Καλοκαίρι 2025 στη Μυρτιά











Όμως η σάρκα ακόμα απαλή η συλλογή διηγημάτων της Ευανθίας Χαριτοπούλου, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ενύπνιο, όπως τιτλοφορείται και το τελευταίο διήγημα της συλλογής. Μια συλλογή που παρασύρει τον αναγνώστη σε ένα παιχνίδι αισθήσεων και απελευθέρωσης της φαντασίας.
Αφαιρετικό το έργο του εξωφύλλου του Egon Schiele με τίτλο Εραστές, αφαιρετικό και το κείμενο, που παρά τη σαφήνεια με την οποία δίνονται οι εικόνες, είναι γραμμένο με ποιητική διάθεση αν και σε πεζό λόγο, αφήνοντας τη φαντασία του αναγνώστη να συμπληρώσει τα κενά των προθέσεων. Πολλές οι ερωτικές ιστορίες που περνάνε από τις σελίδες του, για εραστές που βρέθηκαν ή χάθηκαν, αποτυπώνοντας έντονα τα συναισθήματα της κάθε συνεύρεσης.
Αυτοβιογραφικό δείχνει το πρώτο διήγημα, ξεκινώντας με την εισαγωγή της αφηγήτριας στη Νομική Σχολή Αθηνών και αναφορές στους πρώτους της εραστές, αλλά και στις φιλίες στο πλαίσιο των σπουδών. Το διήγημα καταλήγει λίγα χρόνια μετά, με το πτυχίο της Νομικής αλλά και με έναν θάνατο. Κάθε εραστής αφήνει τα χνάρια του στα χρόνια αυτά, αναμνήσεις που ανασύρονται με νοσταλγία, παρασύροντας τον αναγνώστη σε ένα ταξίδι στα νεανικά χρόνια, όπου τα αισθήματα ήταν πιο έντονα και οι χωρισμοί πιο συνηθισμένοι.
«Δεν υπάρχει κανείς που να μπαίνει στο σπίτι μου και να μη με ρωτήσει για όλα τα ετερόκλητα αντικείμενα, τα διαφορετικής αισθητικής και διακόσμησης έπιπλα, την απουσία φωτιστικών, τις κούτες». Χωρίς νόημα οι απαντήσεις που δίνει η αφηγήτρια, μέχρι που κάποιος δεν θα ζητήσει να μάθει αλλά θα προκύψει η ανάγκη να του μιλήσει για ένα κορίτσι πριν από τριάντα εφτά χρόνια. Ένα διήγημα για το πώς μπορούν να γίνουν τα λάθος πράγματα τη λάθος στιγμή, αφήνοντας πίσω τους απόγνωση, αλλά και την ελπίδα ότι όλα έχουν περιθώριο να γίνουν καλύτερα, αρκεί να μπορέσουν να δοθούν οι απαραίτητες εξηγήσεις. Εξηγήσεις που θα έπρεπε ήδη να έχουν δοθεί.
Όπως τα όνειρα δεν έχουν μια γραμμική εξέλιξη, έτσι συμβαίνει και με τα διηγήματα, όπου αρχή, μέση και τέλος θα μπορούσαν να αλλάξουν εύκολα θέσεις.
Με διαφορετικά πρωτόκολλα οι ημέρες στο επόμενο διήγημα, ένα διήγημα που μιλάει για τη μοναξιά και την απόγνωση, συναισθήματα που αναδύονται γενικά σχεδόν από κάθε διήγημα. Με θεατρικότητα δοσμένα πολλά από τα κείμενα, αποτυπώνουν τι θα μπορούσε να υπάρχει στη σκηνή όπου εξελίσσεται η ιστορία. «Στον απέναντι τοίχο βρίσκεται βιβλιοθήκη σε χρώμα γκρι ανοιχτό, ασφυκτικά γεμάτη βιβλία. Ο άντρας ανάβει επιδαπέδιο φωτιστικό μέχρις ότου η γυναίκα βρει ακριβώς τη θέση που τη βολεύει». Δεν έχει νόημα ποιος είναι ο άντρας ή η γυναίκα, καθώς η ιστορία τους επαναλαμβάνεται με μικρές αλλά σημαντικές διαφορές, ψάχνοντας το διαφορετικό στα κινητά τους τηλέφωνα.
Εικόνες λεπτομερείς, που θα βοηθούσαν να στήσει τη σκηνή ένας σκηνογράφος, οδηγίες που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν κι από τον υπεύθυνο φωτισμού μιας θεατρικής σκηνής. «Ο ήλιος χτυπάει την τζαμαρία του παραθύρου και σχηματίζει μια τριγωνική λεπίδα πάνω στο κρεβάτι, πλαταίνοντας ελαφρώς στο σημείο που είναι οι γάμπες σου. Ευθυγραμμίζεται και λεπταίνει ξανά λίγο πιο πέρα, στα γεωμετρικά σχήματα του κατωσέντονου». Διαλογικό κάποιο άλλο από τα διηγήματα, δίνει και σε μορφή τη θεατρικότητα του κειμένου, καθώς άντρας και γυναίκα προσπαθούν να βρουν το κοινό σημείο για να κουβεντιάσουν.
Αισθησιασμός, ερωτισμός διατρέχει πολλές από τις σελίδες, καθώς οι σύντροφοι αλλάζουν αλλά η ανάγκη για συντροφικότητα παραμένει ισχυρή. «Να προσέχεις με τι ανθρώπους κάνεις έρωτα, το ψυχικό ακούμπισμα είναι δύσκολη υπόθεση».
Σύγχρονα τα περισσότερα διηγήματα, ένα όμως μας μεταφέρει στο 1739 και στις άυπνες νύχτες κάποιου προσωπικού φίλου του Μπαχ, που προσπαθώντας να γεμίσει με μουσική τις νύχτες του, καταλήγουν να γεμίζουν από έναν έρωτα που δεν μπορεί να έχει ανταπόκριση.
Η αφήγηση ακολουθεί τα συναισθήματα των ηρώων, αλλάζει με άνεση φύλο, ηλικία, διάθεση από διήγημα σε διήγημα κι άλλοτε νιώθεις ότι τον ρόλο του αφηγητή έχει αναλάβει μια φοιτήτρια στον πρώτο της έρωτα, άλλοτε ο μόλις χωρισμένος άντρας, άλλοτε πηγαινοέρχεται μεταξύ ενός ζευγαριού που βιώνει μαζί τη μοναξιά. Η συγγραφέας αποδεικνύει ότι έχει τη μαεστρία να παρακολουθεί στη δική του αναζήτηση τον κάθε της ήρωα, να ακούει και να αποτυπώνει τη φωνή του. Βιβλίο καλογραμμένο, όπου η κάθε λέξη έχει λόγο που βρίσκεται εκεί, σαν τον ακριβολόγο αφηγητή στο διήγημα «Let’s kiss». «Ξημερώνει αλλά έχει πιο πολύ σκοτάδι και λιγότερο φως. Σαν να νυχτώνει (θα έλεγα αν είχα κάποιο κόλλημα να είμαι ακριβολόγος, αλλά δεν έχω)».
«Όμως η σάρκα ακόμα απαλή» το τελευταίο διήγημα, που δανείζει τον τίτλο και στη συλλογή της Ευανθίας Χαριτοπούλου, ένα διήγημα που παρά το απαισιόδοξο περιεχόμενο, δεν είναι σκοτεινό. «Όταν πεθάνω θέλω να με θυμούνται μόνη, πλήρως εγκαταλελειμμένη από όλους». Κι όμως, η αγάπη ή η υπόσχεση αυτής βρίσκεται και σε αυτό το διήγημα.
Έρωτας και μοναξιά κυριαρχούν στο βιβλίο, καθώς αποτυπώνονται καθημερινές στιγμές που μοιάζουν με όνειρα ή με εφιάλτες. Κι όπως τα όνειρα δεν έχουν μια γραμμική εξέλιξη, έτσι συμβαίνει και με τα διηγήματα, όπου αρχή, μέση και τέλος θα μπορούσαν να αλλάξουν εύκολα θέσεις.
Όμως η σάρκα ακόμα απαλή
Ευανθία Χαριτοπούλου
Ενύπνιο
162 σελ.
ISBN 978-618-5769-26-0
Τιμή €12,22
Έρικα Αθανασίου δημοσιογράφος και συγγραφέας
Για το ιστορικό, πολιτικό και δημοσιογραφικό έργο του πολυτάλαντου συγγραφέα Βασίλη Τζανακάρη έχουν μιλήσει πολλοί, πιο ειδικοί από εμένα, εγώ απλώς με τις ταπεινές μου δυνάμεις προσεγγίζω το λογοτεχνικό, σε μια προσπάθεια να φωτιστούν όλες του οι πλευρές. Τι έχουμε λοιπόν εδώ: Έχουμε ένα αφήγημα (κάτι δηλαδή λιγότερο έντεχνο, κάτι λιγότερο σύνθετο, πιο προφορικό, πιο άμεσο, πιο διαδραστικό), στο οποίο μια γυναίκα (πόρνη, εν προκειμένω) αφηγείται τη ζωή της σε κάποιον δημοσιογράφο, ο οποίος μετά τον θάνατό της θα μετατρέψει την αφήγησή της σε βιβλίο. Η αφήγηση τοποθετείται χρονικά το έτος 1963 στη Θεσσαλονίκη, χρονιά που δολοφονήθηκε από παρακρατικούς της δεξιάς ο βουλευτής και βαλκανιονίκης Γρηγόρης Λαμπράκης, τραυματίστηκε σοβαρά ο έτερος βουλευτής Τσαρουχάς, έγιναν βουλευτικές εκλογές στις οποίες επρώτευσε η Ένωση Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου, χωρίς όμως να καταφέρει την αυτοδυναμία και, τέλος, συνελήφθη ένας αθώος, ο Αριστείδης Παγκρατίδης ως ο δράκος του Σέιχ Σου. Παρότι η χρονιά (δηλαδή το 1963) είναι σχεδόν δεκαπέντε χρόνια μακριά από το 1948, που δολοφονήθηκε ο Αμερικανός δημοσιογράφος Τζορτζ Πολκ και η αστυνομία συνέλαβε αμέσως έναν άσχετο με το γεγονός, τον δημοσιογράφο Στακτόπουλο, ο επίσης δημοσιογράφος Βασίλης Τζανακάρης χωρά στο έργο του και αυτή τη δολοφονία, προσπαθώντας να εξηγήσει το ζήτημα ότι όταν η αστυνομία καταφεύγει σε τέτοιες λύσεις, βρίσκεται σε διαρκή πανικό (ας μην ξεχνάμε πως ολόκληρη η ηγεσία της ήταν αντιμέτωπη με κακουργήματα μετά τη δολοφονία Λαμπράκη από τον ανακριτή Χρήστο Σαρτζετάκη, ο οποίος δεν έδινε πουθενά συγχωροχάρτι, όσο ψηλά και αν ευρίσκετο κάποιος). Άρα, καταλήγουμε σε ένα πρώτο συμπέρασμα, ότι τόσο ο δημοσιογράφος που καταγράφει όσο και η Αμαλία που αφηγείται γνωρίζουν –πολύ καλά– πρόσωπα, πράγματα, καταστάσεις, γεγονότα, επεισόδια και ατομικά βιώματα είτε μέσα από διαβάσματα, είτε ζώντας τα. Έτσι, τόσο η αμοιβαία συμπάθεια που αναπτύσσεται όσο και το προοδευτικό χρώμα που κεντράρει στα λόγια της Αμαλίας, το σίγουρο είναι πως μιλάνε την ίδια γλώσσα, πως ο ένας συμπληρώνει τον άλλο και, τέλος, πως οι συναντήσεις τους είναι γεμάτες από απίστευτα μεγάλο ενδιαφέρον που μεταφέρεται στους αναγνώστες, οι οποίοι και παρακολουθούν με εντεινόμενη, καθώς οι σελίδες προχωρούν, προσοχή.
Επιθυμεί να μιλήσει κατευθείαν στο μυαλό και όχι στην ψυχή του αναγνώστη.
Ας δούμε τώρα την ιστορία της Αμαλίας, όπως αυτή την αφηγείται στον συνομιλητή της (θα προσπαθήσω να είμαι όσο το δυνατόν πιο λακωνικός, και για να μη χαλάσω τη μαγεία της παράθεσης αλλά και για να μην αποκαλύψω πράγματα που ο συγγραφέας τα φυλά για τον αναγνώστη του και μόνο). Σε πολύ μικρή ηλικία, λοιπόν, βιώνει τον βασανισμό και τον θάνατο των γονιών της (ο Τζανακάρης δεν φείδεται σκληρών εικόνων, προκειμένου να μας τους περιγράψει). Στη συνέχεια βρίσκει καταφύγιο στο σπίτι κάποιου συγγενή της, ο οποίος σχεδόν θα τη βιάσει, πουλιέται από εδώ και από εκεί και τελικά καταλήγει σε πορνείο στη Σμύρνη. Από εκεί με τα γεγονότα του ’22 καταλήγει στην Αθήνα, όπου μένει για λίγο, βρίσκεται στην Αλεξάνδρεια, στη συνέχεια πάλι στην Αθήνα, μέχρις ότου να φτάσει στη Θεσσαλονίκη, δουλεύοντας πάντα ως πόρνη, με τον φόβο των αφροδίσιων νοσημάτων από τα οποία πολλές φορές πάσχει μέχρι τη μάστιγα της φυματίωσης και της λέπρας, που στα χρόνια του Μεσοπολέμου θέριζαν κόσμο. Σε όλη αυτή τη θητεία της γνώρισε όλο τον υπόκοσμο (οι λέξεις που ο Τζανακάρης χρησιμοποιεί για να τους χαρακτηρίσει είναι παραστατικότατες), ερωτεύεται κάποιον που πεθαίνει από φυματίωση και κατόπιν έναν άλλον, που μετά την Κατοχή και λόγω των υπηρεσιών που προσέφερε στους Γερμανούς εκτελείται από τους Ελασίτες, και προς το τέλος υιοθετεί εφτά αγόρια (μια που η ίδια δεν έκανε δικά της παιδιά), αφού έχει πια την οικονομική άνεση. Στην Κατοχή προσπαθεί όσο μπορεί και να βοηθήσει αλλά και να σώσει κόσμο από τη γερμανική μπότα και εν κατακλείδι γίνεται, μετά το πέρας της πορείας της ως η πιο ανθρώπινη πόρνη που πέρασε ποτέ από τη Θεσσαλονίκη, καθαρίστρια. Έχοντας πει στον δημοσιογράφο ολάκερη τη ζωή της, λίγο καιρό μετά αφήνει την τελευταία της πνοή, ξεχασμένη και μόνη, μακριά απ’ τα παιδιά της και απ’ όλους. Ο συνομιλητής της είναι το μόνο πρόσωπο που βρίσκεται στο νεκροτομείο και (απ’ ό,τι συμπεραίνουμε) μεριμνά για την ταφή της (εξ ου και το «Μια πόρνη στα αζήτητα»).
Ο Τζανακάρης χρησιμοποιεί μια γλώσσα απλή, δημοσιογραφική, ευθύβολη, δεν παίρνει πολλά λογοτεχνικά ρίσκα, επιθυμεί να μιλήσει κατευθείαν στο μυαλό και όχι στην ψυχή του αναγνώστη. Ο γυναικείος αυτός μονόλογος (ένας ακόμη στους πολλούς που βλέπουν κατά καιρούς το φως της δημοσιότητας) είναι έτοιμος να ανεβεί στο θέατρο, να βρει καινούργιο κοινό, να συναρπάσει περισσότερο κόσμο. Ο δημοσιογράφος κρατά μίαν αποστασιοποιημένη στάση απέναντι στην –με θρησκευτική προσήλωση– εξομολόγηση της Αμαλίας, τη βοηθά πάντα με κάποιες ατάκες να επαναδραστηριοποιήσει τη μνήμη της. Άρα, λοιπόν, ατμόσφαιρα και ύφος, γλώσσα καθημερινή και πιστευτή, εκφορά τέλεια, με δυο λόγια ένα –όπως σωστά το προσδιορίζει ο συγγραφέας– αφήγημα που συγκινεί, που ευαισθητοποιεί, που παρέχει ενσυναίσθηση με τη βιαιότητα όσων η συγκεκριμένη γυναίκα υπέστη, τέλος, που αναβαθμίζει στα μάτια μας ένα επάγγελμα το οποίο κανείς δεν το τιμά (ως εργασία, θέλω να πω) και όλοι, από δεκαπεντάρηδες έως ηλικιωμένους, προσφεύγουν σε αυτό έχοντας πάντα την πράξη ως ντροπή.
Ο Βασίλης Τζανακάρης έχει στο ενεργητικό του ένα πολυμελές έργο, το οποίο τον καθιστά έναν συγγραφέα πολύτιμο και για τα γράμματά μας αλλά και για τις αναγνωστικές μας προτιμήσεις. Δεινός αφηγητής, επαρκής και ώριμος δημοσιογράφος, γνώστης της ιστορίας, την οποία και αναδεικνύει με όλους τους τρόπους, γίνεται ένας δημιουργός ο οποίος έχει αφήσει εδώ και χρόνια το αποτύπωμά του πάνω στη γραφή. Η Αμαλία του, βέβαια, ως το τελευταίο μέχρι στιγμής λογοτεχνικό έργο, θα έπρεπε να μπει σε όλες τις βιβλιοθήκες, κυρίως για το γεγονός ότι ένα θέμα ταμπού βρίσκει από μεριά του την ανυπόκριτη επεξεργασία του και τη σαγηνευτική του φόρτιση, με τη φιλότιμη προσπάθειά του να φανεί όσο το δυνατόν περισσότερο ανιδιοτελής απέναντι σε μια γυναίκα που του εμπιστεύεται την ψυχή της.
