Πέμπτη 18 Ιουνίου 2015

Χρήστος Αρμάντο Γκέζος: «Η λάσπη» κριτική του Θωμά Κοροβίνη

Χρήστος Αρμάντο Γκέζος: «Η λάσπη» κριτική του Θωμά Κοροβίνη
Ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος, έχοντας κερδίσει την πρωτιά με την παρθενική ήδη εμφάνισή του στα γράμματά μας –τιμώμενος με το Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα το 2013– έχει εκπλήξει πολύ θετικά με τη ρώμη της ποιητικής του φλόγας και τη θαυμαστή για την ηλικία του ωριμότητα της σκέψης του. Διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας τα ποιήματα της υπέροχης ποιητικής συλλογής του Ανεκπλήρωτοι φόβοι, διακρίνεται καθαρά μια πλούσια πνευματική δύναμη που γεννά βάσιμες προσδοκίες για μια δυναμική και ουσιώδη εξέλιξη του φερέλπιδος δημιουργού.
Στο πρώτο του μυθιστόρημα, Η λάσπη, ο ήρωας του Γκέζου, ένας underground τύπος, ένας άνθρωπος που βγαίνει απ’ τα υπόγεια της ζωής, που τον λένε Σάντο ή Αλέξανδρο, είναι παιδί στην ηλικία του συγγραφέα, πες πως είναι ο ίδιος, ένας φίλος του επιστήθιος ή κάποιος συγγενής που τον γνωρίζει καλά, ακόμη και ένας ιδεολογικός συνοδοιπόρος. Έπειτα από έναν χρόνο διαμονής έξω απ’ την Ελλάδα, επιστρέφει, βυθίζεται σ’ έναν στρόβιλο αυτοκαταστροφικού τέλματος και αυτοκτονικού προσανατολισμού και, καταθέτοντας τα λαχανιασμένα, αγωνιώδη και απαυδισμένα αισθήματά του στο χαρτί, προσπαθεί να σταθεί εντέλει όρθιος μέσα σ’ έναν κόσμο που τον παρακολουθεί να διαλύεται, να αποσυντίθεται και να οδηγεί το άτομο στην εκμηδένιση, τον εξευτελισμό και την ακύρωση της προσωπικότητάς του.
Ο Γκέζος, μέσω του –πυρετικής θερμοκρασίας– σαρωτικού λόγου που χρησιμοποιεί, μ’ αυτόν τον εξωτερικευμένο εσωτερικό μονόλογο-καταπέλτη μάς κερδίζει ολοκληρωτικά, χωρίς όμως να οδηγεί τον ήρωά του στην κάθαρση, παρά βάζοντάς τον να ισορροπεί στην κόψη του ξυραφιού, μεταξύ ζωής και θανάτου.
Η αυτοαναφορικότητα έντονη, άλλοτε ευθεία, κι άλλοτε μεταμφιεσμένη, είναι διαρκής σ’ όλη την έκταση του αναγνώσματος. Ένας ερεβώδης ναρκισσισμός, μια αβυσσαλέα φιλαυτία διακρίνει τον νεαρό αφηγητή, μα είναι αφόρητα βασανιστική, αφού δεν την ωραιοποιεί, ούτε καν τη χρησιμοποιεί για να προβάλει τη νεανική, την ερωτική, την προσωπική του εικόνα, αντίθετα την αμαυρώνει με την ατέρμονη, λυσσαλέα επιθετικότητα και αυτοϋπονόμευσή του. Εκείνη είναι το όχημα για να εξομολογηθεί δημόσια τα πάθη του, να μιλήσει για την εσωτερική δίνη του, την ολοσχερή απόγνωσή του, που οι απαρχές της ανάγονται στα μικράτα του, στα χρόνια της κουτσουρεμένης παιδικής ζωής στην περίκλειστη, τη χωρίς ανάσα αλβανική επαρχία, ενώ το κέντρο αυτής της φρικτής απόγνωσής του βρίσκεται στα χρόνια της μετανάστευσης-εγκατάστασης της οικογένειας στα άξενα ελληνικά χωριά, την περίοδο της γιαλαντζί ευμάρειας και της ψευδαίσθησης καθολικής ευδαιμονίας, την περίοδο που προηγείται της σύγχρονης κρίσης.
Η λάσπη του χρόνου και η λάσπη της ιστορίας, η λάσπη που μας πετάνε και τους πετάμε κατάμουτρα, η λάσπη, ο βούρκος δηλαδή μέσα στον οποίο τσαλαβουτάει ο κεντρικός ήρωας, είναι μια λάσπη που τον μπουκώνει, τον περιλούζει, την καταπίνει αλλά δεν τη χωνεύει και γι’ αυτό την κάνει εμετό, τη διώχνει από πάνω του και από μέσα του, ενώ την παρακολουθεί να περιζώνει οικοδομήματα και ανθρώπινα πλάσματα. Ουσιαστικά έτσι, αποξύοντάς την απ’ το δέρμα του και την ψυχή του, τη φορτώνει στους άλλους, διαμοιράζει την ευθύνη και τους βάζει μπροστά στην υποχρέωση να την αποβάλουν κι εκείνοι, να διώξουν τη βρομιά τους, για να ξαναγεννηθούν. Μέσα απ’ το τυραννικό και πνιγηρό οδοιπορικό καφκικής ασφυξίας του ήρωά του, ο συγγραφέας ευαγγελίζεται μια κοσμογονική ανατροπή, μια ριζική αλλαγή της φθαρμένης και αλλοτριωμένης ύπαρξης και των διαψευσμένων και απατηλών αξιακών συστημάτων, ποθεί την αναγέννηση και την αναβάπτιση του κόσμου με άλλους όρους και οραματισμούς.
Βουτηγμένος σ’ έναν οχετό ακατάσχετης φλυαρίας, σα να θέλει να ξεράσει όλα τα απωθημένα του, σαν εκφραστής μηδενιστικής ιδεολογίας, ο αφηγητής μιλά έτσι που συχνά, μέσα στην παραζάλη του, χάνεις το υποκείμενο, συχνά επίσης χάνεις τον αποδέκτη των λεγομένων: άλλοτε μοιάζει να είναι ο άγνωστος Χ, άλλοτε ο πατέρας του, άλλοτε ο μέσος όρος της κοινωνίας.
Το βιβλίο βρίθει συμβολισμών. Συμβολικά εκλαμβάνεται και η διακηρυγμένη διάθεση του Σάντο να σκοτώσει τον πατέρα του, μια ιδέα που φαίνεται να έχει στοιχειώσει μέσα του και να τον ταλανίζει, αφού ο ίδιος θέλει να σβήσει κάθε ίχνος προγονικής ταυτότητας και να αποδεσμευτεί από οτιδήποτε τον δένει με τις ρίζες και το παρελθόν του.
Πολλές συμπυκνωμένες σελίδες έχουν τη μορφή εισαγγελικού καταπέλτη κατά της κοινωνικής κατηφόρας του σήμερα, ενώ πολλά σημεία, διάσπαρτα στο κείμενο –ακόμη και η επικείμενη αυτοχειρία του ήρωα με πιστόλι– αποδεικνύουν τη θητεία ή τουλάχιστον την τριβή και τη συμπάθεια του Γκέζου προς την καρυωτακική ποίηση, με αποκορύφωμα σελίδες, όπως η 52, που είναι γραμμένη με τον ατόφιο τρόπο του Κ.Κ.
Ο Γκέζος θυμοσοφεί και φιλοσοφεί διαρκώς, άλλοτε με ανοιχτό, απροκάλυπτα σαρδόνιο, κι άλλοτε με υποδόριο, βαθύ και βλοσυρό, σαρκασμό. Πολλές ρήσεις του μπορεί να θεωρηθούν ασκήσεις φιλοσοφικού στοχασμού, καθώς έχουν αποφθεγματικό χαρακτήρα, και μάλιστα επιτυχή. Παραδείγματα τέτοιων ρήσεων θαυμαστής ωριμότητας : «Σ’ αυτή τη ζωή, ό,τι δίνεις, παίρνεις – αρχίδια», «Δε μου αρέσουν τα φέρετρα, είναι πολύ στενά», «Ο θάνατος (ο προσωπικός θάνατος) είναι ένα τίποτα που θρονιάζεται στα πάντα». Και (ένας μακρύς συλλογισμός): «Η κηδεία δεν είναι τελετή για τον θάνατο, είναι τελετή για τον πόνο αυτών που μένουν πίσω. Ο θάνατος συμβαίνει σε χρονική κλίμακα εφάμιλλη του στροβιλισμού ενός ηλεκτρονίου και είναι ωστόσο ταυτόχρονα μια διαρκής διαδικασία με αρχή μα δίχως τέλος, φυτεύεται όταν γεννιέσαι και φυτρώνει όταν ξεψυχάς και συνεχίζει να βλασταίνει/μεγαλώνει πέρα ακόμα κι από την καταστροφή της ίδιας της έννοιας του χρόνου, αφορώντας άμεσα και κατ’ ουσίαν μονάχα αυτόν που πεθαίνει, οπότε θα είναι κάπως άδικο να τον αφήσεις να φτύσει την πνοή του έτσι απλά, όπως θα έφτυνε ένα κουκούτσι από κεράσι που του κάθισε στο λαιμό».
Από τον σχοινοτενή διαλογισμό και προβληματισμό πάνω στην ατομική εκούσια αυτοχειρία και τα παρεπόμενά της περνάμε με φυσικότητα στην αυτοκτονία των θυμάτων της σημερινής «κρίσιμης κατάστασης», ενώ παράλληλα το ανυποψίαστο, καθημερινό πλήθος, η μάζα, μεταφέρεται σε τοπία αγωνίας, εξορισμού και αθέλητης προσφυγιάς που τους ξεβολεύουν από την ψευδαίσθηση της σίγουρης για τους ίδιους μα κατ’ ουσίαν επισφαλούς ασφάλειάς τους.
Η γλώσσα της Λάσπης, στρωτή και μεστή, πληθωρική στη χρήση μιας μεγάλης γκάμας τόσο παραδοσιακών, όσο και νεωτερικών στοιχείων, εμπλουτίζεται ζωτικά από σπαράγματα χωρίων γραμμένων στο βορειοηπειρωτικό ιδίωμα της μυθικής για μας Χιμάρας, περιοχής όπου γεννήθηκε ο συγγραφέας, και προσδίδουν –ειδικά στα διαλογικά τους μέρη– έναν δραματικό έως σπαρακτικό τόνο στο μυθιστόρημα.
Ο πόθος του ήρωα του Γκέζου, πόθος και του ίδιου του συγγραφέα, είναι να γκρεμίσει το μοντέλο αυτής της άνευρης, πλαστικής, συμβατικής και ανούσιας ζωής που του έχουν ετοιμάσει και να ζήσει μια ζωή αντάξια του ανθρώπου ή να μη ζήσει μια ανθυποζωή ανάξια του ανθρώπου. Κι επειδή δεν τον αφήνουν, χτίζει τον Σάντο, τον λογοτεχνικό του ήρωα, το alter ego του, τον νεαρό απόκληρο, εξεγερμένο, νευρωτικό, ψυχοπαθολογικό ήρωά του, έναν οργισμένο τιμωρό, που εξαντλεί θεωρητικά όλο το φάσμα του εκδικητικού του βεληνεκούς, από τη διηνεκή αυτοτιμωρία του μέχρι τον κολασμό των πάντων.
Ο Γκέζος, μέσω του –πυρετικής θερμοκρασίας– σαρωτικού λόγου που χρησιμοποιεί, μ’ αυτόν τον εξωτερικευμένο εσωτερικό μονόλογο-καταπέλτη μάς κερδίζει ολοκληρωτικά, χωρίς όμως να οδηγεί τον ήρωά του στην κάθαρση, παρά βάζοντάς τον να ισορροπεί στην κόψη του ξυραφιού, μεταξύ ζωής και θανάτου.
diastixo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΙ ΠΑΜΕ ΠΡΙΜΑ… της Μαρίνας Σωτηροπούλου

  ΚΑΙ ΠΑΜΕ ΠΡΙΜΑ… της Μαρίνας Σωτηροπούλου / Νέο έργο Μια επίκαιρη κωμωδία για την παρακμή της πολιτικής αλλά και της κοινωνίας ΠΡΕΜΙΕΡΑ Σάβ...