-Λέγοντας Oι Καλοί εννοείς τις νεράιδες και τα ξωτικά;
-Ναι. Από σέβας τους λέω Καλούς. Γιατί δεν τους αρέσει ούτε να σκέφτονται οι ίδιοι πως είναι κακοί ούτε να τους περνάνε οι άλλοι για κακούς. Θέλουν κι αυτοί να πάνε στον παράδεισο, όπως σίγουρα θέλεις κι εσύ…
-Ναι. Από σέβας τους λέω Καλούς. Γιατί δεν τους αρέσει ούτε να σκέφτονται οι ίδιοι πως είναι κακοί ούτε να τους περνάνε οι άλλοι για κακούς. Θέλουν κι αυτοί να πάνε στον παράδεισο, όπως σίγουρα θέλεις κι εσύ…
Ιρλανδία, Κομητεία του Κέρι, 1825.
Δύσκολοι καιροί. Ακόμη σκληρότεροι για τη Νόρα Λίχι, που μέσα σε λίγους μήνες χάνει πρώτα τη μοναχοκόρη της και μετά τον σύζυγό της, μένοντας μόνη με τον τετράχρονο εγγονό της. Ο Μίχολ είναι ένα αλλόκοτο, προβληματικό παιδάκι που τα δύο τελευταία χρόνια δεν μπορεί ούτε να μιλήσει, ούτε να περπατήσει. Σοκαρισμένη και συντετριμμένη η Νόρα προσλαμβάνει ένα νεαρό κορίτσι, τη Μαίρη, για να τη βοηθά στις δουλειές και να αναλάβει το παιδί. Όμως τα ανεξήγητα, δυσάρεστα γεγονότα πληθαίνουν στην κοιλάδα και μαζί τους οι προκαταλήψεις, οι δεισιδαιμονίες, τα κουτσομπολιά και η φήμη πως υπεύθυνος για την κακοδαιμονία του τόπου είναι ο Μίχολ. Νιώθοντας ντροπή για το εγγόνι της και πεπεισμένη πως οι Καλοί έχουν πάρει τον πραγματικό Μίχολ αφήνοντας στη θέση του αυτό «το ξώπαρμα, το νεραϊδόπαρμα», η Νόρα στρέφεται στη Νανς Ρόουτς. Μια ηλικιωμένη, μοναχική γυναίκα, μια «μάγισσα» που μαζεύει βότανα και φυτά και πιστεύεται πως της έχει δοθεί από τους Καλούς η γνώση και το χάρισμα να θεραπεύει. Στην προσπάθειά τους να πάρουν πίσω τον «αληθινό» Μίχολ, οι τρεις γυναίκες θα βρεθούν στο σκοτεινό μεταίχμιο της πραγματικότητας με τη φαντασία. Ο πόνος και η άρνηση της αλήθειας θα ξεπεράσουν τα όρια της λογικής οδηγώντας τις πράξεις τους σε έναν ανεξέλεγκτο, επικίνδυνο παραλογισμό με μοιραίες συνέπειες.
Δύσκολοι καιροί. Ακόμη σκληρότεροι για τη Νόρα Λίχι, που μέσα σε λίγους μήνες χάνει πρώτα τη μοναχοκόρη της και μετά τον σύζυγό της, μένοντας μόνη με τον τετράχρονο εγγονό της. Ο Μίχολ είναι ένα αλλόκοτο, προβληματικό παιδάκι που τα δύο τελευταία χρόνια δεν μπορεί ούτε να μιλήσει, ούτε να περπατήσει. Σοκαρισμένη και συντετριμμένη η Νόρα προσλαμβάνει ένα νεαρό κορίτσι, τη Μαίρη, για να τη βοηθά στις δουλειές και να αναλάβει το παιδί. Όμως τα ανεξήγητα, δυσάρεστα γεγονότα πληθαίνουν στην κοιλάδα και μαζί τους οι προκαταλήψεις, οι δεισιδαιμονίες, τα κουτσομπολιά και η φήμη πως υπεύθυνος για την κακοδαιμονία του τόπου είναι ο Μίχολ. Νιώθοντας ντροπή για το εγγόνι της και πεπεισμένη πως οι Καλοί έχουν πάρει τον πραγματικό Μίχολ αφήνοντας στη θέση του αυτό «το ξώπαρμα, το νεραϊδόπαρμα», η Νόρα στρέφεται στη Νανς Ρόουτς. Μια ηλικιωμένη, μοναχική γυναίκα, μια «μάγισσα» που μαζεύει βότανα και φυτά και πιστεύεται πως της έχει δοθεί από τους Καλούς η γνώση και το χάρισμα να θεραπεύει. Στην προσπάθειά τους να πάρουν πίσω τον «αληθινό» Μίχολ, οι τρεις γυναίκες θα βρεθούν στο σκοτεινό μεταίχμιο της πραγματικότητας με τη φαντασία. Ο πόνος και η άρνηση της αλήθειας θα ξεπεράσουν τα όρια της λογικής οδηγώντας τις πράξεις τους σε έναν ανεξέλεγκτο, επικίνδυνο παραλογισμό με μοιραίες συνέπειες.
Είναι κόσμοι πέρα από τον δικό μας. Και μαζί τους μοιραζόμαστε τούτη τη γη. Κάποιες φορές κόβονται, πέφτουν ο ένας πάνω στον άλλον, ακουμπάνε…
Μετά το εντυπωσιακό, εξαιρετικό ντεμπούτο της, τα «Έθιμα Ταφής», η Hannah Kent επιστρέφει με τους «Καλούς». Ένα δυνατό μυθιστόρημα που επιβεβαιώνει το πάθος και την αδυναμία της για τη σκοτεινή, μυστηριακή πλευρά της ζωής. Για μια ακόμη φορά επέλεξε ως βασική ιδέα ένα πραγματικό γεγονός πλέκοντας γύρω του μια ζοφερή ιστορία, ένα εξαιρετικά καλογραμμένο, λογοτεχνικό θρίλερ. Όπως η ίδια σημειώνει, για τις ανάγκες της συγγραφής ερεύνησε τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης στην ιρλανδική ύπαιθρο τα χρόνια πριν το μεγάλο λιμό του 19ου αιώνα. Επιπλέον, μελέτησε ενδελεχώς την πλούσια παράδοση του τόπου: τις προλήψεις, τις δοξασίες και τις πεποιθήσεις των απλών ανθρώπων για τον ερεβώδη, μυστικό κόσμο των ξωτικών και των τελώνιων. Εκεί που το φυσικό και το μεταφυσικό γίνονται ένα, με καθόλου αθώο ή ονειρικό τρόπο όπως έχουμε συνηθίσει σήμερα να σκεφτόμαστε τον νεραϊδόκοσμo. Εκεί που τελικά το ανθρώπινο μυαλό αναζητούσε απαντήσεις σε ό,τι δεν μπορούσε να εξηγήσει κι απόθετε τους φόβους και τις ελπίδες του.
Να ξέρεις, όμως: οι πιο πολλοί φόβοι γεννιούνται, όταν κάθεται κανείς μόνος του ώρες πολλές στο σκοτάδι. (…) Είχε καταλάβει, επιτέλους, γιατί οι άνθρωποι φοβούνταν το σκοτάδι. Το φοβούνταν επειδή ήταν μια πόρτα ανοιχτή και μπορούσες να διαβείς το κατώφλι της και ν’ αλλάξεις. Να μεταμορφωθείς. Να γίνεις άλλος.
Eικοσιένα βοτάνια δίνουν τον τίτλο και την αύρα τους σε καθένα από τα ισάριθμα κεφάλαια του βιβλίου. Η Kent δεν βασίζεται τόσο στην πλοκή της ιστορίας όσο στην ατμόσφαιρα που με τόση μαεστρία ξέρει να δημιουργεί. Οι πολλές και διαφορετικές υφές κι αισθήσεις λειτουργούν πολύ έντονα δημιουργώντας δυνατές, ρεαλιστικές εικόνες: το ομιχλώδες τοπίο, το λασπερό χώμα, το ζεστό βλέμμα μιας κατσίκας, η μυρωδιά των βοτάνων που βράζουν, το τρεμούλιασμα του δέρματος, η γεύση της ζεστής πατάτας, οι κραυγές του μικρού αγοριού, το τσουχτερό κρύο, το σφίξιμο του πεινασμένου στομαχιού, το κουκούλωμα κάτω από ένα βαρύ, ανδρικό πανωφόρι, το γάλα που χτυπιέται σε βούτυρο, η τύρφη στην πυροστιά... Η γραφή της Hannah Kent ρέει γοητευτικά, με απλότητα αλλά και βαθιά εσωτερικότητα. Kι έχει την τόλμη να περιγράφει με την ίδια ποιητική, γλαφυρή ποιότητα, τα μεγάλα καθώς και τα ελάχιστα, τα φυσικά τοπία και τα ανθρώπινα συναισθήματα, τις απλές στιγμές της καθημερινότητας αλλά και κάποιες τραγικές σκηνές σκληρής βαναυσότητας. Σε όλα αυτά, έχει συμβάλλει αποφασιστικά και η θαυμάσια μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου με την ευαισθησία και την εμπειρία της.
Μερικοί άνθρωποι προχωράνε θέλοντας και μη ως τα άκρα. Αναγκάζονται επειδή είναι αλλιώτικοι από τους άλλους. Αλλά στα άκρα βρίσκουν την δύναμή τους.
Στα προσωπικά τους άκρα μοιάζει να φτάνουν και οι βασικοί χαρακτήρες του βιβλίου. Μπορεί να μην έχουν το «βάθος» και το «βάρος» της αλησμόνητης Άγκνες (των «Εθίμων Ταφής») όμως εδώ η συγγραφέας δείχνει να θέλει να μοιράσει την παρτίδα στα τρία: στη Νόρα, τη Νανς και τη Μαίρη. Η ιδιαίτερη στάση της καθεμιάς απέναντι στον Μίχολ αλλά και στη ζωή γενικότερα, προσφέρει στον αναγνώστη μια μικρή σπουδή στην ανθρώπινη φύση και τις τόσες διαφορετικές πτυχές της. Στον τρόπο που ο κάθε άνθρωπος τελικά επιλέγει να εξηγεί και να αισθάνεται την τραγικότητα της ζωής και καθετί αλλόκοτο και διαφορετικό. Στη μεγάλη ανάγκη του καθενός μας να ξορκίζει το κακό και τους φόβους του όπως αντέχει. Είτε μέσα από το φως του, είτε μέσα από τα σκοτάδια του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου