Φθάνοντας στην τελευταία σελίδα της Αρχής της Ελένης Λαδιά, το βιβλίο παραμένει ανοιχτό και εμφιλοχωρεί η ίδια πάλι επιταγή να διαβάσω όλο της το έργο, για να την κατανοήσω καλύτερα, άρα και να απολαύσω περισσότερο και περισσότερα. Αλλά προσμετρώντας τον όγκο του συγγραφικού της έργου αναβάλλω διαρκώς την αναμέτρηση μαζί του. Παραμένω έτσι πάντα στην αρχή (Αρχή) με τις πολλές αρχές να παρεισδύουν άναρχα και απρόσκλητα.
Η ίδια εξάλλου έχει δηλώσει πως «Η ιστορία που φτιάχνει ο συγγραφέας έχει άγνωστη την έννοια της αρχής και του τέλους. Η συγκεκριμένη αρχή θα μπορούσε να αντικατασταθεί από άπειρες άλλες αρχές, όπως και το τέλος» (Το Ποικιλόγραφο Βιβλίο. Άρθρα-Ομιλίες-Δοκίμια. 1972-2012, Αθήνα 2012, σ. 213). Δεν επεκτείνει βέβαια τη ρήση της και στον αναγνώστη, που, εγώ ως αναγνώστρια, οικειοποιούμαι αυθαίρετα.
Η λογοτεχνική γραφή της Ελένης Λαδιά (γιατί είναι πλούσιος και ο δοκιμιακός της λόγος) δίνει την εντύπωση ότι κινείται στην περιφέρεια του κύκλου, όπου παρεισφρέουν πολλές αρχές, πολλές αφετηρίες ανάγνωσης, με επιτακτικότερες: το πλούσιο αρχαιοελληνικό, λατινικό, πατερικό και φιλοσοφικό οπλοστάσιό της· τα προσωπικά της βιώματα, το «κρυφτό», η αναγνώριση και η ταύτιση αυτής που της μοιάζει να είναι η συγγραφέας· η έκσταση, η ενόραση, το όνειρο, η έκτη της αίσθηση· η αμφισημία· οι παραλλαγές στο βάθος βάθος των ίδιων θεμάτων, του έρωτα, της αγάπης, του θανάτου, της απώλειας, του πένθους, του δαίμονα, του θεού, της έντονης πνευματικής περιπέτειας· η μνήμη· το χθόνιο, αλλά και το υποχθόνιο και το ουράνιο, στα οποία η συγγραφέας αναζητεί –και βρίσκει– αναλογίες που συνθέτουν το θαύμα του ενός μοναδικού πράγματος. Δεν θα την ανταμώσουμε στο κέντρο του κύκλου, αλλά στην περιφέρεια με τις πολλές και διαφορετικές μεταξύ τους αφετηρίες και αμφισημίες.
Όταν γράφονταν αυτές οι γραμμές δεν είχε ακόμη κυκλοφορήσει το βιβλίο της Επί της περιφερείας του κύκλου (νουβέλα, Εκδόσεις Gema, Αθήνα 2022) και δεν γνωρίζω εάν, αυτό το τελευταίο της βιβλίο, αναιρεί ή επιβεβαιώνει την εντύπωση ενός έργου που μας επιτρέπει ν’ ακούμε τις εξομολογήσεις της συγγραφέως που αναμετριέται με την περιπέτεια της γραφής από την περιφέρεια του κύκλου: «Ποια αρχή […] Και ποια η γεωμετρική της απεικόνιση; Ο κύκλος, όπου μπορείς να λάβεις ένα οποιοδήποτε σημείον της περιφέρειάς του αυθαιρέτως ως αρχή, κι άρα υπάρχουν άπειρες αρχές στην περιφέρεια ενός κύκλου […]» (σελ. 15).
Στο εξώφυλλο της Αρχής η ίδια η συγγραφέας διευκρινίζει ότι πρόκειται για «Δύο νουβέλες με διαφορετική θεματολογία και κοινό τίτλο». Και στις δυο, η «συγγραφέας», ένα από τα πρόσωπα της αφήγησης, απευθύνεται στον αναγνώστη πληροφορώντας τον ότι η πρώτη αφήγηση πραγματοποιείται πριν από τον θάνατό της, που η ίδια είχε προκαθορίσει να συμβεί σε δυο μήνες: «Γράφτηκε υπό την φανταστική απειλή του θανάτου της συγγραφέως» (σελ. 98)· και η δεύτερη: «Γράφτηκε υπό την πραγματική απειλή του θανάτου της ανθρωπότητας» (σελ. 158).
«Όλα τα μεγάλα είναι συνάμα ερωτικά. Ο μεγάλος πόνος ερωτικός, η αγάπη για την πατρίδα ερωτική, ο μεγάλος χαμός ερωτικός, όλα ερωτικά, ακόμη και ο θάνατος που παλεύει με την ζωή είναι κι αυτός ερωτικός»
Ως θέμα της πρώτης θα μπορούσε να οριστεί ο ανευόδωτος έρωτας και της δεύτερης η ολοκληρωμένη αγάπη. Και στις δυο, ωστόσο, περιπτώσεις η επιγραμματική αυτή διατύπωση είναι περιοριστική, παρόλο που: «Μόνον η ελληνική γλώσσα βρήκε λέξεις για να διαχωρίσει αυτά τα συναισθήματα, σκέφτηκε, με εθνική υπερηφάνεια. Ο ταχύπους έρως και η αγάπη “ανοιξιάτικο σάλεμα χόρτων στ’ αργοκίνητα πόδια γελαστής χελώνας/ που όλο κερδίζει το στοίχημα της δρασκελιάς”» (σελ. 69-70).
Θέμα της πρώτης νουβέλας, λοιπόν, ο ανευόδωτος έρωτας, ο έρωτας του Ανδρέα προς την Ευρυδίκη. Αλλά πάνω απ’ αυτόν τον έρωτα, που τελικά παρακάμπτεται, είναι ο έρωτας για την πατρίδα: «Όλα τα μεγάλα είναι συνάμα ερωτικά. Ο μεγάλος πόνος ερωτικός, η αγάπη για την πατρίδα ερωτική, ο μεγάλος χαμός ερωτικός, όλα ερωτικά, ακόμη και ο θάνατος που παλεύει με την ζωή είναι κι αυτός ερωτικός» (σελ. 93). Ο έρωτας του Ανδρέα για την πατρίδα του την Κύπρο, που ζει ως ένοχος, μετά τη διχοτόμηση του νησιού του, κι ας στάθηκε γενναίος στρατιώτης, υπερασπιστής των ιερών και των οσίων. Επέζησε! Κι αυτή είναι η ενοχή του! Που επιχειρεί να την ξεπλύνει με τη συγγραφή της «ραψωδίας της μνήμης», της ραψωδίας της ήττας και των νεκύων· πάλεψε με τη γραφή, έως θανάτου, για τη μνήμη όλων εκείνων που οι μάνες τους δεν πρόλαβαν να τους προφυλάξουν από το «αστραπόβροντο» που τους βρήκε «σε ανυποψίαστο καιρό» (σελ. 28).
Και η ολοκληρωμένη αγάπη της δεύτερης νουβέλας, που επιστέγασμά της έχει τη γνώση και την ομορφιά, περνάει μέσα από άλλες αγάπες που διερευνώνται και στις δυο νουβέλες: της αγάπης που λειτουργεί ως ψυχολογικός εκβιασμός και της αντίθετής της που απελευθερώνει, της αγάπης που εκφαίνεται από μια διπολική διαταραχή, της αγάπης που ψυχαναλύεται από το ασύνειδο.
Η ιεράρχηση των «αρχών» εξαρτάται από την προσοχή του αναγνώστη-ακροατή στην πολυφωνία της πολυπρόσωπης αφήγησης: η συγγραφέας, ο Ανδρέας, η Ευρυδίκη, ο/η αφηγητής/τρια και πάλι η συγγραφέας, στη δεύτερη νουβέλα, που αναλαμβάνει, χωρίς τους χρονικούς καταναγκασμούς και από τη χώρα πλέον των ζώντων, να μας διηγηθεί την ιστορία αγάπης του Χρυσάνθιου και της Λαμπετίας, ως μια μεσαιωνική μυθιστορία στο τώρα. Οι αφηγητές ομιλούν ο καθείς για τον εαυτό του και απαιτούν εγρήγορση. Κάθε «φωνή» εκθέτει τη δική της πραγματικότητα, αφού «υπάρχουν τόσες πραγματικότητες, όσες μπορείς να φαντασθείς» (σελ. 80)· σαν ένας λογικός ειρμός του παραλόγου.
Έτσι ωθείται και ο αναγνώστης να εστιάσει στη δική του «αρχή». Σκάλωσα, για παράδειγμα, αρκετή ώρα σε φράσεις που φανταζόμουνα να ανήκουν στη συγγραφέα, όπως: «Δεν πρέπει να μιλάμε άσχημα για ανθρώπους που είχαμε κάποτε αγαπήσει» (σελ. 30). «Αν δεν έχεις το χάρισμα να διακοσμείς την καθημερινότητα, πεθαίνεις λίγο λίγο» (σελ. 41). «Δεν φτιάχνουν μόνον οι άνθρωποι τις πόλεις, αλλά συμβαίνει και το αντίθετο. Έτσι αυτή η ερειπωμένη πόλη μετέβαλε και τους παλαιούς κατοίκους της σε ερείπια γεμάτα μνήμη και αναμνήσεις» (σελ. 51). «Έτσι είναι η νομοτέλεια των αισθημάτων: υπερβολική ευγένεια; περίμενε αγένεια. Λατρευτικές εκδηλώσεις; περίμενε αδιαφορία. Μεγάλα λόγια; περίμενε εξαφάνιση» (σελ. 56). «Τώρα που δεν θα υπήρχε κανείς να την αγαπά, αισθανόταν περιττή» (σελ. 67). «Να αγαπιόμαστε όλοι οι κάτοικοι της νήσου [Κύπρου], γιατί έχουμε κοινά οδυνηρά βιώματα ως θύματα της βάρβαρης εισβολής» (σελ. 71). «Όποιος θέλει, βρίσκει. Και βρήκα» (σελ. 77). «Τα προηγούμενα ψέματα ξεπληρώνονται με μία ματωμένη αλήθεια» (σελ. 82). «Λεπτομέρεια, η σύνοψη των πάντων!» (σελ. 95).
Και φανταζόμουν και την ίδια: ηλικιωμένη, με τα τέσσερα μαξιλάρια-υποστάσεις της, πνιγμένη στα βιβλία –απαραιτήτως, εκτός από την αρχαιοελληνική γραμματεία, Ντοστογιέφσκι, Κάφκα, Νίτσε– και στις προγονικές φωτογραφίες, με τρόμο μπροστά στη λευκή κόλλα, μπροστά στο κενό, άυπνη, βαθιά θλιμμένη, παρέα με τους ζώντες νεκρούς της, με τις αγκαθερές μνήμες της, με φίλη τη μοναξιά της· με τις διαισθήσεις και τα ονείρατά της, με συναίσθηση μιας ανωτερότητας που δεν έχει ανάγκη να γαντζωθεί από κάνενα πρόσωπο, με έμπνευση ή χωρίς έμπνευση, που όταν φθάνει στο τέλος της αφήγησής της, την επιγράφει με τη λέξη Αρχή· αενάως κινούμενη στην περιφέρεια του κύκλου, όπου κάθε σημείο ορίζεται ως αρχή και ως τέλος.
Όλα αυτά η μυθοπλαστική συγγραφέας. Μπορεί και η αληθινή, για την οποία ένα πράγμα μπορώ να ισχυριστώ· ότι θα μπορούσε να παραφράσει τη γνωστή δήλωση του Ντεκάρτ, ακριβώς όπως ο Γιάννης Ρίτσος, και να δηλώσει: «Θυμάμαι, άρα έχω!»
Αρχή
Δύο νουβέλες με διαφορετική θεματολογία και κοινό τίτλο
Ελένη Λαδιά
Αρμός
σ. 166
ISBN: 978-960-615-394-5
Τιμή: 12,00€
https://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/18524-archi
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου