- Χρίστος Παπαγεωργίου
Για το ιστορικό, πολιτικό και δημοσιογραφικό έργο του πολυτάλαντου συγγραφέα Βασίλη Τζανακάρη έχουν μιλήσει πολλοί, πιο ειδικοί από εμένα, εγώ απλώς με τις ταπεινές μου δυνάμεις προσεγγίζω το λογοτεχνικό, σε μια προσπάθεια να φωτιστούν όλες του οι πλευρές. Τι έχουμε λοιπόν εδώ: Έχουμε ένα αφήγημα (κάτι δηλαδή λιγότερο έντεχνο, κάτι λιγότερο σύνθετο, πιο προφορικό, πιο άμεσο, πιο διαδραστικό), στο οποίο μια γυναίκα (πόρνη, εν προκειμένω) αφηγείται τη ζωή της σε κάποιον δημοσιογράφο, ο οποίος μετά τον θάνατό της θα μετατρέψει την αφήγησή της σε βιβλίο. Η αφήγηση τοποθετείται χρονικά το έτος 1963 στη Θεσσαλονίκη, χρονιά που δολοφονήθηκε από παρακρατικούς της δεξιάς ο βουλευτής και βαλκανιονίκης Γρηγόρης Λαμπράκης, τραυματίστηκε σοβαρά ο έτερος βουλευτής Τσαρουχάς, έγιναν βουλευτικές εκλογές στις οποίες επρώτευσε η Ένωση Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου, χωρίς όμως να καταφέρει την αυτοδυναμία και, τέλος, συνελήφθη ένας αθώος, ο Αριστείδης Παγκρατίδης ως ο δράκος του Σέιχ Σου. Παρότι η χρονιά (δηλαδή το 1963) είναι σχεδόν δεκαπέντε χρόνια μακριά από το 1948, που δολοφονήθηκε ο Αμερικανός δημοσιογράφος Τζορτζ Πολκ και η αστυνομία συνέλαβε αμέσως έναν άσχετο με το γεγονός, τον δημοσιογράφο Στακτόπουλο, ο επίσης δημοσιογράφος Βασίλης Τζανακάρης χωρά στο έργο του και αυτή τη δολοφονία, προσπαθώντας να εξηγήσει το ζήτημα ότι όταν η αστυνομία καταφεύγει σε τέτοιες λύσεις, βρίσκεται σε διαρκή πανικό (ας μην ξεχνάμε πως ολόκληρη η ηγεσία της ήταν αντιμέτωπη με κακουργήματα μετά τη δολοφονία Λαμπράκη από τον ανακριτή Χρήστο Σαρτζετάκη, ο οποίος δεν έδινε πουθενά συγχωροχάρτι, όσο ψηλά και αν ευρίσκετο κάποιος). Άρα, καταλήγουμε σε ένα πρώτο συμπέρασμα, ότι τόσο ο δημοσιογράφος που καταγράφει όσο και η Αμαλία που αφηγείται γνωρίζουν –πολύ καλά– πρόσωπα, πράγματα, καταστάσεις, γεγονότα, επεισόδια και ατομικά βιώματα είτε μέσα από διαβάσματα, είτε ζώντας τα. Έτσι, τόσο η αμοιβαία συμπάθεια που αναπτύσσεται όσο και το προοδευτικό χρώμα που κεντράρει στα λόγια της Αμαλίας, το σίγουρο είναι πως μιλάνε την ίδια γλώσσα, πως ο ένας συμπληρώνει τον άλλο και, τέλος, πως οι συναντήσεις τους είναι γεμάτες από απίστευτα μεγάλο ενδιαφέρον που μεταφέρεται στους αναγνώστες, οι οποίοι και παρακολουθούν με εντεινόμενη, καθώς οι σελίδες προχωρούν, προσοχή.
Επιθυμεί να μιλήσει κατευθείαν στο μυαλό και όχι στην ψυχή του αναγνώστη.
Ας δούμε τώρα την ιστορία της Αμαλίας, όπως αυτή την αφηγείται στον συνομιλητή της (θα προσπαθήσω να είμαι όσο το δυνατόν πιο λακωνικός, και για να μη χαλάσω τη μαγεία της παράθεσης αλλά και για να μην αποκαλύψω πράγματα που ο συγγραφέας τα φυλά για τον αναγνώστη του και μόνο). Σε πολύ μικρή ηλικία, λοιπόν, βιώνει τον βασανισμό και τον θάνατο των γονιών της (ο Τζανακάρης δεν φείδεται σκληρών εικόνων, προκειμένου να μας τους περιγράψει). Στη συνέχεια βρίσκει καταφύγιο στο σπίτι κάποιου συγγενή της, ο οποίος σχεδόν θα τη βιάσει, πουλιέται από εδώ και από εκεί και τελικά καταλήγει σε πορνείο στη Σμύρνη. Από εκεί με τα γεγονότα του ’22 καταλήγει στην Αθήνα, όπου μένει για λίγο, βρίσκεται στην Αλεξάνδρεια, στη συνέχεια πάλι στην Αθήνα, μέχρις ότου να φτάσει στη Θεσσαλονίκη, δουλεύοντας πάντα ως πόρνη, με τον φόβο των αφροδίσιων νοσημάτων από τα οποία πολλές φορές πάσχει μέχρι τη μάστιγα της φυματίωσης και της λέπρας, που στα χρόνια του Μεσοπολέμου θέριζαν κόσμο. Σε όλη αυτή τη θητεία της γνώρισε όλο τον υπόκοσμο (οι λέξεις που ο Τζανακάρης χρησιμοποιεί για να τους χαρακτηρίσει είναι παραστατικότατες), ερωτεύεται κάποιον που πεθαίνει από φυματίωση και κατόπιν έναν άλλον, που μετά την Κατοχή και λόγω των υπηρεσιών που προσέφερε στους Γερμανούς εκτελείται από τους Ελασίτες, και προς το τέλος υιοθετεί εφτά αγόρια (μια που η ίδια δεν έκανε δικά της παιδιά), αφού έχει πια την οικονομική άνεση. Στην Κατοχή προσπαθεί όσο μπορεί και να βοηθήσει αλλά και να σώσει κόσμο από τη γερμανική μπότα και εν κατακλείδι γίνεται, μετά το πέρας της πορείας της ως η πιο ανθρώπινη πόρνη που πέρασε ποτέ από τη Θεσσαλονίκη, καθαρίστρια. Έχοντας πει στον δημοσιογράφο ολάκερη τη ζωή της, λίγο καιρό μετά αφήνει την τελευταία της πνοή, ξεχασμένη και μόνη, μακριά απ’ τα παιδιά της και απ’ όλους. Ο συνομιλητής της είναι το μόνο πρόσωπο που βρίσκεται στο νεκροτομείο και (απ’ ό,τι συμπεραίνουμε) μεριμνά για την ταφή της (εξ ου και το «Μια πόρνη στα αζήτητα»).
Ο Τζανακάρης χρησιμοποιεί μια γλώσσα απλή, δημοσιογραφική, ευθύβολη, δεν παίρνει πολλά λογοτεχνικά ρίσκα, επιθυμεί να μιλήσει κατευθείαν στο μυαλό και όχι στην ψυχή του αναγνώστη. Ο γυναικείος αυτός μονόλογος (ένας ακόμη στους πολλούς που βλέπουν κατά καιρούς το φως της δημοσιότητας) είναι έτοιμος να ανεβεί στο θέατρο, να βρει καινούργιο κοινό, να συναρπάσει περισσότερο κόσμο. Ο δημοσιογράφος κρατά μίαν αποστασιοποιημένη στάση απέναντι στην –με θρησκευτική προσήλωση– εξομολόγηση της Αμαλίας, τη βοηθά πάντα με κάποιες ατάκες να επαναδραστηριοποιήσει τη μνήμη της. Άρα, λοιπόν, ατμόσφαιρα και ύφος, γλώσσα καθημερινή και πιστευτή, εκφορά τέλεια, με δυο λόγια ένα –όπως σωστά το προσδιορίζει ο συγγραφέας– αφήγημα που συγκινεί, που ευαισθητοποιεί, που παρέχει ενσυναίσθηση με τη βιαιότητα όσων η συγκεκριμένη γυναίκα υπέστη, τέλος, που αναβαθμίζει στα μάτια μας ένα επάγγελμα το οποίο κανείς δεν το τιμά (ως εργασία, θέλω να πω) και όλοι, από δεκαπεντάρηδες έως ηλικιωμένους, προσφεύγουν σε αυτό έχοντας πάντα την πράξη ως ντροπή.
Ο Βασίλης Τζανακάρης έχει στο ενεργητικό του ένα πολυμελές έργο, το οποίο τον καθιστά έναν συγγραφέα πολύτιμο και για τα γράμματά μας αλλά και για τις αναγνωστικές μας προτιμήσεις. Δεινός αφηγητής, επαρκής και ώριμος δημοσιογράφος, γνώστης της ιστορίας, την οποία και αναδεικνύει με όλους τους τρόπους, γίνεται ένας δημιουργός ο οποίος έχει αφήσει εδώ και χρόνια το αποτύπωμά του πάνω στη γραφή. Η Αμαλία του, βέβαια, ως το τελευταίο μέχρι στιγμής λογοτεχνικό έργο, θα έπρεπε να μπει σε όλες τις βιβλιοθήκες, κυρίως για το γεγονός ότι ένα θέμα ταμπού βρίσκει από μεριά του την ανυπόκριτη επεξεργασία του και τη σαγηνευτική του φόρτιση, με τη φιλότιμη προσπάθειά του να φανεί όσο το δυνατόν περισσότερο ανιδιοτελής απέναντι σε μια γυναίκα που του εμπιστεύεται την ψυχή της.
Αμαλία
Μια πόρνη στα αζήτητα
Βασίλης Ι. Τζανακάρης
Ελληνοεκδοτική
272 σελ.
ISBN 978-960-56-3678-4
Τιμή 15,60€
Χρίστος Παπαγεωργίου ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου