- Έρικα Αθανασίου
Τα βιβλία μπορεί να ξεχωρίζουν για διάφορους λόγους, το πιο σημαντικό όμως είναι η ιστορία που έχουν να διηγηθούν. Μια ξεχωριστή ιστορία διηγείται ο Νεοζηλανδός συγγραφέας Μάικλ Μπένετ στο βιβλίο του Καλύτερα το αίμα, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Bell και πήρε το βραβείο Ngaio Marsh καλύτερου πρώτου μυθιστορήματος, όπως και άλλες διακρίσεις. Ένα θρίλερ που εκτυλίσσεται στη Νέα Ζηλανδία και αναδεικνύει τις διακρίσεις μεταξύ ιθαγενών και λευκών αποίκων, διακρίσεις που δημιουργούν ανεπούλωτες πληγές και γίνεται όλο και πιο δύσκολο να κλείσουν, καθώς παλαιότερες πράξεις και πρακτικές εξακολουθούν να έχουν συνέπειες.
Το βιβλίο ξεκινάει με «μια μουντζούρα στη σελίδα της ιστορίας» πολλά χρόνια πριν από την εξέλιξη της κύριας υπόθεσης. Ένα στιγμιότυπο στις 5 Οκτωβρίου 1863, όταν ένας φωτογράφος ετοιμάζεται να απαθανατίσει πέντε στρατιώτες και τον μεθυσμένο επικεφαλής τους. Μια φωτογραφία με ένα μακάβριο φόντο, αφού πίσω τους εικονίζεται ένα έβδομο άτομο «αιωρούμενο αποπάνω τους, λίγα μέτρα από τα κεφάλια τους, δεμένο γερά σ’ ένα από τα χαμηλότερα κλαδιά του μεγάλου δέντρου μ’ ένα μακρύ κομμάτι από το σχοινί των δώδεκα ινών του Βρετανικού Στρατού περασμένο σε σφικτή θηλιά γύρω από το λαιμό του. […] Ο νεκρός άντρας είναι γυμνός, ο αιχμάλωτος γυμνώθηκε και ταπεινώθηκε πριν εκτελεστεί. […] Ο άντρας είναι Μάορι».
Εξήντα χρόνια μετά, η φωτογραφία αυτή αποκτά πρωταγωνιστικό ρόλο σε μια σειρά δολοφονιών στο Όκλαντ. Μια ιστορία εκδίκησης ή μια ιστορία σύγκρουσης πολιτισμών; Ίσως άλλη μια ιστορία ανάδειξης του πώς μπορεί να εγκληματήσει το σύστημα· του πώς τα δικαστήρια αφήνουν τους ανθρώπους, ακόμα κι όταν έχουν κερδίσει, ηττημένους. Και αυτό φαίνεται από την αρχή που ο συγγραφέας μάς συστήνει την ιθαγενή ντετέκτιβ Χάνα Γουέστερμαν. Γνωρίζουμε τη Χάνα στη διάρκεια μιας δίκης όπου παρίσταται ως η ντετέκτιβ που έκανε τη σύλληψη. Ο λευκός προνομιούχος κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος για σεξουαλική επίθεση απέναντι σε μια κοπέλα Μάορι, όμως η ποινή ουσιαστικά τον αθωώνει. Όλο και κάτι μάς θυμίζει και σήμερα στη χώρα μας αυτό, διαχρονικό και παγκόσμιο το θέμα που αναδεικνύει ο συγγραφέας. Φανερώνει από την αρχή τις παθογένειες ενός δικαστικού συστήματος που μεροληπτεί απροκάλυπτα.
Αντιμέτωπη με τον ουσιαστικά αθωωμένο φοιτητή κατηγορούμενο θα βρεθεί και η Χάνα, κινδυνεύοντας να χάσει ακόμα και τη θέση της. Ο συγγραφέας χτίζει τον χαρακτήρα της Χάνα, χωρισμένης μητέρας, και επανέρχεται σε ένα περιστατικό που σημάδεψε τη ζωή της. Μια μέρα που οι συμπτώσεις και οι αποφάσεις της κυβέρνησης την έφεραν αντιμέτωπη με τους δικούς της ανθρώπους, όταν αυτοί που αποφάσιζαν σκέφτηκαν ότι το καλύτερο θα ήταν Μάορι αστυνομικοί να διαλύσουν διαμαρτυρία των Μάορι που διεκδικούσαν τη γη τους. «Η Χάνα θυμάται να κοιτάζει τους άλλους νέους αστυνομικούς γύρω της, καθώς τους μοίραζαν εξοπλισμό για τις ταραχές. Μακριά κλομπ, ασπίδες. Τόσα πολλά πρόσωπα σαν το δικό της, νεαρά και μελαμψά». Λάθος αποφάσεις, λάθος στιγμές και η ιστορία παίρνει τον δρόμο της μπλέκοντας φαινομενικά άσχετα περιστατικά, οδηγώντας σε μοιραίες αποφάσεις που θα οδηγήσουν σε μια σειρά δολοφονιών με τη Χάνα στο επίκεντρο.
Ίσως άλλη μια ιστορία ανάδειξης του πώς μπορεί να εγκληματήσει το σύστημα· του πώς τα δικαστήρια αφήνουν τους ανθρώπους, ακόμα κι όταν έχουν κερδίσει, ηττημένους.
Καλύτερα το αίμα ο τίτλος του βιβλίου και αναφέρεται στο utu, μια λέξη χωρίς αντιστοιχία στα αγγλικά ή άλλη κουλτούρα, μια λέξη που σημαίνει ισορροπία, ανταπόδοση, είτε αναφέρεται σε κάτι καλό, είτε σε κάτι κακό. Ανταποδίδεις. Κι αυτό φαίνεται να κάνει κι αυτός που κυνηγάνε και αφήνει πίσω του πτώματα, καθώς μεταφράζει το utu ως: «Καλύτερα το αίμα αθώων, παρά καθόλου αίμα. Και το χρέος δεν μειώνεται με το πέρασμα του χρόνου. Ένα χρέος εξαφανίζεται μόνο όταν εντέλει αποκατασταθεί η ισορροπία. […] Το utu δεν είναι αντίποινα. Είναι καθήκον». Το μυθιστόρημα εστιάζει κυρίως στο γιατί γίνονται αυτοί οι φόνοι, γιατί επιλέγονται τα συγκεκριμένα θύματα, χωρίς να ενδιαφέρει τόσο το πώς. Η ψυχολογία του δολοφόνου αναδύεται μέσα από το παρελθόν του ίδιου και των προγόνων του, καθώς και ο ίδιος αναρωτιέται μέχρι πού είναι πρόθυμος να φτάσει.
Μέσα από την ιστορία αναδεικνύεται μια κοινωνία διαφορετική, ένας τόπος μακριά από τον Έλληνα αναγνώστη, που τον καλεί να τον ανακαλύψει. «Η νότια πλευρά του Όκλαντ έχει τη δική της μοναδική ατμόσφαιρα, ένα μείγμα από φυλές και θρησκείες, το είδος του μέρους όπου μπαίνεις σ’ ένα τρένο ή ένα λεωφορείο και ακούς πέντε διαφορετικές γλώσσες από πέντε διαφορετικές ηπείρους». Κι όμως, σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία σαν κι αυτήν υπάρχουν διακρίσεις. Οι μισοί κρατούμενοι στις φυλακές είναι Μάορι κι ας αποτελούν μόλις το δεκατέσσερα τοις εκατό του πληθυσμού στον τόπο τους.
Παντού στην ιστορία διακρίνεται η αναλγησία του δικαστικού συστήματος. «Ένα σύστημα δομημένο να τους στέλνει φυλακή. Οι περισσότεροι Μάορι αποκτούν μητρώο επειδή δεν έχουν δίπλωμα και, όταν προσπαθούν να βρουν δουλειά, είναι χαρακτηρισμένοι ως κακοί». Ένα σύστημα που οι Μάορι δεν κατάλαβαν και πρόθυμα δέχτηκαν «να μοιραστούν τη γη με τους νεοφερμένους από την άλλη πλευρά του πλανήτη. Θεωρούσαν δίκαιο να μπορέσουν οι καινούργιες οικογένειες σαν τους Χέρικ να κερδίσουν χρήματα και να καλλιεργήσουν. Μέχρι ν’ ανακαλύψουν οι φυλές ότι στην πραγματικότητα είχαν πουλήσει την πατρογονική τους γη, ήταν πια αργά. Κάθε απόπειρα να διορθώσουν το λάθος αντιμετωπίστηκε με νομικές διαδικασίες, με ένα άγνωστο νομικό σύστημα που δεν καταλάβαιναν. Κι αν τολμούσαν να επιμείνουν, το επόμενο βήματα ήταν τα όπλα».
Άραγε το κακό πού κρύβεται; αναρωτιέται η Χάνα, καθώς αντιλαμβάνεται σιγά σιγά τα κίνητρα του δολοφόνου, ενώ η ιστορία κορυφώνεται με την ίδια να κινδυνεύει. «Πού φωλιάζει το κακό; Στον τσακισμένο άντρα; Ή στους δύο αιώνες τραύματος και καταπίεσης και αδικίας που τον τσάκισαν;» Η Χάνα είναι τσακισμένη η ίδια, καθώς νιώθει κάθε φορά στην άκρη μιας ξύλινης εξέδρας. «Γέρνεις μπροστά. Έτοιμη σχεδόν να πέσεις». Μια εικόνα, μια αίσθηση που επανέρχεται, το σημείο καμπής, εκεί που ο κόσμος αλλάζει.
Ανάμεσα στους χαρακτήρες που ξεχωρίζουν η κόρη της Χάνα, η Άντισον, μια νεαρή μιγάδα επαναστάτρια με ιδιαίτερο ταλέντο στη μουσική κι έτοιμη να διεκδικήσει έναν καλύτερο και πιο δίκαιο κόσμο.
Εντυπωσιακό το τέλος, καθώς εξελίσσεται και ο χαρακτήρας του δολοφόνου, ο οποίος φανερώνεται ήδη από τη μέση του βιβλίου. Η ανατροπή δεν κρύβεται στο ποιος είναι ο δολοφόνος, αλλά στο πώς πράγματα που φαίνονται σωστά μπορεί να είναι λάθος. Ο δολοφόνος, σίγουρος ότι πράττει το καλό σύμφωνα με τον δικό του κώδικα, θα αμφισβητήσει ο ίδιος τον εαυτό του μόλις διαπιστώσει μέχρι πού μπορεί να φτάσει. Όπως και όταν αντιληφθεί ότι το μήνυμα που ήθελε να μεταδώσει, «η σπίθα που θα άναβε με το φιτίλι των πράξεών του θα πυροδοτούσε μια ασυγκράτητη επανάσταση», τελικά έχει οδηγήσει σε τελείως διαφορετικά μηνύματα από αυτά που είχε στο μυαλό του. Ο αναγνώστης αναγνωρίζει στα κίνητρα του δράστη τη δικαιοσύνη που αναζητά, συμπαθεί έναν άνθρωπο που «ηττήθηκε από ένα νομικό σύστημα που έκρυβε έντεχνα την ψυχρή, άκαμπτη θέλησή του να μη διορθώσει στην πραγματικότητα ποτέ τις αδικίες του παρελθόντος», μέχρι που το κακό κορυφώνεται.
Ένα βιβλίο όπου το κακό φαίνεται να είναι πολύ πιο βαθιά από την επιφάνεια, ένα βιβλίο όπου η δικαίωση αφήνει μια πίκρα στο τέλος, αλλά και μια ελπίδα ότι ίσως το φως μπορεί να νικήσει. Ένα βιβλίο που σε ταξιδεύει σε μια Νέα Ζηλανδία που θα ήθελες να γνωρίσεις.
Καλύτερα το αίμα
Michael Bennett
μετάφραση: Χριστίνα Ριζοπούλου
Bell
304 σελ.
ISBN 978-960-507-211-7
Τιμή €16,60
Έρικα Αθανασίου δημοσιογράφος και συγγραφέας
https://diastixo.gr/kritikes/xenipezografia/25000-bell-kalutera-to-aima


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου