Παρασκευή 1 Αυγούστου 2025

«Μάριο Βάργκας Γιόσα: “Εγκώμιο της ανάγνωσης και της μυθοπλασίας”» της Παρασκευής Κοψιδά-Βρεττού

 


Στις 13 Απριλίου έφυγε από τη ζωή ο Mario Vargas Llosa (Μάριο Βάργκας Γιόσα, 1936-2025), κορυφαίος πεζογράφος της Λατινικής Αμερικής (Περού), βραβευμένος με Νόμπελ Λογοτεχνίας (2010), μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας από το 2021 (στα ελληνικά έχει αποδοθεί και: Μάριο Βάργκας Λιόσα). Στην τελετή απονομής του βραβείου Νόμπελ (7 Δεκεμβρίου 2010), ο συγγραφέας και πρόεδρος της επιτροπής, Per Wästberg, παρουσίασε τον βραβευμένο ομότεχνό του ως μια λογοτεχνική αυθεντία με τα χαρακτηριστικά εξερευνητή του 19ου αιώνα, που συνδέει την αφηγηματική παράδοση του Μπαλζάκ και του Τολστόι με τα μοντερνιστικά πειράματα του Ουίλιαμ Φόκνερ. Και επισημαίνοντας την ιδιοτυπία του ρόλου που καλούνται οι συγγραφείς να παίξουν στις χώρες της Λατινικής Αμερικής:

«Στη Λατινική Αμερική, οι συγγραφείς επωμίζονται το ηθικό καθήκον να μη συνεργάζονται με την αδικία. Όμως, η απαίτηση για στράτευση μπορεί να καταπνίξει την επιθυμία και τη φαντασία. Τα μυθιστορήματα του Μάριο Βάργκας Γιόσα δεν υποτάσσονται ποτέ σε διαταγές· είναι πολυφωνικά και ανοιχτά σε ερμηνείες, καθώς τονίζουν την ποικιλομορφία των κοινωνικών και εθνοτικών μοτίβων της Λατινικής Αμερικής. [Ο Γιόσα] δίνει φωνή στους φιμωμένους και τους καταπιεσμένους – ένα αισθητικό επίτευγμα και ταυτόχρονα μια ηθική πράξη».

Στην αντιφώνησή του, με τίτλο «Εγκώμιο της ανάγνωσης και της μυθοπλασίας», ο Γιόσα, με μια ποιητική αυτοαναφορική εστίαση, θα δώσει τα περιγράμματα της πολιτικοκοινωνικής πραγματικότητας της χώρας του μέσα από την ανατρεπτική νοηματοδότηση της μυθοπλασίας και της ανάγνωσης. Το κείμενο που ακολουθεί (μετάφραση της υπογράφουσας) είναι μέρος της εκτενούς ομιλίας του βραβευμένου συγγραφέα στη Σουηδική Ακαδημία.

«Έμαθα να διαβάζω σε ηλικία πέντε χρονών, στην τάξη του Αδελφού Ιουστινιάνο, στην Ακαδημία De la Salle στην Cochabamba της Βολιβίας. Είναι το πιο σημαντικό πράγμα που έχει συμβεί στη ζωή μου. Έπειτα από εβδομήντα σχεδόν χρόνια θυμάμαι καθαρά πώς η μαγεία της “μετάφρασης” των λέξεων των βιβλίων σε εικόνες εμπλούτισε τη ζωή μου, θραύοντας τα εμπόδια του χρόνου και του χώρου. Και μου επέτρεψε να ταξιδέψω με τον καπετάν Νέμο είκοσι χιλιάδες λεύγες κάτω από τη θάλασσα, να πολεμήσω με τον Ντ’ Αρτανιάν, τον Άθω, τον Πόρθο και τον Άραμι ενάντια στις ίντριγκες που απειλούσαν τη βασίλισσα στις μέρες του κρυψίνου Ρισελιέ ή να παραπατώ μέσα στους υπονόμους του Παρισιού, μεταμορφωμένος σε Ζαν Βαλζάν, κουβαλώντας το άψυχο σώμα του Μάριου στην πλάτη μου.

