«Δεν έκανα ποτέ καμία συνειδητή προσπάθεια για να γράψω "σκληρά", ζοφερά ή οτιδήποτε άλλο μου καταλογίζουν. Αυτό που πάντα επιζητώ είναι η γραφή του κεντρικού μου χαρακτήρα, δίχως να ξεχνώ ποτέ πως ο άνθρωπος των χωραφιών, των δρόμων, των μπαρ και των καταγωγίων διαθέτει έναν λόγο γεμάτο ζωντάνια, μια ζωντάνια που ξεπερνά οτιδήποτε θα μπορούσα να επινοήσω. Και πως, αν επιμείνουμε σε αυτή την κληρονομιά, θα μπορούμε πάντα να αγγίζουμε το μέγιστο της αποτελεσματικότητας με πολύ λίγη προσπάθεια». Λόγια του Τζέιμς Μ. Κέιν, συγγραφέα του «Ο ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δύο φορές».
Αλήθεια, τι στο καλό σημαίνει «Ο ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δύο φορές»; Υπάρχει κανένας ταχυδρόμος στο μυθιστόρημα του Κέιν; Και, αν υπάρχει, από πού κι ως πού χτυπάει «πάντα» δύο φορές; Έχουν γραφτεί ποταμοί κειμένων για τον συμβολισμό του τίτλου, η αλήθεια πίσω απ' αυτόν είναι όμως κάπως πιο άχαρη: Σε μια κουβέντα του Κέιν με τον σεναριογράφο Βίνσεντ Λόρενς, ο τελευταίος του μίλησε για την αγωνιώδη περίοδο αναμονής που ακολουθεί την υποβολή ενός σεναρίου έως την ανακοίνωση της έγκρισής του από τον παραγωγό - που εκείνα τα χρόνια ερχόταν... με τον ταχυδρόμο, τον οποίο και αναγνώριζε από το χτύπημα του κουδουνιού που ήταν πάντοτε διπλό. Ο Κέιν έγραψε αμέσως τη φράση «Ο ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δύο φορές» στο σημειωματάριό του, και αργότερα σκέφτηκε πως θα μπορούσε να τη χρησιμοποιήσει ως τίτλο για το τελευταίο του δημιούργημα, σχηματικά αναφερόμενος στον Θεό που στο τέλος τιμωρεί τον ήρωα.
Βρισκόμαστε στην Αμερική του Μεσοπολέμου. Εκεί, ένας περιπλανώμενος άνεργος, ο Φρανκ, αναζητεί εργασία και τη βρίσκει στη δούλεψη ενός Έλληνα μετανάστη, παντρεμένου με μια αισθησιακή νεαρή γυναίκα. Εκείνος κι εκείνη θα ερωτευθούν παθιασμένα και θα συνωμοτήσουν για να απελευθερωθεί η σύζυγος από τον ανέραστο γάμο της, καταλήγοντας φυσικά στο έγκλημα.
Ήταν τέτοια η σαρωτική επίδραση του βιβλίου, τέτοια η αφηγηματική του δύναμη, που μεταφέρθηκε επτά φορές στον κινηματογράφο, δύο στο θέατρο και μία ως... όπερα. Πολλές από αυτές τις μεταφορές ήταν αρκετά αξιόλογες: η πρώτη, με τίτλο «Η τελευταία στροφή», γυρίστηκε στη Γαλλία το 1939 με πρωταγωνιστή τον Μισέλ Σιμόν και έμεινε στην ιστορία ως μία από τις πιο πιστές· η δεύτερη με τίτλο «Διαβολικοί εραστές» έφερε την υπογραφή του μεγάλου Λουκίνο Βισκόντι που τη γύρισε το 1942, εξοργίζοντας την Καθολική Εκκλησία αλλά και τη φασιστική εξουσία (πήγαιναν μαζί αυτά τα δύο) που εξαφάνισε το φιλμ για πολλά χρόνια - μάλιστα οι αφηνιασμένοι προστάτες της ηθικής κατέστρεψαν το αρνητικό του φιλμ, ο Βισκόντι όμως κατόρθωσε να διαφυλάξει ένα αντίγραφο για προσωπική του χρήση. Όλες οι κυκλοφορίες του φιλμ που ακολούθησαν προέκυψαν από αυτό.
Στην Αμερική το βιβλίο έγινε ταινία μόλις το 1946, με πρωταγωνιστές τους Λάνα Τάρνερ και Τζον Γκάρφιλντ. Θα περνούσαν πολλά χρόνια έως την τέταρτη, αυτήν του Μπομπ Ράφελσον, μόλις το 1981. Θα ακολουθούσαν το Ουγγρικό «Szenvedély» το 1998, το γερμανικό «Jerichow» του εγκληματικά υπερεκτιμημένου Κρίστιαν Πέτζολντ και μια ελληνική εκδοχή, ο εξαίσιος «Μαχαιροβγάλτης» του Γιάννη Οικονομίδη (που δίχως να είναι ακριβής μεταφορά, είναι ξεκάθαρα εμπνευσμένη από τον μύθο του Τζέιμς Μ. Κέιν). Ας μείνουμε όμως στο 1981. Ο Τζακ Νίκολσον και ο σκηνοθέτης Μπομπ Ράφελσον αναζητούν ιδέες για την επερχόμενη τέταρτη συνεργασία τους. Έχουν προηγηθεί τρεις εξαίσιες ταινίες, το «Head», το «Πέντε εύκολα κομμάτια» και ο «Βασιλιάς του Μάρβιν Γκάρντενς», ταινίες θρυλικές τόσο για το αμερικανικό σινεμά όσο και για τον ίδιο τον Νίκολσον που εξέλιξε τη φιλμική του περσόνα (και) μέσα από αυτές. Όπως αντιλαμβάνεστε, πολλοί περίμεναν αυτή την τέταρτη συνάντησή τους (θα ακολουθήσουν μάλιστα άλλες δύο: το μέτριο «Ο προστάτης» του 1992 και το συμπαθές «Αίμα και κρασί» του 1996). Τελικά, μπορεί η κατά Ράφελσον εκδοχή του «Ταχυδρόμου» να μην είναι η κορυφαία (αν και παραμένει άδικη η επίθεση που δέχτηκε από την κριτική μετά την εκτός συναγωνισμού προβολή της στο Φεστιβάλ των Καννών εκείνη τη χρονιά), διαθέτει όμως το πιο παθιασμένο φιλμικό ζευγάρι απ' όλες: Τζακ Νίκολσον και Τζέσικα Λανγκ. Το παιχνίδι μεταξύ τους γεμάτο ηλεκτρισμό («Ελληνίδα είσαι;» τη ρωτά - «Γιατί, μοιάζω Ελληνίδα;» του λέει κοροϊδευτικά). Ώσπου αυτός τη στριμώχνει στην κουζίνα του Έλληνα συζύγου, υποψήφιου κερατά και εστιάτορα, την ώρα που εκείνη ζυμώνει ψωμί. Της ορμάει και αυτή τον απωθεί. Κοντοστέκεται για λίγο. Και αφού με μια κίνηση αδειάζει το τραπέζι, του λέει το αμίμητο: «Come on, then». Σαν να του λέει, στα ελληνικά: «Έλα, για να σε δω!». Και αυτός έρχεται. Το βίαιο σμίξιμό τους που περνά στην οθόνη, καθώς οι δύο πανέμορφοι και εμφανώς παθιασμένοι ηθοποιοί ερωτοτροπούν πάνω στο αλευρωμένο τραπέζι, αποτελεί μέχρι σήμερα σημείο αναφοράς του κινηματογραφικού ερωτισμού. Κατ' αρχάς, τι ιδέα κι αυτή! Ένα τόσο μουντό, «καθημερινό» και άχαρο σκηνικό: μια ακατάστατη κουζίνα! Και, το κυριότερο, οι δύο πρωταγωνιστές μοιάζουν να απολαμβάνουν «ανησυχητικά» την ερωτική τους συνεύρεση, τόσο που μοιάζει αληθινή. Και η αλήθεια είναι ότι πολλοί θεατές εκείνα τα χρόνια θεώρησαν πως ο Τζακ Νίκολσον και η Τζέσικα Λανγκ κάνουν όντως έρωτα μπροστά στην κάμερα. Οι συνθήκες των γυρισμάτων της συγκεκριμένης σκηνής βοήθησαν ακόμη περισσότερο τη φημολογία, καθώς παρόντες στο σετ ήταν μονάχα οι δύο ηθοποιοί, ο σκηνοθέτης Μπομπ Ράφελσον και ο διευθυντής φωτογραφίας Σβεν Νίκβιστ, διάσημος για τη δουλειά του στις ταινίες του Ινγκμαρ Μπέργκμαν (και μετέπειτα του Γούντι Αλεν) - όλοι οι υπόλοιποι τεχνικοί (μιλάμε για δεκάδες άτομα) πήραν «ανεπίσημα» ρεπό κατ' εντολή του Ράφελσον. Η έκφραση της Λανγκ, η πυγμή του Νίκολσον, η γλώσσα των σωμάτων τους, ο ιδρώτας, το... αλεύρι φέρνουν τη σκηνή σχεδόν στα όρια του hard core.
tanea.gr
ΕΙΣΟΔΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗ
- Saturday 20/07 at 9 PM – 11 PM
https://www.facebook.com/events/367979420532042/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου