Πέμπτη 17 Ιουλίου 2025

Διώνη Δημητριάδου: «Ο φλοιός και ο χυμός»

 


«Παράξενη και μυστηριώδης η ψυχαγώγηση της τέχνης, το να βυθίζεσαι στα προβλήματα κάποιου άλλου, να σε απορροφά έντονα μια συνθήκη “μη πραγματικότητας” και να αποκρίνεσαι σε αυτή σαν να είναι πραγματικότητα», γράφει ο Ερνστ Φίσερ στο βιβλίο του Η αναγκαιότητα της τέχνης. «Ο άνθρωπος επιθυμεί να είναι κάτι παραπάνω από τον ίδιο τον εαυτό του μονάχα. Πασκίζει να βγει από τη μερικότητα της ατομικής του ζωής και τείνει προς μια “πληρότητα” που τη νιώθει και την αποζητά, προς έναν κόσμο πιο κατανοήσιμο, έναν πιο δίκαιο κόσμο, που δίνει νόημα. Ποθεί να ενώσει, στην τέχνη, το περιορισμένο του “εγώ” με μια κοινοτική ύπαρξη, να κάνει κοινωνική την ατομικότητά του».

Η διαλεκτική του «εγώ» με τον «άλλο» είναι, λοιπόν, σύμφυτη με την τέχνη. Η πρόσκαιρη αιχμαλωσία της συγκίνησης συνιστά την ευχαρίστηση εκείνη που υποστήριζε ο Αριστοτέλης κατά τη λειτουργία του δράματος· την άρση πάνω από την τυφλή δράση της ειμαρμένης. Η έκφραση ωστόσο του καλλιτέχνη, πολιτική και υπαρξιακή, εξαρτημένη από το περιβάλλον και από την ατελή φύση του, υπόκειται σε κρίση, όπως συμβαίνει με όλα τα ανθρώπινα δημιουργήματα. Ο κριτικός είναι ο άνθρωπος που αποτιμά την αξία ή την απαξία, τις αρετές ή τις αδυναμίες. «Η αποστολή του δεν είναι αποστολή ενός απλού εξηγητή», γράφει ο Γιώργος Σεφέρης στις Δοκιμές. Η αποστολή του άξιου κριτικού είναι «να ανακαλύψει ένα κομμάτι της αλήθειας: να παρουσιάσει δηλαδή ένα σύνολο από τα γνωστά και τα καινούργια έργα, φωτίζοντάς το έτσι, ώστε να είναι διάφορο, και να συμπληρώνει την αλήθεια που του παραδώσανε οι παλαιοί. Ή, ακόμη καλύτερα: να παρουσιάσει μια όψη της τέχνης τέτοια που τη συνθέτουν τα παλαιά έργα, αλλαγμένα (μολονότι πάντα πιστά στον εαυτό τους) από τα νεότερα έργα που ήρθαν να προστεθούν σ’ αυτά, και από την καινούργια και τη μοναδική προοπτική του».

Η Διώνη Δημητριάδου, με το έργο της Ο φλοιός και ο χυμός: Υπέργειες και υπόγειες προσεγγίσεις σε λογοτεχνικούς τόπους (εκδ. Κουκκίδα, 2024), αποτιμά την αξία του έργου 34 Ελλήνων/-ίδων συγγραφέων και ποιητών/-τριών. Γίνεται έτσι αποδέκτης όχι μόνο της ευαισθησίας των έργων τους αλλά και της σύγχρονης εποχής, εφόσον στην πλειονότητά τους οι καλλιτέχνες είναι του παρόντος ή του στενά παρελθόντος χρόνου. «Ανθρώπινη σκέψη και ανθρώπινη ευαισθησία δε σημαίνουν ποτέ καθαρή αλήθεια, αλλά ένα μείγμα αλήθειας και πλάνης. Γι’ αυτό είναι σωστό ν’ αλλάζουν οι γνώμες, για να μετατοπίζεται τουλάχιστο η πλάνη, αφού ποτέ δε θα μπορέσει να λείψει», επισημαίνει ο Γιώργος Σεφέρης.

Εισχωρώντας στο περιεχόμενο και στην αισθητική των έργων, εκφέρει κρίσεις αιτιολογημένες, αποκαλύπτει λανθάνοντα σημαινόμενα, εγείρει το ενδιαφέρον.

Προσεγγίζοντας με τη δική της κριτική σκέψη τα δημιουργήματα, η Διώνη Δημητριάδου ασκεί έργο ευαισθησίας. Πάντα ωφέλιμες οι θέσεις για τη διαλεκτική, για την προσπέλαση της αλήθειας, υπηρετούν παράλληλα τη λογοτεχνική αλληλεγγύη. Συνιστούν την αναγκαία ανατροφοδότηση για τον/τη δημιουργό, οξύνουν την κρίση των αναγνωστών και αναγνωστριών. Εξοικειώνοντας με το καλλιτεχνικό δημιούργημα, διαμορφώνουν την απαραίτητη «παίδευση», αυτή που δημιουργεί ενεργητικούς δέκτες των μηνυμάτων της τέχνης, που απομακρύνει από την παθητική στάση.

Το βιβλίο προλογίζει η Ευσταθία Δήμου, ποιήτρια, συγγραφέας, δοκιμιογράφος. Το ενδιαφέρον της κείμενο άπτεται του ευρύτερου ζητήματος της κριτικής, αλλά και αποτιμά τη συγγραφέα. «Η Διώνη Δημητριάδου έχει σταθμεύσει στον πυρήνα του λογοτεχνικού σώματος», γράφει. «Έχει παρακολουθήσει τα ποιήματα και τα πεζά της να τίθενται κάτω από το ερμηνευτικό βλέμμα των σύγχρονων κριτικών. Το ίδιο βλέμμα υιοθετεί και η ίδια, όταν σκύβει στα γραπτά των ομοτέχνων της, παλαιότερων και σύγχρονων, για να αντλήσει από εκεί την πρώτη ύλη που χρειάζεται προκειμένου να στήσει και να συστήσει αυτήν την τόσο γοητευτική περιστροφή γύρω από τον λογοτεχνικό πυρήνα. Και είναι τόσο ολόψυχη, τόσο συγκινητική η αφοσίωσή της στο έργο αυτό. […] Τόσο αγαπητική η διάθεση με την οποία γίνεται όλο αυτό».

Και έχει απόλυτο δίκιο, αφού η Διώνη Δημητριάδου σκύβει με αγάπη στα έργα που μελετά. Παράλληλα, τα κριτικά της σημειώματα διαμορφώνουν «μια αντιπροσωπευτική εικόνα της νεότερης και σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας», όπως επίσης καίρια επισημαίνει η Δήμου. Στον δικό της πρόλογο, με τίτλο «Ο φλοιός και ο χυμός, Η κριτική προσέγγιση της Ποίησης, Η μοναξιά της Κριτικής και το Ακριβό Αντιστάθμισμα», η Δημητριάδου αναλύει σημαντικά ζητήματα κριτικής, συμβάλλοντας στον διαχρονικό διάλογο για το πολυπλόκαμο αυτό θέμα. Μεταξύ άλλων ασχολείται με την αδυναμία ύπαρξης αντικειμενικών κριτηρίων κατά την αξιολόγηση ενός δημιουργήματος, επίσης με τη δυσκολία, «δεδομένου του οριακού χαρακτήρα της ποίησης», αλλά και το ενδιαφέρον του όλου εγχειρήματος. «Το θετικό πρόσημο στη δουλειά αυτή», επισημαίνει, «είναι η ανακάλυψη μιας φωνής που φέρει μέσα της την ελπίδα μιας ανανέωσης του τοπίου σε θεματική, σε ύφος, σε γλωσσικές επιλογές». Και σε άλλο σημείο γράφει: «…κάθε φορά που εκφέρει γνώμη και δεν πληροφορεί απλώς, κάθε φορά που αναλαμβάνει να ξεχωρίσει τη γνήσια φωνή από τη μίμηση, κάθε φορά που τολμά να προτείνει κάτι καινοφανές, ρηξικέλευθο και ενδιαφέρον, και όχι απλώς να ακολουθεί την πεπατημένη οδό, γίνεται κατά κάποιο τρόπο δημιουργός και ο ίδιος δίπλα στους εργάτες της ποίησης, στο μέτρο που του αναλογεί». Καταγίνεται παράλληλα στον πρόλογό της η Δημητριάδου με τη δυσκολία της αποτίμησης ενός μεταφρασμένου έργου, ενός δηλαδή δημιουργήματος που φθάνει διαμεσολαβημένο στα χέρια μας, και βεβαίως με την ύπαρξη προσωπικών κριτηρίων ή με το ολιγόχρονο της ζωής που έχουν τα κριτικά, «πρόσκαιρα επίκαιρα», σημειώματα.

Πολύμορφο και πολυδύναμο το έργο της κριτικού, πάντα θετικό ως κατάθεση, ακόμη και όταν διαφωνεί κάποιος ή κάποια με τις απόψεις. Μέσα από τα θραύσματα αφενός των έργων των δημιουργών που αποτιμά παρέχει μια εικόνα, αποσπασματική μεν, αλλά αναμφίβολα ωφέλιμη και χρήσιμη, μέσα από την κριτική παρουσίαση αφετέρου δημιουργεί μια αφετηρία ανάγνωσης ή μελέτης. Λογοτέχνες που έφυγαν από τη ζωή, όπως ο Άρης Αλεξάνδρου, ο Κώστας Βάρναλης, ο Δημήτρης Αρμάος, ο Γιάννης Βαρβέρης, ο Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλος, ο Γιάννης Κοντός, η Κατερίνα Ρουκ, ο Μάριος Μέσκος, ο Γιώργης Παυλόπουλος, η Μαρία Κυρτζάκη, αλλά και δρώντες, όπως ο Θωμάς Κοροβίνης, ο Γιώργος Γώτης, η Παυλίνα Παμπούδη, η Αγγελική Σιδηρά, ο Τόλης Νικηφόρου, ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης, η Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη, η Έλσα Κορνέτη, ο Θανάσης Τριαρίδης, η Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου κ.ά. αποτιμώνται στο βιβλίο, αναδεικνύονται πτυχές του έργου τους, της προσωπικότητάς τους.

Η γραφή της Διώνης Δημητριάδου στα κριτικά αυτά σημειώματα είναι δοκιμιακή. Τη διακρίνει σαφήνεια, καλλιέπεια, γλωσσικός πλούτος, αλλά και διακειμενικότητα. Εισχωρώντας στο περιεχόμενο και στην αισθητική των έργων, η συγγραφέας εκφέρει κρίσεις αιτιολογημένες, αποκαλύπτει λανθάνοντα σημαινόμενα, εγείρει το ενδιαφέρον. Η απόσταση ανάμεσα στο καλλιτεχνικό έργο και το κοινό μειώνεται, η φιλοτεχνία και ο διάλογος ενισχύεται. Όπως βεβαίως η ίδια σημειώνει, δεν είναι παρά μια αναγνώστρια. Πορευόμενη ωστόσο υπεργείως και υπογείως, διερευνώντας τον φλοιό και τον χυμό των έργων, λειτουργεί προς όφελος της λογοτεχνίας. Γιατί η λογοτεχνία έχει πάντα ανάγκη από απόψεις τεκμηριωμένες, ιδιαίτερα όταν αποτελούν «βεβαίωση μιας ανιδιοτέλειας και ενός πνευματικού πάθους».

 

Ο φλοιός και ο χυμός
Υπέργειες και υπόγειες προσεγγίσεις σε λογοτεχνικούς τόπους
Διώνη Δημητριάδου
Πρόλογος: Ευσταθία Δήμου
Εκδόσεις Κουκκίδα
384 σελ.
ISBN 978-618-208-117-4
Τιμή €16,00

https://diastixo.gr/kritikes/meletesdokimia/24292-dioni-dimitriadou-o-floios-kai-o-chymos


https://diastixo.gr

Ιωάννα Καρυστιάνη: «Κορνιζωμένοι»

 



Η Ιωάννα Καρυστιάνη, γνωστή για τη βαθιά κοινωνική της ματιά και την ιδιαίτερη γλώσσα της, μας μεταφέρει στην επινοημένη κωμόπολη Κρανιά, κάπου στη Θεσσαλία, έναν τόπο «τυχερό», όπως λένε οι παλιοί, αφού δεν είχε γνωρίσει εγκλήματα πάθους ή φόνους για δεκαετίες. Κεντρικός ήρωας είναι ο Στέλιος Σπούγιας, ένας κορνιζάς που κουβαλάει μέσα του μια σειρά από ανοιχτές πληγές: η γυναίκα του, Χιονία, τον άφησε για έναν γιατρό από τη Θεσσαλονίκη, δημιουργώντας του συναισθήματα ταπείνωσης, ματαίωσης και φθόνου.

Ο μοναχογιός του, ο Χρόνης, ένα λαμπρό και χαρισματικό παιδί, αποτελεί το μοναδικό του στήριγμα, αλλά η σχέση τους είναι περίπλοκη. Η αγάπη του Στέλιου για τον γιο του είναι αναμφισβήτητη, αλλά αμαυρώνεται από ανασφάλειες και μια εσωτερική πάλη που τον οδηγεί σταδιακά στο σκοτάδι. Με αφορμή ένα γεγονός που ο ίδιος βιώνει ως προσβολή, αλλά που δεν αιτιολογείται απόλυτα, διαπράττει ένα αποτρόπαιο έγκλημα, το οποίο αποκαλύπτεται νωρίς στο βιβλίο. Από εκείνο το σημείο και έπειτα, η αφήγηση μετατρέπεται σε ένα βασανιστικό ψυχολογικό rollercoaster, με τον αναγνώστη να παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα την πορεία προς την καταστροφή.

Μας αφήνει να κατανοήσουμε σταδιακά πώς μια φαινομενικά ασήμαντη συσσώρευση ταπεινώσεων μπορεί να οδηγήσει σε μια αδιανόητη πράξη.

Η Καρυστιάνη διαθέτει μια μοναδική αφηγηματική φωνή, με έναν λόγο που ισορροπεί ανάμεσα στην προφορικότητα και τη λογοτεχνική πυκνότητα. Η αφήγησή της είναι γεμάτη υπαινιγμούς, ειρωνεία και ένα υποδόριο χιούμορ, που άλλοτε ανακουφίζει και άλλοτε βαθαίνει την τραγικότητα των χαρακτήρων. Η γλώσσα της είναι ζωντανή, γεμάτη ιδιωματισμούς και εικόνες της ελληνικής επαρχίας, αποτυπώνοντας έναν κόσμο όπου το παρελθόν βαραίνει τους ανθρώπους και το ανείπωτο είναι εξίσου ισχυρό με αυτό που λέγεται.

Η δομή του μυθιστορήματος είναι ιδιαίτερη. Η αποκάλυψη του εγκλήματος στο πρώτο τρίτο του βιβλίου ανατρέπει τη συνήθη αστυνομική αφήγηση, όπου το μυστήριο διατηρείται ως το τέλος. Εδώ, το βάρος πέφτει στην ψυχολογική ανάλυση του ήρωα, στις ενοχές, τις εμμονές και την εσωτερική του κατάρρευση. Η συγγραφέας δεν μας δίνει έτοιμες απαντήσεις για τα κίνητρά του, αλλά μας αφήνει να κατανοήσουμε σταδιακά πώς μια φαινομενικά ασήμαντη συσσώρευση ταπεινώσεων μπορεί να οδηγήσει σε μια αδιανόητη πράξη.

Η ψυχολογική εμβάθυνση στον ήρωα αποτελεί σαφώς ένα από τα δυνατά σημεία του μυθιστορήματος: Ο Στέλιος Σπούγιας δεν είναι ένας μονοδιάστατος «κακός»· η συγγραφέας τον σκιαγραφεί με τέτοιον τρόπο που, παρότι οι πράξεις του είναι φρικτές, κατανοούμε την πορεία του προς την άβυσσο. Επίσης, πολύ δυνατή είναι και η απόδοση της επαρχιακής ζωής: Η Κρανιά είναι ένας μικρόκοσμος όπου οι ζωές των ανθρώπων είναι αλληλένδετες, οι σιωπές βαραίνουν και οι προκαταλήψεις καθορίζουν συμπεριφορές. Η λεπτομέρεια με την οποία αποτυπώνεται η καθημερινότητα προσδίδει μια σχεδόν κινηματογραφική αίσθηση. Η γραφή της Καρυστιάνη είναι απολαυστική, γεμάτη ευφυείς παρατηρήσεις και βαθύ συναισθηματικό φορτίο, ενώ η χρήση της ντοπιολαλιάς και η ειρωνεία λειτουργούν υποδειγματικά. Στα δυνατά σημεία, επίσης, η πρωτότυπη αφήγηση: Το γεγονός ότι το έγκλημα αποκαλύπτεται τόσο νωρίς δίνει στην ιστορία μια αίσθηση καταδίκης και αναπόφευκτης τραγωδίας, κάνοντάς την ιδιαίτερα έντονη σε συναισθηματικό επίπεδο.

Αν θα μπορούσε να εντοπιστεί μια αδυναμία, αυτή θα ήταν η εσκεμμένη ασάφεια γύρω από το ακριβές κίνητρο του ήρωα. Αν και αυτή η επιλογή εξυπηρετεί τη δημιουργία μιας ατμόσφαιρας μυστηρίου και ψυχολογικού βάθους, ορισμένοι αναγνώστες ίσως αισθανθούν ότι τους λείπει μια πιο σαφής εξήγηση για την κορύφωση της βίας. Ωστόσο, αυτή η έλλειψη ξεκάθαρης αιτιολόγησης αντανακλά και την ίδια την πραγματικότητα πολλών εγκλημάτων πάθους, όπου οι ακριβείς λόγοι συχνά διαφεύγουν ακόμη και από τους δράστες.

Πρόκειται για ένα δυνατό, σκληρό και ψυχολογικά φορτισμένο μυθιστόρημα, που αποτυπώνει με ακρίβεια τη μικροαστική επαρχιακή ζωή και τις καταπιεσμένες εντάσεις που μπορούν να οδηγήσουν σε τραγωδία. Η Ιωάννα Καρυστιάνη, με την ιδιαίτερη γλώσσα της και τη διεισδυτική της ματιά, δημιουργεί μια ιστορία που συγκλονίζει, όχι τόσο λόγω του ίδιου του εγκλήματος, αλλά λόγω της ψυχολογικής κατάστασης του ήρωα που οδηγείται εκεί. Είναι ένα βιβλίο που αφήνει τον αναγνώστη με ένα αίσθημα πικρίας κι αμηχανίας, και προβληματισμένο για το πώς η καθημερινή ματαίωση μπορεί να γίνει εκρηκτική. Ένα από τα πιο δυνατά βιβλία της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας.

 

Κορνιζωμένοι
Ιωάννα Καρυστιάνη
Εκδόσεις Καστανιώτη
288 σελ.
ISBN 978-960-03-7339-4
Τιμή €16,00

Αλεξία Βλάρα  πολιτικός επιστήμονας και δημοσιογράφος.

https://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/24293-ioanna-karystiani-kornizomenoi

https://diastixo.gr

Ταχάρ Μπεν Ζελούν: «Στην πιο όμορφη χώρα του κόσμου»

 


Η πιο όμορφη χώρα του κόσμου είναι το Μαρόκο. Εκεί ζωντανεύουν οι δεκατέσσερις ιστορίες του ομώνυμου βιβλίου του Ταχάρ Μπεν Ζελούν (γενν. 1944). Προτάσσεται η «Ωδή στη δόξα του Μαρόκου», που υμνεί τη φυσική ομορφιά και την αμεριμνησία της ζωής «μέσα στα μάτια των άλλων». Πρωταγωνιστούν τρεις πόλεις: η Καζαμπλάνκα, πόλη του ωκεανού, η ονειροπόλα-μεσογειακή Ταγγέρη και η θρησκευτική-ονειρική Φες. «Μέσα από αυτές τις σκληρές ή αντίθετα ανάλαφρες ιστορίες, ο συγγραφέας ταξιδεύει τον αναγνώστη στους αιώνες, στις διαφορετικές πολιτισμικές, θρησκευτικές κοινότητες και γλώσσες, στις όχθες της Μεσογείου και του Ατλαντικού» (από το οπισθόφυλλο). Πολυγραφότατος, γεννήθηκε στο Μαρόκο, σπούδασε στη Γαλλία και τιμήθηκε με διεθνή βραβεία. Επικεντρώθηκε στη σχέση μεταξύ της αποικιοκρατίας και του ρατσισμού με τρόπο εύληπτο, «εξηγώντας ότι η αποικιοκρατία είναι μια μορφή εξουσίας που βοηθά τον ρατσισμό να συντηρηθεί σε κρατικό επίπεδο» (από τη Wikipedia). Τα θέματα αυτά τον απασχολούν στο πεζογραφικό του έργο.

Στο βιβλίο επικρατεί το σύνδρομο της νοσταλγίας («η νοσταλγία είναι οι μνήμες που πλήττουν», σ. 56) για μια χώρα εξιδανικευμένη και ταυτόχρονα πραγματική. Στο άμεσο παρελθόν βρίσκονται τα «πέτρινα χρόνια» της δεκαετίας του 1950 με διώξεις αντιφρονούντων και εξάρσεις θρησκευτικού φανατισμού. Ο θρησκευτικός συγκρητισμός, με τη συνύπαρξη μουσουλμάνων, εβραίων και χριστιανών στον ίδιο χώρο, δεν είναι πάντα εφικτός. Η πολιτική κατάσταση συνδέεται με τον ιδιωτικό βίο και τις προσωπικές σχέσεις των ηρώων. Περιγράφεται ο αγνός έρωτας αλλά και οι επικίνδυνες σχέσεις, η εκμετάλλευση των παιδιών, η πορνεία. Η ομοφυλοφιλία παραμένει θέμα ταμπού. Η θέση της γυναίκας στην κοινωνία είναι ένα ακανθώδες ζήτημα, που τυπικά εξομαλύνθηκε με τις μεταρρυθμίσεις του 1958. Τα στερεότυπα ωστόσο επιβιώνουν και δεν λείπει η σχηματοποίηση. Στο διήγημα «Ένα δείπνο στο Κάμπο» παρουσιάζονται όλοι οι «τύποι» γυναικών (η γυναίκα του κόσμου, η ανεξάρτητη, η χωρισμένη, η παραδοσιακή). Κάποτε εμφανίζεται και η αδίστακτη, που σκηνοθετεί «Ένα τέλειο έγκλημα» προκειμένου να τιμωρήσει την απιστία του συζύγου της ή στήνει «Μια παγίδα στο Άμστερνταμ» για τον αφελή συγγραφέα. Είναι χαρακτηριστική η απομυθοποίηση της πρώτης αγάπης («Αναζητώντας την πρώτη αγάπη»), καθώς και η μετατροπή μιας ερωτευμένης νέας σε φανατική θρησκόληπτη.

Βασικά θέματα προβληματισμού επομένως αποτελούν ο ισλαμισμός, ο φανατισμός, το πολιτικό μέλλον του Μαρόκου, όπως και το ζήτημα της διαφθοράς: «Μίλησαν για το Μαρόκο, για τη διαφθορά που γενικευόταν, για το γυναικείο ζήτημα, για τα παιδιά των δρόμων» (σ. 149). Κοινή είναι η διαπίστωση ότι, παρά τις μεταρρυθμίσεις, «η νοοτροπία δεν έχει αλλάξει» (σ. 76). Η προσγείωση στη σκληρή πραγματικότητα ωστόσο δεν εμποδίζει την ονειροπόληση. Οι αντιθέσεις κυριαρχούν: Ανατολή και Δύση, φτώχεια και πλούτος, καλλιέργεια και αμάθεια, παράδοση και νεωτερισμοί. Το βιβλίο καταφέρνει να ισορροπεί τις αντίρροπες δυνάμεις χάρη στο ταλέντο του συγγραφέα. Οι αναφορές στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία είναι πολυάριθμες. Στο πιο χαρακτηριστικό διήγημα, ο Δον Κιχώτης κυκλοφορεί αμέριμνος στους δρόμους της Ταγγέρης και ομολογεί: «Είμαι μόνον ένα βιβλίο, ένα μεγάλο βιβλίο που ο χρόνος έπλασε, που η ζωή έγραψε. Ξέρω ότι τα βιβλία είναι η ελευθερία μας, ακόμη κι όταν μερικοί υποστηρίζουν ότι είναι μόνο ψέματα. Τα βιβλία μάς δίνουν τη δυνατότητα να ανοίξουμε ένα κάστρο ή ένα θαυμάσιο παλάτι που οι τοίχοι του είναι από ατόφιο χρυσάφι, οι επάλξεις από διαμάντια, οι πόρτες από υακίνθους» («Ο Δον Κιχώτης στην Ταγγέρη», σ. 131). Η διάθεση του παραμυθιού είναι φανερή.

Οι αντιθέσεις κυριαρχούν: Ανατολή και Δύση, φτώχεια και πλούτος, καλλιέργεια και αμάθεια, παράδοση και νεωτερισμοί. Το βιβλίο καταφέρνει να ισορροπεί τις αντίρροπες δυνάμεις χάρη στο ταλέντο του συγγραφέα.

Ο τόπος πρωταγωνιστεί. Περιγράφεται επίμονα η Ταγγέρη, γοητευτική και ολέθρια, με όλες τις αντιθέσεις της. «Γιατί είχε ζήσει μια μεγαλοπρεπή εποχή όπου πρόσφερε θεάματα» (σ. 120). Το αστικό κομμάτι της, η έρημος, οι κατοικίες και τα δημόσια κτίρια συνθέτουν ένα μωσαϊκό που γοήτευσε συγγραφείς όπως ο Πολ Μπόουλς. Η μορφή του σκιαγραφείται με αχνά –ίσως μελανά– χρώματα. Ο νεαρός Σάλεμ «δεν κατάλαβε ποτέ γιατί αυτός ο συγγραφέας απολάμβανε μια ιδιαίτερη φήμη σε σημείο που μερικοί έκαναν το ταξίδι μέχρι την Ταγγέρη με μοναδικό σκοπό να τον συναντήσουν και να περάσουν μια στιγμή μαζί του» (σ. 160). Παραμονεύει εδώ ο ανταγωνισμός μεταξύ συγγραφέων. Το πνεύμα του τόπου πάντως επικρατεί. «Όπως τα περισσότερα σπίτια της μεδίνας, η πόρτα είναι απλή, σχεδόν ασήμαντη. Αδύνατον να ανακαλύψεις τι κρύβει μέσα της. Τη σπρώχνουμε και πέφτουμε σε έναν άλλο κόσμο. Είναι ένα σπίτι ή ένα παλάτι; Ένα σπίτι-κήπος, ένα σπίτι-πηγή, μια ευτυχία» (σ. 105). Κάθε τόπος κρύβει ένα μυστικό.

Το τοπίο εμψυχώνουν οι άνθρωποι. Παρατίθεται μια πινακοθήκη προσώπων που ζωντανεύουν για χάρη του αναγνώστη. (Λείπουν πάντως οι γοητευτικοί ιθαγενείς του Πολ Μπόουλς.) Η μαροκινή κοινωνία έχει δύο πρόσωπα και μιλά δύο γλώσσες, την αραβική και τη γαλλική. Ο συγγραφέας «επινοεί πρόσωπα που κάτι τυχαίο κλονίζει ή ανατρέπει τη ζωή τους: μια πανούργα γυναίκα που είναι έτοιμη να προκαλέσει την καταστροφή, μπλεξίματα και αδιέξοδα με τη διοίκηση που κάνουν τη ζωή κόλαση, μια νεανική αγάπη που δεν έπρεπε να την είχαν συναντήσει ξανά, καλεσμένοι σε ένα δείπνο που έρχονται αντιμέτωποι με το βάρος των παραδόσεων» (από το οπισθόφυλλο). Ταυτόχρονα διασώζεται η παραδοσιακή οικογένεια, συνήθως πολυμελής, ενωμένη με δεσμούς αίματος και αγάπης. Το πιο συγκινητικό πρόσωπο όμως είναι ο μικρός Ναμπίλ, που γεννήθηκε με «τρισωμία 21» (σύνδρομο Ντάουν). Παρά τις δυσκολίες του, δίνει ένα παράδειγμα αγάπης και πίστης στον Θεό. «Αυτός μόνο έχει ανακαλύψει τον Θεό και προσεύχεται με τον δικό του τρόπο» (σ. 34). Ο συγγραφέας αποκαλύπτει την ιστορία του σταδιακά και μεταδίδει τη φωνή του με ιδιαίτερο σεβασμό και αγάπη.

Ποιο είναι όμως το αληθινό Μαρόκο; Ποια είναι η ψυχή αυτής της χώρας; Σίγουρα «Η Καζαμπλάνκα δεν είναι ταινία». Ίσως «είναι ένα νεαρό κορίτσι με μακριά μαλλιά αλειμμένα με χένα, αρωματισμένο με πατημένα λουλούδια […] Περιφέρεται προβάλλοντας καθαρά στο βάθος, μέσα από τους καθρέφτες. Με λίγα ρούχα, με χάρη, φαίνεται σαν να περιμένει κάποιον. Μια καμήλα περνά. Ένα άλογο καλπάζει. Η ομορφιά της ακτινοβολεί» (σ. 113). Πέρα από τη γραφικότητα, η «πιο όμορφη χώρα του κόσμου» αποτελεί ένα σταυροδρόμι. Μακρινό ιδεατό όριο αποτελεί το Γιβραλτάρ («Άνεμος Ανατολής»). Ο Ζελούν χάρη στον ποιητικό του λόγο, με περιγραφές, διαλόγους, εσωτερικούς μονολόγους ζωντανεύει έναν ολόκληρο κόσμο μπροστά στα μάτια του αναγνώστη. Η επιστροφή στην πραγματικότητα ωστόσο είναι δύσκολη και δεν λείπει το στοιχείο της ειρωνείας, καθώς και ο φόβος της γελοιοποίησης. Ο άνθρωπος είναι άλλωστε παντού ο ίδιος, όπως και ο πόνος της απώλειας του φίλου από την Ασίλα («Camarero»). Η ανθρωπιά «έρχεται από αυτές τις ρίζες, από αυτή τη μικρή πόλη που μοιάζει με ποίημα του Πρεβέρ για την απλότητά της, με τα περίεργα πρόσωπα, τη λεπτή και σιωπηλή ομορφιά της» (σ. 240). Η ομορφιά αποκαλύπτεται πλουσιοπάροχα στον αναγνώστη μέσα στις σελίδες του βιβλίου, χάρη στη λογοτεχνική μετάφραση της Βασιλικής Τσίγκανου.

 

Στην πιο όμορφη χώρα του κόσμου
Ταχάρ Μπεν Ζελούν
μετάφραση: Βασιλική Τσίγκανου
Εκδόσεις Gema
248 σελ.
ISBN 978-960-6893-65-0
Τιμή €12,00

https://diastixo.gr/kritikes/xenipezografia/24310-stin-pio-omorfi-chora-tou-kosmou


https://diastixo.gr

Δημήτρης Στεφανάκης: «Πάντα η Αλεξάνδρεια»

 

Ήμουν μικρή σχετικά σε ηλικία όταν διάβασα το Μέρες Αλεξάνδρειας του Δημήτρη Στεφανάκη και ομολογώ ότι ήταν ένα βιβλίο που με σημάδεψε και το θυμόμουν κατόπιν με αγαλλίαση, κυρίως για την υπέροχη γραφή του και την ατμόσφαιρα νοσταλγίας που περιέκλειε στις σελίδες του. Δεν θα μπορούσα, επομένως, να μη διαβάσω και την επίσης πολύ νοσταλγική συνέχειά του, το νέο μυθιστόρημα του Στεφανάκη με τίτλο Πάντα η Αλεξάνδρεια, έναν τίτλο που υποδηλώνει ότι η Αλεξάνδρεια είναι ένας τόπος που στοιχειώνει όσους τον ζουν από κοντά και που δεν απωθείται εύκολα στα χρονοντούλαπα της μνήμης…

Στο νέο αυτό μυθιστόρημα του μεγάλου συγγραφέα Δημήτρη Στεφανάκη θα συναντήσουμε ξανά τη Δάφνη Χάραμη, την κόρη του μεγάλου καπνοβιομήχανου από την Αλεξάνδρεια, Κώστα Χάραμη, αλλά και τον αρραβωνιαστικό της, τον Φιλίπ Ζακό, γόνο μιας «αντίπαλης» αστικής οικογένειας της Αλεξάνδρειας, με καταγωγή από τη Γαλλία. Χρονικά, το Πάντα η Αλεξάνδρεια συνεχίζει ακριβώς εκεί όπου σταμάτησε το Μέρες Αλεξάνδρειας, δηλαδή στη δεκαετία του 1950 με τις εθνικοποιήσεις του Νάσερ και τις διώξεις του ξένου και κοσμοπολίτικου στοιχείου της πόλης.

Μεταφέρει ατόφια τη νοσταλγία για εκείνη την παλιά Αλεξάνδρεια του ελληνισμού, η οποία δεν υπάρχει πλέον.

Κομβικό γεγονός στο μυθιστόρημα αυτό, που αποτελεί ένα ψηφιδωτό αναμνήσεων, είναι ο θάνατος του Κώστα Χάραμη και ο τρόπος με τον οποίο η κόρη του, Δάφνη, αντιμετωπίζει τον θάνατό του. Πρόκειται για το τέλος όχι μόνο της ζωής ενός σημαίνοντος ανθρώπου, αλλά για το τέλος μιας ολόκληρης εποχής. Ο θάνατος του Κώστα Χάραμη συμπίπτει με την απόφαση των αλεξανδρινών αρχών να δημεύσουν το σπίτι της οικογένειας Χάραμη, τη βίλα στην οδό Αββασιδών. Έπειτα από τα δύο αυτά κομβικής σημασίας γεγονότα, η Δάφνη θα δει πως δεν έχει πλέον επιλογές και πως πρέπει να εγκαταλείψει για πάντα την αγαπημένη της πόλη.

Το βιβλίο δεν ακολουθεί γραμμική αφήγηση. Αντίθετα, με την αφορμή του θανάτου του Κώστα Χάραμη και της δήμευσης της οικογενειακής περιουσίας, η Δάφνη θα προβεί σε μία ανασκόπηση της ζωής της στην Αλεξάνδρεια, των παλιών καλών ευτυχισμένων ημερών και της γνωριμίας της με τον Φιλίπ. Θα μας μιλήσει για εκείνη την πολυπολιτισμική Αλεξάνδρεια που ανήκει πλέον στο παρελθόν και για τις μέρες δόξας της πόλης, όταν η ελληνική και η λεβαντίνικη κοινότητα άκμαζαν. Θα μας μιλήσει επίσης για την οικογένεια του Φιλίπ, για τη μητέρα του, τη διάσημη Γαλλίδα ζωγράφο, αλλά και για τη δική της μητέρα, την Εβραία Χάικε, που τους εγκατέλειψε όταν η Δάφνη ήταν μικρή.

Η αφήγηση είναι ολοζώντανη και ο συγγραφέας αρέσκεται να προβαίνει σε πολλές κρίσεις για τη ζωή, σε αναλογία με τα όσα περνούν οι ήρωές του, μέσω ενός ανεπιτήδευτου και πολύ εύρυθμου λόγου, σχεδόν μουσικού, που μεταφέρει ατόφια τη νοσταλγία για εκείνη την παλιά Αλεξάνδρεια του ελληνισμού, η οποία δεν υπάρχει πλέον.

 

Πάντα η Αλεξάνδρεια
Δημήτρης Στεφανάκης
Μεταίχμιο
σ. 232
ISBN: 978-618-03-4197-3
Τιμή: 16,60€

Λεύκη Σαραντινού ιστορικός και συγγραφέας

https://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/24309-panta-i-alexandreia


https://diastixo.gr

«Μέσα στο πράσινο δάσος» του Αρεταίου Μπεζάνη


Αρεταίος Μπεζάνης

 ΕΝΤΟΜΟΛΟΓΙΑ

I.
όταν είσαι μέσα μου
τις άγριες νύχτες
νιώθω σαν πλάσμα φτερωτό

μια πεταλούδα γαργαλάει
  τις τρίχες της κοιλιάς μου

το στήθος σου
βασιλικός πολτός
λιώνει πάνω στην σπονδυλική μου στήλη

II.
όταν είμαι μέσα σου
τις άγριες νύχτες
νιώθω σαν σκαθάρι του φοίνικα

κόκκινες τουλίπες
ανθίζουνε στην άμμο

γεμίζω με το σάλιο μου
  τις πράσινες παραλίες
     του Πόρου

 

ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΟΣ

ψάχνω ποιήματα
μέσα στο πράσινο δάσος
λύκε λύκε είσαι εδώ;

μια πεταλούδα
προσγειώνεται στο χέρι μου
λύκε λύκε είσαι εδώ;

βγάζω το πουκάμισο
βγάζω το παντελόνι μου
λύκε λύκε είσαι εδώ;

η γιαγιά θα με μαλώσει
αν μείνει ξανά το καλάθι μου άδειο
λύκε λύκε είσαι εδώ;

το δάσος
κρανίου τόπος
λύκε λύκε

αύριο πάλι
αύριο

 

VII ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΣ ΕΝΑ ΤΖΙΤΖΙΚΙ

I.
βάλε τη ζωντανή
γιαγιά σου
να κυνηγήσει ένα
και να σ’ το φέρει
νεκρό

II.
κλείσε τα μάτια
άκου το τραγούδι
δες το
μέσα στο κεφάλι σου

III.
αφαίρεσε τα σκληρά μέρη
όπως τα πόδια
και τα φτερά
τηγάνισέ το
σε χαμηλή φωτιά
πρόσθεσε αλάτι και πιπέρι

IV.
κόψε ένα δέντρο κατοικία
με αλυσοπρίονο
ή με τα χέρια σου
πότισέ το βενζίνη
και άναψε
ένα σπίρτο

V.
πάρε μολύβι
χαρτί και γόμα
σχεδίασε ένα
εάν βέβαια
θυμάσαι πώς

VI.
Search bar
pics of cicada
enter

VII.
βάλε τη νεκρή
γιαγιά σου
να κυνηγήσει ένα
και να σ’ το φέρει
ζωντανό

 

ΟΙΝΟΛΟΓΙΑ

Ι.
τα ζουμιά σου
γλυκό κρασί
κόκκινο
με τη γλώσσα
θα μετρήσω
τις ρώγες
και τις φλέβες σου
γλυκό αίμα
κόκκινο

ΙΙ.
το δέρμα σου
γρασίδι
ζητά νερό
θα το ποτίσω
με χυμό
από λευκά σταφύλια

 

Ο Αρεταίος Μπεζάνης γεννήθηκε το 1999. Μεγάλωσε στο Μεταξουργείο. Σπούδασε θέατρο στη Δραματική Σχολή του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Πάτρας και Διοίκηση Επιχειρήσεων στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο  Αθηνών. Το διάστημα 2022-2024 συμμετείχε στον διετή κύκλο μαθημάτων στην ελληνική και ξένη λογοτεχνία στο ποιητικό εργαστήρι του ιδρύματος Τάκης Σινόπουλος. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές: Καστανόξανθες πεταλούδες (εκδ. Οδός Πανός, 2021, β’ έκδοση 2022) και Δυσανεξία στη λακτόζη (εκδ. Καστανιώτη, 2024). Έχει λάβει μέρος σε διεθνή λογοτεχνικά δρώμενα και φεστιβάλ (Γρανάδα, Λευκωσία, Πάτρα κ.α.). Ποιήματα και μεταφράσεις του έχουν δημοσιευτεί σε ηλεκτρονικά και έντυπα περιοδικά. Έργα του έχουν συμπεριληφθεί στη Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Χάρη Πάτση, σε διάφορες ανθολογίες –Τα ποιήματα του 2021 της Κοινωνίας των (δε)κάτων, Ποιητική εαρινή ισημερία (εκδ. Ιωλκός), Articulate Anthology κ.ά.–, και έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γαλλικά και τα ισπανικά.

 https://diastixo.gr/logotexnikakeimena/poihsh/24297-mesa-sto-prasino-dasos


https://diastixo.gr

Βίκυ Χασάνδρα: συνέντευξη στην Έρικα Αθανασίου

 
Έρικα Αθανασίου 

Η Βίκυ Χασάνδρα είναι συγγραφέας και σεναριογράφος. Διδάσκει σενάριο και δημιουργική γραφή στο New York College – Film Studies/University of Greenwich, U.K. Έχει εκδώσει τρία μυθιστορήματα: Μαύρη άσφαλτος (νουάρ, Bell, 2023), Άμμος στο βυθό (ψυχολογικό θρίλερ, Τόπος, 2017), Αόρατες φωνές (θρίλερ μυστηρίου, Τόπος, 2015). Έχει επίσης μεταφράσει στα ελληνικά έργα κλασικών και σύγχρονων Γάλλων συγγραφέων (Mme de Sévigné, Anatole France, Alfred de Musset κ.ά.). Σενάριά της έχουν γίνει ταινίες μεγάλου μήκους και τηλεοπτικές σειρές (Τρίτη νύχτα, Ξένες σε ξένη χώρα κ.ά.). Διηγήματα, άρθρα και κριτικές της έχουν δημοσιευτεί στον περιοδικό και ηλεκτρονικό τύπο, καθώς και σε συλλογικούς τόμους. Υπήρξε μέλος της συντακτικής ομάδας της αστυνομικής λογοτεχνικής επιθεώρησης πολάρ, όπου η στήλη της «Οι γυναίκες αγαπούν το κόκκινο» είχε ως θέμα τη γυναικεία ταυτότητα στην αστυνομική λογοτεχνία. Το τελευταίο μυθιστόρημά της, Μαύρη άσφαλτος, μας έδωσε την αφορμή για την ακόλουθη συνέντευξη. Πρόκειται για ένα βιβλίο που έχει βρει το δικό του κοινό, το οποίο έχει αγαπήσει ατμόσφαιρα και ήρωες. Ήρωες που αγαπάει ιδιαίτερα και η δημιουργός τους, από ό,τι φάνηκε μέσα από τη συζήτησή μας. Λογοτεχνική η απόδοση των απαντήσεων της Βίκυς Χασάνδρα, σε εισάγει με αμεσότητα στη νουάρ ατμόσφαιρα του βιβλίου της.

Ο ήρωάς σας περιπλανιέται στους δρόμους της Αθήνας. Πώς μπορεί να εμπνεύσει μία πόλη; Ακολουθήσατε τα βήματα του ήρωά σας, καθώς γράφατε το βιβλίο;

Η Μαύρη άσφαλτος έχει για προμετωπίδα τον στίχο του Κ.Π. Καβάφη, από το ποίημα «Η πόλις»: «Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς τους ίδιους». Η πόλη είμαστε εμείς, το παρόν και το παρελθόν, οι επιλογές μας, τα λάθη μας και τα τραύματά μας, ιδανικά συστατικά όλα αυτά για μια νουάρ ιστορία. Και η Αθήνα στο παιχνίδι της έμπνευσης ήρθε να διεκδικήσει με απόλυτο τρόπο, θα έλεγα, τη θέση της στη δική μου νουάρ ιστορία, όχι απλώς σαν σκηνικό, αλλά κερδίζοντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Όσον αφορά τα βήματα του Άλεξ πάνω στην Πειραιώς, την Αθηνάς, την Αιόλου, μάλλον του δάνεισα τα δικά μου πατήματα στους δρόμους μιας Αθήνας όπου η ενηλικίωση, ο έρωτας, η φιλία έχουν αφήσει το δικό τους αποτύπωμα.

Ο κεντρικός ήρωας, ο Άλεξ, φαίνεται να βρίσκεται σε ένα ψυχολογικό αδιέξοδο, όπου δεν γνωρίζει ούτε ο ίδιος τον εαυτό του. Πόσο καλά τον γνωρίσατε εσείς και πόσο επιζητάτε να τον κατανοήσουν οι αναγνώστες σας;

Θα έλεγα, παραφράζοντας τον Ζορζ Σιμενόν, ότι επιδιώκω να κατανοήσω τους ήρωές μου και όχι να τους κατηγορήσω. Ο Άλεξ έρχεται αντιμέτωπος με τα λάθη του και τα τραύματά του και φτάνει τον εαυτό του στα άκρα. Μέσα από τη διαδρομή του με ενδιαφέρει να κατανοήσουν οι αναγνώστες το «γιατί» ή το «πώς» μπορεί ένας άνθρωπος ανάμεσά μας να ξεπεράσει τα όρια, αυτή τη λεπτή γραμμή που χωρίζει το καλό από το κακό.

Γενικά θα λέγατε ότι συμπαθείτε τους ήρωές σας, όχι μόνο σε αυτό το βιβλίο αλλά και σε άλλες ιστορίες σας, ή κατά κάποιον τρόπο τούς εκδικείστε;

Οι ήρωες στα βιβλία μου είναι κυρίως άνθρωποι που αναζητούν την ταυτότητά τους. Καθρεφτίζουν συχνά την επιθυμία τους στην επιθυμία του άλλου, όπως είναι η Εύη στη Μαύρη άσφαλτο, ή παγιδεύονται μέσα από τα φίλτρα της μνήμης στο παρελθόν. Απέναντι σε αυτούς τους ανθρώπους, που ακόμη και όταν πράττουν το κακό είναι οι ίδιοι θύματα κοινωνικών ρόλων ή στερεοτύπων, μόνο με συμπάθεια μπορώ να σταθώ. Όπως στέκομαι με κατανόηση μπροστά στην ενοχή ως το μοναδικό τους όπλο απέναντι στα λάθη. Άλλωστε, οι ήρωες αυτονομούνται από πολύ νωρίς σε μια ιστορία κι εγώ το μόνο που μπορώ να κάνω από ένα σημείο κι έπειτα είναι να τους ακολουθήσω στην αναζήτηση της κάθαρσης.

Το μαύρο κυριαρχεί στον τίτλο, στο σκοτάδι στο οποίο περιπλανιούνται οι ήρωες. Θα το χαρακτηρίζατε ένα απαισιόδοξο μυθιστόρημα;

Στην αρχή του βιβλίου κυριαρχούν τα χρώματα της πόλης, το πορτοκαλί, το μοβ λιλά πριν τη δύση. Όσο προχωράει η ιστορία, το φως γίνεται πιο άχρωμο και παίρνουν τη θέση του οι σκιές και το σκοτάδι. Σαν η πόλη να σφίγγει τον κλοιό της γύρω από τα πρόσωπα και να τα παγιδεύει σε έναν λαβύρινθο, που ταυτίζεται με το σκοτάδι του νου τους. Εκεί που κρύβονται οι φόβοι και οι επιθυμίες. Από αυτό το σκοτάδι προσπαθούν απεγνωσμένα να δραπετεύσουν στη μοναχική περιπλάνησή τους ο Άλεξ, η Εύη και ο Τζόνυ. Όταν ο ένας αναζητά τον άλλον και όταν ο ένας απομακρύνεται από τον άλλον. Θα έλεγα ότι η Μαύρη άσφαλτος, ως ένα νουάρ μυθιστόρημα με υπαρξιακό χαρακτήρα, φωτίζει την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.

Οι ήρωες στα βιβλία μου είναι κυρίως άνθρωποι που αναζητούν την ταυτότητά τους.

Είχατε από την αρχή σχεδιάσει τον σκελετό της ιστορίας ή εξελισσόταν όπως τη γράφατε;

Είχα από την αρχή τη βασική ιστορία, το «ποιος» και το «γιατί» μιας σειράς δολοφονιών. Στην πορεία συνδύασα το νουάρ με το mind game και το στοιχείο του φανταστικού ανιχνεύοντας κρυφές σκέψεις και επιθυμίες, ενισχύοντας το σασπένς. Ο Άλεξ δεν έμεινε απλώς ένας ιδιωτικός ερευνητής που επιθυμεί να λύσει το μυστήριο, αλλά η προσωπική του ιστορία έγινε κι αυτή μέρος του μυστηρίου, ενώ διεκδίκησαν τη θέση τους και άλλοι χαρακτήρες, όπως τα θύματα, γυναίκες που ζούσαν στο περιθώριο. Όταν άρχισα να γράφω, κατάλαβα ότι δεν θα μπορούσα να μην αφουγκραστώ τις δικές τους ιστορίες, τη μοναξιά τους, τα δικά τους ματαιωμένα όνειρα.

Τι έχετε εισπράξει μέχρι σήμερα από αναγνώστες για τη Μαύρη άσφαλτο;

Έχω συναντήσει και έχω συνομιλήσει με πολύ θερμούς αναγνώστες του βιβλίου και νιώθω ευγνώμων γι’ αυτό. Ένα συχνό σχόλιο είναι ότι δεν μπορούν να το αφήσουν από τα χέρια τους, ότι τους δημιουργεί εμμονή. Άλλοι συνδέονται με τους χαρακτήρες, άλλοι συγκινούνται από τη μοναξιά των θυμάτων, άλλοι εισπράττουν τον ερωτισμό που διατρέχει την αφήγηση και τον ποιητικό λόγο. Και όλοι αναγνωρίζουν σημεία της δικής τους πόλης, στο τώρα και στο χθες.

Δεδομένου ότι έχετε ιδιαίτερη ενασχόληση με τον κινηματογράφο, πόσο εύκολα θεωρείτε ότι θα μεταφερόταν κινηματογραφικά η υπόθεση;

Η πρώτη αντίδραση πολλών αναγνωστών ήταν ότι διαβάζοντας τη Μαύρη άσφαλτο είδαν ταυτόχρονα μια νουάρ ταινία, λόγω της ατμοσφαιρικής αφήγησης και των χώρων, που έχουν έναν πολύ μεγάλο ρόλο στην εξέλιξη της υπόθεσης. Εκείνο που πιστεύω ότι θα ήταν πρόκληση σε μια κινηματογραφική μεταφορά είναι οι εσωτερικοί μονόλογοι και το παιχνίδι με το μυαλό του ήρωα και του αναγνώστη. Είναι το σημείο που εγώ απόλαυσα κατά τη διαδικασία της συγγραφής και που μου χάρισε μια ελευθερία, η οποία λείπει από την κινηματογραφική αφήγηση. Αλλά ας γίνει ταινία και είμαι έτοιμη να το στερηθώ!

Αν επιλέγατε μια εικόνα σαν τρέιλερ, ποια σκηνή από το βιβλίο θα ήταν;

Ο Άλεξ με την πτι καρό τραγιάσκα και το γκρι ημίπαλτο με την κουκούλα να κατηφορίζει την Πειραιώς, με το βλέμμα καρφωμένο στη μαύρη άσφαλτο, τυφλωμένος από το πορτοκαλί φως της δύσης του ήλιου στον ανοιχτό ορίζοντα.

Ήταν από την αρχή μια ιστορία για τις Εκδόσεις Bell ή ο εκδοτικός οίκος αγκάλιασε αργότερα το μυθιστόρημα; Πιστεύετε ότι επηρεάζει τον τρόπο που γράφει ένας συγγραφέας, όταν το βιβλίο του πρόκειται να βγει από συγκεκριμένο εκδοτικό οίκο;

Ήταν σαν το βιβλίο να γράφτηκε για τις Εκδόσεις Bell, γιατί όταν το υπέβαλα για αξιολόγηση, από την απάντηση του εκδότη, του Χάρη Νικολακάκη, κατάλαβα ότι η Μαύρη άσφαλτος είχε βρει την ιδανική στέγη. Και αυτό επαληθεύτηκε σε όλα τα στάδια της συνεργασίας μας. Πάντως, απαντώντας στο δεύτερο σκέλος της ερώτησής σας, προσωπικά, προτιμώ να γράφω από ανάγκη να αφηγηθώ τις ζωές και τις ιστορίες κάποιων ανθρώπων με τον δικό μου τρόπο, πιστεύοντας ότι πάντα θα υπάρχει ο εκδότης που θα τις αγαπήσει όσο και εγώ.

 

Μαύρη άσφαλτος
Βίκυ Χασάνδρα
Bell
336 σελ.
ISBN 978-960-620-927-7
Τιμή 15,50€

Έρικα Αθανασίου δημοσιογράφος και συγγραφέας

https://diastixo.gr/sinentefxeis/ellines/24300-vicky-chasandra


https://diastixo.gr


Τρίτη 15 Ιουλίου 2025

Βαγγέλης Χρόνης: «Η έφιππη ψυχή»

 


Η νέα ποιητική συλλογή του Βαγγέλη Χρόνη Η έφιππη ψυχή αποτελεί ένα ώριμο έργο ενός δημιουργού που έχει χαράξει σταθερή πορεία στον χώρο της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Πρόκειται για την ενδέκατη συλλογή του ποιητή, η οποία συγκεντρώνει ποιήματα γραμμένα κατά την τελευταία τετραετία, αποτυπώνοντας τη στοχαστική του διάθεση καθώς εξερευνά τα μείζονα θέματα της ύπαρξης.

Η συλλογή αποτελείται από 44 ποιήματα που τα διακρίνει η λιτότητα έκφρασης, η έντονη φιλοσοφική διάθεση και η απαράμιλλη ικανότητα του ποιητή να συμπυκνώνει βαθιά νοήματα σε σύντομες, αλλά εξαιρετικά πυκνές απεικονίσεις. Οι θεματικές του Βαγγέλη Χρόνη κινούνται γύρω από τον χρόνο, τη μνήμη, την απώλεια, την ανθρώπινη μοίρα, αλλά και τη φύση ως καταφύγιο και σύμβολο της ζωής.

Στο οπισθόφυλλο της έκδοσης υπογραμμίζεται η συνέπεια του ποιητή στο προσωπικό του ύφος: ένας ισορροπημένος συνδυασμός λυρικότητας και στοχαστικής προσέγγισης, που οδηγεί σε μια ποίηση εσωτερικής έντασης και φιλοσοφικού βάθους. Η έφιππη ψυχή του τίτλου δεν είναι απλώς μια ποιητική εικόνα, αλλά μια υπαρξιακή τοποθέτηση: μια ψυχή που ταξιδεύει, άλλοτε αγέρωχη και άλλοτε ταλαντευόμενη από τους ανέμους της ζωής.

Τα ποιήματα της συλλογής διακρίνονται για την υπαινικτική τους διάθεση, αφήνοντας χώρο στον αναγνώστη να ερμηνεύσει και να βιώσει προσωπικά τα νοήματα που υποδηλώνονται.

Στην παρουσίαση της συλλογής στην αίθουσα εκδηλώσεων του Μουσείου Ακρόπολης, ο Βαγγέλης Χρόνης διάβασε ένα σύντομο οδοιπορικό αναμνήσεων υπό τον τίτλο «Η τζιτζιφιά», αντλώντας έμπνευση από το δέντρο που αποτελεί σύμβολο αντοχής, ρίζωσης και μνήμης. Ο ποιητής ανέπτυξε τη σχέση της φύσης με τη δημιουργική διαδικασία, επισημαίνοντας πώς τα φυσικά σύμβολα μπορούν να λειτουργήσουν ως φορείς συναισθηματικής και υπαρξιακής εμπειρίας.

Η τζιτζιφιά του Βαγγέλη Χρόνη είναι μια μεταφορά της συλλογικής μνήμης, της επιβίωσης μέσα στον χρόνο, αλλά και της ίδιας της ποιητικής πράξης ως τρόπου διαιώνισης του βιώματος. Με αυτή την προσέγγιση, ο ποιητής συνέδεσε τη νέα του συλλογή με το διαχρονικό ερώτημα της θέσης του ανθρώπου μέσα στον κόσμο και τον τρόπο με τον οποίο η ποίηση μπορεί να λειτουργήσει ως γέφυρα ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν.

Η γλώσσα του Χρόνη είναι λιτή, ουσιαστική, καίρια. Αποφεύγει τους περιττούς λυρισμούς και την επιτήδευση, προτιμώντας να εκφραστεί βασισμένος στην οικονομία του λόγου και στη δύναμη της εικόνας. Τα ποιήματα της συλλογής διακρίνονται για την υπαινικτική τους διάθεση, αφήνοντας χώρο στον αναγνώστη να ερμηνεύσει και να βιώσει προσωπικά τα νοήματα που υποδηλώνονται.

Η Έφιππη ψυχή είναι μια συλλογή που δεν αναλώνεται σε επιφανειακές εξάρσεις, αλλά επιμένει σε μια βαθιά, εσωτερική αναζήτηση. Ο Χρόνης καταφέρνει να προσφέρει στον αναγνώστη όχι απλώς αισθητική απόλαυση, αλλά και έναυσμα για σκέψη και ενδοσκόπηση. Δημιουργεί ένα ποιητικό σύμπαν όπου το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον συνυφαίνονται, όπου η ποίηση δεν είναι απλή καταγραφή, αλλά υπέρβαση.

Η συλλογή αξίζει να διαβαστεί τόσο από τους λάτρεις της ποίησης όσο και από εκείνους που αναζητούν μια φιλοσοφική διάσταση στην τέχνη του λόγου. Ο Βαγγέλης Χρόνης, με συνέπεια και ωριμότητα, προσθέτει μία ακόμα πολύτιμη ψηφίδα στο έργο του, εδραιώνοντας τη θέση του ως μία από τις σημαντικές φωνές στη σύγχρονη ελληνική ποίηση.

 

Η έφιππη ψυχή
Βαγγέλης Χρόνης
Εκδόσεις Καστανιώτη
64 σελ.
ISBN 978-960-03-7328-8
Τιμή 10,00€

https://diastixo.gr/kritikes/poihsh/24277-efipi-psixi

https://diastixo.gr

Δημήτρης Χριστόπουλος: «Δωδεκάτη Φεβρουαρίου»

 

«Είναι το τέλος της αθωότητας. Είναι ο θρίαμβος των ρηχών και επικίνδυνων ανθρώπων» (σ. 175). Μια δήλωση που θα μπορούσε να κρύβει πίσω της μια σειρά από επεισόδια ενδεικτικά της βαρβαρότητας που χαρακτηρίζει την εποχή μας. Με κεντρίζει, ωστόσο, η λέξη αθωότητα. Ίσως γιατί πληγώνει ακόμη περισσότερο και από τη ρηχότητα και από τον όποιον ελλοχεύοντα κίνδυνο, ίσως γιατί παραπέμπει στον ελάχιστο πλέον χώρο που παραχωρούμε μέσα μας στην πιο αθώα, την πιο μη αναλώσιμη πλευρά του εαυτού μας. Διαβάζοντας το πρόσφατο βιβλίο του Δημήτρη Χριστόπουλου, όλο και περισσότερο πείθομαι πως η περίπτωσή του είναι ξεχωριστή. Ανήκει στη χορεία των μεγάλων πεζογράφων μας διαχρονικά, αλλά και από τους σύγχρονους νομίζω πως είναι ο καλύτερος. Πατώντας με άνεση τόσο στους παραδοσιακούς τρόπους γραφής όσο και στους πιο νεωτερικούς, κατορθώνει σε κάθε νέα συγγραφική του εμφάνιση να πηγαίνει τη γραφή του, αλλά και την υπόθεση της γραφής γενικότερα, λίγο πιο μπροστά, θέτοντας για τους ομότεχνους ψηλά τον πήχη. Καταθέτω εδώ κάποια σχόλια γι’ αυτό το νέο του βιβλίο, ως απότοκο της συγκίνησης αλλά και της μαγείας του.

Όσοι παιδεύουμε τη σκέψη μας στο χαρτί ξέρουμε ότι η γραφή μία είναι, άρα δεν έχει και καθοριστική σημασία η κατάταξη ενός βιβλίου σε κατηγορία, παρά μόνο για εκδοτικούς λόγους· εμάς εδώ, όμως, δεν μας αφορά κάτι τέτοιο. Τα 21 κείμενα του βιβλίου δεν είναι ούτε διηγήματα ούτε, φυσικά, συνιστούν μυθιστόρημα, κι ας διαβάζονται σε μια νοητή συνέχεια προσώπων και πραγμάτων. Σωστά χαρακτηρίζονται στην εσωτερική σελίδα ως 21 αφηγηματικές σεκάνς, γιατί διαβάζονται και παρακολουθούνται ταυτόχρονα, σαν ένα ανοιχτό βιβλίο που εντελώς μαγικά μετατρέπεται σε οθόνη κινηματογράφου – άλλωστε, αφορούν θέματα κινηματογραφικά, σαν να αποτελούν έναν φόρο τιμής στους κατεστραμμένους δίδυμους κινηματογράφους της Σταδίου, τη 12η Φεβρουαρίου 2012, στη χαμένη μαγεία της σκοτεινής τους αίθουσας. Καθόλου τυχαία, βέβαια, προλογίζονται από τον Κώστα Φέρρη, έναν πιστό εραστή των κινηματογραφικών θαυμάτων.

«Το να υπηρετείς την αισθητική είναι ύψιστη πολιτική πράξη».

Στο βιβλίο καταγράφεται μια Αθήνα που ολοένα και πιο ξεκάθαρα πλέον σε κάποιους δεν σημαίνει τίποτα, γι’ αυτό και με ήσυχη τη συνείδησή τους την καταστρέφουν. Δεν κατανοούν την ταυτότητα των κτηρίων, δεν νιώθουν πώς αυτά που μας περιβάλλουν τελικά μπορούν να μας καθορίσουν: «[…] χτίζουμε τα κτήριά μας και στη συνέχεια αυτά μας καθορίζουν. Κι όταν ένα από αυτά πεθάνει, ένα κομμάτι μας πεθαίνει μαζί του» (σ. 176). Οι εικόνες της πόλης, όπως μας τις δίνει η γραφή αυτή, σχηματίζουν την τοιχογραφία της «αθηναϊκότητας», αν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτόν τον νεολογισμό· άλλωστε, είναι μια λέξη που προκύπτει από το κατασπαραγμένο αθηναϊκό τοπίο, έτσι όπως το νιώθουμε (όσοι το νιώθουμε) να μας στοιχειώνει με τον θάνατό του.

Η γραφή του Χριστόπουλου είναι ξεχωριστή όχι μόνο για την ευαισθησία της επιλογής των θεμάτων της, που και από μόνο του αυτό θα ήταν αρκετό για τη διακριτή της θέση στη σύγχρονη πεζογραφία. Ξεχωρίζει και για τον τρόπο της να συνδέει πρόσωπα, γεγονότα, εποχές και να κατασκευάζει ένα σύμπαν προσωπικό δικό του, που το μοιράζεται μαζί μας ως μια κατάθεση μνήμης, που θέλει να παραμείνει ζωντανή. Έτσι, στην εξαιρετική 6η αφηγηματική σεκάνς, με τον τίτλο «Η αυτοκρατορία του φωτός», μέσα σε μια πόλη-φάντασμα με τους ανθρώπους να «ζουν» κλεισμένοι στα σπίτια τους, ένας άντρας δείχνει/διδάσκει στον γιο του όσα πρέπει να γνωρίζει, την αυτοκρατορία του φωτός στο μυστικό υπόγειο, εκεί που είναι η σωτηρία, εκεί που είναι το βασίλειο των αινιγμάτων. Εκεί ο Σωτήρης Πέτρουλας είναι ακόμη ζωντανός, να αναρωτιέται τι απέγιναν αυτοί που έπαιξαν με τη φωτιά και δεν γονάτισαν, αυτοί που αρπάχτηκαν από τις λέξεις, αυτοί που δάγκωσαν τον θάνατο. Εκεί και ο Θανάσης Βέγγος να οδηγεί σαν τον περαματάρη ένα ταξί, τη μόνη φορά που δεν τρέχει με τριακόσια. Εκεί και ο Θόδωρος Αγγελόπουλος με την τελευταία του ταινία, την Άλλη θάλασσα, που δεν ήταν να τελειώσει ποτέ, να κάθεται στο παραδοσιακό καφενείο Διεθνές, μέρος κι αυτός των κινηματογραφικών του πλάνων, να κινηματογραφεί το υψωμένο χέρι του Λένιν, καθώς το άγαλμά του περνάει τον ποταμό και στις όχθες όλοι γονατίζουν σε χαιρετισμό ύστατο. Εκεί και ο Λάνθιμος με τον Κυνόδοντα  να προτείνει μια άλλη κινηματογραφική γλώσσα. Εκεί και η Τώνια Μαρκετάκη, ζωντανή ακόμα κι αυτή, γιατί στο αγκίστρι του θανάτου το δόλωμα ήταν η ζωή. Κι όταν το παιδί θα ρωτήσει: «Πατέρα, πώς είναι το σινεμά;», αυτός θα του απαντήσει: «Σκέψου ένα μεγάλο παράθυρο που τ’ ανοίγεις και μετά πηγαίνεις αλλού. Και από εκεί παίρνεις πράγματα που σε βοηθούν να συνεχίσεις τον δρόμο σου». Στον Πρόλογό του ο Κώστας Φέρρης θα το πει με άλλα λόγια: «Το σινεμά είναι πλουτώνεια Τέχνη. Βάζεις τα καλά σου, εγκαταλείπεις την καθημερινή ζωή και κατεβαίνεις τις σκάλες του Άδη. Κι όταν σβήνουν τα φώτα, κάνεις το ταξίδι σου στον Παράδεισο ή στην Κόλαση, ή ακόμα καλύτερα, στο Καθαρτήριο. Με οδηγό την ταινία, που ως Θιβετανική Βίβλος των Νεκρών σε βοηθάει να συμφιλιωθείς με τον θάνατο. Αν θα επιτευχθεί ο σκοπός, εξαρτάται πότε από την ταινία, πότε από σένα, πότε κι από τα δύο. Αλλά στο τέλος, ως Περσεφόνη, θα επιστρέψεις στη μάνα Δήμητρα και την ανθισμένη γη, να συνεχίσεις τη ζωή σου με ό,τι αποκόμισες» (Πρόλογος, σσ. 13-14).

Η 12η Φεβρουαρίου 2012 σηματοδοτεί ένα κλίμα πολιτικής έντασης, με ακραίες εν πολλοίς εκδηλώσεις, που δύσκολα μπόρεσαν να ελεγχθούν, με αποτέλεσμα βανδαλισμούς, καταστροφές και εμπρησμούς στο κέντρο της Αθήνας. Ο τίτλος του βιβλίου εύκολα παραπέμπει σε μια ευθεία πολιτική τοποθέτηση. Ωστόσο, η τέχνη του Χριστόπουλου βρίσκει τον πιο κατάλληλο τρόπο να μιλήσει χωρίς να δώσει μια επιφανειακή, και άρα εύκολη στον χειρισμό της, πολιτική χροιά στη γραφή του. Αντιθέτως, πηγαίνει πολύ βαθύτερα από μια πολιτική αντιπαράθεση, βρίσκει τον πυρήνα του αληθινού πολιτικού λόγου, που ποτέ δεν επιλέγει τον εύκολο δρόμο έκφρασης. Γιατί, το προσωπικό ήθος και η αίσθηση του πολιτισμού, η προσωπική θέση μέσα στο πολιτισμικό περιβάλλον (δηλαδή η προσωπική κουλτούρα) συγκροτούν το πλαίσιο για να σταθεί η πολιτική ιδεολογία, πέρα από την όποια οικονομική και κοινωνική τοποθέτηση, που αποτελούν έτσι κι αλλιώς στοιχεία εκ των ων ουκ άνευ. Όταν, επομένως, ο Χριστόπουλος γράφει έχοντας ως φόντο την καταστροφή των δίδυμων κινηματογράφων της Αθήνας, τη 12η Φεβρουαρίου 2012, το πολιτικό του σχόλιο είναι ευκρινέστερο από όποιο ευθέως πολιτικό. Δείτε πώς το λέει ο ίδιος: «Το να υπηρετείς την αισθητική είναι ύψιστη πολιτική πράξη» (σ. 125). Έτσι είναι, κι αυτό ακριβώς κάνει ο Χριστόπουλος. Στην ακροτελεύτια, 21η, αφηγηματική του σεκάνς («Μέλλων διαρκείας»), λίγο πριν σκοτεινιάσει η οθόνη, θα μιλήσει για το έγκλημα που είμαστε εμείς, γιατί δεν προλάβαμε να το ανατρέψουμε, θα μιλήσει για τη μορφή που έχει το Κακό, αυτό που χαρακτήρισε η Χάνα Άρεντ κοινότοπο, εν τέλει θα μιλήσει για τους καλλιτέχνες που τελούν υπό καθεστώς οργής και τότε φτιάχνουν ταινίες ή γράφουν βιβλία. Όπως αυτό εδώ.

Στο εξώφυλλο το έργο του Φραγκίσκου Δουκάκη The End, μια κυριολεκτική αλλά και μεταφορική αναφορά στο βιβλίο.

 

Δωδεκάτη Φεβρουαρίου
Δημήτρης Χριστόπουλος
Πρόλογος: Κώστας Φέρρης
Ποταμός
192 σελ.
ISBN 978-960-545-080-9
Τιμή €15,90

Διώνη Δημητριάδου  ποιήτρια και κριτικός λογοτεχνίας

https://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/24276-dimitris-christopoulos-dodekati-fevrouariou


https://diastixo.gr

Άκης Πετρετζίκης: συνέντευξη στη Ράνια Μπουμπουρή

 

Ο Άκης Πετρετζίκης γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη, απ’ όπου έφυγε στα δεκαοχτώ του χρόνια για να σπουδάσει λογιστική στην Αθήνα. Η δουλειά του στην τράπεζα δεν τον κέρδισε, κι έτσι αποφάσισε να κυνηγήσει το όνειρό του σπουδάζοντας σεφ στη σχολή μαγειρικής Le Monde. Αφού εργάστηκε σε γνωστά εστιατόρια και ξενοδοχεία στην Ελλάδα, διεύρυνε τους ορίζοντές του στην Αγγλία, όπου εργάστηκε πέντε χρόνια και συνεργάστηκε με διάσημους και βραβευμένους σεφ. Το 2010 γύρισε στην Ελλάδα για να κερδίσει τον τίτλο του πρώτου Έλληνα Master Chef… και τα κατάφερε! Κατόπιν, ξεκίνησε μια σειρά από εκπομπές τόσο στην τηλεόραση όσο και στο προσωπικό του κανάλι στο YouTube, με στόχο να κάνει τον κόσμο να αγαπήσει το σπιτικό φαγητό, να μπει στην κουζίνα του και να τολμήσει να δημιουργήσει εύκολες αλλά και πιο απαιτητικές συνταγές. Από τις Εκδόσεις Ψυχογιός κυκλοφορούν τα βιβλία του Αυτό πρέπει να το δοκιμάσεις (Βραβείο κοινού στην κατηγορία «Ευ Ζην» στα Public Book Awards το 2015), Μόνο σοκολάτα, Piece of cake, Η δική μου ελληνική κουζίνα, Street food, Το απόλυτο βιβλίο της νηστείας, All about brunch και Παιδικό πάρτι, καθώς και μια παιδική σειρά βιβλίων και επιτραπέζιων παιχνιδιών για τη διατροφή. Το τελευταίο του βιβλίο, Ευκολάκι, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Διόπτρα, μας έδωσε την αφορμή για την ακόλουθη συνέντευξη.

Το όνομά σας είναι, για πολύ κόσμο, σχεδόν συνώνυμο με τη μαγειρική. Πώς έγιναν τα πρώτα βήματά σας στον χώρο;

Θα βάλω λίγο συναίσθημα, όπως βλέπω από μια πλευρά και τη μαγειρική. Οπότε θα σας πω ότι το πρώτο μου βήμα στον χώρο έγινε με τον παππού και τη μαμά. Τον παππού, τον ακολουθούσα έξω απ’ το σπίτι και τον παρακολουθούσα να ψήνει κοτόπουλο. Μου έδινε μεγάλη χαρά. Κάτι άλλο που με ενθουσίαζε ήταν η προσήλωση της μαμάς, όταν ετοίμαζε τις ζύμες της και τα μοσχομυριστά φαγητά της. Οπότε, τα πρώτα μου βήματα στη σχέση μου με τη μαγειρική έγιναν τότε, στην παιδική μου ηλικία. Στη συνέχεια, είχα από μικρός μια αγάπη για τα ταξίδια. Η λογιστική που σπούδασα και η δουλειά στην τράπεζα που είχα στη συνέχεια δεν με κέρδισαν. Κι επειδή τα ταξίδια ήταν ακριβά για τη νεανική ηλικία μου, τα έκανα σε συνδυασμό με δουλειά στην εστίαση. Ταξίδεψα και δούλεψα τότε σε διάφορα μέρη της Ελλάδας και του εξωτερικού. Έτσι μπήκα στον χώρο και με κέρδισε η μαγειρική.

Στο νέο σας βιβλίο, εκτός από την κλασική κατηγοριοποίηση των 120 συνταγών που παρουσιάζετε (σαλάτες, κρέας, θαλασσινά κ.λπ.), υπάρχει και μια δεύτερη, πρωτότυπη κατηγοριοποίηση: «Χωρίς μίξερ», «Με λίγα υλικά», «Για αρχάριους», «Μέχρι 15 λεπτά», «Σε 1 σκεύος» και «Difficult made easy». Ξεχωρίζετε κάποιες συνταγές ως αγαπημένες σας ανά κατηγορία;

Αρχικά, να σας πω ότι αυτή την πρωτότυπη κατηγοριοποίηση, που λέτε, τη σκεφτήκαμε γιατί άλλο πράγμα σημαίνει το «εύκολο και γρήγορο» για τον έναν και άλλο για τον άλλον. Κάποιος μπορεί να βρίσκει εύκολη και γρήγορη μια συνταγή με λίγα υλικά και κάποιος άλλος μια συνταγή σε ένα σκεύος. Οπότε, θέλαμε να το δώσουμε αυτό στους αναγνώστες μας. Τώρα, όσον αφορά τις αγαπημένες μου συνταγές από το Ευκολάκι, να σας πω πως είναι όλες αγαπημένες μου και το εννοώ! Γιατί καθεμιά ξεχωριστά την έχουμε μελετήσει και δοκιμάσει με πολλή προσοχή και έχει πραγματικά επιλεχθεί ανάμεσα σε άλλες που είχαμε στο μυαλό σας. Άρα, από τη στιγμή που την επιλέξαμε, έχει πραγματικό λόγο ύπαρξης στο βιβλίο και την αγαπάμε εξίσου με όλες τις άλλες. Δεν μπορώ, λοιπόν, να ξεχωρίσω κάποιες συνταγές και το ίδιο θέλω να κάνουν και οι αγοραστές του βιβλίου. Να τις δοκιμάσουν όλες και να τις αγαπήσουν όλες, γιατί έτσι θα βάλουν τη μαγειρική στις πρώτες προτεραιότητες της καθημερινότητάς τους, θα φτιάχνουν οι ίδιοι το φαγητό που τρώνε και θα μεγαλώσουν την γκάμα της διατροφής τους, βάζοντας ποικιλία και καλή υγεία.

Τα πρώτα μου βήματα στη σχέση μου με τη μαγειρική έγιναν στην παιδική μου ηλικία.

Αν κάποιος από τους αναγνώστες ή τις αναγνώστριές μας «δεν το ’χει καθόλου» με τη μαγειρική, με ποια συνταγή από τις 120 του βιβλίου θα προτείνατε να αρχίσει; Με άλλα λόγια, ποια θεωρείτε πως είναι η πιο εύκολη συνταγή στο Ευκολάκι σας;

Όλες οι συνταγές στο Ευκολάκι  είναι εύκολες και γρήγορες, διαφορετικά δεν θα τις έβαζα σε ένα βιβλίο με αυτόν τον τίτλο. Οπότε, στους αναγνώστες που πιστεύουν ότι «δεν το ’χουν καθόλου με τη μαγειρική», δεν θα τους προτείνω κάποια συγκεκριμένη συνταγή για να αρχίσουν. Θα τους προτείνω, όμως, να δώσουν λίγο χρόνο να διαβάσουν τις συμβουλές και τις ιδέες που τους δίνουμε στο βιβλίο για να οργανωθούν και να ξεκινήσουν, φτιαγμένες και αυτές για να διαβάζονται εύκολα και γρήγορα. Τους προτείνουμε μέχρι και τον τρόπο που μπορούν να κινούνται στην κουζίνα τους, τι να κάνουν πρώτο και τι τελευταίο, για να είναι όλα εύκολα, γρήγορα αλλά και διασκεδαστικά! Θα τους πω, επίσης, ότι η μαγειρική είναι από τα πρώτα πράγματα που πρέπει να μαθαίνουμε ως άνθρωποι για την επιβίωσή μας. Πώς μαθαίνουμε να μιλάμε, επειδή έχουμε ανάγκη να επικοινωνούμε, ε, πρέπει να μαθαίνουμε να μαγειρεύουμε, επειδή έχουμε ανάγκη να φάμε. Οπότε, με λίγο χρόνο και λίγη, μικρή προσπάθεια στην αρχή, μετά θα τους βγαίνει φυσικά, όπως το να μιλάνε.

Ποια θα λέγατε πως είναι η πιο απαιτητική από τις συνταγές του βιβλίου;

Συνεχίζοντας αυτές τις ερωτήσεις, με βοηθήσατε να σκεφτώ το εξής: Το τι λέει «εύκολο» ή «δύσκολο» κάποιος –«απαιτητικό» που λέτε– έχει να κάνει και με τα γούστα του. Οτιδήποτε κάνουμε που μας αρέσει, το κάνουμε εύκολα γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο –επειδή μας αρέσει–, οπότε το θεωρούμε και εύκολο. Ή το αντίθετο, όταν δεν μας αρέσει, το θεωρούμε δύσκολο και απαιτητικό. Οπότε, αφού είναι προσωπικό θέμα του καθενός, κάτι ακόμα που μπορώ να πω στους αναγνώστες σας είναι να ξεκινήσουν από τη συνταγή που τους αρέσει, που ταιριάζει στις γεύσεις τους ή ικανοποιεί την όρεξή τους. Διαφορετικά, θα μπορούσαν να κάνουν την αρχή με τη συνταγή που βρίσκουν εύκολη για τα δικά τους μέτρα, αφού πρώτα τη διαβάσουν καλά. Κι ένα τελευταίο: Να τους πω ότι τους έχω απόλυτη εμπιστοσύνη και είμαι σίγουρος ότι αν ακολουθήσουν ακριβώς τα βήματα της κάθε συνταγής που τους δίνω, θα τα καταφέρουν 100%!

Ποια είναι η πιο «παρεξηγημένη» συνταγή του βιβλίου, με την έννοια ότι ίσως φαντάζει βουνό αλλά μπορεί να γίνει πανεύκολα;

Θα πάω στη ζαχαροπλαστική, που πολλοί τη θεωρούν πιο δύσκολη. Μπορεί, ας πούμε, να φαντάζει βουνό η συνταγή για τα Moelleux σοκολάτας γάλακτος, αλλά, πιστέψτε με, μπορεί να γίνει πανεύκολα. Το μόνο που έχετε να κάνετε είναι να δοκιμάσετε να τη φτιάξετε. Και στη συνέχεια να τα απολαύσετε, φυσικά!

Ποια από τις παραδοσιακές συνταγές που παρουσιάζετε στο Ευκολάκι σάς ξυπνά τις περισσότερες αναμνήσεις;

Το λεμονάτο κοτόπουλο με πατάτες, αν και δεν είναι ακριβώς το ίδιο, μου θυμίζει τον παππού μου με το ψητό κοτόπουλό του, που είπαμε παραπάνω. Το φακόρυζο, επίσης, που το έφτιαχνε ωραία χυλωμένο και μυρωδάτο η μαμά μου. Α, και το κουλούρι Θεσσαλονίκης, φυσικά, γιατί δεν πέρναγε μέρα στην πόλη μου χωρίς αυτό!

Άλλο πράγμα σημαίνει το «εύκολο και γρήγορο» για τον έναν και άλλο για τον άλλον.

Η κουζίνα κάθε λαού δηλώνει πολλά για τον πολιτισμό του. Τι δηλώνει η ελληνική κουζίνα για μας;

Όλες οι κουζίνες του κόσμου έχουν μεγάλη σημασία για τους λαούς τους. Και φυσικά και η δική μας ελληνική κουζίνα έχει μεγάλη σημασία για εμάς τους Έλληνες. Όμως, επειδή γεννηθήκαμε και ζούμε σε μια ευλογημένη χώρα με πλούσια γη και θάλασσα, έχουμε την τύχη να απολαμβάνουμε φρέσκες και μοναδικές πρώτες ύλες και παραδοσιακά προϊόντα, που έγιναν με την αξία τους έμπνευση για τη δημιουργία αυθεντικών παραδοσιακών συνταγών τόσο στις επαγγελματικές όσο και στις οικιακές κουζίνες αυτού του τόπου. Η ελληνική διατροφή είναι μέρος του πολιτισμού, της κληρονομιάς και της μακροβιότητας αυτού του λαού. Σε ατομικό επίπεδο, είναι μεγάλο κομμάτι της ταυτότητας, της καθημερινότητας και της υγείας μας. Προτείνω να βασιζόμαστε πάντα στην ελληνική κουζίνα και όσα γαστρονομικά ταξίδια κι αν κάνουμε στη ζωή μας, να γυρνάμε πάντα σε αυτήν.

Ποιο είναι το πιο αναπάντεχο σχόλιο που έχετε ακούσει για κάποια συνταγή ή για κάποιο βιβλίο σας;

Ακούμε πολλά και διάφορα σχόλια, αφού αυτός είναι ένας από τους βασικούς μας στόχους, δηλαδή να βρισκόμαστε σε διαρκή επικοινωνία με τους followers μας. Στα πιο αναπάντεχα σχόλια όμως αναρωτιούνται αν μπορούν να φτιάξουν μια συνταγή χωρίς το βασικό υλικό της. Για παράδειγμα: «Μπορώ να κάνω banana bread χωρίς την μπανάνα;» Ε, τι να απαντήσω κι εγώ;

Έχετε χρόνο για διάβασμα;

Το διάβασμα βιβλίων μαγειρικής δεν σταματάει ποτέ για μένα. Με ενδιαφέρει πολύ να ενημερώνομαι και να παρακολουθώ γενικά τις τάσεις στον χώρο. Οπότε τα βιβλία μαγειρικής που κυκλοφορούν σε όλον τον κόσμο είναι μια εξαιρετική πηγή γι’ αυτό. Αλλά αυτό το διάβασμα το κάνω συνήθως μέσα στον χρόνο που διαθέτω για τη δουλειά μου. Οπότε, τον υπόλοιπο χρόνο, που τον αφιερώνω αποκλειστικά στην οικογένειά μου, διαβάζω παιδικά βιβλία, όπως καταλαβαίνετε!

 

Ευκολάκι
120 εύκολες & γρήγορες συνταγές
Άκης Πετρετζίκης
Διόπτρα
240 σελ.
ISBN 978-618-220-920-2
Τιμή €33,31

Ράνια Μπουμπουρή  δημοσιογράφος, επιμελήτρια εκδόσεων, μεταφράστρια και συγγραφέας παιδικής λογοτεχνίας.

https://diastixo.gr/sinentefxeis/ellines/24289-akis-petretzikis

https://diastixo.gr

Διώνη Δημητριάδου: «Ο φλοιός και ο χυμός»

  Λίλια Τσούβα      «Παράξενη και μυστηριώδης η ψυχαγώγηση της τέχνης, το να βυθίζεσαι στα προβλήματα κάποιου άλλου, να σε απορροφά έντονα μ...