- Άννα Βασιάδη
(Επιθυμίες στρογγυλές σαν ροδάκινα
ανθίζουν μέσα μου όλη νύχτα,
δεν μαζεύω πια ό,τι πέφτει.
Ανν Κάρσον)
Αγαπημένε (πρώην),
Δεν γινόταν να μη σου γράψω.
Είναι κάποια πράγματα που συμβαίνουν
και είναι αδύνατο να τα αγνοήσεις
ή τη στιγμή που συμβαίνουν ξέρεις πως έγιναν για να σε προετοιμάσουν
κι έτσι όταν σε είδα προχθές στο σούπερ μάρκετ
να βάζεις ροδάκινα στο καλάθι
κατάλαβα γιατί έπρεπε να το δω·
εσύ σιχαινόσουν πάντα τα ροδάκινα.
Αγόραζες τώρα
μικρές δόσεις αγάπης
για κάποια άλλη γυναίκα.
Τα λεπτά σου δάκτυλα
που μέχρι πρόσφατα έσφιγγαν τις δικές μου ανάγκες
–κι εγώ τα χτυπούσα όταν το παράκανες–
ξεκίνησαν πάλι μεθοδικά
να πλέκουν νέο ιστό.
Μοιάζουμε πια
με πελαργούς.
Με τα ράμφη αντικριστά
σε απόσταση αναπνοής·
ακίνητοι.
Μόνο οι γλωσσίτσες
τρεμοπαίζουν εσωτερικά.
Θυμάσαι;
Κάθε πρωί
όσο έπλενα τα δόντια μου
γονάτιζες πίσω μου για να μετρήσεις
τις σπασμένες κόκκινες φλέβες
στα πόδια μου.
Περίμενες να τις δεις να μακραίνουν
και να σχηματίζουν παράξενες χώρες
που τις βάφτιζες με δικά σου ονόματα.
Ξέρεις πώς είναι:
η μία σκέψη οδηγεί στην επόμενη.
Σε φαντάζομαι με τα κατάμαυρα μάτια σου
να υπολογίζεις την απόσταση που χωρίζει
το στόμα σου απ’ το δικό της.
Προσεχτικά να της κουμπώνεις τη ζακέτα
καθώς τα πόδια μου
γεμίζουν εγκαταλελειμμένα νησιά.
Ίσως να είσαι πιο ευτυχισμένος τώρα.
Σίγουρα όμως
κουβαλάς ακόμα δικές μου
τρυφερές
χνουδωτές
ιστορίες.
Εκείνη δεν το γνωρίζει
αλλά κάποιες ξεκλειδωμένες λέξεις
τις χρωστάς σε μένα.
Παρηγοριέμαι με αυτήν τη σκέψη.
Και ίσως ακόμη με την ιδέα
ότι τα ροδάκινα τρώγονται μόνο το καλοκαίρι.
2025
Όλα είναι ήχοι.
Κάθε πρωί το ξυπνητήρι χτυπάει,
η πόρτα του μπάνιου τρίζει,
πρώτα ακούγεται η βρύση, ύστερα το καζανάκι.
Ασυνείδητα περιμένω ν’ ακούσω το κροτάλισμα του φλιτζανιού,
το σούρσιμο των ποδιών σου.
Όλες οι μέρες μας θα έμοιαζαν
όλες οι στιγμές θα φυλάγονταν
αν δεν έσπαγε την ησυχία αυτή η ειδοποίηση στο κινητό σου
(σε χίλια κομμάτια) (τη δική μας ησυχία)
Απλώνεις τα χέρια να φτάσεις την άλλη ζωή που ζεις μέσα στη ζωή μας,
στραγγίζοντας τον χρόνο σαν ανθεκτικό σφουγγάρι.
Ό,τι απομείνει στάζει εδώ:
στο σπίτι·
(όλοι οι υπόλοιποι ήχοι είναι ίδιοι)
Εσύ όμως,
πώς αντέχεις τον εαυτό σου;
Η πιο τρομακτική στιγμή δεν ήταν
όταν είδα, όταν κατάλαβα,
αλλά ότι το αποδέχθηκα.
Και τώρα;
Ο φόβος του μυστικού
έγινε μεγαλύτερος από το ίδιο το μυστικό.
Κανένας μας όμως δεν το απολαμβάνει.
Γίναμε πολλοί (τρεις; τέσσερις;)
Οι κοινωνικές αμαρτίες είναι εξαντλητικές
επειδή ακριβώς δεν έχουν ποικιλία στους ήχους.
Ειδοποίηση στο κινητό.
Ειδοποίηση στο κινητό.
Ειδοποίηση στο κινητό.
Ξέρω τι σκέφτεσαι.
Όλοι οι σύγχρονοι έρωτες είναι ανεκπλήρωτοι.
Τα χέρια
έχουν δική τους ζωή.
Πότε ανοίγουν και κλείνουν
‒ γραπώνουν.
Κι άλλοτε κρέμονται.
Τα δικά μου σκοτώνουν κουνούπια
ή σχηματίζουν κούπες να ποτίσουν
διψασμένα ζώα.
Τρίβουν, στύβουν·
σταυρώνουν και σταυρώνονται.
Τις νύχτες τα φυλάω
κάτω απ’ τους γοφούς μου
μην τύχει και το σκάσουν.
Όμορφα πράγματα
Όλος ο κόσμος γύρω μου είναι φτιαγμένος από αντικείμενα,
μικρά και μεγάλα.
Τα αντικείμενα δεν λένε ψέματα.
Δίχως τη μικρή λεπτή λαβή του
το φλιτζάνι χάνει τη χρήση του,
όπως και το ξεχειλωμένο λαστιχάκι
που δεν τυλίγει πια τα μαλλιά μου.
Ασήμαντα καθημερινά,
σημαντικά πράγματα.
Αν χρειαστεί να αγοράσω κάτι καινούριο
θα πρέπει να ξεμάθω τον παλιό μου τρόπο·
να ξεκινήσω τη ζωή μου μαζί τους απ’ την αρχή.
Κάποιες φορές το μόνο που έχει αξία είναι η εξοικείωση,
σαν τις γάτες που αγαπούν περισσότερο το σπίτι απ’ τον άνθρωπο.
Ψάχνω από συνήθεια τα σημεία επαφής με το παρελθόν.
«Ανόητο κορίτσι»
Πέρασε. Έφυγε.
Η στιγμή δεν πιάνεται·
μόνο ό,τι μένει πάνω στις επιφάνειες των πραγμάτων.
Όπως όταν πετάς πέτρες στη λίμνη,
κι εκείνη σπαρταράει για λίγο
αλλά μετά
λίγες ρυτίδες κι αυτό ήταν όλο.
Λοιπόν κι εγώ φυλάω όλα τα παλιά κοσμήματα
και τα χρησιμοποιημένα εισιτήρια στον βυθό.
Κρατάω τα πρώτα μου τετράδια,
ακόμα και τα κλειδιά από σπίτια που έμεινα κάποτε.
Τα χαϊδεύω απαλά σαν μικροσκοπικά ζώα
που φώλιασαν στα συρτάρια μου.
Όλα τους ήταν πληγωμένα
απ’ τα πολλά χέρια
και την παράφορη ομορφιά του κόσμου.
Ύστερα βγαίνω στον δρόμο.
Περπατώ με βήματα προσεχτικά και παρατηρώ
τα μικρά μπαλκόνια στα κτίρια της πόλης,
που εξέχουν σαν δόντια.
Όμως όταν στέκομαι κάτω από μία νεραντζιά,
νιώθω το βάρος των καρπών
να αιωρείται λίγα εκατοστά πάνω απ’ το κεφάλι μου.
Και τότε καταλαβαίνω
πως δεν είναι τα αντικείμενα που με συνθέτουν,
αλλά οι μικροί στρογγυλοί πλανήτες,
που περιμένουν την κατάλληλη στιγμή να εκραγούν,
να γίνουν ύλη και να ανακυκλωθούν·
όπως εγώ.
Η Άννα Βασιάδη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1978. Σπούδασε Αγγλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Ρουμάνικη γλώσσα και λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Βουκουρεστίου. Κατέχει μεταπτυχιακό τίτλο στη Δημιουργική Γραφή από το ΕΑΠ και το Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας και είναι υποψήφια διδάκτορας στο ΕΚΠΑ, στο Τμήμα Νεοελληνικής Γλώσσας. Ασχολείται με την ποίηση και τη λογοτεχνική μετάφραση. Έχει εκδώσει μέχρι τώρα δύο ποιητικές συλλογές στις Εκδόσεις Συρτάρι (Τριάντα τρία αντι-κείμενα, 2020, Κρύο γάλα, 2023) και έχει μεταφράσει Τα κύματα της Βιρτζίνια Γουλφ (Εκδόσεις Συρτάρι, 2022). Ποιήματα, μεταφράσεις, δοκίμια και άρθρα της έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά. Υπό έκδοση είναι η συλλογή της Μικροί πόλεμοι & επιστολές.
https://diastixo.gr/logotexnikakeimena/poihsh/25007-mikres-doseis-agapis

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου