- Έρικα Αθανασίου
Όμως η σάρκα ακόμα απαλή η συλλογή διηγημάτων της Ευανθίας Χαριτοπούλου, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ενύπνιο, όπως τιτλοφορείται και το τελευταίο διήγημα της συλλογής. Μια συλλογή που παρασύρει τον αναγνώστη σε ένα παιχνίδι αισθήσεων και απελευθέρωσης της φαντασίας.
Αφαιρετικό το έργο του εξωφύλλου του Egon Schiele με τίτλο Εραστές, αφαιρετικό και το κείμενο, που παρά τη σαφήνεια με την οποία δίνονται οι εικόνες, είναι γραμμένο με ποιητική διάθεση αν και σε πεζό λόγο, αφήνοντας τη φαντασία του αναγνώστη να συμπληρώσει τα κενά των προθέσεων. Πολλές οι ερωτικές ιστορίες που περνάνε από τις σελίδες του, για εραστές που βρέθηκαν ή χάθηκαν, αποτυπώνοντας έντονα τα συναισθήματα της κάθε συνεύρεσης.
Αυτοβιογραφικό δείχνει το πρώτο διήγημα, ξεκινώντας με την εισαγωγή της αφηγήτριας στη Νομική Σχολή Αθηνών και αναφορές στους πρώτους της εραστές, αλλά και στις φιλίες στο πλαίσιο των σπουδών. Το διήγημα καταλήγει λίγα χρόνια μετά, με το πτυχίο της Νομικής αλλά και με έναν θάνατο. Κάθε εραστής αφήνει τα χνάρια του στα χρόνια αυτά, αναμνήσεις που ανασύρονται με νοσταλγία, παρασύροντας τον αναγνώστη σε ένα ταξίδι στα νεανικά χρόνια, όπου τα αισθήματα ήταν πιο έντονα και οι χωρισμοί πιο συνηθισμένοι.
«Δεν υπάρχει κανείς που να μπαίνει στο σπίτι μου και να μη με ρωτήσει για όλα τα ετερόκλητα αντικείμενα, τα διαφορετικής αισθητικής και διακόσμησης έπιπλα, την απουσία φωτιστικών, τις κούτες». Χωρίς νόημα οι απαντήσεις που δίνει η αφηγήτρια, μέχρι που κάποιος δεν θα ζητήσει να μάθει αλλά θα προκύψει η ανάγκη να του μιλήσει για ένα κορίτσι πριν από τριάντα εφτά χρόνια. Ένα διήγημα για το πώς μπορούν να γίνουν τα λάθος πράγματα τη λάθος στιγμή, αφήνοντας πίσω τους απόγνωση, αλλά και την ελπίδα ότι όλα έχουν περιθώριο να γίνουν καλύτερα, αρκεί να μπορέσουν να δοθούν οι απαραίτητες εξηγήσεις. Εξηγήσεις που θα έπρεπε ήδη να έχουν δοθεί.
Όπως τα όνειρα δεν έχουν μια γραμμική εξέλιξη, έτσι συμβαίνει και με τα διηγήματα, όπου αρχή, μέση και τέλος θα μπορούσαν να αλλάξουν εύκολα θέσεις.
Με διαφορετικά πρωτόκολλα οι ημέρες στο επόμενο διήγημα, ένα διήγημα που μιλάει για τη μοναξιά και την απόγνωση, συναισθήματα που αναδύονται γενικά σχεδόν από κάθε διήγημα. Με θεατρικότητα δοσμένα πολλά από τα κείμενα, αποτυπώνουν τι θα μπορούσε να υπάρχει στη σκηνή όπου εξελίσσεται η ιστορία. «Στον απέναντι τοίχο βρίσκεται βιβλιοθήκη σε χρώμα γκρι ανοιχτό, ασφυκτικά γεμάτη βιβλία. Ο άντρας ανάβει επιδαπέδιο φωτιστικό μέχρις ότου η γυναίκα βρει ακριβώς τη θέση που τη βολεύει». Δεν έχει νόημα ποιος είναι ο άντρας ή η γυναίκα, καθώς η ιστορία τους επαναλαμβάνεται με μικρές αλλά σημαντικές διαφορές, ψάχνοντας το διαφορετικό στα κινητά τους τηλέφωνα.
Εικόνες λεπτομερείς, που θα βοηθούσαν να στήσει τη σκηνή ένας σκηνογράφος, οδηγίες που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν κι από τον υπεύθυνο φωτισμού μιας θεατρικής σκηνής. «Ο ήλιος χτυπάει την τζαμαρία του παραθύρου και σχηματίζει μια τριγωνική λεπίδα πάνω στο κρεβάτι, πλαταίνοντας ελαφρώς στο σημείο που είναι οι γάμπες σου. Ευθυγραμμίζεται και λεπταίνει ξανά λίγο πιο πέρα, στα γεωμετρικά σχήματα του κατωσέντονου». Διαλογικό κάποιο άλλο από τα διηγήματα, δίνει και σε μορφή τη θεατρικότητα του κειμένου, καθώς άντρας και γυναίκα προσπαθούν να βρουν το κοινό σημείο για να κουβεντιάσουν.
Αισθησιασμός, ερωτισμός διατρέχει πολλές από τις σελίδες, καθώς οι σύντροφοι αλλάζουν αλλά η ανάγκη για συντροφικότητα παραμένει ισχυρή. «Να προσέχεις με τι ανθρώπους κάνεις έρωτα, το ψυχικό ακούμπισμα είναι δύσκολη υπόθεση».
Σύγχρονα τα περισσότερα διηγήματα, ένα όμως μας μεταφέρει στο 1739 και στις άυπνες νύχτες κάποιου προσωπικού φίλου του Μπαχ, που προσπαθώντας να γεμίσει με μουσική τις νύχτες του, καταλήγουν να γεμίζουν από έναν έρωτα που δεν μπορεί να έχει ανταπόκριση.
Η αφήγηση ακολουθεί τα συναισθήματα των ηρώων, αλλάζει με άνεση φύλο, ηλικία, διάθεση από διήγημα σε διήγημα κι άλλοτε νιώθεις ότι τον ρόλο του αφηγητή έχει αναλάβει μια φοιτήτρια στον πρώτο της έρωτα, άλλοτε ο μόλις χωρισμένος άντρας, άλλοτε πηγαινοέρχεται μεταξύ ενός ζευγαριού που βιώνει μαζί τη μοναξιά. Η συγγραφέας αποδεικνύει ότι έχει τη μαεστρία να παρακολουθεί στη δική του αναζήτηση τον κάθε της ήρωα, να ακούει και να αποτυπώνει τη φωνή του. Βιβλίο καλογραμμένο, όπου η κάθε λέξη έχει λόγο που βρίσκεται εκεί, σαν τον ακριβολόγο αφηγητή στο διήγημα «Let’s kiss». «Ξημερώνει αλλά έχει πιο πολύ σκοτάδι και λιγότερο φως. Σαν να νυχτώνει (θα έλεγα αν είχα κάποιο κόλλημα να είμαι ακριβολόγος, αλλά δεν έχω)».
«Όμως η σάρκα ακόμα απαλή» το τελευταίο διήγημα, που δανείζει τον τίτλο και στη συλλογή της Ευανθίας Χαριτοπούλου, ένα διήγημα που παρά το απαισιόδοξο περιεχόμενο, δεν είναι σκοτεινό. «Όταν πεθάνω θέλω να με θυμούνται μόνη, πλήρως εγκαταλελειμμένη από όλους». Κι όμως, η αγάπη ή η υπόσχεση αυτής βρίσκεται και σε αυτό το διήγημα.
Έρωτας και μοναξιά κυριαρχούν στο βιβλίο, καθώς αποτυπώνονται καθημερινές στιγμές που μοιάζουν με όνειρα ή με εφιάλτες. Κι όπως τα όνειρα δεν έχουν μια γραμμική εξέλιξη, έτσι συμβαίνει και με τα διηγήματα, όπου αρχή, μέση και τέλος θα μπορούσαν να αλλάξουν εύκολα θέσεις.
Όμως η σάρκα ακόμα απαλή
Ευανθία Χαριτοπούλου
Ενύπνιο
162 σελ.
ISBN 978-618-5769-26-0
Τιμή €12,22
Έρικα Αθανασίου δημοσιογράφος και συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου