Το ταξίδι της ψυχής μέσα από μουσική
«Στη μουσική υπάρχει η δύναμη που κρατά τη μνήμη της ύπαρξής μας ζωντανή. Αυτή η πίστη μου γέννησε την ανάγκη να υπηρετήσω τη μουσική μέσα από το δρόμο της σύνθεσης. Έτσι οδηγήθηκα στην πληρότητα που δίνει η δημιουργία, πληρότητα που χρόνο με το χρόνο μεγαλώνει».
Τα λόγια αυτά ανήκουν στην συνθέτιδα Πηγή Λυκούδη, η οποία άρχισε την καριέρα της ως πιανίστα με διακρίσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό . Την κέρδισε όμως η μουσική διδασκαλία και η σύνθεση.
Εξειδικευμένη σε θέματα παιδοψυχολογίας και μαθησιακών προβλημάτων στην μουσική, ασκεί διδακτική δραστηριότητα από το 1989, ενώ από το 1991 ξεκινά και η συνθετική της δουλειά.
Έχει μελοποιήσει με εξαιρετική μελωδικότητα και ευαισθησία έργα ελλήνων ποιητών και στιχουργών και από το 2004 μέχρι σήμερα παρουσιάζει το έργο της σε σειρά σημαντικών συναυλιών σε όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό.
Αναμένεται σύντομα η επόμενη δισκογραφική της δουλειά σε στίχους του Φίλιππου Γράψα με ερμηνευτές την Ρίτα Αντωνοπούλου, τον Νίκο Καρακαλπάκη, την Μόρφω Τσαϊρέλη, τη Γεωργία Βεληβασάκη, τον Σπύρο Κλείσσα και τον Ανδρέα Σμυρνάκη.
Πηγή Λυκούδη συνέντευξη στην Αρετή Κοκκίνου για το "Μουσικόραμα"
Α. Κοκκίνου: Πηγή, πώς άρχισες να ασχολείσαι με τη μουσική; Ποιά ήταν τα ερεθίσματά σου για να ασχοληθείς και αργότερα με τη σύνθεση;
Π. Λυκούδη: Ξεκίνησα γύρω στα οκτώ μου χρόνια με παρότρυνση της μητέρα μου.
Α. Κοκκίνου: Σπάνιο αυτό!
Π. Λυκούδη: Ναι, σπάνιο ειδικά για εκείνη την εποχή. Υπήρχε όμως και ένας θείος που έπαιζε φυσαρμόνικα, αυτοδίδακτος, ο οποίος μας είχε μεταδώσει το “μικρόβιο” και ξεκινήσαμε πολλοί από την οικογένεια του πατέρα μου τότε. Μέσα σε αυτή τη λογική ξεκίνησα κι εγώ. Δε θυμάμαι να το ζήτησα. Θυμάμαι όμως, σε ηλικία επτά χρονών, να περπατάω με τη μητέρα μου σε ένα δρόμο κοντά εδώ (σ.σ.:στο χώρο τέχνης “Galerie Δημιουργών” στην Κηφισιά, όπου πραγματοποιήθηκε η συνέντευξη) και εκείνη με ρώτησε “Θα ήθελες να δοκιμάσεις να μάθεις μουσική;” κι εγώ απάντησα πως θα ήθελα. Μέχρι τότε δεν είχα ιδιαίτερα ακούσματα ή ερεθίσματα, θέλω να πω ότι δεν ήμουν από μια οικογένεια που είχε άμεσα σχέση με τη μουσική. Όμως ο πατέρας μου καταγόταν από την Κεφαλονιά, υπήρχαν οι αναμνήσεις από οικογενειακές στιγμές, που τραγουδούσαμε όλοι μαζί, αυτός, ο θείος με τη φυσαρμόνικα... Η χαρά που υπήρχε, αυτή η αίσθηση της ευεξίας και μιας άλλης επικοινωνίας που δημιουργούσε το τραγούδι είχαν χαραχτεί μέσα μου. Έτσι αποφάσισα να ξεκινήσω.
Δυστυχώς ξεκίνησα λίγο στραβά. Η εμπειρία από την πρώτη δασκάλα που είχα δεν ήταν καλή. Επειδή δεν έβαζα σωστά τα χέρια στο πιάνο μου πήρε το δάχτυλο μου το πίεσε τόσο πολύ που έσπασε. Έτσι πήρα την απόφαση να σταματήσω. Δε θα ξεχάσω τότε ότι μια άλλη δασκάλα, η Μαριάννα Λάρδη που έχει φύγει από τη ζωή, με είδε να κλαίω στα σκαλοπάτια και με πλησίασε. Με ρώτησε: “Γιατί κλαις;” Της είπα τι συνέβη “Να σου πω” μου λέει “την επόμενη εβδομάδα θα ξεκινήσω κι εγώ μαθήματα. Θες να δοκιμάσουμε μαζί; Ένιωσα για κάποια αιτία ότι η φωνή της με θεράπευσε και της είπα ναι.
Στη γυναίκα αυτή χρωστάω τη ζωή μου, πήρα ένα δρόμο που δε θα έπαιρνα αν δεν τη συναντούσα εκείνη τη στιγμή σε εκείνα τα σκαλιά. Ήταν για μένα μια στιγμή που άλλαξε τη ροή των πραγμάτων..
Α. Κοκκίνου: Να πούμε ότι εκτός από συνθέτις και πιανίστα είσαι και καθηγήτρια μουσικής.
Π. Λυκούδη: Διδάσκω εδώ και εικοσιπέντε χρόνια με το που πήρα το δίπλωμα πιάνου - και πήγα κατ' ευθείαν για δίπλωμα, όχι για πτυχίο- σχεδόν μόλις τελείωσα το σχολείο. Αυτή τη στιγμή θεωρώ το κομμάτι της διδασκαλίας και αυτό της σύνθεσης αναπόσπαστα από εμένα. Τα δύο αυτά κρατούν μία ισορροπία μέσα μου. Μόνο με το ένα ή μόνο με το άλλο δε θα ένιωθα αυτή την ισορροπία. Σαν δασκάλα θεωρώ ότι έχω μια επιτυχημένη πορεία. Οι μαθητές μου έχουν προχωρήσει, κάποιοι έχουν φύγει στο εξωτερικό, έχουν κάνει καριέρα. Έχω όμως και πολλούς μαθητές που άγγιξαν τη μουσική και έχουν μείνει πολύ κοντά της και σαν ακροατές. Είναι ελάχιστα τα παιδιά που σταμάτησαν. Ακόμη και όσοι δεν έφτασαν ως το πτυχίο αγάπησαν τη μουσική κι αυτό το θεωρώ πολύ σημαντικό.
Α. Κοκκίνου: Ποιός είναι για σένα ο σωστός δάσκαλος;
Π. Λυκούδη: Πιστεύω ότι ο πραγματικός δάσκαλος είναι αυτός που εμπνέει, όχι αυτός που μεταδίδει μόνο τη γνώση. Με την προϋπόθεση βέβαια ότι θα βρεθεί ο άνθρωπος που θα σε εμπνεύσει. Η γνώση που αναζητάς έρχεται αβίαστα και σε γεμίζει, σου δίνει χαρά.
Α.Κοκκίνου: Με τη σύνθεση πώς ασχολήθηκες;
Π. Λυκούδη: Μόλις είχα πάρει το δίπλωμα, με διάκριση, για το οποίο διάβαζα δώδεκα ώρες την ημέρα επί ένα χρόνο και γυρνώντας σπίτι ένιωσα ένα κενό...και τώρα τι;
Προσπαθώντας να νιώσω την απάντηση σε αυτήν την ερώτηση αισθάνθηκα να ξεπηδάει από μέσα μου η ανάγκη κάτι να δημιουργήσω, που να μπορώ να είμαι ακόμα πιο ολόκληρη μέσα σε αυτό. Έτσι κάποια στιγμή απρόσμενα γράφτηκε η πρώτη μουσική μαζί με τους πρώτους δικούς μου στίχους. Μου άρεσε και μου αρέσει η διαδικασία αυτή της δημιουργίας. Μέσα της κλείνει στιγμές που αλλιώς θα χανόντουσαν. Η διαδικασία της κατάθεσης των συναισθημάτων, των εμπειριών, των ερωτηματικών που ψάχνουν για λύση, του επώδυνου πολλές φορές εσωτερικού ταξιδιού, είναι μία λύτρωση και ένα γέμισμα που προσωπικά δεν θα μπορούσα με τίποτα να αντικαταστήσω, Χωρίς αυτή δεν υπάρχει οξυγόνο.
Ήταν κάτι που με βρήκε, δεν το βρήκα. Αυτό έγινε την περίοδο που βρισκόμουν στις σπουδές της φούγκας. Έτσι αποφάσισα να προχωρήσω και στο πτυχίο της σύνθεσης, το οποίο πήρα το 2004.
Η πρώτη αυτή δουλειά αποτέλεσε μια ενότητα με τίτλο “Άγγελοι, οι φίλοι μου”. Είναι η μόνη που έχω γράψει τη μουσική και τους στίχους. Από κει και μετά δεν ξαναέγραψα στίχους. Η συγκεκριμένη δουλειά θα ήθελα να είναι αυτή που θα κλείσει την πορεία μου. Τη φυλάω στο συρτάρι όχι επειδή ντρέπομαι να τη παρουσιάσω αλλά γιατί τη θεωρώ σημαντική.
Α. Κοκκίνου: Η ενότητα αυτή έχει παιχτεί ποτέ;
Π. Λυκούδη: Παίχτηκε μία φορά μόνο σε μία συναυλία όταν πρωτογράφτηκε. Αισθάνθηκα πολύ όμορφα που την άκουγα. Ήταν η αιτία για συνθετικές παροτρύνσεις από ανθρώπους που με πλησίασαν και έτσι άρχισε να ξετυλίγεται το νήμα σε σχέση με τη μετέπειτα πορεία μου.
Α. Κοκκίνου: Από τότε έχεις μελοποιήσει πολλούς Έλληνες ποιητές και σημαντικούς στιχουργούς.
Π. Λυκούδη: ΝΑΙ έτσι είναι. Η επόμενη δουλειά μου ήταν πάνω σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου με τίτλο «Όταν ανάβει το φεγγάρι».
Ακολούθησε το συμφωνικό έργο «Χαρά σε εσέ χώρα λευκή» βασισμένο εξ ολοκλήρου στην νεανική ποιητική σύνθεση του Κωστή Παλαμά “Ο Ύμνος της Αθηνάς”. Το έργο αυτό παρουσιάστηκε στο σύνολό του πρόσφατα στο Θέατρο του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού με την Συμφωνική Ορχήστρα του δήμου Αθηναίων, τη χορωδία του Πανεπιστημίου Αθηνών, υπό τη διεύθυνση του Νίκου Μαλιάρα, και την επιμέλεια της εικαστικού Διοχάντης.
Βασικοί ερμηνευτές του έργου ήταν η Ρίτα Αντωνοπούλουκαι ο Σπύρος Κλείσσας.
Το 2009 παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το δεύτερο συμφωνικό έργο μου «Η Δίψα στο Μυστρά» βασισμένο τη μελοποίηση του ομώνυμου ποιήματος του Γιάννη Ρίτσου. Στο Μ. Μ. Αθηνών ο Αλέξανδρος Μυράτ διεύθυνε την Καμεράτα ορχήστρα φίλων της μουσικής και άλλους 18 μουσικούς. Ερμήνευσαν ο Μανώλης Μητσιάς και ο Γιάννης Φέρτης.
Σε αυτήν την συναυλία ακούστηκε για πρώτη φορά το τραγούδι «Σ’ ευχαριστώ» επίσης σε ποίηση του Γ. Ρίτσου που ερμήνευσε εξαιρετικά η Νένα Βενετσάνου.
«Χορεύοντας με τον Ταΰγετο» είχε τίτλο η ενότητα των τραγουδιών που δημιουργήθηκε από ποιήματα τουΝικηφόρου Βρεττάκου. Πρωτοπαρουσιάστηκε το 2010 στο Μ. Μ. Αθηνών από την Καμεράτα υπό την διεύθυνση τουΑλέξανδρου Μυράτ. Τα τραγούδια ερμήνευσε η Ελένη Πέτα. Στη την συναυλία αυτή παρουσιάστηκε για δεύτερη φορά το έργο ¨Η Δίψα στο Μυστρά». Ερμήνευσαν ο Δημήτρης Μπάσης και ο Γιάννης Φέρτης.
Σημαντική θεωρώ επίσης και την ενότητα «Οίνος Άκρατος» με τραγούδια βασισμένα σε ποιήματα Ελλήνων ποιητών που έγραψαν εγκώμια για το κρασί και τις καθημερινές χαρές που συνδέονται με αυτό.
Είναι αλήθεια πως μία από τις πιο αγαπημένες μου δουλειές είναι η ενότητα με τίτλο «Ας τραγουδήσουμε και πάλι» που περιλαμβάνει τραγούδια από ποιήματα του Γιωσέφ Ελιγιά και τη «Φούγκα του θανάτου» σε ποίηση του Paul Celan. Είναι μία ενότητα που υμνεί την ανθρώπινη ύπαρξη και τονίζει την αντίθεσή μου σε κάθε μορφή βίας απ’ όπου και αν προέρχεται.
Είναι πράγματι επανειλημμένα διαπιστωμένη η συγκίνηση που μου προκαλεί η ποίηση και μου δημιουργεί την ανάγκη να βάλω στους στίχους των ποιημάτων που μου προξενούν κραδασμό, μουσική. Αισθάνομαι ότι τους κρατώ περισσότερο χρόνο έξω από τα κλειστά βιβλία και επικοινωνώ την ομορφιά τους με περισσότερο κόσμο μέσα από την μαγική αυτή διαδικασία. Διανύουμε μια πολύ δύσκολη περίοδο και θέλω να πιστεύω πως η διαδικασία αυτή μπορεί να λειτουργήσει σαν κιβωτός για τις ευαισθησίες, τα μηνύματα, για το λόγο των Ελλήνων ποιητών, που έχουν λόγο να υπάρχουν.
Με πολύ χαρά περιμένω την άμεση κυκλοφορία της νέας δισκογραφικής δουλειάς μου με τίτλο «Γράψε αν δεν το ντρέπεσαι» σε στίχους Φίλιππου Γράψα. Είμαι πολύ ικανοποιημένη για τη συμμετοχή εξαιρετικών ερμηνευτών της νέας γενιάς όπως η Ρίτα Αντωνοπούλου, ο Νίκος Καρακαλπάκης, η Μόρφω Τσαϊρέλη, η Γεωργία Βεληβασάκη, ο Σπύρος Κλείσσας και ο Ανδρέας Σμυρνάκης.
Τώρα γράφω τραγούδια σε στίχους του Μιχάλη Μπουρμπούλη, επεξεργάζομαι μουσικά ένα θεατρικό έργο του Θανάση Σάλτα και ετοιμάζω ένα έργο αφιέρωμα σε αυτό που παγκόσμια ονομάζεται «Αρκαδικό ιδεώδες».
Α. Κοκκίνου: Έχεις μελοποιήσει διαφορετικούς ποιητές ως προς την εποχή και την τεχνοτροπία. Τι είναι εκείνο που σε εμπνέει στην επιλογή του υλικού σου;
Π. Λυκούδη: Το πιο σημαντικό είναι ο κραδασμός που νιώθω, αλλά και η επικαιρότητα των ποιημάτων που νιώθεις ότι σε αφορούν άμεσα αν και δεν ξέρεις από την αρχή πότε γράφτηκαν. Τότε νομίζω ότι σταματάει ο χρόνος και αυτό το σημείο είναι το μαγικό. Αυτό το σταμάτημα που σαν αργή κίνηση έρχεται να σφραγίσει μέσα σου τόσο σημαντικές αλήθειες.
Είναι η στιγμή που νιώθεις συγγένεια ή ότι συνυπάρχεις με κάποιον ανεξάρτητα του πότε υπήρξε. Αυτή η εκμηδένιση του χρόνου σε ελευθερώνει και σε αφήνει να ταξιδεύεις μέσα στον χρόνο και να είσαι παρών σε στιγμές που με κανέναν άλλο τρόπο δεν θα μπορούσες να βρεθείς. Η ποίηση και η μουσική συνυπάρχουν. Όσο πιο ανοιχτός είσαι τόσο πιο πολύ νιώθεις την λεπτή γραμμή που τις χωρίζει αν τελικά τις χωρίζει.
Η προσωπικότητα και η τεχνοτροπία του κάθε ποιητή είναι μία πρόκληση του να ανακαλύψεις αυτήν την λεπτή γραμμή που θα σε οδηγήσει και σε μία διαφορετική μουσική αντιμετώπιση. Η πιο όμορφη στιγμή για μένα είναι το διάστημα που αφουγκράζομαι την ποίηση περιμένοντας να νιώσω ότι κατάλαβα τι μου ζητάει.
Α. Κοκκίνου: Είχα παρακολουθήσει την παράστασή σου « Μουσική στην ποίηση με τα μάτια μιας γυναίκας» στο ίδρυμα Μιχάλης. Κακογιάννης. Πιστεύεις ότι διαφέρει η ματιά της γυναίκας από αυτή του άντρα;
Π. Λυκούδη: Πιστεύω ότι η ψυχή δεν έχει φύλο. Ίσως ο τρόπος που η γυναίκα εκφράζει αυτό που εισπράττει η ψυχή να είναι διαφορετικός. Μπορώ να σου πω όμως ότι εκείνο για το οποίο έχω “κατηγορηθεί” είναι ότι γράφω καλά ζεϊμπέκικα, που θεωρείται ένα αντρικό στοιχείο. Θέλω να πω με αυτό ότι δεν υπάρχει διαφορά στην αίσθηση της στιγμής που εισπράττει η ψυχή αλλά ίσως στον τρόπο που εισπράττει, αρκεί βέβαια να γνωρίζεις τη πραγματικά εκφράζει το ζεϊμπέκικο στην ψυχή του λαού μας. Νομίζω πως γενικά η γυναίκα έχει κάποιες αισθήσεις πιο οξυμένες από έναν άντρα αλλά αυτό δε σημαίνει ότι οι άνδρες που διαλέγουν τον δρόμο της δημιουργίας δεν καλλιεργούν και εκφράζουν αυτή τους την πλευρά .
Α. Κοκκίνου: Πώς αισθάνθηκες όταν πρωτάκουσες έργο σου να παίζεται από συμφωνική ορχήστρα;
Π. Λυκούδη: Όταν άκουσα τα πρώτα οκτώ μέτρα, μέχρι να μπω μέσα σε αυτό, το συναίσθημα ήταν συγκλονιστικό, σαν να πάγωσε ο χρόνος για μένα. Ήταν στο Μ. Μ. Αθηνών το 2009, αυτή η πρώτη μου εμπειρία. Τότε παρουσιάσθηκε για πρώτη φορά όπως σου προανέφερα το συμφωνικό έργο μου έργο «Η δίψα στο Μυστρά» υπό την διεύθυνση του Αλέξανδρου Μυράτ και την ερμηνεία του Μανώλη Μητσιά.
Το πιο σημαντικό για έναν δημιουργό είναι η καλή σχέση και επικοινωνία με τον μαέστρο. Μόνο έτσι αισθάνεσαι ασφαλής ότι αυτό που έχεις δημιουργήσει θα ζωντανέψει. Ακόμα και όταν συμμετέχεις στην συναυλία σαν μουσικός, γιατί στα έργα μου συμμετέχω έχοντας το ρόλο της πιανίστριας, θεωρώ ότι η επικοινωνία με τον μαέστρο είναι το μέσο που θα ζωντανέψει κάτι που μέχρι τότε είναι σιωπηλό και περιορισμένο στο πεντάγραμμο μιας παρτιτούρας.
Α. Κοκκίνου: Μιλώντας για την άποψη πάνω στο έργο ενός δημιουργού, ήθελα να σε ρωτήσω πώς βλέπεις τη μόδα των διασκευών.
Π. Λυκούδη: Η διασκευή είναι κάτι που θέλει πάρα πολλή προσοχή. Δεν μπορεί ο καθένας να παίρνει ένα κομμάτι το οποίο ο δημιουργός έφτιαξε με ορισμένο τρόπο σε μια χρονική στιγμή. Ας φτιάξει κάτι άλλο. Δεν βλέπω το λόγο γιατί μια μελωδία που δημιουργήθηκε π.χ. το 1959 να πρέπει να ακουστεί το 2014 με έναν άλλο τρόπο. Στην πραγματικότητα “κλέβεις” την αρχική ιδέα ενός ανθρώπου και την βάζεις σε ένα άλλο κάδρο. Εκείνος την έφτιαξε για αυτό το κάδρο.
Μπορεί να διαφωνούν πολλοί μαζί μου αλλά είναι ελάχιστες οι διασκευές που έχω ακούσει και με ικανοποιούν. Θεωρώ βέβαια δύσκολο ακροατή τον εαυτό μου. Είναι κάτι που θέλει πολύ σεβασμό, μουσικολογική ανάλυση και προσπάθεια εμβάθυνσης στην ιδιοσυγκρασία του δημιουργού. Αν τα κάνει κανείς όλα αυτά θα είναι ενδιαφέρον να ακούσω το αποτέλεσμα. Αν όμως απλώς έχεις βάλει σε ένα αργό κομμάτι beat και γίνεται “μπιτάτο”, όπως έχω ακούσει την έκφραση, τότε του παίρνεις την ψυχή και μαζί και την ψυχή αυτού που το έγραψε. Μήπως σήμερα είναι μία εύκολη και φτηνή λύση για να διασκεδαστεί η κούραση από τα ίδια και τα ίδια ακούσματα, ή οδηγεί στη λύση αυτή η σημερινή υποτιθέμενη δημιουργική στειρότητα;
Α. Κοκκίνου: Αυτά είναι θέματα κακού γούστου και εκμετάλλευσης γνωστών μελωδιών στο πλαίσιο της αρπαχτής. Η καλλιτεχνική ματιά συνήθως πάει πιο πίσω.
Π. Λυκούδη: Αλλά και οι καλές προσπάθειες χάνονται μέσα σε αυτή την αντιμετώπιση.
Α. Κοκκίνου: Έχεις παρουσιάσει έργα σε ποικίλους χώρους, από μικρές μουσικές σκηνές, μέχρι μεγάλες αίθουσες όπως το Μέγαρο Μουσικής, το ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, το ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης που προαναφέρθηκε κλπ. Ποιά είναι η διαφορά της εμπειρίας του μικρού χώρου και του μικρού συνόλου από αυτή της συμφωνικής ορχήστρας και της μεγάλης αίθουσας;
Π. Λυκούδη: Κατ' αρχήν για να παιχτεί ένα κομμάτι από μεγάλη ορχήστρα πρέπει να υπάρχει λόγος. Δεν είναι δυνατόν, για παράδειγμα, ένα κομμάτι που παίζεται πολύ όμορφα με μια κιθάρα να το βάζεις να παιχτεί με ορχήστρα μόνο και μόνο για να πεις ότι το έκανες.
Με τα μικρότερα σχήματα έχω καλύτερη επαφή με τους μουσικούς και αυτό βοηθάει στο να λειτουργώ καλλίτερα. Όταν παίζω με μια ορχήστρα αναγκαστικά περιορίζομαι από τον ρόλο του πιανίστα.
Α. Κοκκίνου: Έχεις σκεφτεί κάποια στιγμή να αποκτήσεις και την ιδιότητα του μαέστρου;
Π. Λυκούδη: Είναι μία σκέψη που με έχει κατά καιρούς απασχολήσει αν δηλαδή θα έπρεπε να το προσπαθήσω ή όχι. Το έχω σκεφτεί τις στιγμές που αισθάνομαι περιορισμένη στο ρόλο του πιανίστα όταν παρουσιάζεται ένα έργο μου από την ορχήστρα. Θα μπορούσα να διευθύνω από τη θέση του μαέστρου τα δικά μου έργα, όχι όμως οτιδήποτε άλλο. Είναι κάτι που δεν έχει λόγο να συμβεί Ωστόσο δεν το αποκλείω. Προς το παρών προτιμώ, θεωρώ περισσότερο σωστό, να συνεργάζομαι με καλούς μαέστρους με τους οποίους να υπάρχει επικοινωνία. Είναι για μένα εξαιρετικά σημαντική και καταλυτική για την παρουσίαση της δουλειάς μου η ποιότητα της επικοινωνίας που χαρακτηρίζει τους ανθρώπους με τους οποίους συνεργάζομαι ή θα πρέπει να συνεργάζομαι.
Υπάρχουν μαέστροι συγκλονιστικοί. Αν προσπαθήσω να τους βρω, το ταξίδι θα είναι πιο ενδιαφέρον από το να προσπαθήσω να τους αντικαταστήσω. Με ενδιαφέρει να κάνω αυτό που βγαίνει απ' την ψυχή μου όσο γίνεται καλύτερα και να συνεργαστώ με καλούς και αξιόλογους συνεργάτες που να είναι πρώτα άνθρωποι. Αυτή η διαδικασία μου αρέσει, παρόλο που έχει τις δυσκολίες της.
Α. Κοκκίνου: Θεωρείς ότι η μουσική είναι τρόπος ζωής;
Π. Λυκούδη: Για μένα η μουσική είναι το μονοπάτι που διάλεξα για να πορευτώ στη ζωή μου. Δεν ¨κάνω¨ τη ζωή μου και παράλληλα τη μουσική. Καμιά φορά με ρωτούν πώς τα προλαβαίνεις και δεν καταλαβαίνω την ερώτηση. Αυτή είναι η ζωή μου, τι να απαντήσω; Πώς προλαβαίνω να ζω;
Α. Κοκκίνου: Σε σχέση λοιπόν με τις εμπειρίες ζωής που έχουν προκύψει από τη μουσική, ήθελα να σε ρωτήσω για την εμπειρία σου από τις συναυλίες του εξωτερικού.
Π. Λυκούδη: Οι εμπειρίες από τις συναυλίες στο εξωτερικό είναι πολύ δυνατές. Πριν το ζήσω δεν το πίστευα. Στο Βελιγράδι ήταν τέτοιο το συναίσθημα και η φόρτιση που τα θυμάμαι έντονα. Ακόμα κρατάω επαφή με ανθρώπους που ήταν σε εκείνη τη συναυλία. Στο θέμα της επικοινωνίας έχω ευαισθησία που καμιά φορά μπορεί να μου κοστίσει στην ισορροπία μου. Την επικοινωνία με το κοινό την νιώθω έντονα. Είναι ένα ακόμα στοιχείο που εισχωρεί μέσα στην διαδικασία της συναυλίας και την κάνει πιο ζωντανή ή όχι.
Α. Κοκκίνου: Πότε έγινε η συναυλία στο Βελιγράδι, και ποίες οι εντυπώσεις σου από τις άλλες στο εξωτερικό;
Π. Λυκούδη: 1η Μαΐου του 2007, σε έναν όμορφο χώρο που είχε παρουσιάσει τα έργα του ο π. Σταμάτης Σκλήρης σπουδαίος αγιογράφος και πραγματικά αξιόλογος και πνευματικός άνθρωπος. Σε αυτήν την εξαιρετική βραδιά ερμήνευσαν ο Αλέξανδρος Χατζής και η Αμέρισσα Φτούλη.
Πολύ πιο πριν τον Απρίλιο του 1992 είχα πάει στη Σουηδία, καλεσμένη από το Ελληνικό προξενείο όπου έπαιξα μόνη μου στο πιάνο έργα δικά μου και άλλων συνθετών. Οι άνθρωποι εκεί της ξενιτιάς με αγκάλιασαν με ένα εξαιρετικό τρόπο. Ένιωσα οικογένεια, ένιωσα ότι πρόσφερα κάτι πολύ ουσιαστικό εκείνη τη στιγμή.
Εξαιρετικά σημαντική για μένα και τους άλλους συντελεστές ήταν η συναυλία που δόθηκε στο Σισμανόγλειο μέγαρο της Κωνσταντινούπολης, παρουσία του Οικουμενικού Πατριάρχη, υπό την αιγίδα του εκεί Ελληνικού προξενείου για τα 50 χρόνια της εκκλησιαστικής διακονίας και τα 20 χρόνια της Οικουμενικής ποιμαντορίας του. Η συναυλία δόθηκε σε μία σημαντική ημερομηνία για το Οικουμενικό Πατριαρχείο στις 29 Νοεμβρίου, παραμονή της θρονικής εορτής, το 2011.
Συγκλονιστικές ήταν οι εντυπώσεις από το ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη, την υποδοχή μας στον Φανάρι από τον Οικουμενικό Πατριάρχη και τις ενθουσιώδεις αντιδράσεις του κοινού.
Τα τραγούδια του ταξιδιού «των Ελλήνων ποιητών στην Κωνσταντινούπολη με μουσική της Πηγής Λυκούδη» ερμήνευσαν η Ρίτα Αντωνοπούλου, ο Νίκος Καρακαλπάκης και ο Δημήτρης Κάσσαρης.
Με εντυπωσιακό επίσης ενθουσιασμό και ευπρόσδεκτες ικανοποιητικές και συγκινητικές αντιδράσεις του κοινού έκλεισε και η συναυλία που έγινε στις Βρυξέλλες τον Μάρτιο του 2013 με την ενότητα των τραγουδιών «Ας τραγουδήσουμε και πάλι». Ήταν η πρώτη φορά που είχαν μελοποιηθεί και ακουγόντουσαν ποιήματα του Γιωσέφ Ελιγιά. Τα τραγούδια ερμήνευσαν εξαιρετικη Γεωργία Βεληβασάκη και ο Πάνος Λαμπρίδης.
Από όλες τις συναυλίες του εξωτερικού γέμισα με συναισθήματα που με ακολουθούν και με προτρέπουν να ταξιδέψω τη δουλεία μου στο εξωτερικό.
Η Ελλάδα, που τη λατρεύω, είναι πολύ αρτηριοσκληρωτική στο να αγκαλιάσει προσπάθειες και καινούργιες δουλειές. Θα τολμούσα να πω ότι αβασάνιστα, ίσως και για λόγους σκοπιμότητας, τις απαξιώνει.
Ζητείται η … έξωθεν καλή μαρτυρία που βοηθάει το σύστημα και λιγοστεύει το κόστος κάθε προσπάθειας.
Α. Κοκκίνου: Πέρα από την ελληνική πραγματικότητα θέλω να σε ρωτήσω πώς βλέπεις τη δυναμική της τέχνης σήμερα. Πιστεύεις πως έχει δύναμη δημιουργίας σήμερα η ανθρώπινη σκέψη;
Π. Λυκούδη: Αλλοίμονο αν θα ήταν διαφορετικά. Στις μέρες μας θεωρώ ότι η δημιουργία είναι η πιο υγιής αντίδραση, δράση και στάση απέναντι σε ότι παράλογο συμβαίνει. Θεωρώ ότι υπάρχουν πολλές πρωτοποριακές κινήσεις που περιμένουμε να δούμε κατά πόσο θα γίνουν αποδεκτές από τη συνυφασμένη με τη διάνοια αισθητική των ανθρώπων. Δεν αγνοώ τον απλό ακροατή, τον εμπιστεύομαι. Όταν αυτός αποδεχθεί κάτι, αυτό το κάτι θα έχει λόγο ύπαρξης. Το σημαντικό είναι να συνειδητοποιήσουμε πως ό,τι κάνουμε δημιουργεί συνειδήσεις. Πρέπει η Τέχνη να τις αφυπνίζει και όχι να της εφησυχάζει.
Α. Κοκκίνου: Δυστυχώς, όμως, ο σημερινός ακροατής δέχεται μεγάλο αποπροσανατολισμό σε σχέση με το παρελθόν λόγω ΜΜΕ
Π. Λυκούδη: Αυτό είναι μια μεγάλη δυσκολία αλλά νομίζω ότι οι πρωτοποριακές, οι νέες κινήσεις, από συνθέτες που μπορεί να μην είναι γνωστοί, και δεν φαίνονται δημιουργούν μία τάση αλλαγής κάποιων πραγμάτων.
Πιστεύω ότι σε ότι αφορά τα ένστικτά μας από την εποχή των σπηλαίων, οι άνθρωποι δεν έχουμε προχωρήσει πάρα πολύ. Απλά βάλαμε ρούχα. Παρόλο που βγαίνει στην επιφάνεια η άγρια πλευρά των ενστίκτων μας, που λίγο ή πολύ όλοι αντιλαμβανόμαστε, νομίζουμε ότι ενυπάρχει πολιτισμός επειδή ντυθήκαμε ωραία. Αυτός είναι ένας εξωτερικός, πλασματικός πολιτισμός που δεν εξελίσσει την ψυχή. Άρα, όταν η ψυχή επικοινωνήσει τις γνωστικές ηθικές αλλά και αισθητικές αξίες της με την ανθρώπινη ύπαρξη τότε θα υπάρξει ουσιαστικός τρόπος αλλαγής στην τέχνη.
Όλα τα άλλα τα θεωρώ επιτυχημένες ή μη πειραματικές προσπάθειες.
Στη ζωγραφική ας πούμε, ο Ελ Γκρέκο είναι ένας καλλιτέχνης του οποίου τα έργα με αλλάζουν όταν τα δω. Ξεφεύγει από το απλό “Μ’ αρέσει, δε μ' αρέσει”, μπαίνει στο πετσί μου. Εκεί συντελείται μία ακόμα επικοινωνία της ψυχής με την τέχνη.
Θεωρώ ότι το κίνημα που θα αλλάξει τα πράγματα θα είναι εκείνο το οποίο θα επιτρέψει στην ψυχή να εκφράσει μία ακόμα ιδιότητα της που δεν γνωρίζουμε. Η επικοινωνία αυτή της τέχνης με άγνωστες ακόμα ιδιότητες της ψυχής θεωρώ ότι δεν έχει ακόμα επιτελεστεί.
Α. Κοκκίνου: Εκτός από την μουσική σου δραστηριότητα διατηρείς και κάποιο καλλιτεχνικό χώρο, την Galerie Δημιουργών. Μίλησέ μας για όσα συμβαίνουν εδώ και για το όραμά σου σχετικά με αυτή.
Π. Λυκούδη: Αυτός ο χώρος δημιουργήθηκε με πολύ αγάπη και μεράκι στην Ν.Κηφισιά πριν ένα εξάμηνο περίπου μαζί με τον σύζυγο μου τον Τάσο Ιωάννου. Νομίζω ότι ήταν ένας κοινός στόχος. Εκείνος μπορεί να μην ασχολείται με τη μουσική εξειδικευμένα αλλά αγαπάει πολύ την τέχνη και την επικοινωνία με τους ανθρώπους. Έτσι στον χώρο μας αυτό αισθανόμαστε όμορφα και δημιουργικά. Και έτσι θέλουμε να νιώθει όποιος μπει σε αυτόν είτε σαν καλλιτέχνης που θα παρουσιάσει την δουλειά του είτε σαν ακροατής ή θεατής. Ο χώρος μας εγκαινιάστηκε από τον κ. Μάνο Ελευθερίου και μετά ήρθαν αξιόλογοι καλλιτέχνες που τον ζέσταναν με την παρουσία τους. Φέτος διανύεται τη δεύτερή χρονιά. Θα θέλαμε να στηρίξουμε προσπάθειες αξιόλογες ανθρώπων που τολμούν να υπογράφουν αυτό που κάνουν. Το θεωρώ πολύ σημαντικό αυτό.
Α. Κοκκίνου: Τι εννοείς λέγοντας “υπογράφουν”;
Π. Λυκούδη: Να τολμούν να το βγάλουν στο φως και να δεχτούν, να αποδεχθούν τη σχέση που δημιουργείται με το κοινό, όλη αυτή την επικοινωνία του “περνάει, δεν περνάει”. Με ενδιαφέρουν οι άνθρωποι που δεν σταματούν να ψάχνουν. Να ψάχνουν την αλήθεια μέσα τους και στην τέχνη τους.
Α. Κοκκίνου: Η έννοια της υπογραφής του έργου, όπως την έθεσες σημαίνει και αποδοχή της κριτικής.
Π. Λυκούδη: Δεν μου αρέσει καθόλου η κριτική στην τέχνη και ειδικά από τους «ειδήμονες». Συχνά απουσιάζει η αντικειμενικότητα και πρωταγωνιστεί ο εγωκεντρικός υποκειμενισμός. Πολλές φορές είναι μια στείρα κριτική. Πιστεύω πως πρέπει να έχεις μεγάλη γνώση και εμπειρία για να κρίνεις το έργο ενός ανθρώπου.
Προφανώς μπορείς να πεις “Μ’ αρέσει, δε μ’ αρέσει”, αλλά δεν είναι σωστό να το κατακρίνεις και να το επικρίνεις. Πρέπει να έχεις κάνει εξαιρετικά σοβαρή δουλειά και μελέτη για να φτάσεις σε συμπεράσματα. Και αυτή την παιδεία την κατέχουν για μένα ελάχιστοι άνθρωποι. Αυτοί που μιλούν πολύ και έχουν γνώμη για όλα είναι απλά γραφικοί αν όχι επικίνδυνοι.
Για το λόγο αυτό θεωρώ ότι έχει σημασία να έχεις το θάρρος να πεις: “Λέγομαι τάδε και αυτό είναι το έργο μου”. Ακόμα κι αν η κριτική δεν είναι καλή, εσύ το υπογράφεις γιατί είναι αληθινό, βίωμά σου.
Είμαστε ανοιχτοί σε τέτοιες προσπάθειες που έχουν αυτά τα στοιχεία. Νομίζω ότι ο κόσμος μπορεί να νιώσει την αλήθεια και να εκπαιδευτεί.
Α. Κοκκίνου: Όχι με τη δασκαλίστικη έννοια, φαντάζομαι.
Π. Λυκούδη: Όχι βέβαια, αλλά με την έννοια της αγωγής της ψυχής, λειτουργία της διάνοιας και τη γνωριμία των ακροατών με ακούσματα που δεν έχουν ακούσει.
Α. Κοκκίνου: Αυτή η έννοια της ψυχικής εκπαίδευσης έχει, δυστυχώς, διαστρεβλωθεί πάρα πολύ. Ο κύριος τρόπος εκπαίδευσης πλέον περνάει μέσα από την τηλεοπτική αισθητική.
Π. Λυκούδη: Η άποψη μου για την τηλεοπτική αισθητική λέει πως αν σεβόμαστε τον εαυτό μας πρέπει να κλείσουμε την συσκευή. ΟΛΟΙ. Μόνο έτσι θα καταλάβουν ότι αυτό που προσπαθούν να περάσουν δεν έχει αποδέκτες. Ίσως έτσι να υπάρξει η δυνατότητα να αναπτυχθεί μία πιο υγιής αισθητική και πιο κοντά στην αλήθεια της ανθρώπινης ύπαρξης.
Μόνο ο όρος που ανέφερες ψυχική εκπαίδευση αρκεί για να καταλάβουμε ότι ένας χώρος οφείλει να επιτρέπει να ακουστούν καινούργια πράγματα. Με αυτή την έννοια εκπαιδεύεται ο ακροατής, έτσι ώστε τη δεύτερη φορά που θα συναντήσει το καινούργιο, θα του είναι πιο οικείο. Όσο πιο οικείο είναι κάτι τόσο ευκολότερα μπορούμε να σταθούμε απέναντί του, να μη μας είναι τόσο ξένο. Το τελείως ξένο δημιουργεί αρχικά μία αντίδραση που δεν μπορεί να ξεπεραστεί αμέσως αλλά δίνοντας του χώρο να ακούγεται αρχίζει και γίνεται πιο δικό μας. Και βέβαια αντέχει μόνο αν έχει αξία.
Α. Κοκκίνου: Μιλώντας για την περιπέτεια της ψυχής μέσα από την τέχνη, θα ήθελα να καταλήξουμε -τι καλύτερο- στο Γιάννη Ρίτσο και την συναυλία της 24ης Σεπτεμβρίου στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο με τίτλο “Μουσικοί και Ποιητικοί διάλογοι” που στο πρόγραμμά της περιλαμβάνεται το συμφωνικό σου έργο «Η δίψα στον Μυστρά».
Π. Λυκούδη: Η εορταστική αυτή συναυλία που έχει τεθεί υπό την αιγίδα του Παναγιότατου Οικουμενικού Πατριάρχη κ.κ Βαρθολομαίου οργανώνεται από την Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου Αθηναίων σε συνεργασία με το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο στα πλαίσια του εορτασμού για τα 100 χρόνια από την ίδρυσή του.
Θα ακουστούν έργα των: Gustav Mahler, Ελευθέριου Καλκάνη, Claude Debussy,Gabriel Fauré και το μελοποιημένο από εμένα έργο του Γιάννη Ρίτσου «Η Δίψα στο Μυστρά» όπως προανέφερες.
Είναι ένα ποίημα γεμάτο από αλήθειες, αβίαστα θα μπορούσες να το χαρακτηρίσεις επίκαιρο που γράφτηκε στον Μυστρά τον Ιούνιο του 1954, σε μία καλή ας πούμε περίοδο της ζωής του.
Η μελοποίηση του έγινε και η αιτία για την πρώτη φιλολογική του ανάλυση.
Τη Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου Αθηναίων διευθύνει ο Ελευθέριος Καλκάνης. Τραγουδά και απαγγέλει ο Σπύρος Κλείσσας και συμπράττω στο πιάνο.
Κλείνοντας, ευχαριστώ την Πηγή Λυκούδη για τη συνέντευξη-κατάθεση ψυχής.
09/2014 Αρετή Κοκκίνου