπλιτοδρομίες, όπου οι αθλητές έτρεχαν δυο ή τέσσερα στάδια, φορώντας κράνος και κρατώντας ασπίδα.
Οι Ιπποδρομίες
Το πιο λαοφιλές αγώνισμα, οι ιπποδρομίες, γίνονταν την έκτη μέρα. Το συναρπαστικό αυτό θέαμα, που ήταν αφιερωμένο στον προστάτη των ιππικών αγώνων Ποσειδώνα, πρόσφερε πολλές συγκινήσεις.
Χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες.
Στους ιππικούς αγώνες, όπου τα άλογα έτρεχαν με τους αναβάτες τους και στις αρματοδρομίες, οι οποίες προκαλούσαν και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον.
Στις αρματοδρομίες υπήρχαν τα εξής αγωνίσματα: Το τέθριππο, δηλαδή άρμα που το έσερναν τέσσερα άλογα, η συνωρίδα αλόγων, άρμα που το έσερναν δύο άλογα, το τέθριππο πόλων, άρμα που το έσερναν τέσσερα νεαρά άλογα, η συνωρίδα πόλων, άρμα που το έσερναν δύο νεαρά άλογα και για λίγο διάστημα υπήρχε και το αγώνισμα της απήνης, άρμα που το έσερναν δύο μουλάρια. Οι οδηγοί των αρμάτων έπρεπε να έχουν μεγάλη πείρα και ικανότητα. Προσπαθούσαν στη στροφή του ιπποδρόμου να πάρουν το εσωτερικό μέρος κι εκεί γίνονταν πολλές ανατροπές και συγκρούσεις, με αποτέλεσμα μερικές φορές, να υπάρχουν και θύματα.
Τα βραβεία
Δεν είναι σίγουρο το πότε στεφανώνονταν οι νικητές. Υπάρχουν τρεις διαφορετικές απόψεις.
Η πρώτη ότι στεφανώνονταν αμέσως μετά τη νίκη τους, η δεύτερη ότι στεφανώνονταν όλοι στο τέλος των αγώνων και η τρίτη ότι στεφανώνονταν την τρίτη και την έκτη μέρα.
Η απονομή του μέγιστου ολυμπιακού βραβείου ήταν το πολυπόθητο και απλό στεφάνι από κλαδί αγριελιάς, που ονομαζόταν κότινος.
Την αγριελιά αυτή, που φύτρωνε κοντά στον ναό του Δία, λένε πως την είχε φυτέψει με τα ίδια του τα χέρια ο Ηρακλής.
Ένα αγόρι από αρχοντική οικογένεια της Ηλείας, που έπρεπε να ζουν οι γονείς του, διάλεγαν για να κόψει τα κλωνάρια της αγριελιάς με χρυσό ψαλίδι.
Αφού έπλεκαν τα στεφάνια, τα απόθεταν πάνω στο χρυσελεφάντινο τραπέζι της Ιπποδάμειας, στον ναό της Ήρας, όπου σε λίγο θα τα φορούσαν στα κεφάλια τους οι νικητές.
Δεν υπήρχε μεγαλύτερο και ακριβότερο δώρο για έναν αθλητή από αυτό το στεφάνι της αγριελιάς.
Λένε πως κάποιος από τους Πέρσες αξιωματούχους, λίγο πριν αρχίσει η μεγάλη και κρίσιμη μάχη των Πλαταιών, είπε στον Mαρδόνιο:
«Μαρδόνιε, πώς είναι δυνατόν να νικήσουμε τους Έλληνες, αυτούς τους παράξενους ανθρώπους οι οποίοι δεν αγωνίζονται για να κερδίσουν χρυσάφι αλλά ένα κλαδάκι αγριελιάς;»
Η τελετή της λήξης
Την έβδομη και τελευταία μέρα δεν γίνονταν αγώνες. Οι νικητές, οι Ελλανοδίκες με τους βοηθούς τους, οι επίσημοι της Ηλείας και οι θεωροί, σχημάτιζαν μια επιβλητική πομπή και πήγαιναν στο ιερό Άλσος, ανάμεσα στις επευφημίες του κόσμου.
Σταματούσαν μπροστά στον μεγάλο βωμό του Δία και πρόσφεραν θυσίες για να τον ευχαριστήσουν.
Οι Ολυμπιονίκες ήταν στεφανωμένοι με τους κότινους και κρατούσαν κλαδιά, από φοίνικες.
Το βράδυ στο Πρυτανείο παρακάθονταν σε μεγάλο τιμητικό συμπόσιο και την άλλη μέρα, ενώ οι Ελλανοδίκες έγραφαν τα όνόματά τους σε ειδικό βιβλίο, αναχωρούσαν για την ιδιαίτερη πατρίδα τους.
Εκεί τους περίμεναν μεγάλες τιμές και δόξες. Στεφανωμένος ο κάθε Ολυμπιονίκης, εισερχόταν στην πόλη πάνω σε άρμα που το έσερναν τέσσερα λευκά άλογα.
Σε μερικές πόλεις μάλιστα γκρέμιζαν ένα μέρος του τείχους για να περάσει από κει το άρμα υποδηλώνοντας με αυτό ότι με τέτοιον ήρωα που γέννησε η πόλη, δεν χρειάζονταν τείχη.
Οι κάτοικοι υποδέχονταν με ενθουσιασμό τον Ολυμπιονίκη πατριώτη τους και μαζί με τους επίσημους τον συνόδευαν ως τον πολιούχο ναό όπου αφιέρωνε στον προστάτη Θεό το στεφάνι του.
Στα δημόσια θεάματα και τις τελετές έπαιρναν πάντα επίσημη θέση. Η πολιτεία έστηνε το άγαλμά του σε δημόσιους χώρους.
Ποιητές και υμνωδοί του αφιέρωναν τα ποιήματά τους και εκφωνούσαν γι’ αυτόν τον ύμνο της ολυμπιακής νίκης.
Το Πρυτανείο τους παρείχε δωρεάν καθημερινή τροφή και πολλές φορές τους απάλλασαν και από τους φόρους.
Ο Σόλων στην Αθήνα, είχε ψηφίσει νόμο με τον οποίο δινόταν σαν δώρο σε κάθε Ολυμπιονίκη το ποσό των πεντακοσίων δραχμών, ποσό αρκετά μεγάλο για εκείνη την εποχή.
Αλλά οι τιμές αυτές δεν τους γίνονταν μόνο στην πατρίδα τους.
Σε όποια γωνιά της Ελλάδας και αν πατούσε το πόδι του ένας Ολυμπιονίκης τον υποδέχονταν με αγάπη και θαυμασμό.
Οι γονείς του γίνονταν παντού δεκτοί με σεβασμό και μοιράζονταν τη δόξα του.
Αλλά, μερίδιο από τη δόξα του είχε και η πόλη του, γιατί με κάθε Ολυμπιακή νίκη των υπηκόων της, γινόταν γνωστό και σεβαστό το όνομά της.Πολλές φορές μάλιστα, ορισμένες πόλεις πλήρωναν έναν αθλητή για να δηλώσει πως είναι δικός της κάτοικος.
Η λήξη των αγώνων σηματοδοτούσε την προετοιμασία για τη νέα Ολυμπιάδα.
Σύμφωνα με τα ιστορικά γεγονότα, από την εποχή του Ίφιτου ως το 393 που ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Θεοδόσιος κατάργησε τους Ολυμπιακούς αγώνες, η Ολυμπιακή Ιδέα λειτούργησε σαν διαχρονικός καταλύτης. Η νέα αναδιοργάνωση που έγινε στην Αθήνα το 1896 («Ολυμπιάδα Σπύρου Λούη» θα την ονομάζαμε αρχαϊκά), έδωσε οικουμενικό χαρακτήρα και φαίνεται πως δεν θα υπάρξει πια άλλη διακοπή.
Πηγές:
Όμηρος «Ιλιάς» – Παυσανίας «Ηλιακά» – Πίνδαρος «Επίνικοι» και «Αποσπάσματα» – Σιμωνίδης – Πολύβιος «Ιστορίες» – Θουκυδίδης «Ιστορίες» – Σχολιαστής του Απολλώνιου του Ρόδιου – Διόδωρος Σικελιώτης «Ιστορική Βιβλιοθήκη» – Ελληνική (Παλατινή) Ανθολογία «Επιγράμματα».
«Αρχαιολογικά Ανάλεκτα» (σελ. 392-393). Αθήνα 1973.
Inscriptiones Graecae VII, 3195, 3196, 32
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου