Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2024

«Περί κλασικού στη λογοτεχνία. Σκέψεις με αφορμή μια μνημειώδη επανέκδοση από τα Ελληνικά Γράμματα» της Παρασκευής Κοψιδά-Βρεττού

 


Εκδοτικό γεγονός μπορεί να χαρακτηριστεί η επανέκδοση των 39 βιβλίων του κορυφαίου Άγγλου δραματουργού και ποιητή, εκπροσώπου του Ελισαβετιανού θεάτρου, Ουίλιαμ Σαίξπηρ (1564-1616), από τις Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα. Η έκδοση αυτή –που συμπίπτει με τη συμπλήρωση φέτος 460 χρόνων από τη γέννηση του ποιητή– έρχεται καλοθύμητα να αναταράξει μνήμες των αναγνωστικών επιλογών της γενιάς μου, όπου η λογοτεχνία ταυτιζόταν με τους μεγάλους κλασικούς (από τον Όμηρο και τους Έλληνες τραγικούς μέχρι τον Ντοστογιέφσκι, Τολστόι, Γκόγκολ, Τσέχοφ, Ζολά, Μπαλζάκ, Ντίκενς, Έμιλι Μπροντέ, Τζέιν Όστεν, Καζαντζάκη…), ωσότου να ανακαλύψουμε και να σταθμεύσουμε στους «κλασικούς» πια σήμερα, του μοντερνισμού. Όμως, «Η αναπόλησις του παρελθόντος, δεν είναι προσπάθεια να νιώσουμε πάλι/ τα ελάχιστα ψήγματα παλαιάς ευτυχίας…/ Πρέπει να είναι η θέληση εκτιμήσεως του παρόντος/ που τώρα έχει γίνει πλουσιότερο…» (Τάσος Ρούσσος, Προς Λεύκιον, βιβλίον δεύτερον, Άγρα 2011, σ. 23).

Πλουσιότερο πράγματι έχει γίνει το παρόν με την κλασική βιβλιοθήκη των Απάντων του Σαίξπηρ, που προσφέρονται και σε πολυτελή κασετίνα από τον εκδοτικό οίκο. Η απόκτησή της θα ήταν ευκταία χειρονομία και πράξη παιδαγωγικής και κοινωνικής ευαισθησίας για σχολεία, πανεπιστήμια, δημόσιες και δημοτικές βιβλιοθήκες, ακόμα και για τις ιδιωτικές βιβλιοθήκες των σπιτιών μας. Η έκδοση αυτή καθαυτή έρχεται να υπογραμμίσει επιπλέον και μια πράξη επιχειρηματικής τόλμης, που δεν είναι απεξαρτημένη και από μια συνείδηση ευθύνης απέναντι στο σύγχρονο αναγνωστικό κοινό, που το παρακολουθούμε να υποκύπτει ανυπεράσπιστο τόσο στη χρησιμοθηρική και κερδώα «αναγνωστική κουλτούρα» της εποχής του, όσο και στη γραφειοκρατία και στον αξιολογικό προσανατολισμό των εκπαιδευτικών προγραμμάτων. Και φυσικά στην παγκόσμια ανοησία της ψηφιακής-μιντιακής επικοινωνίας (και) των κοινωνικών δικτύων.

Δεν είναι στις προθέσεις αυτού του άρθρου να μιλήσουμε για το τι εκπροσωπεί ο Σαίξπηρ στην παγκόσμια δραματουργία. Άλλωστε, οι κλασικοί αποτελούν για κάθε εποχή ένα φιλολογικό και διεπιστημονικό στοίχημα εγκλιματισμού τους σε συνθήκες και περιβάλλοντα έρευνας και αναγνωστικής πρόσληψης: ανασύροντας από το ψυχικό και φιλοσοφικό βάθος τα μυστικά και τα πάθη του πλέον «κλασικού», που είναι η ανθρώπινη φύση. Με αφορμή ωστόσο την παρούσα έκδοση θα αναφερθούμε ενδεικτικά στις απόψεις δύο μεγάλων της εθνικής μας λογοτεχνίας και ταυτόχρονα κλασικών εκπροσώπων της, που έτυχε να συνοδοιπορήσουν πνευματικά για μεγάλο διάστημα και να μοιραστούν επώδυνα έναν βαθιά διανοούμενο λόγο: Πρόκειται για τον Άγγελο Σικελιανό (1884-1951) και τον Νίκο Καζαντζάκη (1883-1957).

Ο πρώτος θα γράψει για τον Άγγλο ποιητή: «Ο γιγάντιος Ποιητής, που στο τελευταίο του αυτό έργο μας επρόβαλε τον ίδιο μας εαυτό, από τα κατώτατα σκαλιά της ενστιγματικότητας, από τον Κάλιμπαν, απ’ τον Αντώνιο, τον Τρίνκουλο, το Στέφανο, ανεβάζοντάς μας με το Φερδινάνδο και με τη Μιράντα στο τραγούδι του Άριελ και στη μέγιστη σοφία του Πρόσπερου, [...] κατοχύρωσε έτσι το αίτημα της πιο βαθειάς ανθρώπινης αξιοπρέπειας κι αναγνώρισεν ανεπιφύλαχτα στον Άνθρωπον ολόκληρη την έννοια και το βάρος της αγνής δημιουργικής του Ελευθερίας και της προσωπικής δημιουργικής του Εύθύνης».

Και ο δεύτερος, για τον ποιητή και τους χαρακτήρες που πλάθει: «…Τούτος ο μάστορας του Στράτφορντ, που είχε περιφράξει με σανίδια και κουρέλια και μπογιαντισμένα χαρτιά ένα μικρό χώρο και κάθουνταν μέσα, ανακάτευε 15.000 λέξεις κι έφτιανε ανθρώπους, κούρδισε καλά τα ελατήρια, βίδωσε, ξεβίδωσε στην εντέλεια τα μυαλά, πατούσε τις κοιλιές και τις καρδιές κι έβγαιναν από τα στόματα τα πιο άγρια ή τρυφερά λόγια, που ποτέ του δεν μπόρεσε να βάλει ο Θεός στα χείλια των ανθρώπων του. Ποιος ερωτεμένος, πλάσμα του Θεού, κελάηδησε ποτέ σαν το Ρωμαίο, ποιος, από τους υπηκόους του Θεού, βλαστήμησε σαν το Ληρ, ποιος αναστέναξε ποτέ σαν τον Άμλετ;» («Η Τρικυμία του Σαίξπηρ», Αγγλοελληνική Επιθεώρηση, Δ’, 1949, 81 και 240).

«Κλασικά είναι τα βιβλία που φτάνουν στα χέρια μας κουβαλώντας τα ίχνη των αναγνώσεων που έχουν προηγηθεί της δικής μας και σέρνουν πίσω τους τα ίχνη που άφησαν στην κουλτούρα ή στις κουλτούρες που διέτρεξαν…»

Το ερώτημα όμως είναι: Πώς ηχεί σήμερα αυτός ο διαμεσολαβητικός κριτικός λόγος και πώς –κυρίως– η ανθρωπολογία, η ψυχοσύνθεση των ηρώων, η περιπέτεια και οι διαπλοκές των παθών τους, το βάθος και το άχθος της ψυχικής τους ενδοχώρας στις μεγάλες στιγμές της κλασικής παγκόσμιας λογοτεχνίας; Η αυτοκριτική μας είναι συχνά πολύ σκληρή, ίσως και δικαιολογημένα: επιδερμικότητα, χρησιμοθηρία, παροδικότητα, ιδιοτέλεια, χρηστικότητα, ψηφιακή υποκατάσταση του αυθεντικού, επαγγελματοποίηση, επιχειρηματική λογική, εμπράγματος ανταγωνισμός, ματαιοδοξία… Πού μπορούν οι κλασικοί να χωρέσουν, να στεγαστούν φιλόξενα σε ένα τέτοιο «δέρμα» που σαν ιστός περιβάλλει το σύμπαν γύρω μας· γιατί όχι, συχνά και μέσα μας;

Ανασύρω από τα συρτάρια του μυαλού μου μια παλιά ιστορία, του μεγάλου Ρώσου κλασικού Άντον Τσέχοφ, με τίτλο «Περιγραφή εμπορικής επιχείρησης». Πρωταγωνιστές, όλοι οι κλασικοί, τοποθετημένοι στα ράφια του βιβλιοπωλείου που άνοιξε φιλόδοξα ο Αντρέι Σίντοροφ, σε μια ρωσική πολιτεία, προκειμένου να αναστρέψει το κλίμα της απόλυτης παρακμής που είχε βασιλέψει εκεί. «Η πολιτεία είχε βαλτώσει στην αγραμματοσύνη και τις προλήψεις. Οι γέροι περνούσαν την ώρα τους στο κατάστημα των δημοσίων λουτρών, οι υπάλληλοι να παίζουν χαρτιά και να κατεβάζουν βότκα, οι γυναίκες να κουτσομπολεύουν, η νεολαία δεν είχε ιδανικά, τα κορίτσια όλη την άγια μέρα συλλογίζονταν την παντρειά μασουλώντας καλαμπόκια, οι σύζυγοι ξυλοκοπούσαν τις γυναίκες τους, και τα γουρούνια σουλατσάρανε μες στους δρόμους. “Ιδέαι!” συλλογιζόταν ο Σίντοροφ. “Χρειάζονται περισσότεραι ιδέαι!”. Και μ’ αυτό το σκεπτικό θα ανοίξει το βιβλιοπωλείο του, εφοδιασμένο με πλήθος κλασικών, που με περισσή υπερηφάνεια θα τοποθετήσει στα ράφια, περιμένοντας το θαύμα. Για τρεις βδομάδες μόνος του θα διαβάζει Μιχαηλόφσκι. Κανένας δεν επισκέπτεται το σπουδαίο βιβλιοπωλείο. Έπειτα δειλά θ’ αρχίσουν να του ζητάνε διάφορα, από ξύδι μέχρι καπνιστό χοιρομέρι. Οι κλασικοί υποχωρούν ατάκτως, τα ράφια παραχωρούν σταδιακά τη θέση τους σε γραφική ύλη, εργαλεία κηπουρικής, παιδικά μπιλιάρδα, αλτήρες, παιδικά ποδήλατα… σιγά-σιγά και πιατικά, καπνό, παξιμάδια, κοσμήματα, προβιές, φάρμακα… Όσο για τα βιβλία… εδώ και πολύ καιρό έχουν πουληθεί με το ζύγι…». Ο Σίντοροφ έπαιζε πια με τη χρυσή αλυσίδα του.

Μπορεί το βιβλιοπωλείο του Αντρέι Σίντοροφ να μετατράπηκε σε σούπερ μάρκετ της εποχής, αλλά οι κλασικοί –εις πείσμα– επανέρχονται ακέραιοι σε κάθε εποχή. Από τους αρχαίους συγγραφείς –Έλληνες και Λατίνους in toto– μέχρι τους νεότερους Ευρωπαίους συγγραφείς είναι οι «επίσημοι» των βιβλιοφιλικών αγορών: των μεγάλων, και κυρίως των μικρών βιβλιοπωλείων, των βιβλιοθηκών ανά τον κόσμο, των αναγνωστικών λεσχών, ακόμα και των υπαίθριων πάγκων που διαθέτουν βιβλία στις λαϊκές αγορές εξωτικών καλοκαιριών.

Τι συνιστά λοιπόν τον χαρακτήρα του κλασικού στη λογοτεχνία; Ό,τι θα μπορούσε κάποιος, χωρίς ιδιαίτερη εμβάθυνση στο ερώτημα, να ορίσει ως κλασικό στη λογοτεχνία είναι η ανθεκτικότητά του στον χρόνο, ο εγκλιματισμός του σε κάθε τόπο και εθνικότητα, σε κάθε πολιτισμικό περιβάλλον, η υπεριστορικότητά του – η υπέρβαση των ορίων χρόνου και τόπου. Ο «κλασικός» αυτός ορισμός μάς κατευθύνει σε ένα επόμενο ερώτημα: Ποια συγκεκριμένα στοιχεία προσπορίζουν σε ένα λογοτεχνικό έργο την ταυτότητα του κλασικού, που θα του προσδώσει και ένα είδος «αναγνωστικής αθανασίας»;

Στη νεότερη Ευρώπη πολλοί συγγραφείς, διανοούμενοι και κριτικοί έχουν θέσει το βασικό ερώτημα και έχουν διατυπώσει την άποψή τους, με πολλά συγκλίνοντα στοιχεία αλλά και σημαντικές αποκλίσεις, κάποτε και με έναν αγνωστικισμό, που αφήνει εκκρεμή την όποια σίγουρη απάντηση. (Σκέφτομαι λ.χ. αν θα μπορούσε, προκειμένου για τον υπερρεαλισμό ή για το «θέατρο του παράλογου», να χρησιμοποιήσουμε σήμερα και στο μέλλον την έννοια του κλασικού.)

Στο παραπάνω ερώτημα, «Qu’est-ce qu’un classique?» (Τι είναι κλασικό), ο Γάλλος συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας Charles-Augustin Sainte-Beuve θα προσφέρει τη δική του οπτική: «Κλασικός, σύμφωνα με τον συνηθισμένο ορισμό, είναι ένας παλαιός συγγραφέας που αγιοποιείται από θαυμασμό και μια αυθεντία στο ιδιαίτερο ύφος του… Ένας αληθινός κλασικός […] είναι ένας συγγραφέας που έχει εμπλουτίσει τον ανθρώπινο νου, αύξησε τον θησαυρό του και τον έκανε να προχωρήσει ένα βήμα. Που ανακάλυψε κάποια ηθική και όχι διφορούμενη αλήθεια ή αποκάλυψε κάποιο αιώνιο πάθος σε εκείνη την καρδιά όπου όλα φαίνονταν γνωστά και ερευνημένα. Που έχει εκφράσει τη σκέψη, την παρατήρηση ή την επινόησή του, σε όποια μορφή κι αν είναι, μόνο υπό την προϋπόθεση ότι είναι ευρεία και σπουδαία, εκλεπτυσμένη και σοφή, συνετή και όμορφη από μόνη της. Που έχει μιλήσει σε όλους με το δικό του ιδιόμορφο ύφος, ένα στιλ που φαίνεται να είναι και όλου του κόσμου, ένα ύφος νέο…, νέο και παλαιό, εύκολα αναγνωρίσιμο ως σύγχρονο στην κάθε εποχή».

Το πρώτο ερώτημα που αναφύεται υπό τις παρούσες συνθήκες είναι κατά πόσον η διαρκής ρευστότητα του σημερινού κόσμου θα επιτρέψει τη δημιουργία «κλασικών» έργων.

Στη δική του απορία Γιατί να διαβάζουμε τους κλασικούς –και με έναν διακριτικά παραινετικό τόνο– ο Ίταλο Καλβίνο θα προσφέρει 14 σημεία ορισμού του κλασικού. Οι διαφορετικές ερμηνείες του κλασικού αναφέρονται όχι μόνο σε διαφορετικές πτυχές της έννοιας, αλλά και σε διαφορετικά δημογραφικά δεδομένα των αναγνωστών. «Κλασικά είναι τα βιβλία για τα οποία ακούμε συνήθως να λένε: “Τα ξαναδιαβάζω…” και ποτέ “Τα διαβάζω…”. Αυτό τουλάχιστον ισχύει για όσους θεωρούνται “πολυδιαβασμένοι”· δεν ισχύει για τους νέους, για την ηλικία δηλαδή όπου η συνάντηση με τον κόσμο, και τους κλασικούς ως τμήμα του κόσμου, έχει την αξία της πρώτης συνάντησης… η πρώτη ανάγνωση ενός μεγάλου βιβλίου σε ώριμη ηλικία προσφέρει μια εξαιρετική απόλαυση: διαφορετική σε σχέση με την ανάγνωσή του σε νεανική ηλικία». Και στη συνέχεια: «Κλασικό είναι το βιβλίο που δεν έπαψε ποτέ να λέει όσα έχει να πει». Ή: «Κλασικά είναι τα βιβλία που φτάνουν στα χέρια μας κουβαλώντας τα ίχνη των αναγνώσεων που έχουν προηγηθεί της δικής μας και σέρνουν πίσω τους τα ίχνη που άφησαν στην κουλτούρα ή στις κουλτούρες που διέτρεξαν…».

Εδώ ο Ίταλο Καλβίνο θα επισημάνει τη σημασία ανάγνωσης και προσωπικής πρόσληψης του πρωτογενούς έργου και την αποφυγή των κριτικών βιβλιογραφιών, αναλύσεων και ερμηνειών, γιατί «… ένα βιβλίο που μιλάει για ένα άλλο βιβλίο, σε καμιά περίπτωση δεν λέει περισσότερα πράγματα από το ίδιο το βιβλίο για το οποίο γίνεται λόγος». Και για την προσωπική αναγνωστική επιλογή των κλασικών θα γράψει: «Ο “δικός σου” κλασικός είναι εκείνος που δεν μπορεί να σου είναι αδιάφορος και σου χρησιμεύει για να ορίσεις τον εαυτό σου σε σχέση ή και σε αντιπαράθεση με αυτόν…»

Σε ένα άλλο πεδίο συναφειών θα μετατοπίσει το ζήτημα ο Έλιοτ, στο δοκίμιό του με τίτλο: Τι είναι κλασικός, αποσπώντας την έννοια από το καθιερωμένο δίπολο κλασικό-ρομαντικό. Κεντρικός άξονας της προβληματικής του είναι η έννοια της ωριμότητας, συνυφασμένη με το πολιτισμικό περιβάλλον μέσα από το οποίο θα αναδυθεί το έργο. «Το κλασικό μπορεί να υπάρξει μόνο όταν ένας πολιτισμός είναι ώριμος· όταν μια γλώσσα και μια λογοτεχνία είναι ώριμες· και πρέπει να ’ναι το έργο ενός ώριμου νου». Μια διαισθητική σχεδόν προσαρμογή στην αναγνώριση της ωριμότητας, μπορεί να καταστήσει τον κάθε αναγνώστη ικανό να αναγνωρίζει τη σταδιακή ωρίμανση του Σαίξπηρ π.χ., παράλληλα με τη δική του ωρίμανση. Προϋπόθεση της ώριμης λογοτεχνίας δεν μπορεί παρά να είναι μια μακρά διαδικασία γλωσσικής και κοινωνικής-πολιτισμικής ωρίμανσης και ωρίμανσης των ηθών μέσα στον χρόνο, μέχρι να πραγματώσει το ύψιστο των δυνατοτήτων της.

Θα προχωρήσει ωστόσο και παραπέρα τη συλλογιστική του ο Έλιοτ: Η ωριμότητα της γλώσσας –ίσως– συνδέεται με την κατάκτηση της κριτικής αίσθησης των ανθρώπων απέναντι στο παρελθόν τους, την εμπιστοσύνη απέναντι στο παρόν και την απουσία συνειδητής αμφιβολίας για το μέλλον. Πρόκειται για μια λογοτεχνική διαδικασία αναγνώρισης, εκ μέρους του δημιουργού, των προγόνων του και, εκ μέρους των ανθρώπων, η αναγνώριση των προγονικών χαρακτηριστικών σ’ ένα πρόσωπο μοναδικό και ιδιαίτερο. Έτσι διαμορφώνεται η αλυσιδωτή σχέση που εκκινεί από το παρελθόν, προσεγγίζει το παρόν και διαπερνάει το μέλλον, αφήνοντας ανοιχτούς τους δρόμους για μιαν υγιή, δημιουργική άμιλλα, με πλείστες παραλλαγές. «Η διάρκεια της λογοτεχνικής δημιουργικότητας σε κάθε λαό εξαρτάται, επομένως», θα διαπιστώσει ο Έλιοτ, «από τη διατήρηση μιας ασύνειδης ισορροπίας ανάμεσα στην παράδοση… που πραγματοποίησε η περασμένη λογοτεχνία και την πρωτοτυπία της τωρινής γενιάς».

Βρισκόμαστε σήμερα αντιμέτωποι με μια πραγματικότητα που, λόγω των ραγδαίων μεταβολών, δεν επιτρέπει τη διαμόρφωση σταθερών όρων. Επιπλέον, υποκύπτει σε μια σειρά αντινομιών και αντιφάσεων –η ιδέα ενότητας της ανθρωπότητας αφενός και η συγκρουσιακή ύπαρξη μιας πολιτισμικής ποικιλότητας–, που καθιστούν δυσχερή τη μορφοποίηση οικουμενικών αξιών. Ταυτόχρονα, εμφανίζεται ολοένα και πιο έντονος ο κίνδυνος απώλειας των φυσικών σταθερών της ανθρώπινης οντότητας, η διασάλευση της «κλασικότητας» της ανθρωποσύνης, όπως η φιλοσοφία και η λογοτεχνία την αποτύπωσαν στη μακρά παράδοση, κατά την επώδυνη διανοητική προσπάθεια καθορισμού της ταυτότητάς της: ώστε να ανταποκρίνεται στις προκλήσεις των πολιτισμικών μεταβολών χωρίς να χάνει την ουσία και τον χαρακτήρα της. Το πρώτο ερώτημα που αναφύεται υπό τις παρούσες συνθήκες είναι κατά πόσον η διαρκής ρευστότητα του σημερινού κόσμου θα επιτρέψει τη δημιουργία «κλασικών» έργων με χαρακτηριστικά που ήδη έχουν επισημανθεί. Ή, αν δημιουργηθούν, ποια θα είναι και πώς θα προσδιορίζονται τα ειδοποιά χαρακτηριστικά αυτής της «κλασικότητας».

Και το κυριότερο: Μπορεί το κλασικό λογοτεχνικό έργο να πάρει μια ευπρόσδεκτη θέση στις επιλογές του σύγχρονου αναγνωστικού κοινού και τι μπορεί να του προσφέρει; Με δεδομένη την αξία της πείσμονος επιστροφής των κλασικών σε κάθε εποχή, και την πρωτεϊκή αναζωογόνησή τους, θεωρούμε ότι ανυποχώρητη θα είναι η παρουσία τους. Και θα υπηρετεί την πιο ζωτική μας σήμερα –και στο μέλλον ακόμα περισσότερο–, ανάγκη να υπενθυμίζει και να αναγεννά τα αμετακίνητα, «κλασικά» ανθρωπολογικά μας γνωρίσματα. Ώστε να αποφευχθεί η μεγαλύτερη οικολογική αποσύνθεση-«θαύμα» του δικού μας υπέρτερου (;) πολιτισμού – εκείνη της απόλυτης διάλυσης του ανθρώπινου όντος.

Παρασκευή (Βιβή) Κοψιδά-Βρεττού διδάκτωρ Φιλολογίας, συγγραφέας και ποιήτρια


https://diastixo.gr/arthra/23578-peri-klasikou-sti-logotexnia


https://diastixo.gr





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

«Περί κλασικού στη λογοτεχνία. Σκέψεις με αφορμή μια μνημειώδη επανέκδοση από τα Ελληνικά Γράμματα» της Παρασκευής Κοψιδά-Βρεττού

  Παρασκευή Κοψιδά-Βρεττού  Εκδοτικό γεγονός μπορεί να χαρακτηριστεί η επανέκδοση των 39 βιβλίων του κορυφαίου Άγγλου δραματουργού και ποιητ...