Την εποχή της συγκρότησης του Μουσείου Σύγχρονης Ελληνικής Τέχνης, η σύγχρονη παραγωγή γνωρίζει πραγματικά μια μεγάλη άνθηση και τίθενται τα θεμέλια για νέες θεωρήσεις και νέες εκφραστικές προοπτικές. Η γενιά που είχε δώσει δείγματα γραφής πριν από τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, η γενιά που πλάστηκε στη δεκαετία του ’30-’40 με τους ζωγράφους Γιάννη Μόραλη, Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα, Νίκο Εγγονόπουλο, Γιάννη Σπυρόπουλο, Αλέκο Κοντόπουλο, Γιάννη Τσαρούχη, Διαμαντή Διαμαντόπουλο και άλλους πολλούς, είχε πια σταθεροποιήσει τη γραφή της και βάδιζε το δρόμο της ωριμότητας έχοντας διαμορφώσει τη φυσιογνωσία που διατήρησε ως το τέλος. Στην αντίστοιχη αίθουσα του μουσείου ο επισκέπτης παίρνει πραγματικά μια εικόνα από τη συγχώνευση παραδοσιακών και δυτικοευρωπαϊκών προσανατολισμών που επιχειρήθηκε από τους ζωγράφους της εποχής αυτής, οι οποίοι καλλιέργησαν τόσο την παραστατική τέχνη με πολλές αναφορές στην ελληνική παράδοση, όσο και τις σύγχρονες αφηρημένες εκφράσεις. Παρόλα αυτά τα έργα μοιάζουν να έχουν συνοχή και εσωτερική διεργασία, καθώς στο σημείο αυτό έφθασε ο καθένας μέσα από την προσωπική του ανέλιξη αλλά και από τις κοινές καταβολές και στόχους. Τότε δημιουργήθηκαν και οι πιο μοντέρνες και άρτιες εικαστικές προτάσεις, που πνίγηκαν ή υπερτονίστηκαν μέσα στον επιτηδευμένο όρο της «ελληνικότητας», ενώ η σημασία έγκειται στις μεταλλαγές του χώρου του αντιλαμβανόμενου πρότυπου και στην αυτονόμηση του χρώματος που πραγματοποιήθηκαν από τους ζωγράφους αυτούς.
Την ίδια εποχή ανδρώθηκε και η γενιά του ’60, που διαπλασμένη στη Γαλλία πέρασε μέσα από τους σύγχρονους πειραματισμούς όπως της χειρονομιακής και αφηρημένης τέχνης, της εξπρεσιονιστικής ελευθερίας, της υπερρεαλιστικής έκφρασης, των κονστρουκτιβιστικών τάσεων, του κολλάζ και των φωτοτεχνικών κατασκευών, για να καταλήξει σε έργα που μαρτυρούν ότι απ’ όλα αυτά κερδήθηκε η σύγχρονη οπτική γωνία, ενώ συγχρόνως οι ζωγράφοι έκαναν τις δικές τους προτάσεις μέσα από τις δικές τους καταβολές και παράδοση.
Δεν είναι καθόλου χωρίς θεμελίωση να ισχυριστούμε ότι οι Κώστας Τσόκλης, Χρίστος Καράς, Δημήτρης Μυταράς, Αλέκος Φασιανός, Βλάσης Κανιάρης, Νίκος Κεσσανλής, Δημοσθένης Κοκκινίδης, Γιάννης Γαίτης, Παύλος, Χρήστος Σαρακατσιάνος, Σωτήρης Σόρογκας και πολλοί άλλοι που δημιούργησαν αυτή την εποχή, είναι σε γενικές γραμμές εκφραστές ενός σύγχρονου πνεύματος, που το ενσαρκώνουν, άλλοι με αξιώσεις δυτικοευρωπαϊκής στοιχειοθέτησης, και άλλοι με μια ελληνικότητα του μοντέρνου πνεύματος, που νοείται ως γόνιμη πρόταση μέσα από έναν ορισμένο χώρο χωρίς καμία αρνητική χροιά. Όλες αυτές οι σύγχρονες προτάσεις της ελληνικής εικαστικής δημιουργίας αντιπροσωπεύονται στο Μουσείο Βορρέ χωρίς να είναι δυνατόν να απαριθμηθούν όλοι οι δημιουργοί των οποίων έργα εκτίθενται στους χώρους του.
Εκείνο όμως που πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα, είναι ότι η καλλιτεχνική αυτή δημιουργία έρχεται σε συνομιλία και με τους Έλληνες ζωγράφους της διασποράς, που ωθούμενοι από διάφορες αντίξοες συνθήκες στην πατρίδα, ρίζωσαν και διακρίθηκαν σε άλλες χώρες. Ο ιδρυτής του Μουσείου Βορρέ, διορατικός και διεθνιστής και με άσβεστη την πεποίθηση ότι ο ελληνικός πολιτισμός χαρακτηρίζεται από την αρχαιότητα ακόμη από την οικουμενικότητά του, έστρεψε εγκαίρως το βλέμμα του στη συλλογή έργων και αυτών των αναπόσπαστων από το ελληνικό γίγνεσθαι δημιουργών. Έτσι δεν λείπουν και έργα των πρωτοπόρων της εικαστικής παραγωγής του 20ού αιώνα, Θόδωρου Στάμου, Λουκά Σαμαρά, Γιάννη Κουνέλη, Χρύσας, Μάριου Πράσινου, Δέσπως Μαγκώνη, Παύλου Γιοβανόπουλου, Jean Xceron και άλλων πολλών, αποδεικνύοντας ότι η πρόθεσή του ήταν αυτό το μικρό χωριό να αποκτήσει υπερτοπικά όρια.
Ακόμα παρουσιάζεται αρκούντως και η δημιουργία των νεότερων ζωγράφων, αρχίζοντας από τη γενιά Μπότσογλου, Ψυχοπαίδη, Σάμιου, Θεοφυλακτόπουλου, Δρούγκα και άλλων, και φτάνοντας ως τους πιο σύγχρονους Αδαμάκο, Γκολφίνο, Κόττη, Μορταράκο, δίνοντας έτσι μια ολοκληρωμένη εικόνα για την τέχνη του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα.
Στην προσπάθεια για τη δημιουργία ενός μεγάλου αντιπροσωπευτικού συνόλου με όλες τις τάσεις και χωρίς χωροθετικούς περιορισμούς, γέμισαν επίσης οι πολυάριθμοι εξωτερικοί χώροι με γλυπτικές δημιουργίες, που αποδεικνύουν την χειραφέτηση της ελληνικής γλυπτικής μέσα από παλιά και νέα υλικά και τεχνικές ταυτόχρονα. Έτσι έργα των Ζογγολόπουλου, Λουκόπουλου, Απέργη, Μυλωνά, Κουλεντιανού, Μουστάκα, Παρμακέλη, Παπαγιάννη, Σκλάβου, Τάκη, Θόδωρου, Μιχαλέα, Καλακαλά και άλλων, εκτός από τις δικές τους προσωπικές λύσεις, αποδεικνύουν και τη σύνδεσή τους με τη διεθνή τέχνη όπου πολλές φορές τάσσονται στην πρωτοπορία. Ακολουθούν όμως και πολύ νεότεροι, όπως οι Λάππας, Γυπαράκης, Δικέφαλος, Σαραντοπούλου, Πετρίδης, Γιάννακας, που πειραματίζονται με πάσης φύσεως υλικά μέσα σ’ ένα πνεύμα νεωτεριστικό για τη μορφή της γλυπτικής και τους εκφραστικούς της τρόπους. Το Μουσείο Βορρέ περιλαμβάνει βέβαια και χαρακτηριστικά δείγματα συνθέσεων που δημιουργήθηκαν με τη χρησιμοποίηση του φωτός, του ήχου και της κίνησης, μέσα στη μοντέρνα διευρυμένη έννοια του εικαστικού αντικειμένου. Στον τομέα αυτό οι Μπουτέας, Χρύσα, Τσιριγκούλης και άλλοι αποδεικνύουν την ενσωμάτωση στην τέχνη της σύγχρονης τεχνολογίας και των υλικών που παράγει σήμερα η καταναλωτική κοινωνία.
Δρ. Νέλλη Μισιρλή
Ιστορικός Τέχνης
Επιμελήτρια Εθνικής Πινακοθήκης
Ιστορικός Τέχνης
Επιμελήτρια Εθνικής Πινακοθήκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου