Πέμπτη 11 Ιουνίου 2015

Πέτρος Νάκος: συνέντευξη στη Μάριον Χωρεάνθη

Πέτρος Νάκος: συνέντευξη στη Μάριον Χωρεάνθη
Το θέατρο-πολυχώρος Altera Pars στεγάζεται σε ένα παλιό βαφείο αυτοκινήτων, στην περιοχή του Κεραμεικού. Η γοητευτική ιδιαιτερότητα της εσωτερικής του διαρρύθμισης έχει διατηρηθεί ανέπαφη, παρά την εντυπωσιακή εξωτερική «αναβάθμιση» του κτίσματος, και αξιοποιείται ως σκηνικό συστατικό των παραστάσεων που ανεβάζει ο ομώνυμος θεατρικός οργανισμός, ο οποίος ιδρύθηκε το 2001 από τον Πέτρο Νάκο και τη Μίνα Χειμώνα. Με αφορμή την τελευταία παράσταση της ομάδας Altera Pars για τη χειμερινή σεζόν 2014-2015, τον εξαιρετικό Μπέρντι του Ουίλιαμ Γουόρτον, ο σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής του έργου, Πέτρος Νάκος, αναπτύσσει τις καλλιτεχνικές και ιδεολογικές του θέσεις και επιλογές, θίγοντας συγχρόνως τα κοινωνικά όσο και πολιτισμικά παράδοξα της μνημονιακής Ελλάδας.
Η συνεργασία σας με τη Μίνα Χειμώνα πώς προέκυψε;
Είναι μεγάλη ιστορία. Εφαλτήριο υπήρξε η συνάντησή μας σε μια παράσταση το 2000 – Η Ήρα και το Παγόνιστο Βρετάνια, σε σκηνοθεσία του μακαρίτη Δημήτρη Οικονόμου. Την ήξερα βέβαια από πολύ παλιότερα, όταν εγώ πήγαινα ακόμα στη δραματική σχολή και εκείνη συμμετείχε σε παραστάσεις του Σπύρου Ευαγγελάτου στην Επίδαυρο, τις οποίες παρακολουθούσα στενά λόγω κάποιων γνωριμιών που είχα στον θίασό του. Εκείνη μου έκανε την πρόταση να παίξουμε μαζί ένα έργο κι εγώ της αντιπρότεινα να κάνουμε κάτι ακόμα πιο δημιουργικό.
Μου έκανε εντύπωση το όνομα του θεάτρου και του θεατρικού οργανισμού, Altera Pars.
Αυτό οφείλεται στην ιταλική μου καταγωγή, από την πλευρά της μητέρας μου. Είχα την αίσθηση ότι είναι ένα πολύ γνωστό νομικό γνωμικό. Η αλήθεια είναι ότι το είχα διαβάσει, πιτσιρικάς, σε μια εφημερίδα ενός αγαπημένου μου δημοσιογράφου, του Ηλία του Μπαζίνα, ο οποίος δυστυχώς απεβίωσε πρόπερσι. Μου άρεσε πολύ και νομίζω ότι δίνει πολύ εύστοχα την αίσθηση αυτού που θέλαμε να κάνουμε με τη Μίνα Χειμώνα, όταν δημιουργήσαμε την ομάδα και το θέατρο. Παρεμπιπτόντως, προέρχεται από το νομικό γνωμικό του Κικέρωνα, audiatur et altera pars, που σημαίνει «ας ακουστεί και η άλλη πλευρά». Ήταν ένα τσιτάτο που χρησιμοποιούσαν όποτε υπήρχαν προστριβές, γιατί ως γνωστόν οι Ρωμαίοι ήταν οι δημιουργοί της νομικής επιστήμης. Μου άρεσε και ως ονομασία, είναι πολύ εύηχο. Αντιλαμβάνομαι βέβαια ότι για πολλούς ανθρώπους είναι δύσκολο να συγκρατήσουν το όνομα, ειδικά το δεύτερο συστατικό. Και αυτό είναι μάλλον προβληματικό ως προς τη μαρκετίστικη λογική του πράγματος. Αν και πλέον, με το χρόνο, νομίζω ότι αρχίζει να γίνεται ευρύτερα γνωστό.
Παρότι μου αρέσει πολύ η εικόνα και παίζω μ’ αυτήν, σέβομαι πάρα πολύ το κείμενο και είναι ο πρωταρχικός μου στόχος σε μια παράσταση. Ένα κείμενο για μένα είναι σαν παρτιτούρα: συνήθως ο ρυθμός δίνεται από τον συγγραφέα, γιατί ο συγγραφέας είναι ένας εν δυνάμει σκηνοθέτης όταν γράφει ένα κείμενο – το έχει μέσα στο κεφάλι του παιγμένο, το βλέπει να διαδραματίζεται. Αυτή την παρτιτούρα εγώ την αναζητώ κάθε φορά.
Ακούγεται λοιπόν η «άλλη πλευρά»;
Εμείς είχαμε κατά νου έναν συγκερασμό – θέλαμε με τη Μίνα να ενώσουμε αυτό που λέγαμε παλιότερα «ποιοτικό» και «εμπορικό» θέατρο. Δηλαδή, η λογική μας είναι μια ποιοτική αναζήτηση, αλλά με έναν τρόπο που να ενδιαφέρει και το ευρύ κοινό. Τώρα, αν το έχουμε πετύχει, δεν γνωρίζω. Σίγουρα υπάρχουν πολλά περιθώρια ακόμα εμπορικότητας του θεάτρου, αλλά νομίζω ότι γενικώς οι παραστάσεις ανεβαίνουν με τέτοιο τρόπο που όσο «βαρείς» ή δύσκολοι και να είναι οι συγγραφείς, μπορούν και γίνονται κατανοητοί από τους θεατές. Αλλά η αλήθεια είναι ότι μας αρέσει αυτό που κάνουμε – και αυτό είναι το βασικό στην τέχνη, νομίζω. Να σε αφορά αυτό που κάνεις, να σου δίνει ενέργεια, δύναμη, έμπνευση, να σε γεμίζει εσωτερικά. Βέβαια, έχουμε συνειδητοποιήσει πλέον ότι όσο συνεχίζουμε με αυτό τον τρόπο, θα είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα οικονομικά – και ιδίως αυτή την περίοδο. Δυστυχώς, τα έσοδα έχουν πέσει απίστευτα, ακόμα κι αν η προσέλευση του κοινού λέγεται κατά κάποιον τρόπο ότι δεν έχει μειωθεί ή ότι έχει αυξηθεί ακόμα, λόγω έλλειψης άλλων ψυχαγωγικών επιλογών – κατά συνέπεια, το θέατρο είναι σίγουρα μια επιλογή για τους ανθρώπους που έχουν ανάγκη να ψυχαγωγηθούν, να κάνουν κάτι ευχάριστο το βράδυ. Ένα απτό παράδειγμα είναι ότι τα εισιτήρια έχουν πέσει τουλάχιστον στο πενήντα τοις εκατό της τιμής. Δηλαδή και γεμάτο θέατρο να έχεις, αν αντιμετωπίζεις επαγγελματικά όλες σου τις υποχρεώσεις, είναι σχεδόν αδύνατον να σταθείς. Επίσης η ΔΕΗ έχει ανέβει, που είναι βασικό έξοδο για ένα θέατρο. Κατά συνέπεια, τα έσοδα είναι απειροελάχιστα σε σχέση με το παρελθόν. Έχουν κοπεί οι επιχορηγήσεις και οι χορηγίες, ενώ τα έξοδα παραμένουν ίδια. Οπότε ο ισολογισμός είναι αρνητικός συνήθως.
Οι νέες ψηφιακές τεχνολογίες και το Διαδίκτυο βοηθούν καθόλου στην προώθηση; Με την έννοια ότι δεν χρειάζεται τόσο πολύ να τυπωθεί υλικό.
Το έντυπο υλικό δεν μπορεί να αντικατασταθεί σε καμιά περίπτωση. Το Διαδίκτυο οπωσδήποτε βοηθάει στο να έχεις μια διεισδυτικότητα σε κομμάτια του πληθυσμού όπου δεν θα είχες αλλιώς, αλλά νομίζω ότι επέρχεται πλέον ένας τόσο μεγάλος βομβαρδισμός, που δεν ξέρω αν έχει ουσία. Στην αρχή, όταν άρχισε να λειτουργεί το Facebook, βοήθησε αρκετούς θιάσους και αρκετές παραστάσεις στο να προβληθούν. Πιστεύω όμως ότι έχει χάσει πια τη δύναμή του, ακριβώς γιατί γίνεται κάποιος κοινωνός πολλών πληροφοριών και έτσι στην ουσία τις αγνοεί. Χρησιμοποιούμε το Διαδίκτυο γιατί στην ουσία δεν κοστίζει τίποτα, αλλά δεν πιστεύω πάρα πολύ σ’ αυτό, στην αποτελεσματικότητα δηλαδή ή την αποδοτικότητά του.
Ο κόσμος που έρχεται και βλέπει θέατρο, αποκομίζει τίποτα από αυτό; Προβληματίζεται;
Αυτό έχει να κάνει με τον θεατή. Για μένα, το βασικό συστατικό της κρίσης είναι ακριβώς η έλλειψη παιδείας, η έλλειψη αρχών και αξιών σ’ αυτή τη χώρα. Η οικονομική κρίση ήρθε μετά, ήταν αποτέλεσμα αυτών των κρίσεων. Αν δεν φτιαχτεί η παιδεία και κατά συνέπεια και ο πολιτισμός, δεν νομίζω πως θα εξελιχθούν ομαλά τα πράγματα, ούτε ότι θα βελτιωθούμε ως χώρα σε κανέναν τομέα ιδιαιτέρως. Ακριβώς επειδή εμένα με ενδιαφέρει το πολιτικό θέατρο, νομίζω ότι κάθε μας παράσταση, κατά μία έννοια, είναι μπροστά από την εποχή της ως θεματολογία και ως λογική. Και πραγματικά νιώθω ότι πολλοί άνθρωποι παίρνουν πράγματα – και σημαντικά πράγματα.
Ποια είναι για σας η ουσία της τέχνης του θεάτρου;
Για μένα, το θέατρο είναι κατεξοχήν ο λόγος, το κείμενο. Σέβομαι πάρα πολύ τους συγγραφείς, ακόμα κι όταν γίνονται κάποιες μικρές αλλαγές προκειμένου να γίνει το πράγμα πιο σημερινό. Το να σέβεσαι τον συγγραφέα κατά βάση σημαίνει να μεταφέρεις και να σέβεσαι την άποψή του – εκτός και αν είναι ποιητής, οπότε μετράει και ο λόγος αυτούσιος. Άλλωστε, ο σκηνοθέτης επιλέγει ένα έργο όταν ταυτίζεται η δική του άποψη με αυτό που έχει γράψει ο συγγραφέας. Οπότε για μένα το κείμενο είναι το εργαλείο δουλειάς μου. Είναι το πιο βασικό συστατικό στο θέατρο και μετά έρχεται η εικόνα. Παρότι μου αρέσει πολύ η εικόνα και παίζω μ’ αυτήν, σέβομαι πάρα πολύ το κείμενο και είναι ο πρωταρχικός μου στόχος σε μια παράσταση. Ένα κείμενο για μένα είναι σαν παρτιτούρα: συνήθως ο ρυθμός δίνεται από τον συγγραφέα, γιατί ο συγγραφέας είναι ένας εν δυνάμει σκηνοθέτης όταν γράφει ένα κείμενο – το έχει μέσα στο κεφάλι του παιγμένο, το βλέπει να διαδραματίζεται. Αυτή την παρτιτούρα εγώ την αναζητώ κάθε φορά. Όχι όμως με αυτοσκοπό – όχι για να δει ο θεατής μια εικόνα ή να διεκδικήσει μαζί μου έναν ρυθμό, αλλά να εισακουστεί το κείμενο. Κατά συνέπεια, έχω να αντιμετωπίσω αυτή τη δυσκολία με τους σύγχρονους θεατές, που έχουν συνηθίσει στη γρήγορη εναλλαγή εικόνας και στην έλλειψη κειμένου. Κάθε φορά που ανεβάζω ένα έργο, βάζω ένα στοίχημα με τον εαυτό μου. Δηλαδή, αν κάνω κάποια «έκπτωση» –εντός εισαγωγικών, γιατί δεν το θεωρώ έκπτωση αυτό– θα είναι το να χρησιμοποιήσω τον ρυθμό και την εικόνα με τέτοιον τρόπο, ώστε να μην αφήνω την προσοχή του θεατή να αποσπάται.
Μια τάση που έχω παρατηρήσει σε πολλές σύγχρονες παραστάσεις είναι η λιτότητα των σκηνικών μέσων. Παλιότερα, τα σκηνικά άλλαζαν εντελώς τη φυσιογνωμία του χώρου. Τώρα βλέπω ότι γίνεται το αντίθετο – ο ίδιος ο χώρος χρησιμεύει και χρησιμοποιείται ως σκηνικό, με τις ελάχιστες δυνατές παρεμβάσεις.
Αυτό σε πολύ μεγάλο βαθμό οφείλεται στο ότι κάναμε την ανάγκη φιλοτιμία. Τώρα, αν θέλετε τη γνώμη μου, δεν θεωρώ και τόσο λιτό το σκηνικό που έχουμε εμείς. Θέλω να πω ότι εμένα με βοηθάει πολύ στο Altera το γεγονός ότι από μόνος του ο χώρος είναι ένα σκηνικό. Και πάγια λογική μου είναι, για τη χρηστικότητα του χώρου, να φέρνω πράγματα που να αλλάζουν τη φυσιογνωμία του και να δημιουργούν την αίσθηση μιας κατάστασης χωρίς πολλά πολλά. Αυτό είναι και αισθητική μου ανάγκη και οικονομική –δεν ντρέπομαι ώστε να το κρύψω– αλλά δεν θεωρώ ότι κάνω «εκπτώσεις». Δηλαδή, αν μου δίνατε εκατομμύρια για να κάνω τα σκηνικά που θα ήθελα, ελάχιστα πράγματα θα έβαζα περισσότερα. Ενδεχομένως να βελτίωνα την ποιότητα, αλλά ως εκεί. Δεν θα έκανα φοβερά πράγματα μόνο και μόνο για να διαφοροποιηθώ.
Δεν ξέρω αν έχετε κι εσείς την ίδια αίσθηση, αλλά μου φαίνεται ότι ο κόσμος είναι συνήθως πιο δεκτικός σε κάτι που του είναι ήδη οικείο. Δηλαδή όταν λέει «μου αρέσει κάτι», αυτό που πραγματικά εννοεί είναι ότι κάπου το άκουσε, το έδειξε η τηλεόραση, του το είπε ο γείτονας... Κάτι ευρύτερα διαδεδομένο ή δημοφιλές τού δημιουργεί ίσως μια αίσθηση ασφάλειας.
Φυσικά, πρόκειται για πλύση εγκεφάλου. Δεν είναι όμως μόνο θέμα κυρίαρχης νοοτροπίας. Υπάρχει πληθωρισμός θεάτρων – είμαστε άνω των διακοσίων. Δεν γίνεται ο καθένας να ανοίγει το δικό του θέατρο, να προσπαθεί ο κάθε ηθοποιός να φτιάξει τον δικό του θίασο. Δεν γίνεται να θέλουμε να γίνουμε όλοι καλλιτέχνες σ’ αυτή τη χώρα. Γι’ αυτό και δεν παράγουμε τίποτα. Οι ηθοποιοί διαμαρτύρονται για τις αμοιβές τους και δίκιο έχουν. Σαφέστατα ένας ηθοποιός με τα χρήματα που βγάζει δεν μπορεί να ζήσει. Απ’ την άλλη, αυτό που επικρατούσε ως συλλογική σύμβαση ήταν εντελώς ουτοπικό – γιατί ακριβώς η συλλογική σύμβαση διαμορφώθηκε με βάση άλλα δεδομένα. Τη δεκαετία του ’60 στην Αθήνα υπήρχαν πέντε, έξι, δέκα θέατρα. Δεν μπορεί η συλλογική σύμβαση να επιβάλλει μια μισθολογική κατάσταση που έχει να κάνει με οχτώ παραστάσεις την εβδομάδα σε οχτώ θέατρα σ’ όλη την πόλη, όταν οι παραστάσεις την εβδομάδα μπορεί να είναι μόνο μία και διακόσια πενήντα τα θέατρα. Πρέπει να προσαρμοστεί ο νόμος, δεν μπορεί να μένει ίδιος. Δεν προσαρμόστηκε ποτέ. Γιατί άλλος ένας λόγος που το θέατρο δεν πάει καλά είναι ότι οι μισοί εν δυνάμει θεατές έχουν πλέον γίνει ηθοποιοί. Έτσι όμως χάνεις τον μπούσουλα και κάνεις κακό στους υπόλοιπους. Παίρνεις κομμάτι από την πίτα, δίνεις άσχημες εντυπώσεις για τον κλάδο, ρίχνεις το επίπεδο γενικότερα, σε βαθμό επικίνδυνο. Και το βασικό μειονέκτημα που βλέπω στις μικρές ομάδες που κάνουν θέατρο είναι ότι οι περισσότεροι δεν ακούγονται ή μασάνε τα λόγια τους. Ο νούμερο ένα κανόνας στο θέατρο είναι ότι η άρθρωση του λόγου πρέπει να είναι άψογη, αλλιώς δεν κάνουμε θέατρο. Στις νέες ομάδες σχεδόν δεν τον λογαριάζουν – ο λόγος εκφέρεται μ’ έναν τρόπο εγκληματικό, κατά τη γνώμη μου.
Μήπως φταίει και η τηλεόραση γι’ αυτό;
Και η τηλεόραση και η έλλειψη παιδείας και διεκδίκησης. Είναι καθαρά θέμα στόχευσης. Είναι προφανές ότι ο σκηνοθέτης από πίσω δεν το διεκδικεί αυτό. Και να υπάρχει άρθρωση σωστή, δεν βάζουν αρκετή ενέργεια. Τα νέα παιδιά δεν έχουν αίσθηση ότι βρίσκονται πάνω στη σκηνή και απευθύνονται σε ακροατήριο – κι αυτό έχει να κάνει και με τη σχολή, σε μεγάλο βαθμό. Έχουν μπερδέψει την αλήθεια με την πειστικότητα. Αυτό έχω καταλάβει από τους περισσότερους με τους οποίους συνεργάζομαι και έχουν τέτοιο ζήτημα, τα νέα παιδιά δηλαδή που έρχονται απ’ τις σχολές οι οποίες τους βλέπουν καθαρά σαν πελάτες, οι περισσότερες. Εγώ είμαι περήφανος γιατί στη σχολή μου ήταν νυχθημερόν πάνω απ’ το κεφάλι μας οι τρεις δάσκαλοί μας, γιατί αγαπούσαν αυτό που έκαναν και γιατί ήταν μεγάλοι καλλιτέχνες και οι τρεις. Ο Καταλειφός και η Ράνια Οικονομίδου είναι, παραμένουν – ο Τάσος Μπαντής επίσης απεβίωσε, δυστυχώς. Θυμάμαι ότι κάναμε πρόβα με τον Δημήτρη τον Καταλειφό στις τρεις και τέσσερις η ώρα τη νύχτα. Στο «Εμπρός», που ήταν το «παιδί» του, ήταν από πάνω μας. Ήμασταν η πρώτη φουρνιά και υπήρχε μεγάλο πάθος γι’ αυτά τα πράγματα. Και στόχευση να δημιουργήσουν ανθρώπους και καλλιτέχνες, να επανδρώσουν τους θιάσους τους, με τους οποίους θα έχουν έναν κοινό κώδικα. Δηλαδή ήταν μια λογική σχολής όπως του Θεάτρου Τέχνης επί Κουν. Ενώ τώρα, μόνο το Εθνικό μπορεί να θεωρηθεί ότι κάνει επιλογή. Και καλώς πράττει, φυσικά. Οι άλλες σχολές θα έπαιρναν οποιονδήποτε εφόσον πληρώνει, αφού αυτό είναι το ζητούμενο. Και έτσι αναπαράγουν αυτό το στρεβλό πράγμα.
Έχετε θεατρικό εργαστήρι εδώ στο Altera Pars;
Κατά καιρούς κάνουμε. Αλλά κι εκεί ακόμα χρειάζεται διαφήμιση, οπότε δεν είναι εύκολα τα πράγματα. Αυτό είναι όμως ένα απωθημένο μου, ένα όνειρο. Θέλω να μεταλαμπαδεύσω κι εγώ σε νεότερους ανθρώπους αυτά που γνωρίζω από τους δικούς μου δασκάλους και είναι το ζητούμενό μου να φτιαχτεί μια σταθερή ομάδα εδώ πέρα, με ανθρώπους με τους οποίους θα έχω κοινό κώδικα. Νομίζω πως στην ουσία μόνο οι παρέες κάνουν τέχνη – και δεν μου αρέσει κάθε φορά να δημιουργείται μια καινούργια παρέα, είναι η αλήθεια, το θεωρώ λιγάκι πιο δύσκολο. Με μια σταθερή ομάδα, μιλάς από ένα επίπεδο και πέρα και πλέον στοχεύεις στις ερμηνείες. Προσθέτεις συνεχώς «βαλίτσες» και υλικό και μπορείς να προσβλέπεις σε εξέλιξη.
diastixo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Kostas Sidirokastritis Group live at Spiti Art Bar

  Kostas Sidirokastritis Group Το Kostas Sidirokastritis Group, το προσωπικό σχήμα του τραγουδιστή – τραγουδοποιού και μουσικού του δρόμου Κ...