»Η ανάγνωση άλλαξε τα όνειρα σε ζωή και τη ζωή σε όνειρα κι έφερε το σύμπαν της λογοτεχνίας κοντά στο αγόρι που ήμουν κάποτε. Η μητέρα μου μου είπε ότι τα πρώτα πράγματα που έγραψα ήταν συνέχεια των ιστοριών που διάβασα, γιατί με στενοχωρούσαν όταν έφταναν στο τέλος ή γιατί ήθελα να αλλάξω το τέλος τους. Και ίσως αυτό να έκανα σε όλη μου τη ζωή χωρίς να το καταλαβαίνω: να παρατείνω στον χρόνο, καθώς μεγάλωνα, ωρίμαζα και γερνούσα, τις ιστορίες που γέμισαν την παιδική μου ηλικία με έξαρση και περιπέτειες.

Θα ήμασταν χειρότεροι από ό,τι είμαστε χωρίς τα καλά βιβλία που έχουμε διαβάσει.

»Μακάρι να ήταν εδώ η μητέρα μου, μια γυναίκα που συγκινούνταν μέχρι δακρύων διαβάζοντας τα ποιήματα του Αμάδο Νέρβο και του Πάμπλο Νερούδα, και ο παππούς μου ο Πέδρο επίσης, με τη μεγάλη του μύτη και το γυαλιστερό, φαλακρό κεφάλι, που γιόρταζε τους στίχους μου, και ο θείος Λούτσο, που με παρότρυνε τόσο δυναμικά να ριχτώ σώματι και ψυχή στη γραφή, παρόλο που η λογοτεχνία, εκείνη την εποχή και σ’ εκείνον τον τόπο, αντάμειβε τόσο άσχημα τους αφοσιωμένους της. Σε όλη μου τη ζωή τέτοιους ανθρώπους είχα στο πλευρό μου, ανθρώπους που με αγάπησαν και με ενθάρρυναν και μου μετάγγιζαν την πίστη τους όταν είχα αμφιβολίες. Χάρη σ’ αυτούς, και σίγουρα χάρη στο πείσμα μου και με λίγη τύχη, μπόρεσα να αφιερώσω τον περισσότερο χρόνο μου στο πάθος, στο “αμάρτημα”, στο θαύμα της γραφής, δημιουργώντας μια παράλληλη ζωή όπου μπορούμε να καταφύγουμε ενάντια στις αντιξοότητες, μια ζωή που κάνει το εξαιρετικό φυσικό και το φυσικό εξαιρετικό, που διαλύει το χάος, ομορφαίνει την ασχήμια, κάνει αιώνια τη στιγμή και μετατρέπει τον θάνατο σε ένα παροδικό θέαμα.

»Η συγγραφή ιστοριών δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Όταν μετατρέπονταν σε λέξεις, τα έργα μαραίνονταν πάνω στο χαρτί, οι ιδέες και οι εικόνες αποτύχαιναν. Πώς να τους δώσεις ξανά ζωή; Ευτυχώς, υπήρχαν οι αυθεντίες – δάσκαλοι για να μάθεις και παραδείγματα για να τα ακολουθήσεις. Ο Φλομπέρ μού έμαθε ότι το ταλέντο είναι αδυσώπητη πειθαρχία και μακροχρόνια υπομονή. Ο Φόκνερ, ότι η φόρμα –το γράψιμο και η δομή– εξυψώνει ή φτωχαίνει το θέμα. Ο Μαρτορέλ, ο Θερβάντες, ο Ντίκενς, ο Μπαλζάκ, ο Τολστόι, ο Κόνραντ, ο Τόμας Μαν, ότι το θέμα και η φιλοδοξία είναι εξίσου σημαντικά σε ένα μυθιστόρημα όσο η δεξιοτεχνία στο ύφος και η στρατηγική στην αφήγηση. Ο Σαρτρ, ότι οι λέξεις είναι πράξεις, ότι ένα μυθιστόρημα, ένα θεατρικό έργο ή ένα δοκίμιο, που εμπλέκεται με την παρούσα στιγμή και τις καλύτερες επιλογές, μπορεί να αλλάξει την πορεία της ιστορίας. Ο Καμί και ο Όργουελ, ότι μια λογοτεχνία απογυμνωμένη από ηθική είναι απάνθρωπη. Και ο Μαλρό ότι ο ηρωισμός και το έπος είναι εξίσου πιθανά στο παρόν όσο και στην εποχή των Αργοναυτών, της Οδύσσειας και της Ιλιάδας.

»Αν σ’ αυτή την ομιλία καλούσα όλους τους συγγραφείς στους οποίους οφείλω λίγα ή πολλά, οι σκιές τους θα μας βύθιζαν στο σκοτάδι. Ήταν οι πιο γενναιόδωροι φίλοι μου, εκείνοι που ζωογόνησαν το κάλεσμά μου και στα βιβλία των οποίων ανακάλυψα ότι και στις χειρότερες συνθήκες αξίζει να ζει κανείς, έστω και μόνο επειδή χωρίς τη ζωή δεν θα μπορούσαμε να διαβάζουμε ή να φανταζόμαστε ιστορίες.

»Μερικές φορές αναρωτιόμουν μήπως το γράψιμο δεν ήταν παρά μια σολιψιστική πολυτέλεια σε χώρες όπως η δική μου, όπου υπήρχαν ελάχιστοι αναγνώστες, τόσοι άνθρωποι φτωχοί και αναλφάβητοι, τόση αδικία, και όπου ο πολιτισμός ήταν προνόμιο των λίγων. Αυτές οι αμφιβολίες, ωστόσο, ποτέ δεν κατέπνιξαν το κάλεσμά μου και πάντα συνέχιζα να γράφω, ακόμη κι εκείνες τις περιόδους που το να κερδίζω τα προς το ζην απορροφούσε τον περισσότερο χρόνο μου. Αλλά χάρη στη λογοτεχνία, στη συνείδηση που διαμορφώνει, στις επιθυμίες και στους ενθουσιασμούς που εμπνέει και στην απογοήτευση που μας δημιουργεί η πραγματικότητα όταν επιστρέφουμε από το ταξίδι σε μια όμορφη φαντασία, ο πολιτισμός είναι τώρα λιγότερο σκληρός, αφότου οι αφηγητές άρχισαν να εξανθρωπίζουν τη ζωή με τους μύθους τους. Θα ήμασταν χειρότεροι από ό,τι είμαστε χωρίς τα καλά βιβλία που έχουμε διαβάσει, πιο κομφορμιστές, όχι τόσο ανήσυχοι, πιο υποχωρητικοί, και το κριτικό πνεύμα, η κινητήρια δύναμη της προόδου, δεν θα υπήρχε καν.

»Όπως το γράψιμο, έτσι και η ανάγνωση είναι μια διαμαρτυρία ενάντια στις ανεπάρκειες της ζωής. Όταν ψάχνουμε στη μυθοπλασία αυτό που λείπει από τη ζωή, λέμε… ότι η ζωή όπως είναι δεν ικανοποιεί τη δίψα μας για το απόλυτο –το θεμέλιο της ανθρώπινης κατάστασης– και θα έπρεπε να είναι καλύτερη. Εφευρίσκουμε μυθοπλασίες για να ζήσουμε με κάποιο τρόπο τις πολλές ζωές που θα θέλαμε να ζήσουμε, όταν μόλις και μετά βίας έχουμε μία στη διάθεσή μας.

»Χωρίς τις μυθοπλασίες, θα ήμασταν λιγότερο συνειδητοποιημένοι για τη σημασία της ελευθερίας ώστε η ζωή να είναι βιώσιμη, για την κόλαση στην οποία μετατρέπεται όταν ποδοπατιέται από έναν τύραννο μια ιδεολογία ή μια θρησκεία. Όσοι αμφιβάλλουν ότι η λογοτεχνία όχι μόνο μάς βυθίζει στο όνειρο της ομορφιάς και της ευτυχίας, αλλά και μας προειδοποιεί για κάθε μορφή καταπίεσης, ας αναρωτηθούν γιατί όλα τα καθεστώτα που είναι αποφασισμένα να ελέγχουν τη συμπεριφορά των πολιτών, από τη γέννηση μέχρι τον θάνατο, τη φοβούνται τόσο, ώστε να καθιερώνουν συστήματα λογοκρισίας για να την καταπνίξουν και να παρακολουθούν με καχυποψία τους ανεξάρτητους συγγραφείς. Το κάνουν αυτό επειδή γνωρίζουν τον κίνδυνο που συνεπάγεται το να αφεθεί η φαντασία να περιπλανιέται ελεύθερη μέσα στα βιβλία. Γνωρίζουν πόσο ανατρεπτικές γίνονται οι μυθοπλασίες όταν ο αναγνώστης συγκρίνει την ελευθερία που τις καθιστά δυνατές με τον σκοταδισμό και τον φόβο που παραμονεύουν στον πραγματικό κόσμο. […] Όταν επινοούν ιστορίες οι συγγραφείς, μεταδίδουν τη δυσαρέσκεια, δείχνοντας ότι ο κόσμος είναι κακοφτιαγμένος και πως η ζωή της φαντασίας είναι πλουσιότερη από τη ζωή της καθημερινής ρουτίνας. Αυτό το γεγονός, εάν ριζώσει στην ευαισθησία και τη συνείδηση των πολιτών, τους καθιστά πιο δύσκολους στο να χειραγωγηθούν, λιγότερο πρόθυμους να αποδεχτούν τα ψέματα των ανακριτών και των δεσμοφυλάκων, που θέλουν να τους κάνουν να πιστέψουν ότι πίσω από τα κάγκελα ζουν πιο ασφαλείς και καλύτερες ζωές. […]

Ένας κόσμος χωρίς λογοτεχνία θα ήταν ένας κόσμος χωρίς επιθυμίες ή ιδανικά.

»Η λογοτεχνία δημιουργεί μια αδελφοσύνη μέσα στην ανθρώπινη ποικιλομορφία και καταργεί τα σύνορα που υψώνονται ανάμεσα στους ανθρώπους από την άγνοια, τις ιδεολογίες, τις θρησκείες, τις γλώσσες και τη βλακεία.

Η λογοτεχνία είναι μια ψευδής αναπαράσταση της ζωής, που παρ’ όλα αυτά μας βοηθά να την κατανοήσουμε καλύτερα, να προσανατολιστούμε στον λαβύρινθο μέσα στον οποίο γεννιόμαστε, ζούμε και πεθαίνουμε. Αντισταθμίζει τις αναποδιές και τις απογοητεύσεις που μας επιβάλλει η πραγματική ζωή και χάρη σ’ αυτή μπορούμε, έστω και εν μέρει, να αποκρυπτογραφήσουμε τα ιερογλυφικά που τείνει να είναι η ύπαρξη για τη μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων – κυρίως για εμάς που γεννάμε περισσότερες αμφιβολίες απ’ ό,τι βεβαιότητες και ομολογούμε την αμηχανία μας μπροστά σε θέματα όπως η υπέρβαση, η ατομική και συλλογική μοίρα, η ψυχή, το νόημα ή η απουσία νοήματος της ιστορίας, η αέναη ταλάντευση της ορθολογικής γνώσης.

»Πάντα με γοήτευε να φαντάζομαι την αβέβαιη εκείνη στιγμή κατά την οποία οι μακρινοί πρόγονοί μας –ακόμη ελάχιστα διαφοροποιημένοι από τα ζώα–, άρχισαν, μέσα σε σπηλιές, γύρω από φωτιές, τις νύχτες που έβριθαν από την απειλή αστραπών, κεραυνών και άγριων θηρίων, να επινοούν και να αφηγούνται ιστορίες. Εκείνη ήταν η καθοριστική στιγμή της μοίρας μας, γιατί μέσα σ’ αυτούς τους κύκλους των πρωτόγονων όντων, μαγνητισμένων από τη φωνή και τη φαντασία του αφηγητή, γεννήθηκε ο πολιτισμός – η μακρά διαδρομή που σιγά σιγά θα μας εξανθρώπιζε και θα μας οδηγούσε στην επινόηση του αυτόνομου ατόμου, στη χειραφέτησή του από τη φυλή, στην επινόηση της επιστήμης, της τέχνης, του νόμου, της ελευθερίας, και στην εξερεύνηση των εσωτερικών μυστηρίων της φύσης, του ανθρώπινου σώματος, του σύμπαντος και των άστρων. Αυτές οι ιστορίες, οι μύθοι, οι θρύλοι που πρωτοαντήχησαν σαν καινούργια μουσική στ’ αυτιά ακροατών φοβισμένων από τα μυστήρια και τους κινδύνους ενός κόσμου όπου τα πάντα ήταν άγνωστα και απειλητικά, θα πρέπει να ήταν σαν δροσερό λουτρό, μια ήρεμη λίμνη για κείνες τις ψυχές που βρίσκονταν διαρκώς σε επιφυλακή, για τις οποίες το να υπάρχεις σήμαινε απλώς να τρέφεσαι, να προφυλάγεσαι από τα στοιχεία, να σκοτώνεις και να συνουσιάζεσαι. Από τη στιγμή που άρχισαν να ονειρεύονται συλλογικά, να μοιράζονται τα όνειρά τους, υποκινούμενοι από τους αφηγητές, έπαψαν να είναι δεμένοι στον αέναο μόχθο της επιβίωσης, σ’ έναν στρόβιλο βάρβαρων καθηκόντων, και η ζωή τους έγινε όνειρο, απόλαυση, φαντασία και ένα επαναστατικό σχέδιο: να δραπετεύσουν από τον εγκλεισμό, ν’ αλλάξουν και να βελτιωθούν…, να αποκαλύψουν τα μυστήρια που πλημμύριζαν το περιβάλλον τους. […]

»Η μυθοπλασία είναι κάτι περισσότερο από ψυχαγωγία, περισσότερο από ένα πνευματικό άθλημα που οξύνει την ευαισθησία και αφυπνίζει το κριτικό πνεύμα. Είναι απόλυτη αναγκαιότητα για να συνεχίσει να υπάρχει ο πολιτισμός, ανανεώνοντας και διατηρώντας μέσα μας το καλύτερο στοιχείο του ανθρώπου. Για να μην επιστρέψουμε στον βαρβαρισμό της απομόνωσης και να μη συρρικνωθεί η ζωή στον ωφελιμισμό των ειδικών, οι οποίοι βλέπουν τα πράγματα σε βάθος αλλά αγνοούν αυτό που τα περιβάλλει, αυτό που προϋπάρχει και αυτό που ακολουθεί. Για να μην περάσουμε από την κατάσταση να μας υπηρετούν οι μηχανές που επινοήσαμε, σε κείνη που θα γίνουμε υπηρέτες και δούλοι τους. Και επειδή ένας κόσμος χωρίς λογοτεχνία θα ήταν ένας κόσμος χωρίς επιθυμίες ή ιδανικά· ένας κόσμος αυτόματων, στερημένων απ’ αυτό που καθιστά το ανθρώπινο πλάσμα πραγματικό άνθρωπο: την ικανότητα να βγει από τον εαυτό του και να μετακινηθεί προς τον άλλον άνθρωπο, προς τους άλλους ανθρώπους, πλασμένους από τον πηλό των ονείρων μας. […]»

Παρασκευή (Βιβή) Κοψιδά-Βρεττού διδάκτωρ Φιλολογίας, συγγραφέας και ποιήτρια.

https://diastixo.gr/epikaira/apopseis/24480-mario-vargas-fiosa-egomio-tis-anagnosis-kai-tis-muthoplasias-tis-paraskeuis-kopsida-vretou


https://diastixo.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η γνωστή υψίφωνος Ρέα Βουδούρη στο Ναό της Αρτέμιδος Βραυρωνίας ερμήνευσε έργα Π. Καρούσου σε μορφή Αρχαίας Όρχησης

  Η υψίφωνος Ρέα Βουδούρη ερμήνευσε έργα Π. Καρούσου στο Ναό  της  Αρτέμιδος Βραυρωνίας και τον ύμνο «Χορός της Άρτεμις»   Την Κυριακή 20 Ιο...