Ο Τζέιμς Νόρμπουρι, καλλιτέχνης, συγγραφέας και εικονογράφος, αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση στον χώρο του βιβλίου. Αυτοδίδακτος, με ισχυρές επιρροές από τη βουδιστική φιλοσοφία, μας συστήθηκε με το βιβλίο Το Μεγάλο Πάντα και ο Μικρός Δράκος. Ακολούθησαν Το ταξίδι του Πάντα και του Δράκου και Ο Γάτος που δίδασκε Ζεν – στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Διόπτρα.
Γεννήθηκε στο Forest of Dean και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του γράφοντας και ζωγραφίζοντας. Σπούδασε Ζωολογία και μετά την αποφοίτησή του μετακόμισε στην Ιρλανδία. Ταξίδεψε σε όλο το Ηνωμένο Βασίλειο, διαμένοντας για κάποια χρονικά διαστήματα στο Νιούκασλ, το Σουόνσι και το Τσέλτεναμ. Για ένα διάστημα εργάστηκε και ως εθελοντής για τους «Σαμαρείτες», φιλανθρωπικό σωματείο που παρέχει συναισθηματική υποστήριξη μέσω τηλεφώνου σε ανθρώπους που υποφέρουν από κατάθλιψη, μοναξιά και απόγνωση. Τώρα ζει στο Σουόνσι με τη γυναίκα του και τις επτά γάτες τους. Είναι εθελοντής στο τοπικό καταφύγιο ζώων.
Στο τέταρτο βιβλίο του, με τίτλο Ακολουθώντας το Φεγγάρι, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Διόπτρα σε μετάφραση του Βαγγέλη Γιαννίση, ο αναγνώστης θα συνοδοιπορήσει με τους ήρωες σε ένα χειμωνιάτικο, χιονισμένο τοπίο και θα μοιραστεί μαζί τους μαθήματα για την αγάπη, τη θυσία, τη ζωή και την απώλεια.
Βαθιά στα χιονισμένα βουνά τριγυρνά μόνη της η μικρή Αμάγια, ένα κουτάβι που αναζητά τους γονείς της, που χάθηκαν στη χιονοθύελλα. Για πρώτη φορά στη ζωή της είναι μόνη. Μέχρι που θα συναντήσει έναν γέρικο και σοφό λύκο, που κι αυτός βιώνει τη δική του μοναξιά. Αφού της σώσει τη ζωή, θα γίνει οδηγός της σε μια αξέχαστη –και για τους δύο– περιπέτεια.
Όπως και στα προηγούμενα βιβλία του, έτσι και εδώ, οι ήρωες είναι ζώα. Και, μάλιστα, δύο φαινομενικά αντίθετα μεταξύ τους πλάσματα. Δύο πλάσματα που ταξιδεύουν μαζί, χωρίς ο προορισμός να είναι εξαρχής σαφής και ξεκάθαρος. Το ταξίδι αυτό θα είναι, όμως, άκρως διδακτικό. Θα είναι μια μαθητεία στο συν-υπάρχω, συν-εργάζομαι, συν-ομιλώ, συν-τροφεύω. Η αξιοποίηση των ζώων όχι μόνο συντηρεί το κλασικό παραμυθιακό μοτίβο, αλλά επιτρέπει ευκολότερα σε κάθε αναγνώστη την ταύτιση, ασχέτως ηλικίας, μιας και τα βιβλία του Νόρμπουρι δεν απευθύνονται σε ένα στενό, ηλικιακά, κοινό.
Αυτή η πορεία, αυτό το ταξίδι, θα γίνει αφορμή για μια φιλοσοφική διερεύνηση και προσέγγιση της ζωής. Σε αυτό θα τεθούν ερωτήματα, θα αναζητηθούν απαντήσεις, θα αμφισβητηθούν παγιωμένες αντιλήψεις και οπτικές. Και εδώ, όπως και στα προηγούμενα βιβλία του, η κυρίαρχη τεχνική είναι ο διάλογος που αναπτύσσεται μεταξύ της Αμάγια και του Λύκου κατά τη διάρκεια της πορείας τους. Θα έλεγε κανείς πως ο δημιουργός υιοθετεί τη μέθοδο της Αριστοτελικής Περιπατητικής Σχολής, μέθοδο που χρησιμοποιεί τον διάλογο σαν μέσο για την ανάπτυξη της ελεύθερης και κριτικής σκέψης.
Η ιστορία που αφηγείται ο συγγραφέας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ιστορία ενηλικίωσης, καθώς το ταξίδι αυτό θα είναι για την μικρή Αμάγια μια πορεία ενδυνάμωσης και αυτονόμησης. Και μιας και ήδη αναφέρθηκε ότι τα βιβλία του Νόρμπουρι είναι διηλικιακά, ο χαρακτηρισμός του συγκεκριμένου ως βιβλίο ενηλικίωσης αφορά τον κάθε αναγνώστη, δεδομένου ότι η ενηλικίωση –ως συναισθηματική διαδικασία, πρωτίστως– δεν συμβαδίζει κατ’ ανάγκη με τη βιολογική ηλικία.
Ο δημιουργός, προφανώς όχι τυχαία, σε τούτο το βιβλίο του επιλέγει ως πόλο αντίθεσης των δύο πρωταγωνιστών όχι τη σωματική διαφορά (που κυριάρχησε στο Πάντα και το Δράκο) αλλά την ηλικιακή. Δίπλα στη μικρή, άπειρη, φοβισμένη αλλά και γεμάτη απορίες και διάθεση να μάθει Αμάγια, θα τοποθετηθεί ο γέρος Λύκος. Η ηλικία τον καθιστά φορέα εμπειριών και γνώσης. Η ηρεμία και η ψύχραιμη αντιμετώπιση των δυσκολιών, η ισορροπία συναισθήματος και λογικής θα αποδειχθούν πολύτιμα για το μικρό κουτάβι. Με τα λόγια και τις πράξεις του θα «αποδείξει» το μέγεθος της σοφίας, που είναι απότοκο της ηλικίας. Γιατί είναι σοφία να μπορείς να αποδεχτείς ότι αυτοί που σε έδιωξαν, αυτοί που εξαιτίας τους έγινες ένας αποσυνάγωγος, ήταν: «φίλοι μου, που με βοήθησαν να γίνω αυτός που είμαι και τους οφείλω πολλά». Και είναι ο γερο-λύκος που, με μια σχεδόν σωκρατική μέθοδο, θα εκμαιεύσει και θα «διδάξει» τη μικρή Αμάγια όλες εκείνες τις αξίες που θα τη βοηθήσουν να συγκροτήσει ταυτότητα… μια ταυτότητα στην οποία αλληλοπροσδιορίζεται και αλληλεπιδρά το «Εγώ» και ο «Άλλος».
Ακολουθώντας κυκλική αφήγηση, σε μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος, ο αναγνώστης ακολουθεί το ζευγάρι από την αυγή ως τα μεσάνυχτα. Τα εννέα, μάλιστα, από τα δέκα κεφάλαια ονοματοδοτούνται από αυτές τις στιγμές (Αυγή, Πρωί, Μεσημέρι, Βράδυ, Νύχτα, Αυγή…). Ο χρονικός αυτός κύκλος λειτουργεί και ως αλληγορία του κύκλου της ζωής, όπου το τέλος συνιστά ταυτόχρονα και μια νέα αρχή.
Σε ολόκληρη την ιστορία, η Φύση είναι διαρκώς παρούσα. Όχι μόνο μέσω του λύκου και του κουταβιού, αλλά ως χώρος εξέλιξης της ιστορίας. Η Φύση ως ολότητα πλαισιώνει την αφήγηση υπενθυμίζοντας πως όλα τα όντα είμαστε μέρη αυτού του σύμπαντος, όπου ο ένας συμπληρώνει τον άλλο. Η παρατήρηση της Φύσης, στην οποία επίσης εγγράφεται ο κύκλος της ζωής, επαναφέρει τον επαναπροσδιορισμό του νοήματος της ζωής. Ο Ήλιος και το Φεγγάρι, για παράδειγμα, γίνονται όχι μόνο σύμβολα της Φύσης αλλά και σύμβολα της γόνιμης αντίθεσης, καθώς το ένα συμπληρώνει το άλλο.
Ένα βαθιά φιλοσοφικό βιβλίο για όλες τις ηλικίες, μια μαθητεία στην ουσία της ζωής.
«Ήξερες πως το φεγγάρι δεν έχει το δικό του φως και αντανακλά αυτό του ήλιου;» είπε ο Λύκος.
«Και το φεγγάρι τι κάνει για τον ήλιο;» ρώτησε η Αμάγια.
«Του περιγράφει τα αστέρια και πώς μοιάζει ο κόσμος κάτω από το πέπλο του φεγγαρόφωτος».
Η Αμάγια χαμογέλασε. «Είναι τυχεροί […] επειδή έχουν επιλέξει να είναι και οι δύο δοτικοί».
Στο κείμενο αναδύεται μια πλειάδα θεματικών πυρήνων: η φιλία, η συντροφικότητα, η καλοσύνη, η αθωότητα, το μοίρασμα, η αποδοχή, η γενναιότητα, τα όνειρα, ο φόβος, η ελπίδα. Καθένα από αυτά λειτουργεί ως αφορμή για σκέψη και προβληματισμό, καθώς ο αναγνώστης –πάντα ανάλογα με την ηλικία του– μπορεί να εκμαιεύσει διαφορετικά μηνύματα.
Ο συγκερασμός αυτών των θεματικών κέντρων, ωστόσο, γίνεται με άξονα το ταξίδι. Η κυρίαρχη οπτική που υιοθετεί με αυτό το μοτίβο ο Νόρμπουρι παραπέμπει ευθέως στην καβαφική Ιθάκη. Ο προορισμός και η άφιξη σε αυτόν έχουν δευτερεύουσα σημασία. Η παρατήρηση όσων συμβαίνουν, η απόλαυση της στιγμής, η αξιοποίηση των εμπειριών που αποκτά κάποιος κατά τη διαδρομή –η πορεία, δηλαδή– είναι αυτά που νοηματοδοτούν το ταξίδι. Που και πάλι, συνιστά μια αλληγορία της ζωής.
Κι εδώ θα πρέπει να επισημανθεί πως ο κυρίαρχος θεματικός πυρήνας, όπως αποκαλύπτεται από τις αλλεπάλληλες αλληγορίες, φαίνεται να είναι το δίπολο ζωή-θάνατος. Ο γέρικος λύκος, αν και έχει επίγνωση του επικείμενου θανάτου του, αποφασίζει όχι μόνο να συμπαρασταθεί στο μικρό κουτάβι, αλλά να απολαύσει τη ζωή μέχρι την τελευταία του στιγμή.
Και τότε κατάλαβε πως θα ήταν η τελευταία φορά που θα ένιωθε την παγωνιά μιας χιονονιφάδας στη μουσούδα του… που θα έβλεπε τα σύννεφα λουσμένα στο φως της ημέρας που τελείωνε… Τι άλλο, όμως, του απέμενε παρά να ζήσει το κάθε δευτερόλεπτο; […] Ο Λύκος αισθάνθηκε πλήρης […] Η αργή του ανάσα έδωσε τη θέση της στη σιωπή του σούρουπου.
Ακόμα κι αυτή η οδυνηρή στιγμή, η στιγμή της απώλειας, θα γίνει αντικείμενο ενός μέγιστου μαθήματος.
Η Αμάγια κοίταξε τον Λύκο και αναρωτήθηκε πού να βρισκόταν τώρα. Ήξερε πως ήταν παντού γύρω της… Η ελεύθερη ψυχή του έτρεχε ανάμεσα στα αστέρια… Η άχρονη ψυχή του θα ζούσε για πάντα στα βουνά που ήταν το σπίτι του… Και τότε η Αμάγια κατάλαβε το νόημα του ταξιδιού αυτού. Όλα έγιναν εξαιτίας της αγάπης. Και παρόλο που ήταν μόνη της, δεν ένιωθε εγκαταλελειμμένη.
Αν και κανείς δεν μπορεί να διώξει τον πόνο της απώλειας, μπορεί να κρατήσει για πάντα στην καρδιά του ό,τι αγάπησε. Γιατί το τέλος σηματοδοτεί πάντα μια νέα αρχή.
Η χρωματική παλέτα και τα σκίτσα του είναι μια μείξη στοιχείων εμπνευσμένων από την κινεζική και ιαπωνική κουλτούρα, αλλά και σύγχρονων τεχνικών που αναδεικνύουν το προσωπικό ύφος της δουλειάς του. Με τα ασπρόμαυρα σκίτσα (άλλοτε από μελάνι κι άλλοτε από μολύβι) να κυριαρχούν στις περισσότερες σελίδες και να εναλλάσσονται με μικρές έγχρωμες ακουαρέλες (στις οποίες οι απαλές ρόδινες και γαλαζωπές αποχρώσεις έρχονται σε αντίθεση με το βαθύ μπλε, το γκρίζο, το σκούρο πράσινο και το μαύρο), κάθε εικόνα είναι μια συνυποδήλωση των συναισθημάτων και συμπληρώνει το κείμενο. Το λευκό, είτε ως πλαίσιο του κειμένου είτε ως πλαίσιο των εικόνων, είναι ο πρωταγωνιστής. Η απόλυτη κυριαρχία του, νοηματικά και αισθητικά, απογειώνεται σε μια σελίδα που παραμένει παντελώς λευκή μετά τον θάνατο του Λύκου.
«Αν κάνεις κάτι με όλη σου την καρδιά, ίσως τότε θα οδηγηθείς εκεί που πρέπει».
Το Ακολουθώντας το Φεγγάρι είναι ένα βαθιά φιλοσοφικό βιβλίο για όλες τις ηλικίες, μια μαθητεία στην ουσία της ζωής, όπου μέσα από τους –φαινομενικά απλούς– διαλόγους αποκαλύπτεται η δύναμη των λέξεων και της σκέψης.
«Κάθε κομμάτι είναι μέρος του όλου, και ποιος ξέρει τι θα άλλαζε εάν αφαιρούσαμε ένα από αυτά τα στοιχεία (όσο άσχημο και να ήταν). Χρειάζεται προσπάθεια για να δεις τον πόνο και τα βάσανα ως κάτι εγγενές και αναγκαίο για το ταξίδι, αλλά πιστεύω πως είναι, και αφού το κατανοήσουμε, μπορούμε να ενστερνιστούμε αυτές τις δυσκολίες και να μάθουμε πώς να τις αποδεχόμαστε», γράφει στο τέλος του βιβλίου ο Τζέιμς Νόρμπουρι. Γιατί, όπως θα πει και ο Λύκος, «αν κάνεις κάτι με όλη σου την καρδιά, ίσως τότε θα οδηγηθείς εκεί που πρέπει».
Ακολουθώντας το Φεγγάρι
James Norbury
εικονογράφηση: James Norbury
μετάφραση: Βαγγέλης Γιαννίσης
Διόπτρα
184 σελ.
ISBN 978-618-220-887-8
Τιμή €18,80
https://diastixo.gr/kritikes/xenipezografia/23688-akolouthodas-to-feggari
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου