Έτσι όπως προβάλλεται το βιβλίο, ο αναγνώστης έχει την εντύπωση πως η αλησμόνητη ποιήτρια μας στέλνει ένα ακόμα έργο της από το υπερπέραν. Κι όμως, δεν είναι έτσι. Είναι η Έλση Δημουλά, η κόρη της, που, αφανής στο εξώφυλλο, μας παρουσιάζει τις ομιλίες που έκανε η μητέρα της. Ονόμασε το κείμενό της «Λόγος μετά», που με την εξουσιοδότηση που της παρέχει ο «ενωμένος διά βίου βίος» τους καταθέτει με σεμνότητα, σεβασμό και αγάπη εδώ. Την απόφαση την είχε πάρει μαζί με την αείμνηστη μητέρα της, «λίγο πριν [Εκείνη] ανέβει στη βάρκα του ανέκκλητου». Στο βιβλίο έβαλε ως μότο στίχους του πατέρα της, του Άθω, που θέλει το όνειρο να παραμένει όνειρο ακόμα κι όταν έχει εκπληρωθεί.
Η ομιλήτρια μίλησε σε συνέδρια και εκδηλώσεις, έκανε χαιρετισμούς και αποχαιρετισμούς. Τα κείμενα είναι πολλά, αλλά η Έλση επέλεξε είκοσι οκτώ, τα οποία ονόμασε «ποιητικά χρονογραφήματα», επειδή «παρουσιάζουν ατμοσφαιρικά τις εσωτερικές διαθέσεις της ποιήτριας, τους μετασυμβολισμούς των επίκαιρων τότε θεμάτων και φωτογραφίζουν τον χρόνο». Είναι στοχαστικά, είναι η δική της ματιά στον κόσμο. Ο χαρακτήρας τους είναι ποιητικός, σαν «αυτοτελές ποίημα», γεμάτα από τη μουσικότητα των λέξεων, των απρόβλεπτων εκφράσεών της· δικαίως ο Χριστόφορος Χαραλαμπάκης τα χαρακτήρισε «Ποιήματα τα οποία είχε εγκατασπείρει στο κειμενικό σώμα».
Σαν κόρη που νιώθει την απουσία της μητέρας, σκαλίζει τα συρτάρια, ανακαλύπτει τα κείμενα, διακρίνει τα δακτυλικά αποτυπώματα Εκείνης, ακούει τη φωνή της με όλες τις διακυμάνσεις, βλέπει τις εκφράσεις του προσώπου της. Αισθάνεται την «ιερή πλεύση», σε έναν ακόμα δεσμό εξίσου ισχυρό με τον βιολογικό.
Το κείμενο της Έλσης Δημουλά είναι συγκινητικό, φοβάται το πέρασμα του χρόνου που φέρνει τη λήθη γι’ αυτό και αποφάσισε να κάνει τα λόγια λέξεις στο χαρτί, αφού όπως έλεγε η ποιήτρια «δεν είναι να εμπιστεύεται κανείς τη φυλλοβόλο μνήμη», γι’ αυτό τα κείμενα αυτά προτείνονται ως «μια ιερόσυλη παράταση της φωνής της» (θα διαγράψω την «ιερόσυλη» και θα βάλω στη θέση της την «ιερή»). Και δεν είναι η φωνή που διαιωνίζει το έργο, αλλά είναι η ζωή που «ακούγεται μέσα από τις λέξεις». Σαν πραγματοποίηση της ευχής να ζούσε ο άνθρωπος. Τι θα έλεγε η Κική Δημουλά πάνω στο δίλημμα το έργο ή ο άνθρωπος; Μα έχει αποφανθεί: «Εγώ να ζήσω, κι ας τα βγάλει πέρα μόνη της η όση προσπάθειά μου».
Μόνον ας ζήση ο άνθρωπος,
ότι είναι η γη παράδεισος και ζωή μία
(Εις Ψαρά, ωδή β’)
αναφωνεί ο Ανδρέας Κάλβος και όλα τα άλλα έπονται…
Στα ανθολογούμενα κείμενα θα έχουμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε όλα όσα ξέρουμε και όσα μας αποκαλύπτει η Έλση Δημουλά, διευρύνοντας τον ποιητικό κόσμο, όχι τόσο με τις ιδέες και τις απόψεις που λίγο-πολύ είναι γνωστές, αλλά με την αστραφτερή γλώσσα, που ξαφνιάζει, λόγω του τρόπου που έχει να εφευρίσκει, να ανακαινίζει ή να αναπαλαιώνει το κοινότοπο, αναβαθμίζοντας με τη διατύπωσή της την ουσία του. Η γοητεία της ποίησης είναι αυτή, η αστραψιά που φέρνει στον νου, η έκπληξη, όπως «Άνοιξη ένα χαστούκι παπαρούνες» και μένουμε ενεοί μπροστά στο θαύμα που μας αποκαλύπτεται και ας είναι γνωστό, χιλιοειπωμένο ή αλλιώς χιλιοϊδωμένο, ο νους δεν τρέχει σ’ ένα κατακόκκινο λιβάδι, αλλά μαχαιριά στα σωθικά, εκεί που γίνεται η μεγάλη ζύμωση, αφού η άνοιξη δεν είναι μια εποχή αλλά μια θυσία.
Πρώτο κείμενο, «Κωνσταντίνος Καβάφης, Σπονδή στο θείο ακατόρθωτο», το ονόμασε γιατί ο «ιδανικά αγαπημένος» Άθως τής χάρισε ένα βιβλίο του Καβάφη για κείνη ανεπανάληπτο. Για την ποίηση την ίδια «Δεν αγγίζω φαινόμενα που πιστεύω ότι ανήκουν στην περιοχή του μυστηρίου… γιατί ο θαυμαστά περίπλοκος μηχανισμός τους δεν μου αποκαλύφθηκε παρά τις επίπονες προσπάθειές μου. Μυστήριο ονομάζω και την ποίηση και αποδέχομαι την κλειστή, τη σφραγισμένη θέλησή της με σιωπηρή ευλαβικότητα». «Καβαφικά» έλεγαν τα ποιήματά της, μας λέει, κι όμως ξόδεψε και το δικό της αίμα «για να κυκλοφορήσει το ξένο που δανείστηκα». Τελικά επιλέγοντας στίχους από τον αγαπημένο της ποιητή έφτασε σ’ εκείνο το «επέστρεφε» και αιτιολόγησε την επιλογή τού συναισθηματικώς ορθού αντί του γραμματικώς ορθού «επίστρεφε». Γιατί «χάρη σ’ αυτό το επέστρεφε δημιουργείται ένας άλλος χρόνος, μια εσαεί επανάληψη στο παρελθόν, που εντέλει υπογράφει την υποκειμενική πραγματικότητα του ποιητή», του Καβάφη, που «προσφέροντας γη και ύδωρ σπονδή στο θείο ακατόρθωτο, το οικειοποιήθηκε».
«Η τέχνη αναπλάθει ως λαθραίος θεός τον κόσμο από την αρχή σχεδόν, μεταμορφώνοντας ό,τι μας απελπίζει ως γνωστό και αδιάσειστο σε μια καταπραϋντική βεβαιότητα».
Ανθολογώ από το πλήθος των θαυματουργιών της: «Επισκευάζω: κλείνω τις παλιές ρωγμές ανοίγοντας καινούργιες, αλλάζω μεντεσέδες στο ύφος για να μην τρίζει η επανάληψη, σβήνω τις παλιές λέξεις με λέξεις και στρέφω τον προσανατολισμό κατά κει που ανατέλλει και δύει ο δικός μου ψυχισμός». «Δεν θλίβομαι για ό,τι χάθηκε. Η τωρινή/ μορφή δε θέλω να χαλάσει, αυτή/ που –έτσι άνετα– χαίρομαι» έγραφε «ο Άθως Δημουλάς, ο δικός μου άγιος-προστάτης, φευγάτος». «Άρχισα να ανακρίνω μια μια τις χαραμάδες του σκοταδιού που έφευγε… το τελευταίο σου καρδιογράφημα… οι παύλες παύλες παύλες της διακοπής σου… γεννούν καινούργια παυλόπουλα». «Η τέχνη αναπλάθει ως λαθραίος θεός τον κόσμο από την αρχή σχεδόν, μεταμορφώνοντας ό,τι μας απελπίζει ως γνωστό και αδιάσειστο σε μια καταπραϋντική βεβαιότητα». «Πώς γράφεται ένα καλό ποίημα, ε, αυτό πια πραγματικά μόνο ένας ο Θεός το ξέρει. Πάντως με σκληρή δουλειά και πολλές εσωτερικές αιμορραγίες». «Αυτό το κάτισχνο ιστιοφόρο στο βάθος… κολατσίζει αργά κι ανόρεχτα τον Κορινθιακό του» (ενώ «Πίνοντας ήλιο κορινθιακό, διαβάζοντας τα μάρμαρα…» βρήκε «τα φύλλα που ο ψαλμός του ήλιου αποστηθίζει», ο Ελύτης). Η μουσικότητα της ποίησης του Παλαμά «επέδρασε και λειάνθηκε, σαν ρόδου μοσκοβόλημα, η τραχιά αφή της πραγματικότητας».
Ν’ αντέξεις είναι το ζητούμενο/ όχι να καταλάβεις
Οι νεκροί στην «παρα-παρα-παρακάτω γειτονιά», ο Ιάκωβος Καμπανέλλης και όλοι οι δικοί της, η «αραχνοΰφαντη Καλαμάτα», ο πατέρας με το ντουφέκι που «τρόμαξε τον αέρα των πουλιών». Το «σαστισμένο γιασεμί» που έχασε τον ήλιο του από την ανέγερση της διπλανής πολυκατοικίας και για «να ξαναβρεί τη θερμή φωτοβόλα τροφή του» άρχισε «να λοξεύει, να παίρνει τη φορά της ελπίδας και να […] τυλίγεται σφιχτά ελικοειδώς στην κουπαστή της σιδερένιας σκάλας…». Ποιος θα μπορούσε να δώσει μια τόσο ζωντανή περιγραφή, το γιασεμί γυναίκα του που ανεβαίνει τη σκάλα του Μαρσέλ Ντισάν, ή τη «δειλή τριανταφυλλιά» που αρπάζεται από τα κάγκελα του Ελύτη ή την ντελικάτη «Αγράμπελη» στην αγκαλιά του πλάτανου του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη ή το «φιλί» του Γκούσταβ Κλιμτ που σχεδόν έχει αφομοιώσει το φρέσκο κορίτσι στη χρυσή σαν του Δία αγκαλιά του ή τα λογοτεχνικά και εικαστικά ανάλογα που δεν έχουν τέλος και όλα ξεκίνησαν από μια «Εντοιχισμένη χείρα βοηθείας», χειρολαβή στη σκάλα με τα 35 σκαλιά, «όταν η ηλικία άρχισε να λαχανιάζει».
«Οι τοίχοι ξέβραζαν φαντάσματα από την υγρασία των διπλανών σκέψεων». Ο Γιώργος Βέης δεν είναι που λέει: «Όσο και να βάφουμε αυτό τον τοίχο/ στην τραπεζαρία η σκιά παραμένει εκεί/ ίσως εντονότερη κάθε φορά που δοκιμάζουμε/ να τη σκεπάσουμε με την ακριβότερη ώχρα» («Απαραίτητη διευκρίνιση», Βλέπω, 2013) κι ακόμα: «μέσα στο ίδιο σπίτι κατοικούν κι άλλοι/ δεν φαίνονται αναπνέουν όμως μαζί μας» («Ενότητα στη βάση», Για ένα πιάτο χόρτα, 2016).
Λοιπόν, ζούμε με τους νεκρούς μας, στο ίδιο το σπίτι που έζησαν κι εκείνοι. Τι είναι ο πονοκέφαλος; «Μια επανάσταση εναντίον της ασυλίας που κρύβουν τα επώδυνα» και λόγω γραφειοκρατίας καθυστερούν το μοιραίο· «όσο πονάω ζω».
Κάπως έτσι η Κική Δημουλά έχει θέσει σε κίνηση μια μεγάλη αμαξοστοιχία με πολλά βαγόνια στην ίδια και ατελεύτητη ποιητική τροχιογραμμή, με όλα όσα συμβαίνουν στη ζωή, και τα μικρά και τα μεγάλα.
Η Έλση Δημουλά με το βιβλίο της μας κάλεσε σε αναμνηστικό δείπνο, τελώντας ποιητικό μνημόσυνο για τη βιολογική της οικογένεια, τον πατέρα και, κυρίως, τη μητέρα, αλλά και τους συγγενείς της ποιητικής οικογένειας, φίλους, ομοτέχνους και αναγνώστες.
Εκλήθην ομιλήτρια
Κική Δημουλά
Ίκαρος
208 σελ.
ISBN 978-960-572-454-2
Τιμή €15,50
Ανθούλα Δανιήλ, δρ Φιλολογίας, συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας, μέλος της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών και μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων
https://diastixo.gr/kritikes/diafora/18561-eklithin-omilitria
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου