- Ευσταθία Δήμου
Το πρώτο πράγμα που παρατηρεί κανείς διαβάζοντας τον τίτλο του νέου ποιητικού βιβλίου του Παντελή Μπουκάλα, Τρεις επί τρία: Εννιά ποιήματα για τον Χαλεπά, τον Θεόφιλο και τον Παπαδιαμάντη, είναι το τριγωνικό σχήμα που διαμορφώνει ο ποιητής με κορυφές και σημεία αναφοράς τρεις διαφορετικές τέχνες –γλυπτική, ζωγραφική, λογοτεχνία– και, μαζί, τρεις διαφορετικούς εκπροσώπους τους. Στο κάδρο ή, πιο σωστά, στα επιμέρους κάδρα μπαίνουν ο Γιαννούλης Χαλεπάς, ο Θεόφιλος και ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, που ενοποιούνται μεταξύ τους πάνω στη βάση της μετουσίωσής τους σε ένα είδος πρώτης ύλης, εκκίνησης και αφορμής για μια σειρά από ποιητικές δημιουργίες, οι οποίες όμως δεν ανήκουν ούτε προέρχονται αποκλειστικά και μόνο από το ποιητικό είδος. Γιατί στο επίπεδο του ύφους και, κατ’ επέκταση, του ήθους το οποίο υπερασπίζονται και προκρίνουν, τα ποιήματα αυτά φαίνεται ότι εκπροσωπούν μιαν άλλη τέχνη, συγκεκριμένα αυτήν του θεάτρου, με το οποίο ούτως ή άλλως είναι εξοικειωμένος ο Μπουκάλας. Δεν είναι μονάχα το πρώτο ενικό πρόσωπο που υιοθετεί ο ποιητής κατά τη σύνθεση. Είναι πολύ περισσότερο η αίσθηση ότι οι συνθέσεις εκτυλίσσονται σαν μονόλογοι που εκφέρονται μέσα σε μια συνθήκη φωτισμού και ερμηνείας του προσώπου του καλλιτέχνη, όπως αυτό θα πρέπει να νοηθεί στη διττή του υπόσταση και λειτουργία – ανθρώπινη και καλλιτεχνική.
Η βασική αίσθηση που αποκομίζει ο αναγνώστης είναι ότι βρίσκεται μπροστά σε μια νέα δημιουργία, όχι αυτήν του ποιήματος, αλλά αυτήν της φυσιογνωμίας ενός δημιουργού ο οποίος έρχεται μέσα από το καλλιτεχνικό παρελθόν για να σταθμεύσει σε μια ποιητική σύνθεση, μέσα σε στίχους που μετουσιώνονται, στην κυριολεξία, σε κομμάτια του εαυτού του. Αυτό σημαίνει ότι η ποίηση δεν γίνεται απλώς και μόνο το περίγραμμα ή το δοχείο μέσα στο οποίο επιδιώκει να χωρέσει μια ύπαρξη, αλλά η ίδια η ύπαρξη, η ίδια η μορφή του δημιουργού που διεκδικεί την αναγέννησή της με όρους αισθητικούς, αυστηρά καλλιτεχνικούς ετούτη τη φορά. Εδώ υπάρχει, κατά την άποψή μου, το κλειδί για την ανάγνωση των ποιημάτων του Μπουκάλα. Στον τρόπο δηλαδή που ο άνθρωπος μετουσιώνεται σε καλλιτέχνη και, κατόπιν, σε καλλιτέχνημα, σε έργο τέχνης που επικυρώνει τον ανθρωποκεντρικό-ανθρωπογνωστικό του χαρακτήρα. Μια πορεία και μια ενότητα από αυτές που μονάχα η ποίηση μπορεί να υπερασπιστεί με τον καθολικό, συμπεριληπτικό και αντιπροσωπευτικό της χαρακτήρα. Και είναι πραγματικά ενδιαφέρων ο τρόπος με τον οποίο τα ποιήματα κατορθώνουν τη διαφυγή από τον υποκειμενισμό μέσα σε μια συνθήκη άκρας υποκειμενικότητας, μέσα σε ένα καθεστώς και ένα πλαίσιο αυστηρά προσωπικό.
Στο επίπεδο του ύφους και, κατ’ επέκταση, του ήθους το οποίο υπερασπίζονται και προκρίνουν, τα ποιήματα αυτά φαίνεται ότι εκπροσωπούν μιαν άλλη τέχνη, συγκεκριμένα αυτήν του θεάτρου.
Το ενδιαφέρον δεν εντοπίζεται όμως μόνο στον τρόπο και τη μέθοδο επανασύνθεσης της μορφής του καλλιτέχνη, ούτε στη διαδικασία εισχώρησης και μετουσίωσης της ανθρώπινης ύπαρξης σε λόγο, και μάλιστα λόγο ποιητικό. Έγκειται, εξίσου, και στις ίδιες τις επιλογές του Μπουκάλα, στη στροφή του βλέμματός του στους τρεις αυτούς σταθμούς μέσα στην ιστορία της νεοελληνικής τέχνης κατά τρόπο αγαπητικό και, ταυτόχρονα, αποκαλυπτικό μιας οικείωσης από τις πιο συγκινητικές. Γιατί η γραφή του ποιητή δεν επιχειρεί ούτε περιορίζεται σε μια μόνο πρόταση, σε μία εκδοχή ερμηνευτική ή διαφωτιστική της ιδιαίτερης σχέσης που ανέπτυξε καθένας από τους δημιουργούς αυτούς με την τέχνη του, αλλά σε μια εκ βαθέων εξομολόγηση, σε μια καταβύθιση στο μυστήριο της δημιουργίας όταν αυτή λειτούργησε με όρους «επιθετικούς», κατακτητικούς σχεδόν απέναντι στη ζωή. Η περίπτωση των τριών δημιουργών υπήρξε περισσότερο από χαρακτηριστική μιας τέτοιας «εισβολής» της τέχνης μέσα στον βίο, έτσι που οι όποιες εμπειρίες να έχουν απεκδυθεί τον ρεαλιστικό τους χαρακτήρα και ρόλο και να παρουσιάζονται φιλτραρισμένες και ζυμωμένες καλλιτεχνικά. Ο Μπουκάλας δεν αρκείται να δώσει μυθιστορηματική χροιά στους ήρωες των ποιημάτων του –παρόλο που και αυτό από μόνο του θα είχε ξεχωριστό ενδιαφέρον– αλλά στην ίδια την τέχνη σαν περιπέτεια που είναι πολύ πιο συναρπαστική, πολύ πιο έντονη, πολύ πιο δραματική και πλούσια από τη ζωή.
Ξεχώρισα για το τέλος τρία αποσπάσματα από τα μακροσκελή ποιήματα του Μπουκάλα που δείχνουν, κατά τη γνώμη μου, την επίδοση του ποιητή σε αυτήν τη γοητευτική προσέγγιση της ζωής ως τέχνης και της τέχνης ως ζωής. Σε αυτήν την ενατένιση της δημιουργικής ύπαρξης ως όντος σφραγισμένου από τη μοίρα την οποία το ίδιο εμπνεύστηκε, προδιέγραψε και, όταν χρειάστηκε, την ανέτρεψε για να της δώσει νέο ορίζοντα και νέα προοπτική.
[…] Ώστε λοιπόν/ ήμουν στους ζωντανούς ανάμεσα./ Κι ας αθέατος,/ κι ας ανεπιθύμητος./ Κι εσύ δεν ήσουν κοιμωμένη, Κοιμωμένη μου. («Χαλεπάς, ΙΙΙ»)
[…] Όσα χωράει η μικρή κασέλα μου μού φτάνουν./ Τους τοίχους μου κι αυτήν θ’ αφήσω πίσω./ Και πριν στο νεκροκάσονο με βάλουν,/ αχ, να προλάβω, Θε μου, να το ζωγραφίσω. («Θεόφιλος, ΙΙ»)
[…] Τώρα ας μου πέμψει ο Θεός,/ που ’ναι κι αυτός αρσενικός,/ την τιμωρία. («Παπαδιαμάντης, ΙΙΙ»)
Τρεις επί τρία
Εννιά ποιήματα για τον Χαλεπά, τον Θεόφιλο και τον Παπαδιαμάντη
Παντελής Μπουκάλας
Άγρα
48 σελ.
ISBN 978-960-505-685-8
Τιμή 9,50€
Ευσταθία Δήμου φιλόλογος και συγγραφέας
https://diastixo.gr/kritikes/poihsh/24710-padelis-boukalas-treis-epi-tria
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου