Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2015

Πανδώρα: η πρώτη θνητή γυναίκα

Pandora (1861), by Pierre Loison (1816–1886)

Η Πανδώρα (παν + δώρα) είναι αρχετυπική μορφή της ελληνικής μυθολογίας, όπου αναφέρεται ως η πρώτη θνητή γυναίκα, αιτία όλων των δεινών κατά τον Ησίοδο και αντίστοιχη της βιβλικής Εύας. Ο μύθος της Πανδώρας, όχι τόσο ως αρχετυπικής μορφής, μητέρας όλων των γυναικών, αλλά ως αιτίας όλων των παθών, λόγω της περιέργειάς της, έχει κάνει το γύρο του κόσμου. Συγκεκριμένα, από ανοησία, περιέργεια ή σκόπιμα, η Πανδώρα σύμφωνα με το μύθο αποδέσμευσε και σκόρπισε στην ανθρωπότητα όλα τα δεινά και τις ασθένειες που ήταν κρυμμένες σε ένα πιθάρι — το οποίο κατά λάθος καθιερώθηκε να αναφέρεται ως «κουτί». Η αρνητική στάση του Ησίοδου και ο μισογυνισμός που εκδηλώνεται στα σχετικά κείμενά του (με την Πανδώρα πιθανόν ως αφορμή) αποδίδεται από ορισμένους ερευνητές και σε κατάλοιπα της μεταβατικής εποχής, από τη μητριαρχία στην πατριαρχία χωρίς φυσικά να αποκλείονται και άλλες λογικές ερμηνείες.

Σύμφωνα με τη Θεογονία και τα Έργα και Ημέραι του Ησιόδου που συντάχθηκαν γύρω στο 750 π.Χ. η Πανδώρα πλάστηκε από χώμα από τον Ήφαιστο κατά παραγγελία του Δία. Η Αθηνά (ή ο Ερμής) της έδωσε ζωή και οι θεοί του Ολύμπου της προσέφεραν γενικά όλα τα χαρίσματα και τις ικανότητες, και μαζί μια επικίνδυνη γοητεία. Για τον Ησίοδο πάντως η Πανδώρα ήταν το χειρότερο δώρο που μπορούσαν να κάνουν οι θεοί στον άνθρωπο.
Στη Θεογονία αναφέρει ότι «ο ευγενής γιος του Ιαπετού (ο Προμηθέας) έκλεψε την ιερή φωτιά και εξοργισμένος ο Δίας έστειλε στους ανθρώπους ένα μεγάλο κακό — το τίμημα για το ευεργέτημα της φωτιάς. Ζήτησε από τον Χωλό θεό (τον Ήφαιστο) να πλάσει από τη γη μια παρθένα και η Αθηνά την έντυσε και τη στόλισε με κοσμήματα και της έβαλε ένα θαυμαστό πέπλο και στεφάνι στο κεφάλι καθώς και ένα στέμμα χρυσό». Όπως περιγράφει ο Ησίοδος ήταν χάρμα οφθαλμών και έλαμπε με μεγάλη ομορφιά που την θαύμασαν ακόμα και οι θεοί και που δεν μπορούσε να της αντισταθεί κανένας θνητός, αφού μέχρι τότε δεν υπήρχαν γυναίκες παρά μόνον άνδρες. «Από αυτήν», γράφει ο Ησίοδος, «κατάγονται όλες οι γυναίκες και το θηλυκό γένος. Από αυτήν προήλθε το καταστροφικό γένος των γυναικών (τῆς γὰρ ὀλώιόν ἐστι γένος γυναικῶν) που ζει μεταξύ των θνητών ανδρών για να τους βασανίζει, σύντροφος μόνο στα πλούτη και ποτέ στη μισητή φτώχεια. Ο Δίας έπλασε τις γυναίκες για να βλάψει τον θνητό άνδρα.»
ὣς δ᾽ αὔτως ἄνδρεσσι κακὸν θνητοῖσι γυναῖκας
Ζεὺς ὑψιβρεμέτης θῆκεν
«Και σαν να μην έφτανε αυτό», συνεχίζει ο Ησίοδος, «αν ο άνδρας δεν παντρευόταν για να αποφύγει τις πικρίες του γάμου, γερνούσε και πλησίαζε το θάνατο χωρίς κανένα να τον φροντίσει. Οπότε όταν ο άντρας επιλέγει να παντρευτεί και παίρνει καλή γυναίκα που συμφωνεί μαζί του, τότε το κακό συνεχώς αντιπαλεύει το καλό. Γιατί μπορεί να τύχει να κάνει κακά παιδιά, και τότε ζει για πάντα με θλίψη στην καρδιά και αυτό το κακό δεν μπορει να θεραπευτεί ποτέ. Ετσι δεν μπορείς να εξαπατήσεις το Δια ή να παραβείς το θέλημά του.» Ο άνθρωπος δηλαδή δεν έχει σωτηρία, ούτε με τον γάμο ούτε χωρίς αυτόν, κατά τον Ησίοδο.

Προμηθέας - Πανδώρα
Στο Έργα και Ημέραι ο Ησίοδος αναφέρεται ξανά στην Πανδώρα, λέγοντας αρχικά τα ίδια, ότι δηλαδή την έπλασε ο Δίας για να τιμωρήσει τον Προμηθέα, στη συνέχεια όμως αναφέρεται διεξοδικά στο πώς ακριβώς τιμώρησε ο Δίας το ανθρώπινο είδος μέσω της Πανδώρας.
«Οταν ο Δίας κατάλαβε τι είχε κάνει ο Προμηθέας, του είπε «χαίρεσαι που με γέλασες, αλλά θα βρει μεγάλο κακό εσένα και όλους τους ανθρώπους και αυτό θα είναι το τίμημα για τη φωτιά που τους έδωσες. Θα είναι αυτό (το κακό) κάτι που οι άνθρωποι θα χαρούν με την καρδιά τους ενώ θα αγκαλιάζουν την καταστροφή τους»
Και έβαλε τον Ήφαιστο να πλάσει από άργιλο ένα πλάσμα που να μοιάζει σε αθάνατη θεά, αλλά να έχει τη φωνή και τη δύναμη ανθρώπου. Η Αθηνά της έμαθε να υφαίνει και η Αφροδίτη την έκανε ποθητή, ενώ ο Δίας, όπως αναφέρει ο Ησίοδος, έβαλε τον Ερμή να της δώσει ξεδιάντροπο μυαλό και πανούργα φύση και να της διδάξει τα ψέματα. Της δόθηκαν σαν δώρα επίσης τα χαρίσματα της Πειθούς και των Χαρίτων και ο Ερμής της έδωσε και ομιλία. Στο τέλος, λέει ο Ησίοδος, την ονόμασαν Πανδώρα επειδή κάθε θεός της έδωσε κι ένα δώρο, αλλά ήταν βαρύ χτύπημα για τους ανθρώπους που δουλεύουν για το ψωμί τους (δηλαδή τους θνητούς).
Ύστερα ο Δίας είπε στον Ερμή να παραδώσει την Πανδώρα ως δώρο στον Επιμηθέα, τον αδελφό του Προμηθέα. Αυτός δεν αναλογίστηκε τη συμβουλή του αδελφού του «να μη δεχτεί ποτέ δώρο από τον Ολύμπιο Δία και να το στείλει πίσω επειδή μπορεί να αποδεικνυόταν βλαβερό για τους ανθρώπους». Δέχτηκε την Πανδώρα και κατάλαβε το λάθος του όταν πια έγινε το κακό. Γιατί μέχρι τότε οι φυλές των ανθρώπων που ζούσαν στη γη ήταν μακριά από τα κακά και τους πόνους και τις νόσους που «μέσα σε αυτές οι άνθρωποι γερνούν γρήγορα. Η γυναίκα όμως έβγαλε το μεγάλο πώμα από το πιθάρι και σκόρπισε όλα αυτά τα κακά φέρνοντας τη θλίψη στους ανθρώπους.» Μόνο η Ελπίδα έμεινε μέσα στο άθραυστο μεγάλο πιθάρι και δεν πέταξε έξω «γιατί την κράτησε εκεί το πώμα με τη θέληση του Δία και γέμισε η πλάση αρρώστιες και δυστυχία που έπλητταν στο εξής μέρα νύχτα τους θνητούς σιωπηρά - γιατί ο Δίας τους είχε πάρει σοφά τη λαλιά». Καθώς όλες οι δυστυχίες πλησίαζαν βουβά, ύπουλα δηλαδή, κανείς δεν μπορούσε να φυλαχτεί «και να γλιτώσει από το θέλημα του Δία».
Ο δραματουργός Αισχύλος, που έζησε περίπου 50 χρόνια μετά τον Αίσωπο και 250 χρόνια μετά τον Ησίοδο, είδε το ίδιο θέμα από άλλη σκοπιά στο έργο Προμηθέας Δεσμώτης. Στον Αισχύλο η ελπίδα αντί να είναι κλεισμένη στο πιθάρι της Πανδώρας, αποτελεί στην πραγματικότητα το δώρο του Προμηθέα προς τους ανθρώπους[9]. Στον στίχο 250, όταν ο χορός ρωτά τον Προμηθέα ποιο ήταν το αμάρτημα για το οποίο τιμωρείται, εκείνος απαντά
  • «έκανα τους θνητούς να πάψουν να προβλέπουν το θάνατό τους ως μοιραίο»
  • «και τι φάρμακο βρήκες γι' αυτό;» ρωτά ο χορός
  • «τους έδωσα τυφλές ελπίδες» απαντά εκείνος
  • «σπουδαία λύση βρήκες» λέει ο χορός
  • «τους έδωσα και τη φωτιά» λέει ο Προμηθέας
Από το κείμενο δεν αποσαφηνιζεται αν ο Αισχύλος εννοεί πως ο Προμηθέας ήταν εκείνος που σφάλισε το πιθάρι της Πανδώρας και φύλαξε την ελπίδα για στερνό καταφύγιο του ανθρώπου ή αν εννοεί πως εκείνος ήταν η αιτία να δοθεί στους ανθρώπους το δώρο της ελπίδας. Τρίτη εκδοχή είναι να ειρωνεύεται και να εννοεί ότι εξαιτίας του οι άνθρωποι έχουν πια μόνο τυφλές ελπίδες και τίποτε άλλο. Τέλος, μπορεί να εννοεί ότι, δίνοντας στον άνθρωπο τη φωτιά, του έδωσε ουσιαστικά ελπίδες για καλύτερη ζωή.
Το θέμα της ελπίδας έχει εξεταστεί και από σύγχρονους ερευνητές που δεν θεωρούν σαφές ότι η ελπίδα ήταν όπλο ή μειονέκτημα, υπονοώντας ότι η ελπίδα αναστέλλει την κινητοποίηση και οδηγεί πιθανόν στην υποχώρηση και την ήττα. `Αλλος προβληματισμός αφορά στις προθέσεις των κεντρικών μοχλών του μύθου. Αν ο Δίας ήθελε πραγματικά το κακό των ανθρώπων, γιατί φρόντισε στο πιθάρι με τα δεινά να υπάρχει και η Ελπίδα; Αυτό δειχνει ευσπλαχνία, ενώ ο Ησίοδος τον παρουσιάζει έξαλλο με τον Προμηθέα και την ανθρωπότητα. (Πανδώρα - wiki)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

«ΝΥΦΕΣ»

  «Είναι άραγε το όνειρο κάθε κοριτσιού να ντυθεί στα λευκά; Είναι ο γάμος ο προορισμός και η πιο σημαντική στιγμή στη ζωή μιας γυναίκας; Κι...