Αμαλία
Μια πόρνη στα αζήτητα
Βασίλης Ι. Τζανακάρης
Ελληνοεκδοτική
272 σελ.
ISBN 978-960-56-3678-4
Τιμή 15,60€
Χρίστος Παπαγεωργίου ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας
Σαράντα χρόνια μετά τη φιλολογική χαρτογράφηση του μύθου της Ελένης από τον Jean-Louis Backès (Le mythe d'Hélène, 1984)[1], ο ιστορικός και διπλωμάτης Γιώργος Γεωργής καταθέτει το δικό του νέο βιβλίο, Για την Ελένη. Από τον Όμηρο στον Σεφέρη και επέκεινα (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2025). Πρόκειται για μια σκληρόδετη έκδοση με καλαίσθητο εξώφυλλο σε σύνθεση της Κλαίρης Σταμάτη, που συνδυάζει την κλασική μορφή της Ελένης του Κανόβα με την εμβληματική της απόδοση από την Ειρήνη Παπά στις Τρωάδες. Όπως φαίνεται και από τον τίτλο, το έργο εξετάζει τη μυθική μορφή της Ελένης στην αρχαία και σύγχρονη λογοτεχνία. Σύμφωνα μάλιστα με το επιλογικό σημείωμα του συγγραφέα, το βιβλίο του Backès αποτέλεσε την αφορμή για τη συγγραφή του βιβλίου του, που τον απασχόλησε σχεδόν είκοσι χρόνια.
Τι καινούριο, λοιπόν, προσφέρει το βιβλίο του Γεωργή σε σχέση με την υποδειγματική μελέτη του Jean-Louis Backès, αλλά και την εστιασμένη εργασία του Λάμπρου Βαρελά «Ο μύθος της ωραίας Ελένης στη νεοελληνική ποίηση: Από τον Παλαμά ως τον Ρίτσο» (1899-1972)[2]; Ενώ οι προηγούμενες μελέτες διατρέχουν την τροχιά της μυθικής μορφής ως τον 20ό αιώνα, ο Γεωργής προσεγγίζει την Ελένη ως παλίμψηστο σύμβολο σε μια εντυπωσιακά ευρεία και πολυεπίπεδη λογοτεχνική διαδρομή. Με μεθοδολογία κυρίως ιστορική παρά φιλολογική, όπως ο ίδιος σημειώνει στον επίλογό του, εξετάζει τη μορφή της από τα ομηρικά έπη ως τον Σεφέρη, επεκτεινόμενος και στη λογοτεχνική παραγωγή του ελλαδικού και κυπριακού χώρου των πρώτων δεκαετιών του 21ου αιώνα. Έτσι, η δική του Ελένη αποτελεί μια λεπτομερή, τεκμηριωμένη διαδρομή στη μορφή της Ελένης μέσα από αρχαίες πηγές, βυζαντινά, μεσαιωνικά και νεότερα κείμενα και, κυρίως, στη λιγότερο προβεβλημένη αλλά εξαιρετικά γόνιμη πρόσληψή της στην κυπριακή γραμματεία. Το ενδιαφέρον του συγγραφέα εστιάζεται στη διάρκεια του μύθου και τις συμβολικές αποτυπώσεις του με βάση τα ιστορικά συμφραζόμενα, ιδίως στο τελευταίο του κεφάλαιο, που έχει και άμεση διασύνδεση με την κυπριακή ιστορία.
Το βιβλίο του Γεωργή διαρθρώνεται σε δέκα κεφάλαια, στα οποία ο συγγραφέας εστιάζει στις μεταμορφώσεις και ερμηνευτικές μετατοπίσεις της Ελένης, από τη θεϊκή και επικίνδυνη γυναίκα της αρχαιότητας έως τη στοχαστική φιγούρα της νεότερης ποίησης: «Η Ελένη του μύθου, της ομορφιάς και των παθών», «Από τη Σαπφώ στους τραγικούς», «Η Στησιχόρεια και ευριπιδική Ελένη», «Η Ελένη των ρητόρων και των σοφιστών», «Η ελληνιστική και βυζαντινή Ελένη», «Η Ελένη στο Λάτιο», «Ο μύθος και αντιμύθος στην ξένη λογοτεχνία», «Η Ελένη στη νεοελληνική ποίηση», «Η Κυπριακή Ελένη. Από τον Μιχαηλίδη στον Χαραλαμπίδη» και «Οι αφετηρίες της σεφερικής Ελένης».
Στο πρώτο κεφάλαιο, ο συγγραφέας βασιζόμενος στα Κύπρια Έπη και τη Χρηστομάθεια του Πρόκλου παρουσιάζει την Ελένη ως εμβληματική μορφή της αρχαίας μυθολογίας, με επίκεντρο τη θεϊκή καταγωγή της, την αξεπέραστη ομορφιά και την αμφιλεγόμενη ηθική της. Στον Όμηρο, η Ελένη αναγνωρίζει την ενοχή της και αυτοχαρακτηρίζεται ως «σκύλα». Ταυτόχρονα, το όνομά της, από την ετυμολογική ρίζα σελ-, τη συνδέει με το φως και το σεληνόφως, προσδίδοντάς της μια δυϊκή φύση που συνδυάζει την ενοχή με τη λαμπρότητα. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στον Ηρόδοτο, που, επηρεασμένος από τις ανατολικές αντιλήψεις, υιοθετεί την εκδοχή πως η Ελένη δεν έφθασε ποτέ στην Τροία, αλλά παρέμεινε στην Αίγυπτο υπό την προστασία του βασιλιά Πρωτέα.
Προσεγγίζει την Ελένη ως παλίμψηστο σύμβολο σε μια εντυπωσιακά ευρεία και πολυεπίπεδη λογοτεχνική διαδρομή.
Η παρουσία της Ελένης στην ποίηση της Σαπφούς, του Αλκαίου και του Πινδάρου αποτελεί το αντικείμενο εξέτασης του δεύτερου κεφαλαίου. Σε αυτούς τους ποιητές, η Ελένη διατηρεί την κεντρική θεματική υπόσταση της θρυλικής μορφής, της αιτίας πολέμου και της πηγής συμφοράς. Στην τραγωδία, η Ελένη αποκτά καταστροφική διάσταση: στον Αγαμέμνονα του Αισχύλου, η ισχύς του ονόματός της συμπυκνώνεται σε τρεις λέξεις –ελένας, έλανδρος, ελέπτολις– υποδηλώνοντας την αρνητική της επίδραση στον κόσμο των ανδρών και των πόλεων.
Στο τρίτο κεφάλαιο αναδεικνύεται η καθοριστική συνεισφορά του Στησίχορου στη δημιουργία της μυθολογικής εκδοχής του «ειδώλου». Ο Ευριπίδης αναπτύσσει περαιτέρω αυτή την εκδοχή στην τραγωδία Ελένη (412 π.Χ.), υπονοώντας τη ματαιότητα του πολέμου, ιδίως μετά την αποτυχία της σικελικής εκστρατείας.
Το τέταρτο κεφάλαιο εστιάζεται στο Ελένης Εγκώμιον του Γοργία, στο οποίο ο σοφιστής επιχειρεί μια ιδιότυπη υπεράσπιση της Ελένης, αντλώντας κυρίως από την ομηρική παράδοση. Ο Ισοκράτης, αν και επαινεί τον Γοργία για την επιλογή του θέματος, θεωρεί ότι η προσέγγισή του έχει περισσότερο χαρακτήρα απολογίας και στο δικό του Ελένης Εγκώμιον προβαίνει σε μια πιο συστηματική ανασύνθεση του μύθου της Ελένης.
Στο πέμπτο κεφάλαιο ο συγγραφέας εντοπίζει τις πολλαπλές μεταμορφώσεις της Ελένης κατά την ελληνιστική περίοδο με αναφορά στους Απολλόδωρο, Θεόκριτο, Λουκιανό και άλλους. Η βυζαντινή παράδοση εστιάζει στην ηθική κρίση: η Ελένη παρουσιάζεται ως femme fatale, πηγή πλάνης και συμφοράς, αντανακλώντας τις χριστιανικές αξίες που απωθούν την ειδωλολατρική αισθητική της.
Στο έκτο κεφάλαιο, ο συγγραφέας εξετάζει τη μορφή της Ελένης στη λατινική γραμματεία. Στη Αινειάδα του Βιργιλίου, η Ελένη φέρει την ευθύνη για την πτώση της Τροίας, στον Οβίδιο εμφανίζεται ως γυναίκα χωρίς αναστολές, θύμα και ταυτόχρονα φορέας του ερωτικού πάθους. Στα Carmina Burana, η Ελένη αποθεώνεται ως σύμβολο ηδονής, προσωποποίηση του αισθησιακού έρωτα και όχι πλέον ένοχη της συμφοράς.
Στο έβδομο κεφάλαιο, ο Γεωργής παρουσιάζει μια πλούσια πανοραμική εικόνα της Ελένης στη δυτική λογοτεχνία. Ο Γκαίτε τη συνθέτει ως αρχετυπική μορφή κάλλους και ενσάρκωση της συμφιλίωσης ρομαντισμού και κλασικισμού. Ο Απολινέρ την υμνεί ως αιώνια νύφη και ιδεώδες του ωραίου. Ο Πόε την αναδεικνύει ως φάρο ελπίδας, σχεδόν αγγελική παρουσία. Στον Ζουβ, ωστόσο, κυριαρχεί η παρακμή και η θανατερή της γοητεία· ο Γέιτς την παρουσιάζει αγέραστη και αμετανόητη, ενώ ο Βαλερί προβάλλει την Ελένη μέσα από μια ατμόσφαιρα μελαγχολίας και συνωμοσίας. Η παρουσία εκτενών ποιητικών αποσπασμάτων ενισχύει την αισθητική διάσταση της ανάλυσης.
Στο όγδοο κεφάλαιο εξετάζεται η μορφή της Ελένης στη νεοελληνική ποίηση. Ο Σικελιανός προβάλλει την Ελένη ως σύμβολο αισθητικής και κοσμικής τελειότητας. Ο Καζαντζάκης, στην Οδύσσειά του, την επαναφέρει ως μοιραία μορφή που γοητεύει αλλά και προδίδει, συνδέοντάς τη με την ιδέα της ελευθερίας και της πνευματικής πρόκλησης. Ο Παλαμάς ανυψώνει την Ελένη σε εθνικό σύμβολο: σύνθεση καθαρής ομορφιάς, ειρηνικού ιδεώδους και πολιτισμικής υπεροχής. Ο Ρίτσος στην Τέταρτη Διάσταση, αξιοποιώντας τον τρωικό μύθο, παρουσιάζει την ηρωίδα ως σύμβολο της ομορφιάς, της γοητείας αλλά και του ναρκισσισμού και της φιλοδοξίας. Στον ομώνυμο θεατρικό μονόλογο, η Ελένη αυτοσαρκάζεται, αποδομώντας τη μυθική της εικόνα και εκφράζοντας την εσωτερική μοναξιά της. Η μορφή της Ελένης απασχολεί και τον Ελύτη, ιδίως στο Φωτόδεντρο και τη δέκατη τέταρτη ομορφιά και στη Μαρία Νεφέλη, όπου συνδέεται με το ιδεώδες της ελληνικότητας και της ακτινοβόλου θηλυκής παρουσίας. Ο Σινόπουλος, με τη λιγότερο επική και περισσότερο εσωτερική Ελένη του, προτείνει μια ψυχολογική προσέγγιση της μυθικής φιγούρας. Στο κεφάλαιο αυτό γίνονται επίσης αναφορές και σε έργα πολλών άλλων σύγχρονων λογοτεχνών ως προς τον τρόπο με τον οποίον ο κάθε ποιητής επανανοηματοδοτεί τη μορφή της Ελένης, ανάλογα με τις προσωπικές του αισθητικές, φιλοσοφικές ή ιδεολογικές αναζητήσεις.
Προσφέρει μια σφαιρική, φιλολογικά τεκμηριωμένη και ταυτόχρονα προσιτή διερεύνηση του μύθου της Ελένης.
Το ένατο κεφάλαιο επικεντρώνεται στην πρόσληψη της Ελένης στην κυπριακή λογοτεχνία, αναδεικνύοντας τη διακειμενική της διάσταση, από τις πρώτες αναφορές στον Βασίλη Μιχαηλίδη στο έργο του Κώστα Βασιλείου και της Πίτσας Γαλάζη, στην ποίηση της οποίας λειτουργεί ως κόμβος σύζευξης μύθου και ιστορικής μνήμης με τη μετάπλαση της μυθικής ηρωίδας σε ιστορικά πρόσωπα, όπως η Ελένη Φωκά, δασκάλα της κατεχόμενης Καρπασίας, αλλά και σε άλλες γυναικείες μορφές, ιστορικές και λογοτεχνικές: την Ελένη Λαδιά, την Ελένη Δαμιανού, την Ελένη Βακαλό. Η Ελένη της Γαλάζη γίνεται σύμβολο της γυναίκας που επιμένει και αντιστέκεται, υπερβαίνοντας τον μύθο για να ενταχθεί σε ένα πολιτικό και εθνικό πλαίσιο. Κεντρική θέση κατέχει φυσικά η αναφορά στο έργο του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, στον οποίο η Ελένη μετατρέπεται σε κατεξοχήν μυθική περσόνα των αρχαιόθεμων ποιημάτων του, στη Μεθιστορία, Δοκίμιν, Ίμερος και αλλού. Ο Γεωργής ερμηνεύει μεθοδικά τα ποιήματα του Χαραλαμπίδη, αποκαλύπτοντας πώς η Ελένη δεν αποτελεί απλώς έναν λογοτεχνικό χαρακτήρα, αλλά έναν καμβά πάνω στον οποίο εγγράφονται ζητήματα ιστορικής συνείδησης, ταυτότητας, μνήμης και αισθητικής.
Το δέκατο και καταληκτικό κεφάλαιο του βιβλίου είναι αφιερωμένο στην «Ελένη» του Σεφέρη, οργανωμένο σε επτά ενότητες που αναλύουν σε βάθος τον σημασιολογικό της ορίζοντα. Μέσα από την κατά στίχο προσέγγισή της, ο Γεωργής προσφέρει μια πλήρη ερμηνεία του ποιήματος, αναδεικνύοντας εμφατικά τους συμβολισμούς και τις πολιτικές της σημάνσεις στο κρίσιμο πλαίσιο της κυπριακής εμπειρίας του ποιητή και του Κυπριακού Ζητήματος της τριετίας 1950-1953. Η ανάλυση αυτή συνδυάζεται με τις προσωπικές μνήμες του Σεφέρη από τον μικρασιατικό ξεριζωμό, προσφέροντας ταυτόχρονα διακειμενική, αισθητική και αρχιτεκτονική διερεύνηση του ποιήματος.
Το βιβλίο του Γιώργου Γεωργή προσφέρει μια σφαιρική, φιλολογικά τεκμηριωμένη και ταυτόχρονα προσιτή διερεύνηση του μύθου της Ελένης μέσα από μια διαδρομή που φωτίζει τις πολυάριθμες και ετερόκλητες ποιητικές προσεγγίσεις της Ελένης. Η μελέτη διακρίνεται για την επιστημονική της ακρίβεια, τη σαφή της διάρθρωση, την αφηγηματική της ροή και την ικανότητα του συγγραφέα να ερμηνεύει μύθους και παραδόσεις μέσα από τα ιστορικά τους συμφραζόμενα. Η αξία του βιβλίου ενισχύεται πολλαπλά από την πλούσια επιστημονική του τεκμηρίωση: η σχολαστική ανάλυση των πηγών, η ενσωμάτωση ευρείας και επίκαιρης βιβλιογραφίας, αλλά και η απλή, σαφής και ουσιαστική γλώσσα, καθιστούν το έργο ταυτόχρονα ένα έγκυρο φιλολογικό βοήθημα και μια ευχάριστη αναγνωστική εμπειρία. Ο Γεωργής, προβάλλοντας την επανασημασιοδότηση της Ελένης σε όλο το φάσμα του ποιητικού λόγου, αναδεικνύει τη μορφή της ως ένα ζωντανό αρχέτυπο, που εσαεί μεταμορφώνεται αλλά παραμένει πάντα λαμπερό και αμφιλεγόμενο σύμβολο.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Jean-Louis Backès, Le mythe d'Hélène. Bibliothèque de littérature générale et comparée, French Edition: 1984. Στα ελληνικά: Ο μύθος της Ελένης, μτφρ. Μαίρη Γιόση, Εκδόσεις Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, Αθήνα: 1993.
[2] Λάμπρου Βαρελά, «Ο μύθος της ωραίας Ελένης στη νεοελληνική ποίηση: Από τον Παλαμά ως τον Ρίτσο», Μνήμη Γ.Π. Σαββίδη. Θέματα νεοελληνικής φιλολογίας: Γραμματολογικά, εκδοτικά, κριτικά. Πρακτικά της Η’ Επιστημονικής Συνάντησης (11-14 Μαρτίου 1997), Ερμής, Αθήνα 2001, σσ. 336-337.
Για την Ελένη
Από τον Όμηρο στον Σεφέρη και επέκεινα
Γιώργος Γεωργής
Εκδόσεις Καστανιώτη
430 σελ.
ISBN 978-960-03-7316-5
Τιμή €20,00
Αγάθη Γεωργιάδου δρ Φιλολογίας, συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας
https://diastixo.gr/kritikes/meletesdokimia/24545-giorgos-georgis-gia-tin-eleni
ΙΟΑΝΝΑ TSAGARI – THE WITHIN PROJECT – Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου Ioanna Tsagari Official Ιωάννα Τσάγκαρη THE WITHIN PROJECT Όταν η Ανατολή συν...