Τετάρτη 13 Αυγούστου 2025

Ευανθία Χαριτοπούλου: «Όμως η σάρκα ακόμα απαλή»

 


Όμως η σάρκα ακόμα απαλή η συλλογή διηγημάτων της Ευανθίας Χαριτοπούλου, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ενύπνιο, όπως τιτλοφορείται και το τελευταίο διήγημα της συλλογής. Μια συλλογή που παρασύρει τον αναγνώστη σε ένα παιχνίδι αισθήσεων και απελευθέρωσης της φαντασίας.

Αφαιρετικό το έργο του εξωφύλλου του Egon Schiele με τίτλο Εραστές, αφαιρετικό και το κείμενο, που παρά τη σαφήνεια με την οποία δίνονται οι εικόνες, είναι γραμμένο με ποιητική διάθεση αν και σε πεζό λόγο, αφήνοντας τη φαντασία του αναγνώστη να συμπληρώσει τα κενά των προθέσεων. Πολλές οι ερωτικές ιστορίες που περνάνε από τις σελίδες του, για εραστές που βρέθηκαν ή χάθηκαν, αποτυπώνοντας έντονα τα συναισθήματα της κάθε συνεύρεσης.

Αυτοβιογραφικό δείχνει το πρώτο διήγημα, ξεκινώντας με την εισαγωγή της αφηγήτριας στη Νομική Σχολή Αθηνών και αναφορές στους πρώτους της εραστές, αλλά και στις φιλίες στο πλαίσιο των σπουδών. Το διήγημα καταλήγει λίγα χρόνια μετά, με το πτυχίο της Νομικής αλλά και με έναν θάνατο. Κάθε εραστής αφήνει τα χνάρια του στα χρόνια αυτά, αναμνήσεις που ανασύρονται με νοσταλγία, παρασύροντας τον αναγνώστη σε ένα ταξίδι στα νεανικά χρόνια, όπου τα αισθήματα ήταν πιο έντονα και οι χωρισμοί πιο συνηθισμένοι.

«Δεν υπάρχει κανείς που να μπαίνει στο σπίτι μου και να μη με ρωτήσει για όλα τα ετερόκλητα αντικείμενα, τα διαφορετικής αισθητικής και διακόσμησης έπιπλα, την απουσία φωτιστικών, τις κούτες». Χωρίς νόημα οι απαντήσεις που δίνει η αφηγήτρια, μέχρι που κάποιος δεν θα ζητήσει να μάθει αλλά θα προκύψει η ανάγκη να του μιλήσει για ένα κορίτσι πριν από τριάντα εφτά χρόνια. Ένα διήγημα για το πώς μπορούν να γίνουν τα λάθος πράγματα τη λάθος στιγμή, αφήνοντας πίσω τους απόγνωση, αλλά και την ελπίδα ότι όλα έχουν περιθώριο να γίνουν καλύτερα, αρκεί να μπορέσουν να δοθούν οι απαραίτητες εξηγήσεις. Εξηγήσεις που θα έπρεπε ήδη να έχουν δοθεί.

Όπως τα όνειρα δεν έχουν μια γραμμική εξέλιξη, έτσι συμβαίνει και με τα διηγήματα, όπου αρχή, μέση και τέλος θα μπορούσαν να αλλάξουν εύκολα θέσεις.

Με διαφορετικά πρωτόκολλα οι ημέρες στο επόμενο διήγημα, ένα διήγημα που μιλάει για τη μοναξιά και την απόγνωση, συναισθήματα που αναδύονται γενικά σχεδόν από κάθε διήγημα. Με θεατρικότητα δοσμένα πολλά από τα κείμενα, αποτυπώνουν τι θα μπορούσε να υπάρχει στη σκηνή όπου εξελίσσεται η ιστορία. «Στον απέναντι τοίχο βρίσκεται βιβλιοθήκη σε χρώμα γκρι ανοιχτό, ασφυκτικά γεμάτη βιβλία. Ο άντρας ανάβει επιδαπέδιο φωτιστικό μέχρις ότου η γυναίκα βρει ακριβώς τη θέση που τη βολεύει». Δεν έχει νόημα ποιος είναι ο άντρας ή η γυναίκα, καθώς η ιστορία τους επαναλαμβάνεται με μικρές αλλά σημαντικές διαφορές, ψάχνοντας το διαφορετικό στα κινητά τους τηλέφωνα.

Εικόνες λεπτομερείς, που θα βοηθούσαν να στήσει τη σκηνή ένας σκηνογράφος, οδηγίες που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν κι από τον υπεύθυνο φωτισμού μιας θεατρικής σκηνής. «Ο ήλιος χτυπάει την τζαμαρία του παραθύρου και σχηματίζει μια τριγωνική λεπίδα πάνω στο κρεβάτι, πλαταίνοντας ελαφρώς στο σημείο που είναι οι γάμπες σου. Ευθυγραμμίζεται και λεπταίνει ξανά λίγο πιο πέρα, στα γεωμετρικά σχήματα του κατωσέντονου». Διαλογικό κάποιο άλλο από τα διηγήματα, δίνει και σε μορφή τη θεατρικότητα του κειμένου, καθώς άντρας και γυναίκα προσπαθούν να βρουν το κοινό σημείο για να κουβεντιάσουν.

Αισθησιασμός, ερωτισμός διατρέχει πολλές από τις σελίδες, καθώς οι σύντροφοι αλλάζουν αλλά η ανάγκη για συντροφικότητα παραμένει ισχυρή. «Να προσέχεις με τι ανθρώπους κάνεις έρωτα, το ψυχικό ακούμπισμα είναι δύσκολη υπόθεση».

Σύγχρονα τα περισσότερα διηγήματα, ένα όμως μας μεταφέρει στο 1739 και στις άυπνες νύχτες κάποιου προσωπικού φίλου του Μπαχ, που προσπαθώντας να γεμίσει με μουσική τις νύχτες του, καταλήγουν να γεμίζουν από έναν έρωτα που δεν μπορεί να έχει ανταπόκριση.

Η αφήγηση ακολουθεί τα συναισθήματα των ηρώων, αλλάζει με άνεση φύλο, ηλικία, διάθεση από διήγημα σε διήγημα κι άλλοτε νιώθεις ότι τον ρόλο του αφηγητή έχει αναλάβει μια φοιτήτρια στον πρώτο της έρωτα, άλλοτε ο μόλις χωρισμένος άντρας, άλλοτε πηγαινοέρχεται μεταξύ ενός ζευγαριού που βιώνει μαζί τη μοναξιά. Η συγγραφέας αποδεικνύει ότι έχει τη μαεστρία να παρακολουθεί στη δική του αναζήτηση τον κάθε της ήρωα, να ακούει και να αποτυπώνει τη φωνή του. Βιβλίο καλογραμμένο, όπου η κάθε λέξη έχει λόγο που βρίσκεται εκεί, σαν τον ακριβολόγο αφηγητή στο διήγημα «Let’s kiss». «Ξημερώνει αλλά έχει πιο πολύ σκοτάδι και λιγότερο φως. Σαν να νυχτώνει (θα έλεγα αν είχα κάποιο κόλλημα να είμαι ακριβολόγος, αλλά δεν έχω)».

«Όμως η σάρκα ακόμα απαλή» το τελευταίο διήγημα, που δανείζει τον τίτλο και στη συλλογή της Ευανθίας Χαριτοπούλου, ένα διήγημα που παρά το απαισιόδοξο περιεχόμενο, δεν είναι σκοτεινό. «Όταν πεθάνω θέλω να με θυμούνται μόνη, πλήρως εγκαταλελειμμένη από όλους». Κι όμως, η αγάπη ή η υπόσχεση αυτής βρίσκεται και σε αυτό το διήγημα.

Έρωτας και μοναξιά κυριαρχούν στο βιβλίο, καθώς αποτυπώνονται καθημερινές στιγμές που μοιάζουν με όνειρα ή με εφιάλτες. Κι όπως τα όνειρα δεν έχουν μια γραμμική εξέλιξη, έτσι συμβαίνει και με τα διηγήματα, όπου αρχή, μέση και τέλος θα μπορούσαν να αλλάξουν εύκολα θέσεις.

 

Όμως η σάρκα ακόμα απαλή
Ευανθία Χαριτοπούλου
Ενύπνιο
162 σελ.
ISBN 978-618-5769-26-0
Τιμή €12,22

Έρικα Αθανασίου δημοσιογράφος και συγγραφέας


https://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/24539-evanthia-charitopoulou-omos-i-sarka-akoma-apali


https://diastixo.gr

Βασίλης Ι. Τζανακάρης: «Αμαλία. Μια πόρνη στα αζήτητα»

 


Για το ιστορικό, πολιτικό και δημοσιογραφικό έργο του πολυτάλαντου συγγραφέα Βασίλη Τζανακάρη έχουν μιλήσει πολλοί, πιο ειδικοί από εμένα, εγώ απλώς με τις ταπεινές μου δυνάμεις προσεγγίζω το λογοτεχνικό, σε μια προσπάθεια να φωτιστούν όλες του οι πλευρές. Τι έχουμε λοιπόν εδώ: Έχουμε ένα αφήγημα (κάτι δηλαδή λιγότερο έντεχνο, κάτι λιγότερο σύνθετο, πιο προφορικό, πιο άμεσο, πιο διαδραστικό), στο οποίο μια γυναίκα (πόρνη, εν προκειμένω) αφηγείται τη ζωή της σε κάποιον δημοσιογράφο, ο οποίος μετά τον θάνατό της θα μετατρέψει την αφήγησή της σε βιβλίο. Η αφήγηση τοποθετείται χρονικά το έτος 1963 στη Θεσσαλονίκη, χρονιά που δολοφονήθηκε από παρακρατικούς της δεξιάς ο βουλευτής και βαλκανιονίκης Γρηγόρης Λαμπράκης, τραυματίστηκε σοβαρά ο έτερος βουλευτής Τσαρουχάς, έγιναν βουλευτικές εκλογές στις οποίες επρώτευσε η Ένωση Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου, χωρίς όμως να καταφέρει την αυτοδυναμία και, τέλος, συνελήφθη ένας αθώος, ο Αριστείδης Παγκρατίδης ως ο δράκος του Σέιχ Σου. Παρότι η χρονιά (δηλαδή το 1963) είναι σχεδόν δεκαπέντε χρόνια μακριά από το 1948, που δολοφονήθηκε ο Αμερικανός δημοσιογράφος Τζορτζ Πολκ και η αστυνομία συνέλαβε αμέσως έναν άσχετο με το γεγονός, τον δημοσιογράφο Στακτόπουλο, ο επίσης δημοσιογράφος Βασίλης Τζανακάρης χωρά στο έργο του και αυτή τη δολοφονία, προσπαθώντας να εξηγήσει το ζήτημα ότι όταν η αστυνομία καταφεύγει σε τέτοιες λύσεις, βρίσκεται σε διαρκή πανικό (ας μην ξεχνάμε πως ολόκληρη η ηγεσία της ήταν αντιμέτωπη με κακουργήματα μετά τη δολοφονία Λαμπράκη από τον ανακριτή Χρήστο Σαρτζετάκη, ο οποίος δεν έδινε πουθενά συγχωροχάρτι, όσο ψηλά και αν ευρίσκετο κάποιος). Άρα, καταλήγουμε σε ένα πρώτο συμπέρασμα, ότι τόσο ο δημοσιογράφος που καταγράφει όσο και η Αμαλία που αφηγείται γνωρίζουν –πολύ καλά– πρόσωπα, πράγματα, καταστάσεις, γεγονότα, επεισόδια και ατομικά βιώματα είτε μέσα από διαβάσματα, είτε ζώντας τα. Έτσι, τόσο η αμοιβαία συμπάθεια που αναπτύσσεται όσο και το προοδευτικό χρώμα που κεντράρει στα λόγια της Αμαλίας, το σίγουρο είναι πως μιλάνε την ίδια γλώσσα, πως ο ένας συμπληρώνει τον άλλο και, τέλος, πως οι συναντήσεις τους είναι γεμάτες από απίστευτα μεγάλο ενδιαφέρον που μεταφέρεται στους αναγνώστες, οι οποίοι και παρακολουθούν με εντεινόμενη, καθώς οι σελίδες προχωρούν, προσοχή.

Επιθυμεί να μιλήσει κατευθείαν στο μυαλό και όχι στην ψυχή του αναγνώστη.

Ας δούμε τώρα την ιστορία της Αμαλίας, όπως αυτή την αφηγείται στον συνομιλητή της (θα προσπαθήσω να είμαι όσο το δυνατόν πιο λακωνικός, και για να μη χαλάσω τη μαγεία της παράθεσης αλλά και για να μην αποκαλύψω πράγματα που ο συγγραφέας τα φυλά για τον αναγνώστη του και μόνο). Σε πολύ μικρή ηλικία, λοιπόν, βιώνει τον βασανισμό και τον θάνατο των γονιών της (ο Τζανακάρης δεν φείδεται σκληρών εικόνων, προκειμένου να μας τους περιγράψει). Στη συνέχεια βρίσκει καταφύγιο στο σπίτι κάποιου συγγενή της, ο οποίος σχεδόν θα τη βιάσει, πουλιέται από εδώ και από εκεί και τελικά καταλήγει σε πορνείο στη Σμύρνη. Από εκεί με τα γεγονότα του ’22 καταλήγει στην Αθήνα, όπου μένει για λίγο, βρίσκεται στην Αλεξάνδρεια, στη συνέχεια πάλι στην Αθήνα, μέχρις ότου να φτάσει στη Θεσσαλονίκη, δουλεύοντας πάντα ως πόρνη, με τον φόβο των αφροδίσιων νοσημάτων από τα οποία πολλές φορές πάσχει μέχρι τη μάστιγα της φυματίωσης και της λέπρας, που στα χρόνια του Μεσοπολέμου θέριζαν κόσμο. Σε όλη αυτή τη θητεία της γνώρισε όλο τον υπόκοσμο (οι λέξεις που ο Τζανακάρης χρησιμοποιεί για να τους χαρακτηρίσει είναι παραστατικότατες), ερωτεύεται κάποιον που πεθαίνει από φυματίωση και κατόπιν έναν άλλον, που μετά την Κατοχή και λόγω των υπηρεσιών που προσέφερε στους Γερμανούς εκτελείται από τους Ελασίτες, και προς το τέλος υιοθετεί εφτά αγόρια (μια που η ίδια δεν έκανε δικά της παιδιά), αφού έχει πια την οικονομική άνεση. Στην Κατοχή προσπαθεί όσο μπορεί και να βοηθήσει αλλά και να σώσει κόσμο από τη γερμανική μπότα και εν κατακλείδι γίνεται, μετά το πέρας της πορείας της ως η πιο ανθρώπινη πόρνη που πέρασε ποτέ από τη Θεσσαλονίκη, καθαρίστρια. Έχοντας πει στον δημοσιογράφο ολάκερη τη ζωή της, λίγο καιρό μετά αφήνει την τελευταία της πνοή, ξεχασμένη και μόνη, μακριά απ’ τα παιδιά της και απ’ όλους. Ο συνομιλητής της είναι το μόνο πρόσωπο που βρίσκεται στο νεκροτομείο και (απ’ ό,τι συμπεραίνουμε) μεριμνά για την ταφή της (εξ ου και το «Μια πόρνη στα αζήτητα»).

Ο Τζανακάρης χρησιμοποιεί μια γλώσσα απλή, δημοσιογραφική, ευθύβολη, δεν παίρνει πολλά λογοτεχνικά ρίσκα, επιθυμεί να μιλήσει κατευθείαν στο μυαλό και όχι στην ψυχή του αναγνώστη. Ο γυναικείος αυτός μονόλογος (ένας ακόμη στους πολλούς που βλέπουν κατά καιρούς το φως της δημοσιότητας) είναι έτοιμος να ανεβεί στο θέατρο, να βρει καινούργιο κοινό, να συναρπάσει περισσότερο κόσμο. Ο δημοσιογράφος κρατά μίαν αποστασιοποιημένη στάση απέναντι στην –με θρησκευτική προσήλωση– εξομολόγηση της Αμαλίας, τη βοηθά πάντα με κάποιες ατάκες να επαναδραστηριοποιήσει τη μνήμη της. Άρα, λοιπόν, ατμόσφαιρα και ύφος, γλώσσα καθημερινή και πιστευτή, εκφορά τέλεια, με δυο λόγια ένα –όπως σωστά το προσδιορίζει ο συγγραφέας– αφήγημα που συγκινεί, που ευαισθητοποιεί, που παρέχει ενσυναίσθηση με τη βιαιότητα όσων η συγκεκριμένη γυναίκα υπέστη, τέλος, που αναβαθμίζει στα μάτια μας ένα επάγγελμα το οποίο κανείς δεν το τιμά (ως εργασία, θέλω να πω) και όλοι, από δεκαπεντάρηδες έως ηλικιωμένους, προσφεύγουν σε αυτό έχοντας πάντα την πράξη ως ντροπή.

Ο Βασίλης Τζανακάρης έχει στο ενεργητικό του ένα πολυμελές έργο, το οποίο τον καθιστά έναν συγγραφέα πολύτιμο και για τα γράμματά μας αλλά και για τις αναγνωστικές μας προτιμήσεις. Δεινός αφηγητής, επαρκής και ώριμος δημοσιογράφος, γνώστης της ιστορίας, την οποία και αναδεικνύει με όλους τους τρόπους, γίνεται ένας δημιουργός ο οποίος έχει αφήσει εδώ και χρόνια το αποτύπωμά του πάνω στη γραφή. Η Αμαλία του, βέβαια, ως το τελευταίο μέχρι στιγμής λογοτεχνικό έργο, θα έπρεπε να μπει σε όλες τις βιβλιοθήκες, κυρίως για το γεγονός ότι ένα θέμα ταμπού βρίσκει από μεριά του την ανυπόκριτη επεξεργασία του και τη σαγηνευτική του φόρτιση, με τη φιλότιμη προσπάθειά του να φανεί όσο το δυνατόν περισσότερο ανιδιοτελής απέναντι σε μια γυναίκα που του εμπιστεύεται την ψυχή της.

 

Αμαλία
Μια πόρνη στα αζήτητα
Βασίλης Ι. Τζανακάρης
Ελληνοεκδοτική
272 σελ.
ISBN 978-960-56-3678-4
Τιμή 15,60€

Χρίστος Παπαγεωργίου  ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας


https://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/24556-vasilis-tzanakaris-amalia-mia-porni-sta-azitita


https://diastixo.gr




Γιώργος Γεωργής: «Για την Ελένη»

 


Σαράντα χρόνια μετά τη φιλολογική χαρτογράφηση του μύθου της Ελένης από τον Jean-Louis Backès (Le mythe d'Hélène, 1984)[1], ο ιστορικός και διπλωμάτης Γιώργος Γεωργής καταθέτει το δικό του νέο βιβλίο, Για την Ελένη. Από τον Όμηρο στον Σεφέρη και επέκεινα (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2025). Πρόκειται για μια σκληρόδετη έκδοση με καλαίσθητο εξώφυλλο σε σύνθεση της Κλαίρης Σταμάτη, που συνδυάζει την κλασική μορφή της Ελένης του Κανόβα με την εμβληματική της απόδοση από την Ειρήνη Παπά στις Τρωάδες. Όπως φαίνεται και από τον τίτλο, το έργο εξετάζει τη μυθική μορφή της Ελένης στην αρχαία και σύγχρονη λογοτεχνία. Σύμφωνα μάλιστα με το επιλογικό σημείωμα του συγγραφέα, το βιβλίο του Backès αποτέλεσε την αφορμή για τη συγγραφή του βιβλίου του, που τον απασχόλησε σχεδόν είκοσι χρόνια.

Τι καινούριο, λοιπόν, προσφέρει το βιβλίο του Γεωργή σε σχέση με την υποδειγματική μελέτη του Jean-Louis Backès, αλλά και την εστιασμένη εργασία του Λάμπρου Βαρελά «Ο μύθος της ωραίας Ελένης στη νεοελληνική ποίηση: Από τον Παλαμά ως τον Ρίτσο» (1899-1972)[2]; Ενώ οι προηγούμενες μελέτες διατρέχουν την τροχιά της μυθικής μορφής ως τον 20ό αιώνα, ο Γεωργής προσεγγίζει την Ελένη ως παλίμψηστο σύμβολο σε μια εντυπωσιακά ευρεία και πολυεπίπεδη λογοτεχνική διαδρομή. Με μεθοδολογία κυρίως ιστορική παρά φιλολογική, όπως ο ίδιος σημειώνει στον επίλογό του, εξετάζει τη μορφή της από τα ομηρικά έπη ως τον Σεφέρη, επεκτεινόμενος και στη λογοτεχνική παραγωγή του ελλαδικού και κυπριακού χώρου των πρώτων δεκαετιών του 21ου αιώνα. Έτσι, η δική του Ελένη αποτελεί μια λεπτομερή, τεκμηριωμένη διαδρομή στη μορφή της Ελένης μέσα από αρχαίες πηγές, βυζαντινά, μεσαιωνικά και νεότερα κείμενα και, κυρίως, στη λιγότερο προβεβλημένη αλλά εξαιρετικά γόνιμη πρόσληψή της στην κυπριακή γραμματεία. Το ενδιαφέρον του συγγραφέα εστιάζεται στη διάρκεια του μύθου και τις συμβολικές αποτυπώσεις του με βάση τα ιστορικά συμφραζόμενα, ιδίως στο τελευταίο του κεφάλαιο, που έχει και άμεση διασύνδεση με την κυπριακή ιστορία.

Το βιβλίο του Γεωργή διαρθρώνεται σε δέκα κεφάλαια, στα οποία ο συγγραφέας εστιάζει στις μεταμορφώσεις και ερμηνευτικές μετατοπίσεις της Ελένης, από τη θεϊκή και επικίνδυνη γυναίκα της αρχαιότητας έως τη στοχαστική φιγούρα της νεότερης ποίησης: «Η Ελένη του μύθου, της ομορφιάς και των παθών», «Από τη Σαπφώ στους τραγικούς», «Η Στησιχόρεια και ευριπιδική Ελένη», «Η Ελένη των ρητόρων και των σοφιστών», «Η ελληνιστική και βυζαντινή Ελένη», «Η Ελένη στο Λάτιο», «Ο μύθος και αντιμύθος στην ξένη λογοτεχνία», «Η Ελένη στη νεοελληνική ποίηση», «Η Κυπριακή Ελένη. Από τον Μιχαηλίδη στον Χαραλαμπίδη» και «Οι αφετηρίες της σεφερικής Ελένης».

Στο πρώτο κεφάλαιο, ο συγγραφέας βασιζόμενος στα Κύπρια Έπη και τη Χρηστομάθεια του Πρόκλου παρουσιάζει την Ελένη ως εμβληματική μορφή της αρχαίας μυθολογίας, με επίκεντρο τη θεϊκή καταγωγή της, την αξεπέραστη ομορφιά και την αμφιλεγόμενη ηθική της. Στον Όμηρο, η Ελένη αναγνωρίζει την ενοχή της και αυτοχαρακτηρίζεται ως «σκύλα». Ταυτόχρονα, το όνομά της, από την ετυμολογική ρίζα σελ-, τη συνδέει με το φως και το σεληνόφως, προσδίδοντάς της μια δυϊκή φύση που συνδυάζει την ενοχή με τη λαμπρότητα. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στον Ηρόδοτο, που, επηρεασμένος από τις ανατολικές αντιλήψεις, υιοθετεί την εκδοχή πως η Ελένη δεν έφθασε ποτέ στην Τροία, αλλά παρέμεινε στην Αίγυπτο υπό την προστασία του βασιλιά Πρωτέα.

Προσεγγίζει την Ελένη ως παλίμψηστο σύμβολο σε μια εντυπωσιακά ευρεία και πολυεπίπεδη λογοτεχνική διαδρομή.

Η παρουσία της Ελένης στην ποίηση της Σαπφούς, του Αλκαίου και του Πινδάρου αποτελεί το αντικείμενο εξέτασης του δεύτερου κεφαλαίου. Σε αυτούς τους ποιητές, η Ελένη διατηρεί την κεντρική θεματική υπόσταση της θρυλικής μορφής, της αιτίας πολέμου και της πηγής συμφοράς. Στην τραγωδία, η Ελένη αποκτά καταστροφική διάσταση: στον Αγαμέμνονα του Αισχύλου, η ισχύς του ονόματός της συμπυκνώνεται σε τρεις λέξεις –ελέναςέλανδροςελέπτολις– υποδηλώνοντας την αρνητική της επίδραση στον κόσμο των ανδρών και των πόλεων.

Στο τρίτο κεφάλαιο αναδεικνύεται η καθοριστική συνεισφορά του Στησίχορου στη δημιουργία της μυθολογικής εκδοχής του «ειδώλου». Ο Ευριπίδης αναπτύσσει περαιτέρω αυτή την εκδοχή στην τραγωδία Ελένη (412 π.Χ.), υπονοώντας τη ματαιότητα του πολέμου, ιδίως μετά την αποτυχία της σικελικής εκστρατείας.

Το τέταρτο κεφάλαιο εστιάζεται στο Ελένης Εγκώμιον του Γοργία, στο οποίο ο σοφιστής επιχειρεί μια ιδιότυπη υπεράσπιση της Ελένης, αντλώντας κυρίως από την ομηρική παράδοση. Ο Ισοκράτης, αν και επαινεί τον Γοργία για την επιλογή του θέματος, θεωρεί ότι η προσέγγισή του έχει περισσότερο χαρακτήρα απολογίας και στο δικό του Ελένης Εγκώμιον προβαίνει σε μια πιο συστηματική ανασύνθεση του μύθου της Ελένης.

Στο πέμπτο κεφάλαιο ο συγγραφέας εντοπίζει τις πολλαπλές μεταμορφώσεις της Ελένης κατά την ελληνιστική περίοδο με αναφορά στους Απολλόδωρο, Θεόκριτο, Λουκιανό και άλλους. Η βυζαντινή παράδοση εστιάζει στην ηθική κρίση: η Ελένη παρουσιάζεται ως femme fatale, πηγή πλάνης και συμφοράς, αντανακλώντας τις χριστιανικές αξίες που απωθούν την ειδωλολατρική αισθητική της.

Στο έκτο κεφάλαιο, ο συγγραφέας εξετάζει τη μορφή της Ελένης στη λατινική γραμματεία. Στη Αινειάδα του Βιργιλίου, η Ελένη φέρει την ευθύνη για την πτώση της Τροίας, στον Οβίδιο εμφανίζεται ως γυναίκα χωρίς αναστολές, θύμα και ταυτόχρονα φορέας του ερωτικού πάθους. Στα Carmina Burana, η Ελένη αποθεώνεται ως σύμβολο ηδονής, προσωποποίηση του αισθησιακού έρωτα και όχι πλέον ένοχη της συμφοράς.

Στο έβδομο κεφάλαιο, ο Γεωργής παρουσιάζει μια πλούσια πανοραμική εικόνα της Ελένης στη δυτική λογοτεχνία. Ο Γκαίτε τη συνθέτει ως αρχετυπική μορφή κάλλους και ενσάρκωση της συμφιλίωσης ρομαντισμού και κλασικισμού. Ο Απολινέρ την υμνεί ως αιώνια νύφη και ιδεώδες του ωραίου. Ο Πόε την αναδεικνύει ως φάρο ελπίδας, σχεδόν αγγελική παρουσία. Στον Ζουβ, ωστόσο, κυριαρχεί η παρακμή και η θανατερή της γοητεία· ο Γέιτς την παρουσιάζει αγέραστη και αμετανόητη, ενώ ο Βαλερί προβάλλει την Ελένη μέσα από μια ατμόσφαιρα μελαγχολίας και συνωμοσίας. Η παρουσία εκτενών ποιητικών αποσπασμάτων ενισχύει την αισθητική διάσταση της ανάλυσης.

Στο όγδοο κεφάλαιο εξετάζεται η μορφή της Ελένης στη νεοελληνική ποίηση. Ο Σικελιανός προβάλλει την Ελένη ως σύμβολο αισθητικής και κοσμικής τελειότητας. Ο Καζαντζάκης, στην Οδύσσειά του, την επαναφέρει ως μοιραία μορφή που γοητεύει αλλά και προδίδει, συνδέοντάς τη με την ιδέα της ελευθερίας και της πνευματικής πρόκλησης. Ο Παλαμάς ανυψώνει την Ελένη σε εθνικό σύμβολο: σύνθεση καθαρής ομορφιάς, ειρηνικού ιδεώδους και πολιτισμικής υπεροχής. Ο Ρίτσος στην Τέταρτη Διάσταση, αξιοποιώντας τον τρωικό μύθο, παρουσιάζει την ηρωίδα ως σύμβολο της ομορφιάς, της γοητείας αλλά και του ναρκισσισμού και της φιλοδοξίας. Στον ομώνυμο θεατρικό μονόλογο, η Ελένη αυτοσαρκάζεται, αποδομώντας τη μυθική της εικόνα και εκφράζοντας την εσωτερική μοναξιά της. Η μορφή της Ελένης απασχολεί και τον Ελύτη, ιδίως στο Φωτόδεντρο και τη δέκατη τέταρτη ομορφιά και στη Μαρία Νεφέλη, όπου συνδέεται με το ιδεώδες της ελληνικότητας και της ακτινοβόλου θηλυκής παρουσίας. Ο Σινόπουλος, με τη λιγότερο επική και περισσότερο εσωτερική Ελένη του, προτείνει μια ψυχολογική προσέγγιση της μυθικής φιγούρας. Στο κεφάλαιο αυτό γίνονται επίσης αναφορές και σε έργα πολλών άλλων σύγχρονων λογοτεχνών ως προς τον τρόπο με τον οποίον ο κάθε ποιητής επανανοηματοδοτεί τη μορφή της Ελένης, ανάλογα με τις προσωπικές του αισθητικές, φιλοσοφικές ή ιδεολογικές αναζητήσεις.

Προσφέρει μια σφαιρική, φιλολογικά τεκμηριωμένη και ταυτόχρονα προσιτή διερεύνηση του μύθου της Ελένης.

Το ένατο κεφάλαιο επικεντρώνεται στην πρόσληψη της Ελένης στην κυπριακή λογοτεχνία, αναδεικνύοντας τη διακειμενική της διάσταση, από τις πρώτες αναφορές στον Βασίλη Μιχαηλίδη στο έργο του Κώστα Βασιλείου και της Πίτσας Γαλάζη, στην ποίηση της οποίας λειτουργεί ως κόμβος σύζευξης μύθου και ιστορικής μνήμης με τη μετάπλαση της μυθικής ηρωίδας σε ιστορικά πρόσωπα, όπως η Ελένη Φωκά, δασκάλα της κατεχόμενης Καρπασίας, αλλά και σε άλλες γυναικείες μορφές, ιστορικές και λογοτεχνικές: την Ελένη Λαδιά, την Ελένη Δαμιανού, την Ελένη Βακαλό. Η Ελένη της Γαλάζη γίνεται σύμβολο της γυναίκας που επιμένει και αντιστέκεται, υπερβαίνοντας τον μύθο για να ενταχθεί σε ένα πολιτικό και εθνικό πλαίσιο. Κεντρική θέση κατέχει φυσικά η αναφορά στο έργο του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, στον οποίο η Ελένη μετατρέπεται σε κατεξοχήν μυθική περσόνα των αρχαιόθεμων ποιημάτων του, στη ΜεθιστορίαΔοκίμινΊμερος και αλλού. Ο Γεωργής ερμηνεύει μεθοδικά τα ποιήματα του Χαραλαμπίδη, αποκαλύπτοντας πώς η Ελένη δεν αποτελεί απλώς έναν λογοτεχνικό χαρακτήρα, αλλά έναν καμβά πάνω στον οποίο εγγράφονται ζητήματα ιστορικής συνείδησης, ταυτότητας, μνήμης και αισθητικής.

Το δέκατο και καταληκτικό κεφάλαιο του βιβλίου είναι αφιερωμένο στην «Ελένη» του Σεφέρη, οργανωμένο σε επτά ενότητες που αναλύουν σε βάθος τον σημασιολογικό της ορίζοντα. Μέσα από την κατά στίχο προσέγγισή της, ο Γεωργής προσφέρει μια πλήρη ερμηνεία του ποιήματος, αναδεικνύοντας εμφατικά τους συμβολισμούς και τις πολιτικές της σημάνσεις στο κρίσιμο πλαίσιο της κυπριακής εμπειρίας του ποιητή και του Κυπριακού Ζητήματος της τριετίας 1950-1953. Η ανάλυση αυτή συνδυάζεται με τις προσωπικές μνήμες του Σεφέρη από τον μικρασιατικό ξεριζωμό, προσφέροντας ταυτόχρονα διακειμενική, αισθητική και αρχιτεκτονική διερεύνηση του ποιήματος.

Το βιβλίο του Γιώργου Γεωργή προσφέρει μια σφαιρική, φιλολογικά τεκμηριωμένη και ταυτόχρονα προσιτή διερεύνηση του μύθου της Ελένης μέσα από μια διαδρομή που φωτίζει τις πολυάριθμες και ετερόκλητες ποιητικές προσεγγίσεις της Ελένης. Η μελέτη διακρίνεται για την επιστημονική της ακρίβεια, τη σαφή της διάρθρωση, την αφηγηματική της ροή και την ικανότητα του συγγραφέα να ερμηνεύει μύθους και παραδόσεις μέσα από τα ιστορικά τους συμφραζόμενα. Η αξία του βιβλίου ενισχύεται πολλαπλά από την πλούσια επιστημονική του τεκμηρίωση: η σχολαστική ανάλυση των πηγών, η ενσωμάτωση ευρείας και επίκαιρης βιβλιογραφίας, αλλά και η απλή, σαφής και ουσιαστική γλώσσα, καθιστούν το έργο ταυτόχρονα ένα έγκυρο φιλολογικό βοήθημα και μια ευχάριστη αναγνωστική εμπειρία. Ο Γεωργής, προβάλλοντας την επανασημασιοδότηση της Ελένης σε όλο το φάσμα του ποιητικού λόγου, αναδεικνύει τη μορφή της ως ένα ζωντανό αρχέτυπο, που εσαεί μεταμορφώνεται αλλά παραμένει πάντα λαμπερό και αμφιλεγόμενο σύμβολο.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Jean-Louis Backès, Le mythe d'Hélène. Bibliothèque de littérature générale et comparée, French Edition: 1984. Στα ελληνικά: Ο μύθος της Ελένης, μτφρ. Μαίρη Γιόση, Εκδόσεις Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, Αθήνα: 1993.
[2] Λάμπρου Βαρελά, «Ο μύθος της ωραίας Ελένης στη νεοελληνική ποίηση: Από τον Παλαμά ως τον Ρίτσο», Μνήμη Γ.Π. Σαββίδη. Θέματα νεοελληνικής φιλολογίας: Γραμματολογικά, εκδοτικά, κριτικά. Πρακτικά της Η’ Επιστημονικής Συνάντησης (11-14 Μαρτίου 1997), Ερμής, Αθήνα 2001, σσ. 336-337.

 

Για την Ελένη
Από τον Όμηρο στον Σεφέρη και επέκεινα
Γιώργος Γεωργής
Εκδόσεις Καστανιώτη
430 σελ.
ISBN 978-960-03-7316-5
Τιμή €20,00

Αγάθη Γεωργιάδου δρ Φιλολογίας, συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας


https://diastixo.gr/kritikes/meletesdokimia/24545-giorgos-georgis-gia-tin-eleni


https://diastixo.gr








Λογγίνος: «Περί ύψους»

 


Η πρόσφατη φιλολογική-μεταφραστική εργασία της προικισμένης φιλολόγου, συγγραφέως και κριτικού λογοτεχνίας Ευσταθίας Δήμου πάνω σε ένα σπάνιας αξίας και επικαιρότητας έργο της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, εγκυρώνει την ουσιαστική σχέση της τόσο με τη λογοτεχνική παραγωγή της αρχαιότητας, όσο και με τη νεοελληνική λογοτεχνία και τη λογοτεχνική κριτική. Η επιλογή του έργου τού –αινιγματικού– Λογγίνου, Περί ύψους, το οποίο η Ευσταθία Δήμου μας επανασυστήνει με την παρούσα φροντισμένη έκδοση (Κουκκίδα, 2024) –την εμπεριστατωμένη εισαγωγή και τη μετάφραση του πρωτότυπου κειμένου, το οποίο και παρατίθεται–, αναμφισβήτητα είναι στοιχείο που τεκμηριώνει το εύρος των φιλολογικών ενδιαφερόντων της καθώς και την ανήσυχη, ερευνητική της φύση: που εκφράζεται πολλαπλώς, αφενός στην πρωτογενή λογοτεχνική δημιουργία (ποίηση, πεζογραφία, δοκίμιο), αφετέρου στην παραγωγή σημαντικού φιλολογικού και κριτικού λόγου. Απελευθερώνεται ωστόσο και ως διδακτική-παιδαγωγική πράξη, ένα ακόμα προνομιακό πεδίο, όπου επενδύεται εξίσου δημιουργικά η χαρισματική της αφοσίωση στην ολοένα ανανεούμενη, συνδυαστική της γνώση (προηγούμενες μεταφραστικές επιλογές αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, αναστροφή με τη νεοελληνική λογοτεχνία και κριτική).

Τα παραπάνω ενδυναμώνει τεκμηριωτικά η οξυδερκής επιλογή της να φέρει στην επικαιρότητα ξανά ένα δύσκολο αλλά γοητευτικό θεωρητικό έργο, μέσ’ από τα σπλάχνα της ελληνικής αρχαιότητας αντλημένο, πάνω στην εμπειρία του υψηλού, στην παραδειγματική ανάλυση του στιλ, της υφολογίας, της ποιητικής των διαφόρων μορφών λόγου. Πρόκειται για του έργο του Διονυσίου Λογγίνου (Ψευδο-Λογγίνου) Περί ύψους, γραμμένο ίσως κατά το πρώτο μισό του 1ου μ.Χ. αιώνα, από τον φερόμενο ως Λογγίνο, του οποίου το όνομα δεν έχει ταυτοποιηθεί ούτε με τον Διονύσιο τον Αλικαρνασσέα (ιστορικό και ρητοροδιδάσκαλο του 1ου π.Χ. αιώνα), ούτε με τον Κάσσιο Λογγίνο (φιλόσοφο του 3ου μ.Χ. αιώνα).

Το Περί ύψους συνιστά ένα βαθυστόχαστο κείμενο λογοτεχνικής κριτικής και θεωρίας της λογοτεχνίας που, έχοντας διασχίσει τους αιώνες, φθάνει με αμείωτο ενδιαφέρον στην εποχή μας, περνώντας από τον θεωρητικά ανήσυχο 20ό αιώνα, για να εμπλακεί και να συνομιλήσει διαλεκτικά με τη λογοτεχνική κριτική, την υπολογιστική και γνωστική γλωσσολογία, τη φιλοσοφία της γλώσσας, τις σπουδές ρητορικής και γραφής.

Αν σε όλη τη διάρκεια της ζωής του σκέφτεται και πράττει κανείς με μικροψυχία και δουλοπρέπεια, δεν είναι δυνατό να δημιουργήσει κάτι θαυμαστό κι ανθεκτικό στον χρόνο.

Η θεωρία «Περί ύψους» θα γνωρίσει την πρώτη δυναμική αποδοχή και αναζωογόνησή της κατά τον 17ο ευρωπαϊκό αιώνα του Διαφωτισμού, παρεμβαίνοντας στον φιλολογικό, αλλά και ευρύτερο φιλοσοφικό και αισθητικό προβληματισμό για τη λογοτεχνία και τον καλλιτεχνικό χώρο γενικότερα. Τότε έρχεται ξανά στο φως το Περί Ύψους του Λογγίνου, με τη μετάφραση του πρωτότυπου έργου στη γαλλική γλώσσα, το 1674, από τον Nicolas Boileau (1636-1711). Και θα συνεχίζει στο εξής το ταξίδι του με τα μεγάλα αναστήματα των Burke, Kant, Schiller, Hegel, Schopenhauer, Nietzsche, των εκπροσώπων της μεταστρουκτουραλιστικής εποχής J.-F. Lyotard και Paul de Man (1919-1983), αλλά και των αναλυτών της πολιτισμικής λογικής του ύστερου καπιταλισμού, όπως του μαρξιστή κριτικού λογοτεχνίας και καθηγητή Συγκριτικής Λογοτεχνίας Fredric Jameson (1934-2024) και άλλων.

Τι είναι ωστόσο το συγκεκριμένο έργο, πώς δομείται και ποιες έννοιες επεξεργάζεται; Μετά την Ποιητική και τη Ρητορική του Αριστοτέλη, έχουμε στα χέρια μας ένα μοναδικό φιλολογικό-φιλοσοφικό έργο που καλύπτει τον χώρο της αισθητικής και θέτει σε εποικοδομητικό διάλογο, πάνω στη βάση της στημονικής ιδέας του υψηλού, τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του μεγάλου κλασικού έργου σε σχέση με το ασήμαντο, χαμηλής έμπνευσης έργο. Γραμμένο με τη μορφή υπομνήματος-επιστολής, απευθύνεται στον Ποστούμιο Τερεντιανό, Ρωμαίο ευγενή, ενδεχομένως φίλο και μαθητή του Λογγίνου, με αφόρμηση την κριτική που οι δύο φίλοι είχαν ασκήσει σε προηγηθείσα περί ύψους μελέτη του ρητοροδιδάσκαλου Καικίλιου(1ος αι. π.Χ. – 1ος αι. μ.Χ.). Επανερχόμενοι στο ζήτημα θα αναδιατυπώσουν τα ερωτήματα και τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να επιτευχθεί το υψηλό στη λογοτεχνία: «Γράφοντας λοιπόν για χάρη σου, φίλε μου, που είσαι βαθιά καλλιεργημένος», θα πει ο συγγραφέας στον φίλο του, Ποστούμιο Τερεντιανό, «δεν χρειάζομαι πολλά λόγια για να σου πω ότι το υψηλό είναι χαρακτηριστικό του ξεχωριστού και τέλειου λόγου και ότι οι μεγαλύτεροι ποιητές και πεζογράφοι οφείλουν σε αυτό και μόνο την πρωτιά και τη φήμη τους μες στους αιώνες» (σ. 33).

Ο προβληματισμός του συγγραφέα ξεκινά από τη διερώτηση αν υπάρχει «ύψους τις ή βάθους τέχνη». Για να σχολιάσει και να αναπτύξει στη συνέχεια τη δική του συλλογιστική πάνω στην εκπεφρασμένη άποψη ότι οι μεγαλοφυΐες γεννιούνται, δεν γίνονται. «Εγώ πάλι πιστεύω», θα πει, «ότι κάτι άλλο συμβαίνει. Γιατί η φύση, παρόλο που συχνά είναι αδέσμευτη στην έκφραση του πάθους, δεν στερείται ποτέ κάποιας μεθόδου. Αυτή είναι το αρχέτυπο για όλα τα στοιχεία. Τα σχετικά με την ποσότητα όμως, και με την κατάλληλη στιγμή να ειπωθεί κάτι και με τη σωστή άσκηση και εφαρμογή, τα εξασφαλίζει η μέθοδος. Γιατί είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο για τους μεγάλους λογοτέχνες αν αφεθούν μόνοι τους, χωρίς τη στήριξη που προσφέρει η βαθιά γνώση, αβοήθητοι και ακαθοδήγητοι, στηριγμένοι μόνο στην ορμή και την τόλμη που γεννά η αμάθεια. Αυτοί χρειάζονται και το κέντρισμα και το χαλινάρι» (σ. 35). Οπωσδήποτε η ιδιοφυΐα του συγγραφέα, σε συνάφεια με τις παραπάνω αισθητικές κατευθύνσεις, παράγουν το μεγάλης πνοής έργο, που προώρισται να καταστεί κλασικό και να συναρπάζει τους αναγνώστες κάθε εποχής αδιατάρακτα διεισδύοντας στο μέλλον (σ. 57).

Ο συγγραφέας αποφεύγει έναν ορισμό του ύψους. Θα επισημάνει ωστόσο και διεξοδικά θα αναλύσει τις πέντε πηγές του. Οι δύο βασικότερες –το μεγαλείο της σκέψης και η ζωντανή απεικόνιση των παθών– εκπορεύονται από την ιδιοφυΐα του δημιουργού. Οι άλλες τρεις συνιστούν κατά το μάλλον ρητορικές δεξιότητές του: κατάλληλη χρήση μορφών λόγου, εναρμονισμένο αισθητικά λεξιλόγιο και μεταφορικός λόγος, η μεγαλειώδης σύνθεση και δομή του λόγου). Ό,τι περισσότερο υπογραμμίζει και στηλιτεύει ως πραγματικά «ανομήματα» της γραφής, για τα οποία οι σύγχρονοί του «μάλιστα κορυβαντιώσιν» είναι «το περί τας νοήσεις καινόσπουδον», η επιδίωξη δηλαδή του καινούριου, της καινοτομίας στις ιδέες και στη μορφή. Αλλά πότε η επιδίωξη του «καινόσπουδου» καθίσταται αρνητικό στοιχείο της γραφής; Όταν υπαγορεύεται και υλοποιείται ως αυτοσκοπός στη συνείδηση του δημιουργού και δεν είναι προϊόν φυσικής, αργής ωρίμανσης και εμπειρίας, που αυθόρμητα προσοικειώνεται το υψηλό και το μεγαλειώδες στη γραφή.

Με παραδείγματα από τον Όμηρο, τους τραγικούς, τους λυρικούς ποιητές κ.ά. –πάνω από 50 συνολικά συγγραφείς και έργα–, ο Λογγίνος ανιχνεύει το υψηλό ως τη δημιουργική εκπνοή του μεγαλείου της ψυχής του αληθινού συγγραφέα (την ιδέα επεκτείνει αιώνες αργότερα ο Καντ), το υψιπετές ταξίδι –η high flight– του ελεύθερου φρονήματός του. «Γιατί», επεξηγεί στη συνέχεια, «αν σε όλη τη διάρκεια της ζωής του σκέφτεται και πράττει κανείς με μικροψυχία και δουλοπρέπεια, δεν είναι δυνατό να δημιουργήσει κάτι θαυμαστό κι ανθεκτικό στον χρόνο. Σπουδαία είναι τα έργα αυτών που, όπως είναι φυσικό, επεξεργάζονται έννοιες που διαθέτουν βάθος (εμβριθείς)» (σ. 63). Και δημιουργούν ψυχικό και συναισθηματικό κραδασμό στην ψυχή του αναγνώστη και μια αίσθηση μεταρσίωσης σε ανώτερη πνευματική σφαίρα, ενώ παράλληλα αναστατώνουν τη νόησή του, τη διαποτίζουν με σκέψεις και προβληματισμούς διάρκειας, ανανεούμενους σε κάθε καινούρια «ανάγνωση».

Το μεταφραστικό κατόρθωμα

Η εργώδης προσπάθεια της Ευσταθίας Δήμου πάνω στο σώμα και το πνεύμα ενός δυσχερούς στην προσέγγιση και την κατανόησή του θεωρητικού έργου, ακουμπά από τη μια στη φιλολογία, από την άλλη στη μετάφραση. Η φιλολογική της αξιοσύνη εδράζεται στην πολύπλευρη γνώση των σχετικών αντικειμένων και εννοιών, αλλά και σε μια ευέλικτη μεταγνωστική ικανότητα – να σκέφτεται πάνω στη σκέψη. Η Εισαγωγή της εργασίας της είναι μελέτη αξιώσεων, με γοητευτικό τρόπο δοσμένη, ώστε να κατανοήσει ο αναγνώστης, ακόμα και ο αμύητος, τη σημασία και την προβληματική του έργου, τη φύση της δημιουργίας και την υψηλή ηθική λειτουργία που επιτελεί ο δημιουργός, τους κανόνες, την ελευθερία και τους περιορισμούς προκειμένου για τη σύνθεση του μεγάλου έργου, τον ρόλο της ανθρώπινης ιδιοφυΐας στον χώρο της λογοτεχνίας και την αναγκαία συνομιλία του συγγραφέα με την εναρμόνιση ελευθερίας της έμπνευσης και κανόνων. Επιπλέον, η πεπαιδευμένη φιλόλογος Ευσταθία Δήμου, έχοντας εντρυφήσει σε μια κλασική αλλά και σύγχρονη ελληνική και κυρίως ξενόγλωσση βιβλιογραφία, μετακινεί το έργο από την εποχή του και το συναρτά με τις θεωρήσεις του Υψηλού στη σύγχρονη λογοτεχνική θεωρία.

Λειτουργεί, εκτός των άλλων, ως ένα κάτοπτρο αυτοκριτικής και αυτογνωσίας για κάθε συγγραφική φιλοδοξία.

Σε τι συνίσταται η αξία της μεταφραστικής εργασίας της Ευσταθίας Δήμου; Η ίδια, με ευκρίνεια θαυμαστή, αποκαλύπτει τον σκοπό, τη μέθοδο, τους επιμέρους στόχους των μεταφραστικών της επιλογών. Έχοντας μελετήσει τις προγενέστερες μεταφραστικές εργασίες (των Λεκατσά, Κοπιδάκη, Χωρεάνθη και της φιλολογικής ομάδας των Εκδόσεων Κάκτος – 1992) έρχεται, 32 χρόνια μετά την τελευταία απόδοση του έργου, να προσφέρει με τη δική της μεταφραστική στρατηγική ένα διαμεσολαβημένο επίτευγμα ενταγμένο στο επικοινωνιακό πλαίσιο που έχει η ίδια προκαθορίσει: Προσαρμογή στα νέα γλωσσικά και εκφραστικά δεδομένα της νεοελληνικής γλώσσας. Ικανοποίηση της ανάγκης επαναπροσδιορισμού σημείων αναφοράς για τη λογοτεχνική κίνηση και ζωή. Οριοθέτηση ενός πεδίου αρχών και κατευθυντήριων γραμμών για την ερμηνεία, αξιολόγηση και μεθόδευση της σύγχρονης συγγραφικής παραγωγής (σ. 7). Και πάνω από όλα, εμπρόθετα απευθύνεται –πέρα από τον φιλολογικό κόσμο (λογοτέχνες, ποιητές, κριτικούς, εκπαιδευτικούς)– και σε όλους εκείνους που διδάσκονται τη λογοτεχνία σε οποιαδήποτε βαθμίδα εκπαίδευσης, αλλά και στους πολλούς σήμερα ερασιτέχνες της γραφής των σεμιναρίων δημιουργικής γραφής ή τους αυτοδίδακτους που για όποιο λόγο ασχολούνται και δοκιμάζονται στη γοητευτική βάσανο της γραφής.

Από την άποψη της πρόσληψης, υπογραμμίζουμε την αβίαστη ροή του μεταφραστικού λόγου, τον υψηλό βαθμό γνωστικής ενάργειας, την απουσία οποιασδήποτε γλωσσικής ή άλλης επιτήδευσης, την επιτυχή υπέρβαση δυσχερειών στην κατανόηση εννοιών και νοημάτων, τη «λείανση» προβληματικών εκφράσεων, ώστε να παραδίδεται στον σύγχρονο αναγνώστη ένα κείμενο γλωσσικής φυσικότητας και «υπεύθυνης τόλμης». Ακόμα και στα πιο αφηρημένα και δυσπρόσιτα σημεία του κειμένου, η μεταφράστρια πετυχαίνει την οικειοποίηση (domestication) – τη μετακίνηση δηλαδή του κειμένου στις πολιτισμικές αξίες της συγχρονίας, απαλείφοντας έτσι την πολιτισμική απόσταση ανάμεσα στη γλώσσα-πηγή και τη γλώσσα-στόχο.

Επιπλέον, στο πλαίσιο αναφορών της μεταφραστικής διαδικασίας, εξισορροπεί τους κειμενικούς και εξωκειμενικούς παράγοντες του πρωτοτύπου, ώστε να αποδίδει και να δικαιολογεί το «προφίλ» –την ιδιαίτερη φυσιογνωμία– του μεταφρασμένου κειμένου: το οποίο προσπορίζει στη διαμεσολαβητική της γραφή τη φρεσκάδα, την άνεση, τη θεωρητική εμβάθυνση, τη δημιουργικότητα και λογοτεχνικότητα ενός «σύγχρονου» κειμένου λογοτεχνικής κριτικής.

Συνοψίζοντας

Η πραγματεία Περί ύψους του Λογγίνου εξακολουθεί αδιατάρακτα το δυναμικό ταξίδι της ανά τον κόσμο. Συνδιαλέγεται με τους αιώνες φιλολόγων, συγγραφέων, ποιητών, λογίων, κριτικών, ανθολόγων, θεωρητικών της γραφής, μεταφραστών αλλά και καλλιτεχνών. Και φιλοσόφων, κοινωνιολόγων, αισθητικών της τέχνης, ψυχολόγων.

Καθώς μια συγγραφική πλημμυρίδα εισβάλλει σήμερα, όχι σπάνια, επιπόλαια και επιδερμικά να εκτεθεί και να «εκθέσει» –δημιουργούς και δημιουργήματα–, χωρίς συνείδηση της αναγκαίας αισθητικής και του ήθους που ο έντεχνος λόγος διεκδικεί και θα διεκδικεί εσαεί: αυτή η εκσυγχρονισμένη μεταφραστικά και άρτια σχολιασμένη εκδοχή του Περί ύψους θα λειτουργεί, εκτός των άλλων, ως ένα κάτοπτρο αυτοκριτικής και αυτογνωσίας για κάθε συγγραφική φιλοδοξία· και, ταυτόχρονα, ως εγχειρίδιο σπουδής στη μετά γνώσεως άσκηση κριτικής για τον κάθε στοχαστικό αναγνώστη.

 

Περί ύψους
Λογγίνος
Εισαγωγή – Μετάφραση: Ευσταθία Δήμου
Εκδόσεις Κουκκίδα
234 σελ.
ISBN 978-618-208-132-7
Τιμή 15,00€

Παρασκευή (Βιβή) Κοψιδά-Βρεττού  διδάκτωρ Φιλολογίας, συγγραφέας και ποιήτρια


https://diastixo.gr/kritikes/meletesdokimia/24555-logginos-peri-upsous


https://diastixo.gr








Διονύσης Χαριτόπουλος: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

 


Ο Διονύσης Χαριτόπουλος γεννήθηκε το 1947 στον Πειραιά και από µικρή ηλικία έκανε διάφορες χειρωνακτικές δουλειές στο Λιµάνι και στα γύρω µηχανουργεία, εγκατέλειψε νωρίς δύο απόπειρες σπουδών στην Αθήνα και στο Λονδίνο, και δούλεψε στη διαφήµιση µέχρι το 1990. Το χρονικό του Ο κόκκινος καθηγητής, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Τόπος, μας έδωσε την αφορμή για την ακόλουθη συνέντευξη. Τα άλλα βιβλία του που κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Τόπος είναι: Τη νύχτα που έφυγε ο Μπούκοβι: Επετειακή έκδοση για τα 100 χρόνια του Ολυμπιακού (2024), Πολλά Μικρά Απλά (2024), Οι άτακτοι (2022), Έρωτες στη μεταπολίτευση 1974-1990 (2019), Πειραιάς βαθύς: Μυστήρια & Φόνοι (2018), Σχέσεις (2017), Πειραιώτες (2016), Λίστα γάμου(θεατρικό, 2016), Τα παιδιά της Χελιδόνας (2015), 525 τάγμα πεζικού (2015), Αυγά μαύρα (θεατρικό, 2014), Πρόβες πολέμου (2014), Συλλεκτική έκδοση (νουβέλες, διηγήματα, 2013), Εκ Πειραιώς (2012), Ο άνεμος κουβάρι (2012), Άρης, ο αρχηγός των ατάκτων (2009), Ημών των ιδίων (2008), Εγχειρίδιο βλακείας (2008).

Πώς αρχίζει η προετοιμασία συγγραφής ενός βιβλίου;

Κάθε άνθρωπος μπορεί να γράψει ένα βιβλίο στη ζωή του, γιατί όλοι έχουν να αφηγηθούν τουλάχιστον μία ιστορία. Το ζήτημα κάθε φορά είναι το πώς θα τη γράψει και αν η ιστορία του ενδιαφέρει και τους άλλους ανθρώπους. Προσωπικά, πρέπει αυτή η ιστορία να συγκινεί πρώτα εμένα και για πολύ καιρό, ίσως και χρόνια. Να με τριγυρίζει σαν επίμονη σφήκα γύρω απ’ το κεφάλι μου, να τη διώχνω και να μη φεύγει, οπότε ο μόνος τρόπος για να απαλλαγώ είναι να στρωθώ να τη γράψω. Κάπως έτσι, απ’ τις σφήκες που με κυνηγούσαν και τις υπαρξιακές μου αγωνίες, βρέθηκα να έχω γράψει αρκετά βιβλία.

Ποια ήταν η αφορμή για να εκδοθεί Ο κόκκινος καθηγητής;

Η ισχυρή συγκίνηση για ένα κομμάτι των αρχών της ζωής μου. Όποιος το διαβάσει, θα καταλάβει τι εννοώ. Είναι ένα χρονικό, δηλαδή μια αφήγηση σε χρονολογική σειρά, σε συγκεκριμένο χρόνο και τόπο, που θα μπορούσε να διεκδικεί τον χαρακτηρισμό «αληθινή ιστορία», αλλά επειδή αυτό είναι του συρμού, ιδίως στο σινεμά, το απέφυγα.

Μαζί με τους αναχρονισμούς και τις προκαταλήψεις, χάνονται και κάποια αγαπησιάρικα χαρακτηριστικά κάθε τόπου.

Τι ενέπνεε ο «κόκκινος καθηγητής» στους μαθητές του;

Κατ’ αρχάς, ήταν η εποχή που η κοινωνία είχε σε μεγάλη υπόληψη τους καθηγητές ως φορείς της γνώσης. Ήταν οι αυθεντίες, ας πούμε. Αυτή η κοινωνική αναγνώριση επηρέαζε και τα παιδιά που, σε συνδυασμό με τον σχολικό αυταρχισμό, σχεδόν τα καθήλωνε, όχι τόσο από σεβασμό όσο από το δέος που τους ενέπνεαν. Το μόνο αντίδοτο στην πλήρη αποβλάκωση των παιδιών ήταν η εφηβική τρέλα και αντιδραστικότητα της ηλικίας τους. Κι όπως συνάγεται απ’ το βιβλίο, ο «κόκκινος καθηγητής» ήταν για τους μαθητές ο μεγάλος τρόμος.

Γράφοντας για τη ζωή του καθηγητή, ταξιδεύετε στο παρελθόν της Ελλάδας. Ποια ήταν η καθημερινότητα ενός Έλληνα βιοπαλαιστή;

Στη μεταπολεμική και μετεμφυλιακή δεκαετία του ’50, η Ελλάδα ήταν κατεστραμμένη απ’ άκρη σ’ άκρη. Η οικονομική ανέχεια μαρτύριο κι η ζωή αφόρητη. Οι συνθήκες δουλειάς πρωτόγονες και εξοντωτικές με γλίσχρα αμοιβή και το αμέσως χειρότερο η ανεργία, οπότε έμπαινε επιτακτικό θέμα επιβίωσης. Κάπως συνήλθαν τα πράγματα στις αρχές της δεκαετίας του ’60, η οποία θεωρείται διεθνώς η καλύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα και οι άνθρωποι πήραν κάποια ανάσα. Δυστυχώς στην Ελλάδα το 1967 επιβλήθηκε η δικτατορία, που μας έστειλε χρόνια πίσω.

Περιγράφετε τη Μάνη και τις παθογένειες της επαρχίας. Αλήθεια, έχουν εξανεμιστεί σήμερα τα στερεότυπα της επαρχίας;

Η Μάνη είναι μία πολύ ιδιαίτερη περιοχή και τότε ακόμη περισσότερο. Στη Μάνη ίσχυαν άλλοι νόμοι και κανόνες, όπως περιγράφονται και στο βιβλίο, τόσο σκληροί κι απόλυτοι, που οι Μανιάτισσες αντί για τραγούδια κλώθουν μοιρολόγια. Σήμερα, η επαρχία έχει όντως αλλάξει, για παράδειγμα, λόγω τηλεόρασης, χάνεται κι η τοπική προφορά. Όμως μαζί με τους αναχρονισμούς και τις προκαταλήψεις, χάνονται και κάποια αγαπησιάρικα χαρακτηριστικά κάθε τόπου, που μάλλον δεν βρίσκουν θέση στον σύγχρονο κόσμο.

Πώς φάνταζε η μάνα του που τον μεγάλωσε μέσα σε οικονομικές δυσκολίες;

Ο μόνος συγγενής επί της γης.

Δεν φαίνεται περίεργο ένας μαθητής να διαβάζει βιβλία σε μια κοινωνία που ζούσε στην ανέχεια;

Δεν μιλάμε για ένα συνηθισμένο παιδί και στα στραβά και στα καλά. Είχε μια τέτοια αίσθηση ότι κάπως ξεχωρίζει, δεν ήταν μόνο δική του ιδέα, το έβλεπε και στη συμπεριφορά των άλλων απέναντί του. Η αλήθεια είναι ότι έκανε πράγματα που δεν ήταν συμβατά με την ηλικία του κι όχι πάντα ενάρετα. Σε ακτίνα χιλιομέτρου απ’ τη γειτονιά του δεν πρέπει να υπήρχε σπίτι με βιβλίο, είχαν όμως τα σπίτια των συμμαθητών του στο γυμνάσιο, που ζούσαν στις πιο εύπορες συνοικίες, και μετά ανακάλυψε τους θησαυρούς των παλαιοβιβλιοπωλείων σε τιμές σκότωμα.

Μου αρέσουν, στα βιβλία σας, οι αναφορές σας στον Πειραιά. Τι σημαίνει για εσάς το ότι μεγαλώσατε εκεί;

Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, ο Πειραιάς είναι αγάπη μου. Δεν είναι μόνο η πόλη πανέμορφη, είναι και η εποχή που την έζησα. Σε μια διαφορετική ακμή, λες και ήταν το κέντρο του κόσμου, γιατί τότε ήταν η πύλη της Ελλάδας, η βασική είσοδος και έξοδος της χώρας. Δεν είχαν αναπτυχθεί ακόμη οι αεροπορικές συγκοινωνίες και τα βαπόρια έφερναν από τουρίστες έως ξένους επίσημους κι έπαιρναν από μετανάστες μέχρι βασιλείς για ταξίδια ή κρουαζιέρες. Το Λιμάνι ήταν ένα πελώριο καλειδοσκόπιο εναλλασσόμενων εικόνων, που σε προετοίμαζαν για να γνωρίσεις και να κατανοήσεις τον κόσμο.

Ποιο βιβλίο διαβάσατε τελευταία και σας έκανε εντύπωση;

Είναι του αείμνηστου Πειραιώτη συγγραφέα Κώστα Σούκα με τίτλο Θάλασσα, που επανεκδόθηκε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Τόπος. Είναι γραμμένο σε υπέροχη δημοτική, με βαθιά γνώση της ναυτοσύνης, που νομίζεις ότι οι σελίδες του μυρίζουν θάλασσα.

 

Ο κόκκινος καθηγητής
Διονύσης Χαριτόπουλος
Τόπος
144 σελ.
ISBN 978-960-499-544-8
Τιμή 13,40€

Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης συγγραφέας.


https://diastixo.gr/sinentefxeis/ellines/24549-dionusis-charitopoulos-sunentedxi-ston-elpidoforo-intzebeli


https://diastixo.gr

Ο γάμος της Αλίκης Βουγιουκλάκη με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ


 Ο γάμος της Αλίκης Βουγιουκλάκη με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ 60 χρόνια πριν! (1965-2025)

Όταν το καλοκαίρι του 1964, οι δυο τους ανακοίνωσαν ότι θα συνεργαστούν στη σκηνή του θεάτρου Κεντρικόν ανεβάζοντας την «Κολόμπ» του Ανουίγ, όλοι απόρησαν, γνωρίζοντας ότι τρώγονταν σαν τον σκύλο με τη γάτα.
ΒΙΟΣ ΑΝΘΟΣΠΑΡΤΟΣ; Ευτυχισμένα χαμόγελα μετά το μυστήριο που την ένωσε με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ τον Ιανουάριο του ’65. «Με έδειρε την πρώτη νύχτα του γάμου μας», θα εξομολογείτο η Αλίκη αργότερα.
«Ίδρωνα να τους συμφιλιώσω», έλεγε ο Αλέκος Σακελάριος, ενθυμούμενος τους καβγάδες στα γυρίσματα των ταινιών τους. «Βρε παιδιά, για σταθείτε, τι έχετε να μοιράσετε; Οι καβγάδες των σεναρίων, όμως, συνεχίζονταν πάντα και έξω από το στούντιο. Θυμάμαι μάλιστα μία φορά που η Αλίκη μού έκανε δριμύτατα παράπονα για τον Παπαμιχαήλ, της είχα πει: E, κάνε υπομονή να τελειώσει η ταινία. Σάμπως σου είπα να τον παντρευτείς; Πού να ήξερα»…
«Ξαφνικά, ένα βράδυ στην παράσταση», διηγείτο η Αλίκη, «σε ένα σημείο που η σκηνή ήταν χωρισμένη στα δύο, εμείς ήμασταν σιωπηλοί και η δράση είχε μεταφερθεί στο άλλο μισό της σκηνής, μου φόρεσε ένα δαχτυλίδι και μου είπε: “Θες να με παντρευτείς;”. Το πέρασα για αστείο, αλλά φαίνεται κάπου διέρρευσε και είδα στη “Μεσημβρινή” τη φωτογραφία μου με τον Παπαμιχαήλ και την είδηση ότι παντρευόμαστε. Και όταν το είδα τυπωμένο μού καλάρεσε».
Ο Αλέκος Σακελάριος διηγείτο πως το πρώτο βράδυ του γάμου τους και ενώ τους περίμεναν στο γαμήλιο τραπέζι, καβγάδισαν τόσο πολύ, ώστε ο Παπαμιχαήλ ήθελε να την πετάξει από το μπαλκόνι του δωματίου τους στο ξενοδοχείο.
«Με έδειρε την πρώτη νύχτα του γάμου μας», θα παραδεχόταν η Αλίκη έπειτα από χρόνια. «Αλικάκι μου, λέγεται πως ο Δημήτρης σε δέρνει», την είχε ρωτήσει από το τηλέφωνο πρωταγωνίστρια, άσπονδη φίλη της. «Είναι αλήθεια, χρυσό μου;»…
«Άκουσε. Αν με δέρνει και μένω μαζί του είμαι άξια της τύχης μου. Αν με δέρνει και μ’ αρέσει έχω βρει τον άνθρωπό μου».
Παύση από το ακουστικό…
«Έχω γίνει γυναίκα, αληθινή γυναίκα, και εξαρτώμαι απολύτως από τον άνδρα μου. Έχει εκείνος σε όλα τα θέματα την πρωτοβουλία. Έχει μεγαλύτερη πείρα», δηλώνει η Αλίκη τρία χρόνια μετά το γάμο της.
Αργότερα, θα έλεγε πως έκανε τέτοιες δηλώσεις επειδή την πίεζε ο Παπαμιχαήλ. Ο ερχομός του γιου τους πάντως δεν βοήθησε να μειωθούν οι εντάσεις και ο ανταγωνισμός μεταξύ τους…
Το 1971, η Αλίκη και ο Παπαμιχαήλ παίρνουν από τους «Δαμασκηνός - Μιχαηλίδης» την κυριότητα του κινηματογράφου Μαξίμ στην οδό Αμερικής, τον οποίο μετονομάζουν σε θέατρο «Αλίκη». Κατά τη διάρκεια των συνομιλιών για τη μεταβίβαση, σε έναν καβγά, η Αλίκη κάνει τον Παπαμιχαήλ τόσο έξαλλο, ώστε εκείνος αποπειράθηκε να την πνίξει. Του είχε ανακοινώσει ότι χωρίζουν γνωρίζοντας ότι αν όντως έπαιρναν διαζύγιο, η χρησικτησία του «Αλίκη» θα ήταν στο δικό της μόνο όνομα.
Τον Ιούλιο του 1974 οι πρώτες σελίδες των εφημερίδων αφιερώνουν το μισό χώρο στην πτώση της χούντας και την εισβολή του Αττίλα στην Κύπρο και τον άλλο μισό στο διαζύγιο Βουγιουκλάκη-Παπαμιχαήλ. Ένα διαζύγιο που δεν βγήκε, βέβαια, αναίμακτα. Τον προηγούμενο χειμώνα είχε πάρει κρυφά από την Αλίκη όλα τα έπιπλα από το εξοχικό, μέχρι και τα μαξιλαράκια από τα φερ φορζέ. Εκείνη το ανακάλυψε τυχαία, πηγαίνοντας στο σπίτι για μια συνέντευξη με το δημοσιογράφο Άρη Σκιαδόπουλο.
«Μόλις ανοίγει την πόρτα και βλέπει ότι δεν έχει μείνει απολύτως τίποτα, βλέπω μπροστά μου μία Αλίκη αγνώριστη. Νόμιζες πως είχες να κάνεις με μια Μανιάτισσα η οποία έβγαζε πόνο, έβγαζε θυμό, έβγαζε πίκρα…», θυμόταν ο δημοσιογράφος.
Άλλες πηγές αναφέρουν ότι με το που είδε το σπίτι άδειο έβαλε τα γέλια με τη μικροπρέπεια του συζύγου της.
«Μου στοίχισε πάρα πολύ το διαζύγιο και ο χωρισμός», θα έλεγε. «Πάλεψα άγρια για να μη χωρίσω, για να τα καταφέρω να συνεννοηθώ με τον άνδρα μου. Δεν τα κατάφερα. Δεν θέλω να καταλογίσω ευθύνες. Και εγώ φταίω. Διαλύθηκε ο γάμος μου και το όνειρό μου να έχω μία οικογένεια».
Οι γνωρίζοντες λένε πως ο γάμος είχε τελειώσει προ πολλού και πως η Αλίκη είχε ήδη συνάψει δεσμό με τον Νίκο Μομφεράτο, με τον οποίο διασκέδαζε στην Ύδρα χορεύοντας έξαλλα σέικ στη Λαγουδέρα.
«Εκεί νομίζω ότι βρήκα τον πιο σωστό άνθρωπο για μένα. Χάθηκε άδικα, έχασα κι εγώ αυτήν τη σχέση», θα έλεγε η Αλίκη για το δεσμό αυτό χρόνια αργότερα.
Ο έρωτάς τους, βέβαια, είχε τελειώσει πολύ πριν ο εκδότης δολοφονηθεί από τη «17 Νοέμβρη». Και δεν ήταν ένας δεσμός χωρίς προβλήματα.
«Μόνο μέσα στο σπίτι ήμασταν καλά», έλεγε εκείνη. «Εκεί όπου ήμουν η Αλίκη. Έξω, δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τη Βουγιουκλάκη. Έφταιγα που ήμουν γνωστή. Έφταιγα που δεν μπορούσαμε πουθενά να κρυφτούμε».

Η Αλίκη Βουγιουκλάκη μαζί με την Ρένα Βλαχοπούλου και τον Μάκη Δελαπόρτα


 “Η Αλίκη Βουγιουκλάκη μαζί με την Ρένα Βλαχοπούλου και τον Μάκη Δελαπόρτα, λίγους μήνες πριν φύγει από την ζωή”

Ήταν η απόλυτη Ελληνίδα σταρ, αυτή που στο πέρασμα της παρέσυρε τα πάντα.
Η Αλίκη Βουγιουκλάκη ήξερε όπως καμία άλλη πως να φωλιάζει στις καρδιές του κοινού και την ίδια στιγμή να γεμίζει τα ταμεία των κινηματογραφικών αιθουσών. Ο Μάκης Δελαπόρτας θυμάται τη δική του Αλίκη, την εύθραυστη γυναίκα πίσω από τη λαμπερή πρωταγωνίστρια, που έφυγε από τη ζωή στις 23 Ιουλίου του 1996. Η συγκεκριμένη μέρα θεωρήθηκε ημέρα εθνικού πένθους. Οι Έλληνες μόλις είχαν χάσει το είδωλό τους.
Η Αλίκη μένει πάντα εδώ
Πέρασαν κιόλας είκοσι εννέα χρόνια, σχεδόν, από εκείνο το καλοκαίρι του 1996, όταν το πιο φωτεινό πρόσωπο της ελληνικής σόουμπιζ, που στόλισε για σαράντα ολόκληρα χρόνια οθόνες, πρωτοσέλιδα, μαρκίζες και εξώφυλλα περιοδικών τραβώντας πάνω της σαν μαγνήτης βλέμματα και φλας, πέρασε στην αθανασία. Η Αλίκη Βουγιουκλάκη. Η δική μας Αλίκη.
Θαρρείς πως μέσα στο κατακαλόκαιρο σκοτείνιασε ο ουρανός, έγινε μουντή η ατμόσφαιρα. Μόνο μάτια βουρκωμένα αντίκριζες γύρω. Η Αλίκη, το σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής, το κορίτσι με το φεγγοβόλο
βλέμμα και την αστραφτερή ματιά, έφυγε για πάντα. Έτσι τόσο ξαφνικά, τόσο αναπάντεχα. Σαν να έπαιρνε μαζί της και την ελπίδα από έναν ολόκληρο λαό που τη λάτρεψε, πως όλοι μπορούσαμε να μεγαλώνουμε χωρίς να γερνάμε, πως όλοι μπορούσαμε να ζούμε σαν νέοι –κι ας έχουμε περάσει και τα δεύτερα ήντα– και πως όταν τη χαρά της ζωής την κουβαλάς μέσα σου, δεν φοβάσαι τον θάνατο, δεν βάζεις τίτλους τέλους στη δική σου ιστορία ζωής. Κι όμως, με τον ξαφνικό θάνατό της αισθανθήκαμε πως όλα αυτά ανατράπηκαν. Όλοι νιώσαμε τόσο περίεργα, τόσο αμήχανα… Όλοι εκτός από εκείνη, που είκοσι πέντε χρόνια μετά το αναπάντεχο φευγιό της εξακολουθεί να ζει στις καρδιές των απλών ανθρώπων και να μεγαλώνει και τις σημερινές γενιές με τις ταινίες της.
Διαχρονικό φαινόμενο
Φαινόμενο ανεξήγητο, σχεδόν μεταφυσικό. Φαινόμενο αντοχής και διάρκειας, ηθοποιός μοναδικής ακτινοβολίας και εμβέλειας. Είκοσι πέντε χρόνια μετά… η Αλίκη μένει πάντα εδώ. Πεθαίνει κι ανασταίνεται καθημερινά μέσα από τα καντράν της μικρής οθόνης, ροδαλή, όμορφη, χαμογελαστή, τσαχπίνα, αεικίνητη, καταφερτζού, χαριτωμένη, πότε σαν Λίζα Παπασταύρου, Μανταλένα, κλωτσοσκούφι και πότε σαν σοσιαλίστρια, σωφερίνα, αστείο κορίτσι, νεράιδα, αρχόντισσα. Πρόσωπα πολλά και διαφορετικά που έγιναν ένα με το κοινό που τη λάτρεψε με πάθος και εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να τη λατρεύει. Τα άλμπουμ με τις οδοντωτές φωτογραφίες της ήταν απαραίτητο αξεσουάρ για κάθε σχολική τσάντα στα χρόνια του ’60 και όχι μόνο. Κάθε σπίτι θα είχε κι ένα άλμπουμ με φωτογραφίες της Αλίκης. Τα περίπτερα πουλούσαν ασταμάτητα τις φωτογραφίες της, όπως και τα σημερινά παλαιοπωλεία στο Μοναστηράκι. Ναι, η Αλίκη πουλάει ακόμα! Σε πείσμα των καιρών, της κρίσης, των επίμονων επικριτών και αμφισβητιών της. Γιατί κι εκείνοι τελικά πλήρωναν εισιτήριο για να τη δουν. Κι αν έψαχνες σε κάποιο συρτάρι τους, σίγουρα κάποια φωτογραφία της θα ξετρύπωνες, κάποιο αυτόγραφο θα έβρισκες. Και στο τέλος της παράστασης θα έστεκαν στην ουρά για να τη δουν από κοντά, τάχα για να σχολιάσουν στις παρέες τους πόσο εκνευριστικά όμορφη ήταν και πόσες πλαστικές διέκριναν πάνω της. Κι εκείνη γελούσε και διασκέδαζε με όλα αυτά, μια και τις περισσότερες φορές και στις δικές της παρέες αυτοσαρκαζόταν.
Εθνικό σύμβολο
Η Αλίκη έγινε εθνικό σύμβολο. Στα μέσα της δεκαετίας του ’50 η ασπρόμαυρη Ελλάδα προσπαθούσε να ξεπεράσει τα «πέτρινα χρόνια» της, να ξεχάσει παγκόσμιους πολέμους κι εμφυλίους και να αρχίσει και πάλι να χαμογελά. Το λαμπερό κι αισιόδοξο χαμόγελο της Αλίκης μέσα από το λευκό πανί της μεγάλης οθόνης ήταν το αντίδοτο στη μιζέρια, στην γκρίζα καθημερινότητα και στην κατήφεια ενός ταλαιπωρημένου λαού. Η ίδια σε συνέντευξή της είχε δηλώσει: «Ναι, χάρισα στους Έλληνες τότε το πιο ειλικρινές και εγκάρδιο χαμόγελό μου γιατί αυτό είχαν πραγματικά ανάγκη. Τώρα από πού πηγάζει όλο αυτό το φως από μέσα μου; Έχω να δηλώσω πως επειδή τρέχω με ταχύτητα φωτός, μάλλον διατηρείται πάνω μου μια αναλαμπή». Μια αναλαμπή που την ακολουθεί ακόμα και σήμερα, είκοσι πέντε χρόνια μετά τον θάνατό της.
Η απόλυτη σταρ
Πράγματι, η αστραφτερή εικόνα της χάιδεψε τη μεταπολεμική Ελλάδα μέσα από τα κινηματογραφικά σελιλόιντ και την καθιέρωσε ως την «απόλυτη σταρ» του ελληνικού σινεμά, έναν τίτλο που δεν μπόρεσε καμία μέχρι και σήμερα να κατακτήσει. Αγαπήθηκε και αμφισβητήθηκε όσο κανένας άλλος ηθοποιός. Από την πρώτη της εμφάνιση, μαθήτρια ακόμη του Εθνικού Θεάτρου, στο έργο Κατά φαντασίαν ασθενής (1953) δίπλα στον Χριστόφορο Νέζερ μέχρι και τη Μελωδία της ευτυχίας, που ήταν και το κύκνειο άσμα της. Από το μελαχρινό Ποντικάκι του Τσιφόρου μέχρι και τη Μαρία της σιωπής του Δαλιανίδη, που η ίδια θεωρούσε τη μεγάλη τελευταία της κινηματογραφική ταινία. Όλα αυτά τα 43 χρόνια της συνεχούς παρουσίας της το αστέρι της δεν έπαψε ποτέ να φεγγοβολά, να λάμπει και να σκορπίζει τη μαγνητική ακτινοβολία του, να συγκινεί και να προσελκύει θαυμαστές και εχθρούς κάτω από το φως του. Η χώρα άλλαζε πρόσωπο μέσα από τα μεγάλα γεγονότα που διαμόρφωναν το πολιτιστικό ή κοινωνικό τοπίο, οι δεκαετίες διαδέχονταν η μία την άλλη, η Ελλάδα άφηνε τη μυρωδάτη αθωότητά της να χαθεί κάτω από τσιμεντένιους τόνους, αλλά η Αλίκη εκεί, πάντα στην πρώτη γραμμή. Ακλόνητη στην πρώτη θέση.
Ακλόνητη βασίλισσα, εκλεγμένη δια βοής. Κανείς άλλος σε οποιονδήποτε τομέα της ελληνικής κοινωνίας δεν κατόρθωσε να πλησιάσει έστω για λίγο το ρεκόρ της. Τη λατρεία του κοινού για τόσο πολλά χρόνια και τα αξεπέραστα εισιτήρια. Πολλοί την είχαν χαρακτηρίσει «άλογο κούρσας» με μεγάλες επιδόσεις. Το πιο εμπορικό όνομα από όλα της γενιάς της και όχι μόνο. Πόλος έλξης όλων των Μέσων Ενημέρωσης, έντυπου και ηλεκτρονικού Τύπου. Και ποιος δημοσιογράφος δεν ήθελε συνέντευξη από την Αλίκη; Λες κι αυτή η συνέντευξη θα ήταν το τρόπαιο που θα τον καθιέρωνε. Βέβαια ήξερε πολύ καλά το παιχνίδι της σόουμπιζ. Εξάλλου εκείνη ήταν που επέλεξε και καθιέρωσε πρώτη τους όρους αυτού του παιχνιδιού. Πάντα έλεγε όσα μόνο εκείνη ήθελε, όσα έπρεπε να μάθει το κοινό της, όσο κι αν οι δημοσιογράφοι την πλησίαζαν με το όνειρο να την απομυθοποιήσουν. Κανείς δεν τα κατάφερε. Όσα μυστικά ήθελε τα πήρε μαζί της. Και τον μύθο.
Οι πρωτιές της Αλίκης
Ό,τι και να πει κάποιος για την Αλίκη σήμερα έχει ειπωθεί κι ό,τι και να γράψει έχει γραφτεί. Αυτό που θα ήθελα εγώ τουλάχιστον να αναφέρω είναι πως η ιστορία έχει καταγράψει για εκείνη κάποιες πρωτιές που πραγματικά της ανήκουν. Ας ξεκινήσω με τα εισιτήρια των ταινιών της. Είναι γνωστό πως οι ταινίες της στη χρυσή εποχή του κινηματογράφου έρχονταν πρώτες σε εισιτήρια –και μάλιστα σε συνεχείς χρονιές– και με μεγάλη διαφορά από τις ταινίες των άλλων. Την περίοδο 1966-67 Η κόρη μου η σοσιαλίστρια ξεπέρασε τα 659.671 εισιτήρια στους κινηματογράφους της Αθήνας και του Πειραιά στην πρώτη προβολή τους.
Την επόμενη χρονιά (1967-68) Το πιο λαμπρό αστέρι έκοψε 652.661 εισιτήρια, επιβεβαιώνοντας πως πράγματι η Αλίκη είναι το πιο λαμπρό αστέρι. Εξάλλου ο τίτλος ήταν συμβολικός, ως απάντηση στον Φιλοποίμενα Φίνο (η Αλίκη είχε φύγει από την εταιρεία του) πως όπου και να πάει, με όποια εταιρεία κι αν συνεργαστεί, εκείνη θα είναι το πιο λαμπρό αστέρι και η πιο εμπορική ηθοποιός. Το 1968 επέστρεψε στον Φίνο και γύρισε για λογαριασμό της εταιρείας την ταινία Η αρχόντισσα και ο αλήτης του Ντίνου Δημόπουλου ξαναχτυπώντας και πάλι πρωτιά, καθώς κατέγραψε περισσότερα από 750.380 εισιτήρια. Η δασκάλα με τα χρυσά μαλλιά που προβλήθηκε την επόμενη περίοδο (1969-70) με 739.001 εισιτήρια ήρθε και πάλι πρώτη στον κατάλογο των ταινιών της χρονιάς. Ωστόσο το ρεκόρ της ήρθε την επόμενη χρονιά (1971) με την ταινία του Νίκου Φώσκολου Υπολοχαγός Νατάσσα, που έφτασε τα 751.117 εισιτήρια. Ένα ρεκόρ που δεν κατάφερε κανείς να ξεπεράσει, τουλάχιστον εκείνη τη χρυσή περίοδο του ελληνικού κινηματογράφου.
Η Αλίκη επίσης ήταν η πρώτη που έκανε μόδα στον κινηματογράφο να τραγουδούν όλοι οι πρωταγωνιστές, ακόμη και εκείνοι που δεν ήταν ιδιαίτερα καλλίφωνοι. Η αρχή έγινε με το θρυλικό Ρίκο, ρίκο, ρίκοκο του Τάκη Μωράκη στην ταινία Μουσίτσα (1958), όταν στο στούντιο κατά την ηχογράφηση του κομματιού έκανε ένα χαριτωμένο κοκοράκι, που άρεσε πολύ στον κόσμο. Αυτό ήταν. Το σαρανταπεντάρι με το τραγούδι ξεπέρασε κάθε προηγούμενο σε πωλήσεις κι έτσι υποχρέωσε την Αλίκη σε κάθε ταινία της να τραγουδά. Δυο χρόνια αργότερα με το Γκρίζο γατί και το Έχω ένα μυστικό του Μάνου Χατζιδάκι για την ταινία Το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο θα κερδίσει και τον πρώτο της χρυσό δίσκο, αφού ξεπέρασε σε πωλήσεις τις 300.000 – σημειωτέον ήταν ο πρώτος χρυσός δίσκος που απονεμήθηκε σε κάποιον ηθοποιό ή τραγουδιστή εν Ελλάδι. Επίσης, η Αλίκη υπήρξε και το πιο εμπορικό εξώφυλλο για σαράντα ολόκληρα χρόνια. Ήταν πολύ υπερήφανη για αυτό, αφού ήξερε καλά πως όποιο από τα έντυπα της εποχής την έβαζε στο εξώφυλλό του θα ξεπουλούσε σε χρόνο ρεκόρ. Τέτοια δύναμη είχε το όνομά της. Για αυτό και ήταν και η πρώτη ηθοποιός που έγινε κούκλα, πάστα, μενταγιόν, καρτ ποστάλ, πώμα για μπουκάλια, διαφημιστικές αφίσες, χαρτάκια για τσίχλες. Σήμερα οτιδήποτε την απεικονίζει πωλείται στη μαύρη αγορά. Τι άλλες πρωτιές μπορεί κάποιος να αναφέρει; Πως ήταν η πρώτη που πήρε το βραβείο Ερμηνείας Α΄ Γυναικείου Ρόλου στο 1ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1960 για την ταινία Μανταλένα; Πως ήταν η πρώτη που ανέβασε τα κασέ των ηθοποιών στην εγχώρια παραγωγή; Πως ήταν η πρώτη που καθιέρωσε το star system στη χώρα; Ή η πρώτη που παρουσίασε τα μεγάλα θεατρικά μιούζικαλ σε μυθικές παραγωγές; Και ποιος δεν θυμάται την Ωραία μου κυρία, την Καμπίρια, την Εβίτα, την Εύθυμη χήρα και τη Μελωδία της ευτυχίας; Πρώτη σε τόσο πολλά, αλλά σίγουρα πρώτη και στην καρδιά των πολυπληθών θαυμαστών της.
Η ηλικία της
Επίσης, η ηλικία της Αλίκης μέχρι το τέλος της ζωής της ήταν από τα πιο πολυσυζητημένα καλλιτεχνικά θέματα και αιτία ατέλειωτων άρθρων και συζητήσεων. Κι εκείνη τα άκουγε όλα, χαμογελούσε και με το δικό της αυτοσαρκαστικό χιούμορ έλεγε: «Μάλλον μετά την Ακρόπολη εγώ είμαι το πιο αρχαίο μνημείο στον τόπο». Ή ακόμη όταν έπαιζε στο θέατρο και είχε μπροστά στις πρώτες θέσεις υπερήλικες κυρίες, έλεγε στα παρασκήνια: «Απόψε, παιδιά, παίζουμε για τις συμμαθήτριές μου». Κι όμως, δεν έφυγε υπερήλικη, έφυγε σε ηλικία 62 χρόνων, νέα, όμορφη, με μια απίστευτη αισιοδοξία και χαρά για τα χρόνια που θα ακολουθούσαν. Είχε όνειρα για μια πιο ήσυχη ζωή αλλά και για μεγάλους ρόλους. Σε μια από τις τελευταίες της συνεντεύξεις είχε δηλώσει: «Φοβάμαι για όλα αυτά που θα γίνουν για μένα χωρίς εμένα. Με στενοχωρεί το γεγονός που δεν θα είμαι εδώ για να διαβάσω τι θα γραφτεί μετά τον θάνατό μου. Νομίζω βέβαια πως τότε θα γραφτούν και θα ειπωθούν τα πιο ουσιαστικά και τα πιο σημαντικά».
Η μετά -Αλίκη εποχή
Ναι, Αλίκη μας, πράγματι σωστά είχες προνοήσει. Ακόμη και οι μεγάλοι αμφισβητίες σου υποκλίνονται πλέον σήμερα στη μοναδική σου ακτινοβολία και τη μεταφυσική σου διαχρονικότητα, είκοσι εννέα χρόνια μετά το αναπάντεχο φευγιό σου. Αλλά ξέρουμε πια πολύ καλά πως οι όμορφες νεράιδες των παραμυθιών ζουν για πάντα στη χώρα των ονείρων μας και η δική μας Αλίκη στη χώρα των δικών της θαυμάτων.
Τώρα όσο για μας… Εμείς συνεχίζουμε να ζούμε πάντα εδώ. Ζούμε στη «Μ.Α.» (Μετά Αλίκη) Ελλάδα. Σε μια Ελλάδα που δεν μυρίζει πια γιασεμί, αθωότητα, χαρά και αισιοδοξία. Σε μια Ελλάδα όπου έχουν αλλάξει πολλά. Ίσως για αυτό και κάποιοι ακόμη αθεράπευτα ρομαντικοί προτιμούν να γυρίζουν πίσω, σε εκείνα τα χρόνια της αθωότητας, έτσι όπως χαρακτηρίστηκαν από τη δική σου παρουσία και το δικό σου αισιόδοξο χαμόγελο. Κι αυτό σίγουρα μας λείπει. Ο αιώνας τελείωσε, μπήκαμε στον καινούριο, προχωράμε, αλλά πάντα κάτι μας λείπει. Ίσως για αυτό και να έχουμε την ανάγκη πού και πού να ρίχνουμε μια ματιά πίσω, σε εκείνες τις εποχές. Όχι ως παρελθοντολογία, απλά σαν μια ανάμνηση, έτσι σαν νοσταλγία. Τώρα όσο για μένα που είχα την τύχη να ζήσω κοντά σου και να είμαι ένα από τα αγαπημένα σου «παιδιά», όπως εσύ έλεγες, περνώντας τα χρόνια συνειδητοποιώ πλέον πως αυτή η σχέση, αυτή η συνάντηση μαζί σου, ήταν αυτό που λέμε «καρμική». Έπαιξε τόσο σημαντικό ρόλο στη μετέπειτα εξέλιξή μου αφού τώρα πια γυρνώντας πίσω κι εγώ σε συναντώ σε κάθε βήμα μου, σε κάθε καλλιτεχνική μου κίνηση και κάθε επαγγελματικό μου επίτευγμα. Είτε στην εποχή που ασχολήθηκα με τα soundtracks του ελληνικού σινεμά είτε όταν ξεκίνησα τις βιογραφίες των μεγάλων ηθοποιών –με πρώτη τη δική σου– ήσουν γούρικη, έφτασα αισίως τις πενήντα, είτε ως νεαρός ηθοποιός στο θέατρο, αφού ξεκίνησα στο πλευρό σου και σήμερα πλέον στήνω τις δικές μου παραστάσεις.
Τώρα αν με ρωτούσε κάποιος, θα του έλεγα πως εγώ τη δική μου Αλίκη δεν την αποχαιρέτησα ποτέ. Ναι, αρνούμαι να την αποχαιρετήσω και συνεχίζω να το αρνούμαι πολύ συνειδητά. Και μην πάει το μυαλό σας σε κάτι νοσηρό ή προβληματικό. Όχι. Απλά δεν θέλω. Είναι σαν να αποχαιρετώ τη χαρά της ζωής, τη φωτεινή πλευρά του εαυτού μου, το δικαίωμα που έχω να χαμογελώ, να τραγουδώ και να χαίρομαι μαζί της κάθε φορά που την ακούω ή τη βλέπω μέσα πλέον από τα καντράν της τηλεόρασης. Αρνούμαι να αποχαιρετήσω τα παιδικά μου ταξίδια, τις στιγμές που έζησα κοντά της. Κι ας με έκανε να κλάψω όταν έφυγε. Καλά έκανα κι έκλαψα.
Στο κάτω κάτω δικό μου είναι το δάκρυ. Ό,τι θέλω το κάνω. Κι αν το καλοσκεφτούμε, η Αλίκη δεν έφυγε ποτέ. Απλά σταμάτησε τον χρόνο σε μια φωτογραφία και φυγαδεύτηκε προς την αιώνια νεότητα. Έμεινε το αιώνιο κορίτσι, τόσο στη δική μου σκέψη όσο και στην καρδιά ενός ολόκληρου λαού.

Ευανθία Χαριτοπούλου: «Όμως η σάρκα ακόμα απαλή»

  Έρικα Αθανασίου     Όμως η σάρκα ακόμα απαλή  η συλλογή διηγημάτων της Ευανθίας Χαριτοπούλου, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ενύπνιο, όπω...