Ο Κώστας Βάρναλης, που γεννήθηκε στον Πύργο της Ανατολικής Ρωμυλίας (ή Μπουργκάς της Βουλγαρίας) στις 14 Φεβρουαρίου 1884 και πέθανε στην Αθήνα στις 16 Δεκεμβρίου 1974, έχει πολιτογραφηθεί ως εξέχων ποιητής της Αριστεράς. Γνωρίζουμε αρκετά από τα ποιήματα του, τα απολύτως κοινωνικά, κι έχουμε σιγοτραγουδήσει τους «Μοιραίους» (Μες στην υπόγεια την ταβέρνα,/ μες σε καπνούς και σε βρισές,/ (απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα)/ όλοι παρέα πίναμε εψές·/ εψές σαν όλα τα βραδάκια,/ να πάνε κάτου τα φαρμάκια...), που ερμήνευσε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης σε μουσική του Μίκη Θεοδωράκη ή την «Μπαλάντα του κυρ Μέντιου» (Χάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο,/ χάιντε Σύμβολον αιώνιο!/ Αν ξυπνήσεις μονομιάς/ θα 'ρτει ανάποδα ο ντουνιάς) που είπε ο Νίκος Ξυλούρης σε μουσική του Λουκά Θάνου.
Γνωρίζουμε επίσης τα έργα του Το φως που καίει, Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική και Σκλάβοι πολιορκημένοι.Αυτό που δεν ξέρουμε σε ικανοποιητικό βαθμό είναι η επαγγελματική του ενασχόληση με τη δημοσιογραφία, αφού το 1925 τέθηκε σε αργία και σύντομα παύτηκε οριστικά από καθηγητής φιλόλογος σε δημόσια σχολεία από την κυβέρνηση του δικτάτορα Θεόδωρου Πάγκαλου (παππού του σημερινού συνταξιούχου πολιτικού). Όπως διαβάζουμε στο αφιέρωμα του περιοδικού Διαβάζω, τ.88, 22 Φεβρουαρίου 1984 και στα σχετικά άρθρα του Θ.Τσουπαρόπουλου και του Δ.Πλάκα, ο Βάρναλης άρχισε να συνεργάζεται με εφημερίδες τη χρονιά της απόλυσής του, όταν έστελνε πολιτικές ή φιλολογικές ανταποκρίσεις από το Παρίσι (όπου βρισκόταν για μεταπτυχιακές σπουδές), στην εφημερίδα Πρόοδος.
«Με την ευκαιρία μπορώ να σας διαβεβαιώσω πως σε όλη μου τη ζωή, του δάσκαλου, του λογοτέχνη και του δημοσιογράφου, ποτέ δεν έκανα ούτε έγραψα τίποτα παρά τη συνείδησή μου και εναντίον του λαού (εναντίον της ελευθερίας μου και των ελευθεριών του). Η αποψινή τιμητική διάκριση έχει εξαιρετική σημασία για μένα, γιατί είναι η πρώτη στα 88 μου χρόνια, που μου γίνεται στην Ελλάδα».
Έκτοτε, για λόγους βιοποριστικούς ασχολήθηκε συστηματικά με τη δημοσιογραφία δουλεύοντας σε εφημερίδες και περιοδικά, καθώς και σε εγκυκλοπαίδειες, ως την ημέρα που πήρε τη σύνταξή του. Στα 42 χρόνια της δημοσιογραφικής του ζωής, που διακόπηκε βίαια την περίοδο της δικτατορίας των συνταγματαρχών, από το 1925 ως το 1967, εκτός από τις φιλολογικές του εργασίες, τις κριτικές, τις επιφυλλίδες, έκανε και ρεπορτάζ, όπως εκείνο για τους ασθενείς στα δημόσια ψυχιατρεία. Υψηλής ποιότητας κείμενα ήταν τα χρονογραφήματά του στην Πρωία (στη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά), στονΡιζοσπάστη και τον Ρίζο της Δευτέρας (μετά την Απελευθέρωση), στον Ανεξάρτητο, στον Προοδευτικό Φιλελεύθερο (μετά τον Εμφύλιο) και στην Αυγή (από την ίδρυσή της το 1952 μέχρι την 21η Απριλίου 1967).
Το πόσο σοβαρά έπαιρνε τον ρόλο του δημοσιογράφου το περιγράφει γλαφυρά ο φίλος του Γεράσιμος Σταύρου, δημοσιογράφος στην Αυγή και θεατρικός συγγραφέας:
«Στρώνεται στο γράψιμο σα ν' αρχίζει μια χειρωνακτική εργασία. Βγάζει το σακάκι, ανασηκώνει τα μανίκια, απλώνει στο στήθος και στη μέση μια ποδιά, σαν τους καλφάδες στα τσαγκαράδικα, και πέφτει κυριολεκτικά με τα μούτρα πάνω στα χαρτιά του. Κάπου μια ντουζίνα καλοξυσμένα μολύβια έχει αραδιάσει στο τραπέζι σ' όλα τα σχέδια και τα μεγέθη... Μόλις σπάσει ή λιώσει του ενός η μύτη, αρπάζει το άλλο. Δεν μπορεί να σταματήσει. Είναι τα εργαλεία του δουλευτή που δεν τ' αφήνει να του παγώσουν τα χέρια. Έτσι κι ο σιδεράς έχει στα φωτιά τις αναμμένες σφήνες για να παίρνει τη μια όταν λιγοστεύει η κόκκινη φλόγα της άλλης... Α, εκείνα τα χειρόγραφα τι τραβάνε μαζί του... Δε μουτζουρώνει ποτέ τη λέξη ή τη φράση που δεν του αρέσει για να προχωρήσει. Θα τη σβήσει με γομολάστιχα, να μην υπάρχει. Θα γράψει πάνω της την καινούργια – κι αυτό μπορεί να γίνει δυο και τρεις φορές, πέντε φορές. Ποτέ δεν αποφεύγει κάτι που τον ενοχλεί. Παλεύει ακούραστος με την έκφραση...»
Ο Βάρναλης δαπάνησε πολύ χρόνο στη δημοσιογραφική του ζωή κι αυτό απέβη σε βάρος της λογοτεχνίας. Είχε διατυπώσει το παράπονο που δεν χρησιμοποίησε αυτόν τον χρόνο σε δημιουργική εργασία, που δεν έγραψε περισσότερα βιβλία. Ωστόσο, και τα χρονογραφήματα που έγραψε για τις εφημερίδες έχουν μεγάλη λογοτεχνική αξία. Ήταν γραμμένα με μεράκι και σε αυτά ο αναγνώστης ανακάλυπτε τις πλούσιες γνώσεις του ποιητή, ο οποίος αποτύπωνε την καθημερινότητα με κριτική διάθεση, σαρκασμό, μα και ψόγο για τα στραβά και τ' ανάποδα της κοινωνίας. Εκτός των άλλων, είχε γράψει και βιβλιοκριτικές για βιβλία που του αρέσανε. Μπορεί στη Μόσχα το 1959 να του απονεμήθηκε το Βραβείο Λένιν για την Ειρήνη (η Ελλάδα δεν τον τίμησε ποτέ για το έργο του), αλλά το δημοσιογραφικό έργο του τιμήθηκε με βραβείο από την ΕΣΗΕΑ λίγο προτού πεθάνει. Ήταν το Χρυσό Μετάλλιο του σωματείου.
Στο βιβλίο του Ο άγνωστος Βάρναλης, ο δημοσιογράφος Ηρακλής Κακαβάνης δημοσιεύει την ευχαριστήρια επιστολή που έστειλε ο ποιητής σ' εκείνους που τον τίμησαν (δεν μπόρεσε να παραβρεθεί στην εκδήλωση, που έγινε στο κατάμεστο θέατρο «Αλίκη» στις 16 Δεκεμβρίου, επειδή ήταν ασθενής. Το βράδυ της ίδιας ημέρας πέθανε):
«Με την ευκαιρία μπορώ να σας διαβεβαιώσω πως σε όλη μου τη ζωή, του δάσκαλου, του λογοτέχνη και του δημοσιογράφου, ποτέ δεν έκανα ούτε έγραψα τίποτα παρά τη συνείδησή μου και εναντίον του λαού (εναντίον της ελευθερίας μου και των ελευθεριών του). Η αποψινή τιμητική διάκριση έχει εξαιρετική σημασία για μένα, γιατί είναι η πρώτη στα 88 μου χρόνια, που μου γίνεται στην Ελλάδα».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Περιοδικό Διαβάζω, τ.88, 22 Φεβρουαρίου 1984.
Ηρακλής Κακαβάνης, Ο άγνωστος Βάρναλης και 19 αδημοσίευτα ποιήματά του, εκδ. Εντός, 2012.
Εικαστικό: ατελιέ diastixo.gr ©
Περιοδικό Διαβάζω, τ.88, 22 Φεβρουαρίου 1984.
Ηρακλής Κακαβάνης, Ο άγνωστος Βάρναλης και 19 αδημοσίευτα ποιήματά του, εκδ. Εντός, 2012.
Εικαστικό: ατελιέ diastixo.gr ©
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου