Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2015

Ο ΤΟΛΣΤΟΪ, Η ΡΑΧΜΑΝΟΒΑ ΚΑΙ «ΟΙ ΦΡΟΥΡΟΙ» (ΜΕΡΟΣ Β’) της Σταυρούλας Γ. Τσούπρου

Ο ΤΟΛΣΤΟΪ, Η ΡΑΧΜΑΝΟΒΑ ΚΑΙ «ΟΙ ΦΡΟΥΡΟΙ» (ΜΕΡΟΣ Β’) της Σταυρούλας Γ. ΤσούπρουΎστερα από την αναγκαία παρέμβαση (η οποία ολοκληρώθηκε στο α' μέρος του παρόντος άρθρου) για τον βίο και το έργο μίας συγγραφέως, της Γκαλίνα Ντιουράγκιν(α) / Alexandra Rachmanowa, η οποία παραμένει, όπως είδαμε, σε ένα περίεργο ημίφως, ενώ είχαν προηγηθεί γι' αυτήν τόσο ένδοξες, εκδοτικά, ημέρες, επιστρέφουμε σε ό,τι μας αφορά εδώ, δηλαδή στις μυθιστορηματικές βιογραφίες της Ντιουράγκινα/Ραχμάνοβα, οι οποίες, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνουν βιβλία για τους: Ντοστογέφσκι, Τουργκένιεφ, Πούσκιν, Τσέχοφ, Τσαϊκόφσκι και, όπως ήδη αναφέραμε, Τολστόι.
Αυτή την τελευταία μυθιστορηματική βιογραφία, εκδοθείσα αρχικά στο Βερολίνο το 1938, με τον τίτλο Tragödie einer Liebe (Tραγωδία μιας αγάπης), θα πρέπει να την είχε υπ' όψιν του ο Τάσος Αθανασιάδης, είτε σε κάποια γαλλική μετάφρασή της (η γαλλική ήταν, κατά κύριο λόγο, η γλώσσα την οποία ο Αθανασιάδης μπορούσε να διαβάζει στο πρωτότυπο), είτε (και) στην ελληνική. Διότι πώς αλλιώς θα μπορούσαν να εξηγηθούν οι ομοιότητες που παρατηρούνται μεταξύ των δύο αποσπασμάτων από βιβλία του Αθανασιάδη, αφενός, και του αποσπάσματος από το βιβλίο της Ραχμάνοβα, αφετέρου, αποσπάσματα τα οποία και θα παρατεθούν στη συνέχεια.
Ξεκινούμε με το «βιογραφικό χρονικό» – «Αφήγηση»: «Η φυγή και ο θάνατος του Τολστόη» (γραμμένο, σύμφωνα με τον αντίστοιχο αυτογραφικό δείκτη στο τέλος του κειμένου, τον Δεκέμβριο του 1950), το τρίτο, δηλαδή, «χρονικό» από το βιβλίο Τρία παιδιά του αιώνα τους του Τάσου Αθανασιάδη, στο οποίο ο Έλληνας συγγραφέας εστιάζει στις δέκα τελευταίες μέρες τής ζωής του Τολστόι[1]. Η «Αφήγηση» αυτή χωρίζεται σε τρία μέρη, καθένα από τα οποία φέρει στην αρχή, ως κατευθυντήρια νοηματική γραμμή, ένα μότο: το πρώτο μότο-παράθεμα είναι η αρχική φράση από την Άννα Καρένινα («Όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες μοιάζουνε μεταξύ τους· μα κάθε δυστυχισμένη οικογένεια έχει τη δική της δυστυχία»), το δεύτερο προέρχεται από ένα γράμμα του Τολστόι απευθυνόμενο στη γυναίκα του («Ο εσωτερικός κόσμος κάθε ανθρώπου είναι ένα μυστικό μεταξύ αυτού και του Θεού»), ενώ το τρίτο έχει αντληθεί από το ημερολόγιο της γυναίκας του, Σοφίας Αντρέγιεβνας Τολστάγιας (πρόκειται για απόσπασμα από την καταχώριση της 18.ΧΙ.1863: «Το πλήρωσα ακριβά, για να ρίξω ένα βλέμμα μέσα στην ψυχή του...»). Τα ως άνω παραθέματα μαρτυρούν εν μέρει και για τις πηγές τις οποίες χρησιμοποίησε ο Αθανασιάδης, ενώ εκτενέστερη σχετική πληροφόρηση μας παρέχει ο συγγραφέας στο μικρό εισαγωγικό σημείωμα που προηγείται της εν λόγω «Αφήγησης»: «Δεν υπάρχει [...] κανένα μυθοποιημένο γεγονός, για να ωραιοποιεί αυτές τις δέκα τελευταίες μέρες της ζωής του, που κράτησαν σε αγωνία ολόκληρη την ανθρωπότητα. Γιατί ο ίδιος στο ημερολόγιό του, η γυναίκα του στην "Αυτοβιογραφία" της, η κόρη του Αλεξάνδρα στις "Αναμνήσεις" της, τ' άλλα παιδιά του στα γραφόμενά τους, φίλοι και μαθητές μαζύ με την πλούσια ειδησεογραφία του Τύπου νιώσανε, θαρρείς, την ευθύνη να δώσουν, καθένας απ' τη σκοπιά του, ένα αποσπασματικό χρονικό της».[2]
Η Ρωσίδα συγγραφέας, αν και στην ελληνική έκδοση δεν αναφέρονται οι πηγές της, είναι φανερό πως έμεινε περισσότερο πιστή στην «αλήθεια» της θηλυκής πλευράς, δηλαδή της νεαρής συζύγου του μεγάλου συμπατριώτη της συγγραφέα. Στην περιγραφή του Τάσου Αθανασιάδη, από την άλλη, ο Τολστόι παρουσιάζεται όπως ακριβώς θα τον ήθελε η νεαρή σύζυγός του, απαλλαγμένος από τα ενοχλητικά χαρακτηριστικά του.
Όταν, λοιπόν, στο εν λόγω «βιογραφικό χρονικό» του Τάσου Αθανασιάδη, η σύζυγος του ετοιμοθάνατου Τολστόι, Σόνια, αναπολεί την αναχώρησή τους από τη Μόσχα μετά τους γάμους τους, εμφανίζεται να θυμάται συγκεκριμένα τα εξής: «Το φθινόπωρο 1862, οι γάμοι τους. Βροχερή μελαγχολική μέρα, που θα 'φηνε τη Μόσχα, για να ζήσει σαράντα οκτώ σχεδόν χρόνια στην εξοχή. Η μεγάλη αδελφή, η Τάνια, λιποθυμά, δε θέλει να την αποχωριστεί. Ο Πέτια, ο μικρός αδελφός, χύνει δάκρυα. Πατέρας και μητέρα υπομένουν μ' αρχοντική αξιοπρέπεια τη σκηνή. Έξω, κάτω απ' την πυκνή βροχή, τ' άλογα της καρέτας περιμένουν το ζευγάρι χτυπώντας τις οπλές τους πάνω στο λιθόστρωτο. Μπαίνουν στ' αμάξι. Ο Λέον Νικολάγιεβιτς με μια δεσποτική χειρονομία κλείνει την πόρτα. Και να τους που τρέχουν μεσ' στη βροχή, δυο άγνωστοι ενωμένοι απ' τους ανθρώπους προς το άγνωστο μέλλον, απ' όπου θα τους χωρίσει ο θεός. Όσο περνούν απ' τις απόκεντρες συνοικίες τραβώντας για την ύπαιθρο, η Σόνια κλαίει ήρεμα, με κοριτσίστικη απελπισία, πνιχτά, ενώ ο Λέον Νικολάγιεβιτς τη σφίγγει πάνω του συγκινημένος: "Είμαι ένας έρημος άνθρωπος", της ψιθυρίζει κάποια στιγμή βάζοντας τα δάχτυλά του ανάμεσα στα δικά της: "Θα 'μαι η μάνα σου κι' ο πατέρας σου, Σόνια, μην κλαις... Έλα πιο κοντά. Πάμε να ριζώσουμε στη γη του παππού μου. Θα κάνουμε παιδιά. Θα σε φροντίζω σαν τη γη μου..." Κοιτάζει τα μικρά, γαλανά μάτια του, που φωσφορίζουν μέσα στις δασές τους κόγχες».
Η αντιπαραβολή με το αντίστοιχο χωρίο από το βιβλίο της Alexandra Rachmanowa Η τραγωδία μιας αγάπης (Η ζωή του Λέοντος Τολστόη) έχει, βέβαια, μεγάλο ενδιαφέρον: «23-24 Σεπτεμβρίου 1862/ Οι προπόσεις, οι σαμπάνιες, τα δακρυσμένα μάτια της μητέρας, το σπαρακτικό κλάμα της Τάνιας [...] – Τ' αμάξι είναι έτοιμο – φωνάζει κάποιος. Η Σόνια καταλαβαίνει πως έφτασε η στιγμή. Πως πρέπει να χωριστεί, για πάντα πια, από την οικογένειά της και την κοριτσίστικη ζωή της. Τρέχει γρήγορα κοντά στο μικρό αδελφάκι της που τ' αγαπά ξεχωριστά και που είναι μόλις δυο χρόνων. Κοιμάται σαν αγγελούδι στο κρεβατάκι του. [...] Κι' ο τελευταίος αποχαιρετισμός με τους γονείς έρχεται. Ο πατέρας δε μπορεί να συγκρατήσει τα δάκρυά του. Πρώτη φορά τον βλέπει, η Σόνια, να κλαίει έτσι σαν μωρό παιδί. Η Τάνια σπαράζει από το κλάμα [...] Είναι μια θλιβερή φθινοπωριάτικη νύχτα. Βρέχει συνεχώς. [...] Το μαύρο λαντώ, με τις βαλίτσες σκεπασμένες, πάνω στη σκεπή του, μοιάζει σαν ένα μεγάλο φέρετρο.[3] Και τα έξι άλογα, που μόλις διακρίνονται οι σιλουέτες τους στο σκοτάδι, μοιάζουν σαν ένα προϊστορικό πολύποδο τέρας. Ο Λέων Νικολάγιεβιτς ανοίγει την πόρτα της άμαξας. Για άλλη μια φορά η μητέρα σφίγγει στην αγκαλιά της το παιδί της. Κι' ενώ τόχει έτσι σφικταγκαλιασμένο ξεσπά, ξαφνικά, σε μια σπαρακτική κραυγή. [...] Σχεδόν λιποθυμισμένη την σπρώχνει [τη Σόνια] ο Λέων Νικολάγιεβιτς μέσα στ' αμάξι κι' εκείνη, μπαίνοντας μέσα, στρυμώχνεται και κάθεται σε μια γωνίτσα χωρίς να βγάλει λέξη από το στόμα της. [...] Το αμάξι τρέχει όλο και πιο γρήγορα κι' η βροχή εξακολουθεί να πέφτει. Η Σόνια, καθισμένη στη γωνιά της, κλαίει σιωπηλά».
Στη μυθιστορηματική βιογραφία του Λέοντος Τολστόι από τη Rachmanowa, η περιγραφή της αναχώρησης από το πατρικό σπίτι είναι οπωσδήποτε εκτενέστερη, ενώ, πέρα από τις πολλές, όντως, εμφανείς ομοιότητες με το κείμενο του Αθανασιάδη, υπάρχουν αναμφίβολα και σημαντικές διαφορές. Επιπλέον, στη συνέχεια της διήγησης της Rachmanowa, η συμπεριφορά του Ρώσου συγγραφέα παρουσιάζεται διαμετρικά αντίθετη από εκείνην που περιγράφει ο Αθανασιάδης. Ο Τολστόι πιέζει τη Σόνια, την αγκαλιάζει «απότομα» και «χοντροκομμένα» και, ως εκ τούτου, εκείνη αντιστέκεται· μάλιστα, απορεί: «"Πώς δε μπορεί να καταλάβει" –σκέπτεται η Σόνια– "το πόσο βαρειά είναι η καρδιά μου τώρα; Πώς δε μπορεί, αυτός ο φημισμένος συγγραφέας, αυτός ο μεγάλος ανατόμος των ψυχών να καταλάβει τι μου συμβαίνει τώρα; [...] εγκαταλείπω για πάντα το σπίτι μου, τα πιο αγαπημένα μου πρόσωπα κι' αυτός, αντί να με παρηγορεί με τρυφερά λόγια, χυμά επάνω μου, σαν ζώο, που το σπρώχνει μόνο το ένστικτο και τίποτε άλλο"».[4]
Η Ρωσίδα συγγραφέας, αν και στην ελληνική έκδοση δεν αναφέρονται οι πηγές της, είναι φανερό πως έμεινε περισσότερο πιστή στην «αλήθεια» της θηλυκής πλευράς, δηλαδή της νεαρής συζύγου του μεγάλου συμπατριώτη της συγγραφέα. Στην περιγραφή του Τάσου Αθανασιάδη, από την άλλη, ο Τολστόι παρουσιάζεται όπως ακριβώς θα τον ήθελε η νεαρή σύζυγός του, απαλλαγμένος από τα ενοχλητικά χαρακτηριστικά του. Εξάλλου, η εικόνα του αρμονικού ζευγαριού (το οποίο, κάποτε, βρίσκεται να στέκεται στην αρχή μιας δύσκολης, για ποικίλους λόγους, συμβίωσης, η οποία ωστόσο θα ευοδωθεί χάρη στην αγάπη τους) επανέρχεται ως θεματικό μοτίβο στο (μυθοπλαστικό) έργο του Αθανασιάδη, με μία από αυτές τις μυθοπλαστικές εμφανίσεις να παρουσιάζει αξιοπρόσεκτες ομοιότητες με ό,τι προηγήθηκε εδώ.
Πρόκειται για την περίπτωση της Ναταλίας Βίλλη, της «αρχιγιαγιάς της Αχαΐας» και γιαγιάς της πολύκλαδης οικογένειας που βρίσκεται στο κέντρο της πλοκής του μυθιστορήματος Οι φρουροί της Αχαΐας. Η Ναταλία, λοιπόν, λίγο πριν πεθάνει, αναπολεί κάποιες, παρόμοια με τις παραπάνω πλασμένες, σκηνές από τη δική της ζωή: «Βροχερή η μέρα του αποχωρισμού στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας. Η μικρότερη αδελφή της κλαίει αδιάκοπα. Ο αδελφός θυμίζει αστείες ιστορίες με βουρκωμένα μάτια. Οι γονείς υπομένουν με βιασμένα χαμόγελα τη σκηνή. Στο καράβι οι μέρες είναι αδιάκοπη γιορτή. Απαγοήτευση η επαρχιώτικη Πάτρα. Κάτω απ' το ψιλοβρόχι τ' άλογα του λαντώ χτυπούνε τις οπλές τους στο λιθόστρωτο ανυπομονώντας να ξεκινήσουν. Ο Ηλίας Βίλλης κλείνει με μια δεσποτική χειρονομία την πόρτα. Και να τους που τρέχουν μέσα στη βροχή, δυο άγνωστοι ώς πριν από λίγον καιρό, ενωμένοι στο Άγνωστο... Απ' το τζάμι του αμαξιού η πολιτειούλα με τις δώδεκα βρύσες τής φαίνεται σα χωριό. Κλαίει πνιχτά, με κοριτσίστικη απελπισία, καθώς ανηφορίζουν για το Τρικόρφι απ' το δρόμο με τα πλατάνια, ενώ ο Ηλίας Βίλλης σκύβει κάθε τόσο πάνω της: "Θαμαι ο πατέρας κι' η μητέρα σου, Ναταλία... Θα κάνουμε παιδιά... Είναι γλυκειά η γη τής Αχαΐας...". Μέσα στο υγρό απόφωτο είδε ξαφνικά τα γιασεμιά μάτια του γεμάτα καλοσύνη».[5]
Πέρα από τη διαπίστωση ότι, στις δύο, παρατεθείσες εδώ, τόσο όμοιες αφηγήσεις από το έργο του Τάσου Αθανασιάδη, το ζευγάρι των νεονύμφων παρουσιάζεται ιδανικά ταιριασμένο (κάτι που παραπέμπει, όπως είπαμε, στο αντίστοιχο θεματικό μοτίβο των «ευλογημένων δεσμών»), δεν μπορεί παρά να επισημανθεί το γεγονός της ομοδιακειμενικής επαφής δύο διαφορετικών ειδολογικά έργων του συγγραφέα –ενός βιογραφικού χρονικού και ενός μυθιστορήματος–, γεγονός ενδιαφέρον καθεαυτό ως προς τη μαρτυρία που παρέχει για τον τρόπο/μέθοδο εργασίας του συγκεκριμένου (τουλάχιστον) δημιουργού. Πρέπει ίσως να θυμίσουμε επιπλέον, πριν από οτιδήποτε άλλο, ότι ο Λέων Τολστόι ως συγγραφέας υπήρξε για τον Τάσο Αθανασιάδη ένας από τους μεγαλύτερους, αν όχι ο μεγαλύτερος δάσκαλός του πάνω σε συγκεκριμένα ζητήματα αφηγηματολογικής τεχνικής. Ο αναγνώστης πιθανόν να θυμάται ότι, από το Τρία παιδιά του αιώνα τους και πέρα, οπωσδήποτε, από τις σύντομες όσο και συχνές δοκιμιακές αναφορές του Έλληνα συγγραφέα στον Ρώσο ομότεχνό του, ο Αθανασιάδης αφιέρωσε στον Τολστόι ένα εκτενέστατο δοκίμιο με τον τίτλο «Ο Τολστόι και η Ανθρωπότητά του»,[6] όπου αποδεικνύεται, σύμφωνα και με τη σχετική έγκυρη μελέτη του Μήτσου Λυγίζου, ότι η μαθητεία του Έλληνα πεζογράφου στον Τολστόι, όπως και στους άλλους γίγαντες της μυθιστοριογραφίας, «μεταβλήθηκε σ' ανεκτίμητη πείρα». «Αν κρίνει κανείς απ' τα διάφορα θέματα των δοκιμίων», γράφει ο Λυγίζος για τον Αθανασιάδη, «δεν είναι δύσκολο να σκεφτεί πως μερικά απ' τα δοκίμιά του στάθηκαν οι προπαρασκευές του μυθιστοριογράφου. Υπάρχει τέτοια λεπτομερειακή παρατήρηση σ' αυτά τα δοκίμια για τον τρόπο που οικοδομούσαν τα έργα τους οι γίγαντες της μυθιστοριογραφίας –Ντοστογιέφσκι, Τολστόι, Μπαλζάκ κ.ά.– που η σπουδή τους χάρισε θησαυρούς στον δοκιμιογράφο».[7] Ας μην ξεχνάμε, εξάλλου, σε ό,τι αφορά ειδικότερα τον Τολστόι, ότι ο Έλληνας συγγραφέας και ακαδημαϊκός είχε δηλώσει πως το λογοτεχνικό έργο που τον επηρέασε περισσότερο ήταν το Πόλεμος και ειρήνη, το οποίο και διάβασε 4 φορές (!) κατά την περίοδο που ο ίδιος συνέθετε το μυθιστόρημά του Οι Πανθέοι (να σημειωθεί ότι η συγγραφή των Πανθέων, στην πρώτη μάλιστα φάση της, πριν από την οριστική έκδοση, διήρκεσε 16 χρόνια, από το 1945 έως το 1961), προκειμένου να διατηρείται αδιάπτωτος ο ρυθμός του(!).
Ο Αθανασιάδης «σπούδασε» στον Τολστόι, αυτόν τον «Μιχαήλ Άγγελο της μυθιστοριογραφίας», όπως τον αποκαλούσε σε ένα δοκίμιό του,[8] και πίστευε και ο ίδιος αυτό που έλεγε ο Μαλρό, ότι: όλοι πεθαίνουμε με το παράπονο ότι δεν γράψαμε το Πόλεμος και ειρήνη. Τολμώ, δε, να ισχυριστώ πως, με την παρούσα διαπίστωση ομοδιακειμενικής (τύποις εσωδιακειμενικής) επικοινωνίας, αποδεικνύεται μία περαιτέρω, ασυνείδητη ίσως και άρα μη ελεγχόμενη, επίδραση, η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί, επειδή ακριβώς εκλαμβάνεται ως ασυνείδητη, και ως ο κορυφαίος φόρος τιμής: ο Αθανασιάδης μετέφερε ένα στιγμιότυπο της ζωής του Τολστόι στο δικό του λογοτεχνικό-νοητικό σύμπαν· έπειτα από μια τόσο στενή και μακροχρόνια ψυχική και καλλιτεχνική επαφή, ίσως, τελικά, κάτι τέτοιο να ήταν μοιραίο. http://diastixo.gr
Δείτε το πρώτο μέρος εδώ.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Όπως γνωρίζουμε, στο ίδιο χρονικό διάστημα εστίασε και η κινηματογραφική ταινία Ο τελευταίος σταθμός (2009), που βασίστηκε στο ομότιτλο βιβλίο του Τζέι Παρίνι, το οποίο έχει μεταφραστεί και στα ελληνικά: Τζέι Παρίνι, Ο τελευταίος σταθμός, Μετάφραση: Μαρίνα Τουλγαρίδου, Εκδόσεις Τόπος, Αθήνα, 2007. Να σημειωθεί ότι, όταν το περιοδικό Νέα Εστία, τον Νοέμβριο του 1960, αφιέρωσε κάποιες σελίδες του στον Λέοντα Τολστόι, στην επέτειο των πενήντα χρόνων από τον θάνατό του (το ίδιο περιοδικό, το φθινόπωρο του 1928, στα εκατόχρονα από τη γέννηση του «ελέφαντα της ρωσικής γης», είχε αφιερώσει σε δύο τεύχη του αρκετές σελίδες στον Τολστόι), συμπεριέλαβε μεταξύ άλλων στην ύλη του και τις σελίδες τής κόρης του Αλεξάνδρας, τις αναφερόμενες στις τελευταίες μέρες τhς ζωής του (βλ. περ. Νέα Εστία, 15 Νοεμβρίου 1960, τχ.801, σσ.1470-1476). Η σχετική εκτενής αναφορά δεν θα μπορούσε, βέβαια, να λείπει και από το κείμενο της πρωτότοκης κόρης του Τολστόι, Τατιάνας (κείμενο γραμμένο στα γαλλικά και δημοσιευμένο αρχικά το 1928, στο τεύχος 67 του περιοδικού Europe), το οποίο και εξεδόθη αυτοτελώς στα ελληνικά με τον τίτλο: Τατιάνα Τολστόι, Ο πατέρας μου Λέων Τολστόι, Μετάφραση: Δάφνη Μπονάνου, Ροές/microMEGA, 2010 (βλ. εκεί σσ.139-153).
[2] Για τα παραπάνω βλ. στο Τάσου Αθανασιάδη, Τρία παιδιά του αιώνα τους. Βιογραφικά χρονικά, Τρίτη έκδοση. Κείμενο οριστικό, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 1973, σσ.161-218/ το απόσπασμα που παρατίθεται στη συνέχεια εδώ βρίσκεται στη σελ.188.
[3] Στο κείμενο της Τατιάνας Τολστόι, Ο πατέρας μου Λέων Τολστόι, στο οποίο αναφερθήκαμε νωρίτερα εδώ (βλ. Σημ. 1), γίνεται λόγος για μια «μεγάλη ταξιδιωτική άμαξα, απ' αυτές που ονομάζονταν ντορμέζες» (ό.π., σελ.26).
[4] Για τα παραπάνω βλ. στο Alexandra Rachmanowa Η τραγωδία μιας αγάπης (Η ζωή του Λέοντος Τολστόη), Μετάφραση: Ελένη Λαμπίρη – Μανώλης Βατάλας, εκδόσεις «Εκλεκταί σελίδες», 1955, σσ.74-76. Στο verso της σελίδας του τίτλου της εν λόγω έκδοσης δίνεται, γραμμένη στη γερμανική γλώσσα, η πληροφορία ότι το κείμενο προέρχεται από το ρωσικό χειρόγραφο της συγγραφέως, το οποίο μεταφράστηκε στη γερμανική από τον Dr. Arnulf v. Hoyer, ενώ, στην ίδια τη σελίδα του τίτλου, ο ελληνικός υπότιτλος, πιο εκτεταμένος από εκείνον του εξωφύλλου, έχει ως εξής: «Ιστορικό μυθιστόρημα της ζωής του Λέοντος Τολστόη» [ο ελληνικός υπότιτλος, πάντως, δεν αποδίδει με ακρίβεια τον αντίστοιχο γερμανικό, ο οποίος είναι: «Roman der Ehe Leo Tolstojs», δηλαδή, «Μυθιστόρημα του γάμου / έγγαμου βίου του Λέοντα Τολστόι»]. Τέλος, στην (ελληνική) έκδοση υπάρχει ως μότο η αρχή της Άννα Καρένινα, «Όλοι οι ευτυχισμένοι γάμοι μοιάζουν μεταξύ τους. Μα, κάθε άτυχος, είναι με τον δικό του τρόπο άτυχος», υπογεγραμμένο απλώς: «Λέων Νικολάγιεβιτς Τολστόη».
[5] Βλ. στο Τάσου Αθανασιάδη, Οι φρουροί της Αχαΐας, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», πέμπτη έκδοση, 1993, β′ τ. σελ.135.
[6] Βλ. στο Τάσου Αθανασιάδη, Βεβαιότητες και αμφιβολίες, Δοκίμια, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», πρώτη έκδοση, 1980, σσ.160-200.
[7] Βλ. στο άρθρο του Μήτσου Λυγίζου, «Ο Δοκιμιογράφος Τάσος Αθανασιάδης», στο «Αφιέρωμα στον Τάσο Αθανασιάδη» του περιοδ. Πνευματική Κύπρος, χρονιά ΚΓ′, τεύχη 274-276, Οκτώβρης-Δεκέμβρης 1983, σσ.180-198/ εδώ, σσ.182-183. Περισσότερες πληροφορίες τόσο για το προαναφερθέν άρθρο του Μήτσου Λυγίζου, όσο και για τη «σχέση» του Αθανασιάδη με τον Τολστόι, αλλά και γενικότερα για την «ομοδιακειμενικότητα» (και την «εσωδιακειμενικότητα») στο έργο του Αθανασιάδη βλ. στο Σταυρούλα Γ. Τσούπρου, Το Παρακείμενο και η ...–(Δια)κειμενικότητα ως Σχόλιο στο πεζογραφικό έργο του Τάσου Αθανασιάδη (και στα 21 εγκιβωτισμένα ποιήματα του πεζογράφου), Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα, 2009.
[8] Βλ. στο Τάσου Αθανασιάδη, Αναγνωρίσεις, Δοκίμια, Δεύτερη έκδοση, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 1974, σελ.24.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

«ΝΥΦΕΣ»

  «Είναι άραγε το όνειρο κάθε κοριτσιού να ντυθεί στα λευκά; Είναι ο γάμος ο προορισμός και η πιο σημαντική στιγμή στη ζωή μιας γυναίκας; Κι...