Από τον Δήμο Μαρουδή
Οι προσωκρατικοί: Οι μαρτυρίες και τα αποσπάσματα
Diels, W. Kranz
Η φύση της πραγματικότητας
Είναι δυνατόν να δούμε τον Κόσμο ως ένα αέναο «φύεσθαι». Ως μια αέναη γέννηση φυσικών, αλλά και ιστορικών συμβάντων από το μηδέν. Τα φυσικά συμβάντα -όσον αφορά τον φυσικό κόσμο- και τα ιστορικά συμβάντα -όσον αφορά την κοινωνία- αναδύονται αέναα από το μη Ον, για να καταλήξουν πάλι σ' αυτό. Ο Κόσμος είναι μια αέναη γένεση, που ακολουθείται από αλλεπάλληλους αφανισμούς· ένα «φύεσθαι», σε συνδυασμό με ένα «φθίνειν».
Από τούτο το φύεσθαι δεν εξαιρείται τίποτα· οι γαλαξίες και τα ουράνια σώματα εμπλέκονται σ' αυτή την αδυσώπητη διαλεκτική, αλλά και αυτό το ίδιο το Υπέρτατο Ον -αν θέλουμε και μπορούμε να μιλήσουμε για Θεό- υπάγονται στον υπέρτατο νόμο του αενάως φύεσθαι.
Τούτος ο Κόσμος είναι, ώς έναν βαθμό μόνον, κατανοητός από τον άνθρωπο· στις φυσικές επιστήμες αυξάνουν ολοένα η γνώση και η κατανόηση της πραγματικότητας, μαζί μ' αυτές, όμως, αυξάνουν και τα προς επίλυσιν προβλήματα και κατά μία έννοια αυξάνει και η άγνοιά μας. Το γεγονός αυτό, φυσικά, δεν πρέπει να μας κάνει να πιστεύουμε πως ζούμε σ' έναν «μαγικό» Κόσμο, όπως θεωρούνταν σε άλλες εποχές, και ν' αποδώσουμε την κοσμική δυναμική στην επενέργεια ανεξήγητων και υπερφυσικών παραμέτρων. Θα λέγαμε, όμως, πως η πραγματικότητα έχει αναμφισβήτητα και μια «μυστική διάσταση». Δεν εξηγούνται όλα τα φαινόμενα με τον ορθό Λόγο -βλέπε παραψυχολογικά φαινόμενα-, αν και ο ορθός Λόγος, με την πιο, κατά το δυνατόν, διευρυμένη του έννοια πρέπει να είναι το πρίσμα, μέσα από το οποίο προσεγγίζουμε ακόμα και τον χώρο του άρρητου και του απρόσιτου. Το υπόρρητο στη δυτική μεταφυσική παράδοση, ανορθολογικό στοιχείο, παρεμβαίνει δραστικά στην επιστημονικά και ορθολογικά ορίσιμη πραγματικότητα, μέσα στην οποία ορίζει τον χώρο του απροσπέλαστου και του ακατανόητου.
Οσον αφορά την ανθρώπινη ψυχή, ακόμα και μετά τις ριζικά καινοτόμους προσπάθειες του Φρόιντ, του Γιουνγκ και του Λακάν, δύσκολα μπορούμε να ισχυριστούμε πως το ασύλληπτο βάθος της ανθρώπινης ψυχής έχει κατανοηθεί και εξιχνιαστεί. Πιστεύουμε πως για πολλούς λόγους είναι πρόσφορο να μιλήσουμε για το «μη Ον» σαν να 'ταν μια περιοχή της πραγματικότητας, που μένει σταθερά και εσαεί απροσπέλαστη και αδιάγνωστη - να δούμε το απρόσιτο, το «μη Ον», σαν μια παγιωμένη οντολογικά περιοχή της πραγματικότητας, έναν χώρο μπροστά στον οποίο σταματά κάθε έννοια κατανόησης.
Ο Κόσμος εμφανίζεται στον άνθρωπο, πρώτα απ' όλα, σαν συγκροτημένο νόημα· αν μ' αυτόν τον όρο προσεγγίζουμε τη γλώσσα, και τη φιλοσοφία της γλώσσας, δεν θα περιοριστούμε σ' αυτό, αλλά θα μιλήσουμε για κοινωνικά προσδιορισμένες σημασίες. Αν ο Καστοριάδης με «το κοινωνικό φαντασιακό» μάς εισάγει σε μια συναφή προβληματική, θα προχωρήσουμε, για να δούμε τον Κόσμο ως «οικουμενικό νόημα», ως «μωσαϊκό σημασιών», που συνίσταται στην ολότητα των επί μέρους σημασιών που συνθέτουν την πραγματικότητα. Μπορούμε να μιλήσουμε επίσης για «νοηματικές παραπομπές» - σημαίνοντα που υποδεικνύουν επί μέρους νοηματικές περιοχές. Π.χ., μια πρόταση από τον Προμηθέα Δεσμώτη του Αισχύλου ή μια φράση από την 7η Συμφωνία του Μπετόβεν ή ένας πίνακας του Βελάσκεθ ή του Κλέε συνιστούν όλα τους «νοηματικές παραπομπές», παραπέμπουν σε ένα κοινωνικά (και θεσμικά, φυσικά) καθιερωμένο και αποδεκτό (λίγο ώς πολύ) νόημα. Μια φράση από μια μουσική συμφωνία δεν είναι αυτή καθεαυτήν νόημα, παραπέμπει, όμως, σαν νοηματική παραπομπή, σε κάτι που στη σκέψη του αποδέκτη επιτρέπει την κωδικοποίησή της. Κατ' αυτή την έννοια, η πρόταση «ο άνθρωπος είναι έλλογο ον» είναι μια «νοηματική παραπομπή», ένα σημαίνον, που παραπέμπει στην αντίστοιχη παράσταση και στο ανάλογο βίωμα του οποιουδήποτε ανθρώπου προσλαμβάνει και κατανοεί την εν λόγω πρόταση.
Βλέπουμε τον Κόσμο σαν την ολότητα των νοηματικών παραπομπών, αλλά και των νοημάτων, που συγκροτούνται κοινωνικά - αυτό είναι που καλούμε «μωσαϊκό σημασιών», επειδή δε τούτο το μωσαϊκό αλλάζει και εμπλουτίζεται ολοένα και περισσότερο, θα μπορούσαμε να το δούμε και ως «σημασιακό καλειδοσκόπιο». Αυτή, όμως, η νοηματική ενότητα συνιστά μονάχα την εξωτερική στιβάδα της πραγματικότητας· προχωρώντας προς το βάθος αποκαλύπτεται ολοένα και πιο ξεκάθαρα μια αυξανόμενη αταξία.
Τι, αλήθεια, είχε στον νου του ο Λεονάρντο ντα Βίντσι, όταν έλεγε: «υπάρχει ένα πρόβλημα με το "τίποτα"»; Τι είναι αυτό που μας καθηλώνει, που μας αποσβολώνει θα λέγαμε, κάθε φορά που ερχόμαστε αντιμέτωποι με δύο μείζονα θέματα: αυτό του Θεού και αυτό της Τέχνης; Τι είναι αυτό που θέλει να «μας μιλήσει» μέσα από «το πορτρέτο του Γιαν Σιξ» του Ρέμπραντ, και τι είχε στο μυαλό του ο Μάιστερ Εκχαρτ όταν μιλούσε για τη «Θεία Αβυσσο»;
Ο πυρήνας του ουσιώδους
Δεν θα 'ταν σωστό να συνδέσουμε το κομμάτι της πραγματικότητας που «μένει κρυμμένο» με αυτό που είναι «εσφαλμένο», πλάνη, στην ανθρώπινη σκέψη. Αντιθέτως, θα θέλαμε να συσχετίσουμε «το κρυμμένο» με την οξυδερκή και καίρια ματιά, κάνοντας ακόμα ένα βήμα, με το «ουσιώδες».
Από τα πρώτα κιόλας σταθερά βήματά της η σκέψη ασχολήθηκε με την έννοια του ουσιώδους, αυτού που ενοικεί στην πραγματικότητα, το οποίο κατηγοριοποίησε με την έννοια της ουσίας. Στο λεξικό βρίσκουμε: Ουσία: Το πρωταρχικό συστατικό, η φύση ενός πράγματος, το χαρακτηριστικό εκείνο που συντελεί, ώστε ένα ον να είναι αυτό που είναι και όχι κάτι άλλο, το στοιχείο εκείνο ενός πράγματος άνευ του οποίου αυτό δεν θα ήταν αυτό που είναι. (Θ. Πελεγρίνης, Λεξικό της Φιλοσοφίας, Ελληνικά Γράμματα, σ. 442). Εδώ, θα παρακάμψουμε μια κουραστική, ενδεχομένως, για τον αναγνώστη, αναδρομή στην ιστορία της φιλοσοφίας, μπροστά στην πρόταξη ενός δεδομένου: Στο σύνολό του, ο σύγχρονος επιστημονικός λόγος, είτε αυτός εξετάζει τον φυσικό κόσμο (μακρόκοσμο και μικρόκοσμο) είτε την ανθρώπινη ψυχή είτε την τεχνολογία, ομόφωνη είναι η παραδοχή των ειδικών: ολοένα και περισσότερο η πραγματικότητα μας θέτει νέα προβλήματα· αυξάνει η γνώση μας, αλλά αυξάνει και το κομμάτι που εμφανίζεται σ' εμάς ως ακατανόητο και άγνωστο. Μπροστά είτε στο φαινόμενο της Τέχνης είτε στην πραγματικότητα του Υπέρτατου όντος έκπληκτοι ανακαλύπτουμε τη χαώδη μας άγνοια. Το «μη Ον» της παραδοσιακής φιλοσοφίας ζητεί δεσπόζουσα θέση στη συγκρότηση της πραγματικότητας.
Αν από τη συνοχή του «μωσαϊκού σημασιών» προχωρήσουμε στα βαθύτερα επίπεδα -επίπεδα αύξουσας αταξίας- φτάνουμε, τελικά, στον πυρήνα «της πραγματικότητάς μας», εκεί όπου πιστεύουμε πως φωλιάζει το πλέον ουσιώδες, ο όρος sine qua non, η προϋπόθεση κάθε δυνατού νοήματος: το «μη Ον», αρνητικά προς το οποίο συγκροτείται κάθε νόημα.
Αν σε κάθε πραγματικότητα υπάρχει και ένα κρυμμένο κομμάτι, εμείς κάνουμε ακόμα ένα βήμα: το άγνωστο, το ακατανόητο, το ακατονόμαστο κομμάτι, είναι αυτός καθεαυτόν ο πυρήνας του ουσιώδους, ο όρος δίχως τον οποίο δεν συγκροτείται επιστήμη, δεν νοείται τέχνη· ο ανθρώπινος λόγος δεν συγκροτείται παρά αρνητικά ως προς το «μη εκπεφρασμένο».
Κατ' αυτήν την έννοια, μπορούμε να πούμε πως «το μη Ον» δεν συνιστά έναν μυστικό οντολογικό χώρο ή κάποιο μυστικιστικής φύσης αίτημα, αντιθέτως, προβάλλεται ως δέον του «επιστημονικώς σκέπτεσθαι», στην ουσία, ως «οντολογικό κι επιστημολογικό αίτημα»· αυτό καθεαυτόν δεν είναι τόσο ένας «χώρος» όσο παράγοντας, «αρχή». Οντας δε ο άλλος πόλος τού «φύεσθαι», παίρνει δεσπόζουσα θέση στην κοσμολογική πραγματικότητα.
Ο στοχασμός των Ελλήνων (και των Προσωκρατικών) φιλοσόφων δεν μιλά τόσο για την αρμονία και το μέτρο, ούτε για την αλήθεια ως αποκάλυψη, συνήθιζε να λέει ο Καστοριάδης, μα για το μη-νόημα και το μη-Ον· αυτή είναι, έλεγε, και η ελληνική ιδιαιτερότητα. *
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=261875
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=261875
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου