- Αγάθη Γεωργιάδου
Σαράντα χρόνια μετά τη φιλολογική χαρτογράφηση του μύθου της Ελένης από τον Jean-Louis Backès (Le mythe d'Hélène, 1984)[1], ο ιστορικός και διπλωμάτης Γιώργος Γεωργής καταθέτει το δικό του νέο βιβλίο, Για την Ελένη. Από τον Όμηρο στον Σεφέρη και επέκεινα (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2025). Πρόκειται για μια σκληρόδετη έκδοση με καλαίσθητο εξώφυλλο σε σύνθεση της Κλαίρης Σταμάτη, που συνδυάζει την κλασική μορφή της Ελένης του Κανόβα με την εμβληματική της απόδοση από την Ειρήνη Παπά στις Τρωάδες. Όπως φαίνεται και από τον τίτλο, το έργο εξετάζει τη μυθική μορφή της Ελένης στην αρχαία και σύγχρονη λογοτεχνία. Σύμφωνα μάλιστα με το επιλογικό σημείωμα του συγγραφέα, το βιβλίο του Backès αποτέλεσε την αφορμή για τη συγγραφή του βιβλίου του, που τον απασχόλησε σχεδόν είκοσι χρόνια.
Τι καινούριο, λοιπόν, προσφέρει το βιβλίο του Γεωργή σε σχέση με την υποδειγματική μελέτη του Jean-Louis Backès, αλλά και την εστιασμένη εργασία του Λάμπρου Βαρελά «Ο μύθος της ωραίας Ελένης στη νεοελληνική ποίηση: Από τον Παλαμά ως τον Ρίτσο» (1899-1972)[2]; Ενώ οι προηγούμενες μελέτες διατρέχουν την τροχιά της μυθικής μορφής ως τον 20ό αιώνα, ο Γεωργής προσεγγίζει την Ελένη ως παλίμψηστο σύμβολο σε μια εντυπωσιακά ευρεία και πολυεπίπεδη λογοτεχνική διαδρομή. Με μεθοδολογία κυρίως ιστορική παρά φιλολογική, όπως ο ίδιος σημειώνει στον επίλογό του, εξετάζει τη μορφή της από τα ομηρικά έπη ως τον Σεφέρη, επεκτεινόμενος και στη λογοτεχνική παραγωγή του ελλαδικού και κυπριακού χώρου των πρώτων δεκαετιών του 21ου αιώνα. Έτσι, η δική του Ελένη αποτελεί μια λεπτομερή, τεκμηριωμένη διαδρομή στη μορφή της Ελένης μέσα από αρχαίες πηγές, βυζαντινά, μεσαιωνικά και νεότερα κείμενα και, κυρίως, στη λιγότερο προβεβλημένη αλλά εξαιρετικά γόνιμη πρόσληψή της στην κυπριακή γραμματεία. Το ενδιαφέρον του συγγραφέα εστιάζεται στη διάρκεια του μύθου και τις συμβολικές αποτυπώσεις του με βάση τα ιστορικά συμφραζόμενα, ιδίως στο τελευταίο του κεφάλαιο, που έχει και άμεση διασύνδεση με την κυπριακή ιστορία.
Το βιβλίο του Γεωργή διαρθρώνεται σε δέκα κεφάλαια, στα οποία ο συγγραφέας εστιάζει στις μεταμορφώσεις και ερμηνευτικές μετατοπίσεις της Ελένης, από τη θεϊκή και επικίνδυνη γυναίκα της αρχαιότητας έως τη στοχαστική φιγούρα της νεότερης ποίησης: «Η Ελένη του μύθου, της ομορφιάς και των παθών», «Από τη Σαπφώ στους τραγικούς», «Η Στησιχόρεια και ευριπιδική Ελένη», «Η Ελένη των ρητόρων και των σοφιστών», «Η ελληνιστική και βυζαντινή Ελένη», «Η Ελένη στο Λάτιο», «Ο μύθος και αντιμύθος στην ξένη λογοτεχνία», «Η Ελένη στη νεοελληνική ποίηση», «Η Κυπριακή Ελένη. Από τον Μιχαηλίδη στον Χαραλαμπίδη» και «Οι αφετηρίες της σεφερικής Ελένης».
Στο πρώτο κεφάλαιο, ο συγγραφέας βασιζόμενος στα Κύπρια Έπη και τη Χρηστομάθεια του Πρόκλου παρουσιάζει την Ελένη ως εμβληματική μορφή της αρχαίας μυθολογίας, με επίκεντρο τη θεϊκή καταγωγή της, την αξεπέραστη ομορφιά και την αμφιλεγόμενη ηθική της. Στον Όμηρο, η Ελένη αναγνωρίζει την ενοχή της και αυτοχαρακτηρίζεται ως «σκύλα». Ταυτόχρονα, το όνομά της, από την ετυμολογική ρίζα σελ-, τη συνδέει με το φως και το σεληνόφως, προσδίδοντάς της μια δυϊκή φύση που συνδυάζει την ενοχή με τη λαμπρότητα. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στον Ηρόδοτο, που, επηρεασμένος από τις ανατολικές αντιλήψεις, υιοθετεί την εκδοχή πως η Ελένη δεν έφθασε ποτέ στην Τροία, αλλά παρέμεινε στην Αίγυπτο υπό την προστασία του βασιλιά Πρωτέα.
Προσεγγίζει την Ελένη ως παλίμψηστο σύμβολο σε μια εντυπωσιακά ευρεία και πολυεπίπεδη λογοτεχνική διαδρομή.
Η παρουσία της Ελένης στην ποίηση της Σαπφούς, του Αλκαίου και του Πινδάρου αποτελεί το αντικείμενο εξέτασης του δεύτερου κεφαλαίου. Σε αυτούς τους ποιητές, η Ελένη διατηρεί την κεντρική θεματική υπόσταση της θρυλικής μορφής, της αιτίας πολέμου και της πηγής συμφοράς. Στην τραγωδία, η Ελένη αποκτά καταστροφική διάσταση: στον Αγαμέμνονα του Αισχύλου, η ισχύς του ονόματός της συμπυκνώνεται σε τρεις λέξεις –ελένας, έλανδρος, ελέπτολις– υποδηλώνοντας την αρνητική της επίδραση στον κόσμο των ανδρών και των πόλεων.
Στο τρίτο κεφάλαιο αναδεικνύεται η καθοριστική συνεισφορά του Στησίχορου στη δημιουργία της μυθολογικής εκδοχής του «ειδώλου». Ο Ευριπίδης αναπτύσσει περαιτέρω αυτή την εκδοχή στην τραγωδία Ελένη (412 π.Χ.), υπονοώντας τη ματαιότητα του πολέμου, ιδίως μετά την αποτυχία της σικελικής εκστρατείας.
Το τέταρτο κεφάλαιο εστιάζεται στο Ελένης Εγκώμιον του Γοργία, στο οποίο ο σοφιστής επιχειρεί μια ιδιότυπη υπεράσπιση της Ελένης, αντλώντας κυρίως από την ομηρική παράδοση. Ο Ισοκράτης, αν και επαινεί τον Γοργία για την επιλογή του θέματος, θεωρεί ότι η προσέγγισή του έχει περισσότερο χαρακτήρα απολογίας και στο δικό του Ελένης Εγκώμιον προβαίνει σε μια πιο συστηματική ανασύνθεση του μύθου της Ελένης.
Στο πέμπτο κεφάλαιο ο συγγραφέας εντοπίζει τις πολλαπλές μεταμορφώσεις της Ελένης κατά την ελληνιστική περίοδο με αναφορά στους Απολλόδωρο, Θεόκριτο, Λουκιανό και άλλους. Η βυζαντινή παράδοση εστιάζει στην ηθική κρίση: η Ελένη παρουσιάζεται ως femme fatale, πηγή πλάνης και συμφοράς, αντανακλώντας τις χριστιανικές αξίες που απωθούν την ειδωλολατρική αισθητική της.
Στο έκτο κεφάλαιο, ο συγγραφέας εξετάζει τη μορφή της Ελένης στη λατινική γραμματεία. Στη Αινειάδα του Βιργιλίου, η Ελένη φέρει την ευθύνη για την πτώση της Τροίας, στον Οβίδιο εμφανίζεται ως γυναίκα χωρίς αναστολές, θύμα και ταυτόχρονα φορέας του ερωτικού πάθους. Στα Carmina Burana, η Ελένη αποθεώνεται ως σύμβολο ηδονής, προσωποποίηση του αισθησιακού έρωτα και όχι πλέον ένοχη της συμφοράς.
Στο έβδομο κεφάλαιο, ο Γεωργής παρουσιάζει μια πλούσια πανοραμική εικόνα της Ελένης στη δυτική λογοτεχνία. Ο Γκαίτε τη συνθέτει ως αρχετυπική μορφή κάλλους και ενσάρκωση της συμφιλίωσης ρομαντισμού και κλασικισμού. Ο Απολινέρ την υμνεί ως αιώνια νύφη και ιδεώδες του ωραίου. Ο Πόε την αναδεικνύει ως φάρο ελπίδας, σχεδόν αγγελική παρουσία. Στον Ζουβ, ωστόσο, κυριαρχεί η παρακμή και η θανατερή της γοητεία· ο Γέιτς την παρουσιάζει αγέραστη και αμετανόητη, ενώ ο Βαλερί προβάλλει την Ελένη μέσα από μια ατμόσφαιρα μελαγχολίας και συνωμοσίας. Η παρουσία εκτενών ποιητικών αποσπασμάτων ενισχύει την αισθητική διάσταση της ανάλυσης.
Στο όγδοο κεφάλαιο εξετάζεται η μορφή της Ελένης στη νεοελληνική ποίηση. Ο Σικελιανός προβάλλει την Ελένη ως σύμβολο αισθητικής και κοσμικής τελειότητας. Ο Καζαντζάκης, στην Οδύσσειά του, την επαναφέρει ως μοιραία μορφή που γοητεύει αλλά και προδίδει, συνδέοντάς τη με την ιδέα της ελευθερίας και της πνευματικής πρόκλησης. Ο Παλαμάς ανυψώνει την Ελένη σε εθνικό σύμβολο: σύνθεση καθαρής ομορφιάς, ειρηνικού ιδεώδους και πολιτισμικής υπεροχής. Ο Ρίτσος στην Τέταρτη Διάσταση, αξιοποιώντας τον τρωικό μύθο, παρουσιάζει την ηρωίδα ως σύμβολο της ομορφιάς, της γοητείας αλλά και του ναρκισσισμού και της φιλοδοξίας. Στον ομώνυμο θεατρικό μονόλογο, η Ελένη αυτοσαρκάζεται, αποδομώντας τη μυθική της εικόνα και εκφράζοντας την εσωτερική μοναξιά της. Η μορφή της Ελένης απασχολεί και τον Ελύτη, ιδίως στο Φωτόδεντρο και τη δέκατη τέταρτη ομορφιά και στη Μαρία Νεφέλη, όπου συνδέεται με το ιδεώδες της ελληνικότητας και της ακτινοβόλου θηλυκής παρουσίας. Ο Σινόπουλος, με τη λιγότερο επική και περισσότερο εσωτερική Ελένη του, προτείνει μια ψυχολογική προσέγγιση της μυθικής φιγούρας. Στο κεφάλαιο αυτό γίνονται επίσης αναφορές και σε έργα πολλών άλλων σύγχρονων λογοτεχνών ως προς τον τρόπο με τον οποίον ο κάθε ποιητής επανανοηματοδοτεί τη μορφή της Ελένης, ανάλογα με τις προσωπικές του αισθητικές, φιλοσοφικές ή ιδεολογικές αναζητήσεις.
Προσφέρει μια σφαιρική, φιλολογικά τεκμηριωμένη και ταυτόχρονα προσιτή διερεύνηση του μύθου της Ελένης.
Το ένατο κεφάλαιο επικεντρώνεται στην πρόσληψη της Ελένης στην κυπριακή λογοτεχνία, αναδεικνύοντας τη διακειμενική της διάσταση, από τις πρώτες αναφορές στον Βασίλη Μιχαηλίδη στο έργο του Κώστα Βασιλείου και της Πίτσας Γαλάζη, στην ποίηση της οποίας λειτουργεί ως κόμβος σύζευξης μύθου και ιστορικής μνήμης με τη μετάπλαση της μυθικής ηρωίδας σε ιστορικά πρόσωπα, όπως η Ελένη Φωκά, δασκάλα της κατεχόμενης Καρπασίας, αλλά και σε άλλες γυναικείες μορφές, ιστορικές και λογοτεχνικές: την Ελένη Λαδιά, την Ελένη Δαμιανού, την Ελένη Βακαλό. Η Ελένη της Γαλάζη γίνεται σύμβολο της γυναίκας που επιμένει και αντιστέκεται, υπερβαίνοντας τον μύθο για να ενταχθεί σε ένα πολιτικό και εθνικό πλαίσιο. Κεντρική θέση κατέχει φυσικά η αναφορά στο έργο του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, στον οποίο η Ελένη μετατρέπεται σε κατεξοχήν μυθική περσόνα των αρχαιόθεμων ποιημάτων του, στη Μεθιστορία, Δοκίμιν, Ίμερος και αλλού. Ο Γεωργής ερμηνεύει μεθοδικά τα ποιήματα του Χαραλαμπίδη, αποκαλύπτοντας πώς η Ελένη δεν αποτελεί απλώς έναν λογοτεχνικό χαρακτήρα, αλλά έναν καμβά πάνω στον οποίο εγγράφονται ζητήματα ιστορικής συνείδησης, ταυτότητας, μνήμης και αισθητικής.
Το δέκατο και καταληκτικό κεφάλαιο του βιβλίου είναι αφιερωμένο στην «Ελένη» του Σεφέρη, οργανωμένο σε επτά ενότητες που αναλύουν σε βάθος τον σημασιολογικό της ορίζοντα. Μέσα από την κατά στίχο προσέγγισή της, ο Γεωργής προσφέρει μια πλήρη ερμηνεία του ποιήματος, αναδεικνύοντας εμφατικά τους συμβολισμούς και τις πολιτικές της σημάνσεις στο κρίσιμο πλαίσιο της κυπριακής εμπειρίας του ποιητή και του Κυπριακού Ζητήματος της τριετίας 1950-1953. Η ανάλυση αυτή συνδυάζεται με τις προσωπικές μνήμες του Σεφέρη από τον μικρασιατικό ξεριζωμό, προσφέροντας ταυτόχρονα διακειμενική, αισθητική και αρχιτεκτονική διερεύνηση του ποιήματος.
Το βιβλίο του Γιώργου Γεωργή προσφέρει μια σφαιρική, φιλολογικά τεκμηριωμένη και ταυτόχρονα προσιτή διερεύνηση του μύθου της Ελένης μέσα από μια διαδρομή που φωτίζει τις πολυάριθμες και ετερόκλητες ποιητικές προσεγγίσεις της Ελένης. Η μελέτη διακρίνεται για την επιστημονική της ακρίβεια, τη σαφή της διάρθρωση, την αφηγηματική της ροή και την ικανότητα του συγγραφέα να ερμηνεύει μύθους και παραδόσεις μέσα από τα ιστορικά τους συμφραζόμενα. Η αξία του βιβλίου ενισχύεται πολλαπλά από την πλούσια επιστημονική του τεκμηρίωση: η σχολαστική ανάλυση των πηγών, η ενσωμάτωση ευρείας και επίκαιρης βιβλιογραφίας, αλλά και η απλή, σαφής και ουσιαστική γλώσσα, καθιστούν το έργο ταυτόχρονα ένα έγκυρο φιλολογικό βοήθημα και μια ευχάριστη αναγνωστική εμπειρία. Ο Γεωργής, προβάλλοντας την επανασημασιοδότηση της Ελένης σε όλο το φάσμα του ποιητικού λόγου, αναδεικνύει τη μορφή της ως ένα ζωντανό αρχέτυπο, που εσαεί μεταμορφώνεται αλλά παραμένει πάντα λαμπερό και αμφιλεγόμενο σύμβολο.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Jean-Louis Backès, Le mythe d'Hélène. Bibliothèque de littérature générale et comparée, French Edition: 1984. Στα ελληνικά: Ο μύθος της Ελένης, μτφρ. Μαίρη Γιόση, Εκδόσεις Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, Αθήνα: 1993.
[2] Λάμπρου Βαρελά, «Ο μύθος της ωραίας Ελένης στη νεοελληνική ποίηση: Από τον Παλαμά ως τον Ρίτσο», Μνήμη Γ.Π. Σαββίδη. Θέματα νεοελληνικής φιλολογίας: Γραμματολογικά, εκδοτικά, κριτικά. Πρακτικά της Η’ Επιστημονικής Συνάντησης (11-14 Μαρτίου 1997), Ερμής, Αθήνα 2001, σσ. 336-337.
Για την Ελένη
Από τον Όμηρο στον Σεφέρη και επέκεινα
Γιώργος Γεωργής
Εκδόσεις Καστανιώτη
430 σελ.
ISBN 978-960-03-7316-5
Τιμή €20,00
Αγάθη Γεωργιάδου δρ Φιλολογίας, συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας
https://diastixo.gr/kritikes/meletesdokimia/24545-giorgos-georgis-gia-tin-eleni
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου