Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2025

Βάσια Τζανακάρη: «Γεννιέται ο κόσμος»

 


Κάνοντας μια αρκετά μεγάλη στροφή από το μέχρι σήμερα έργο της (αυτό δεν λέμε, πως ένας συγγραφέας με κάθε καινούργιο του βιβλίο πρέπει να εκπλήσσει με το εντελώς νέο και διαφορετικό;), η γνωστή και καλή πεζογράφος Βάσια Τζανακάρη καταθέτει ένα αφήγημα –νουβέλα θα το χαρακτήριζα, το αφήγημα παραπέμπει σε κάτι πιο ρεαλιστικό–, το οποίο εδράζεται σε μια ερωτική ιστορία, η οποία ενώ από την πλευρά του άντρα παρουσιάζει συμπτώματα άκρως καθημερινά, προσγειωμένα και σαφή, απ’ την πλευρά της γυναίκας η αντίδραση είναι ακραιφνώς ποιητική – χρώμα που απλώνεται σε όλο το πόνημα, έχουμε δηλαδή ένα πεζό που καλύπτεται από ποιητικούς μανδύες. Ας δούμε όμως το έργο όσο πιο πρακτικά μπορούμε. Κατ’ αρχάς, έχουμε είσοδο αλλά και έξοδο, οι τέσσερις εποχές του χρόνου στέκονται αφορμή –αναλόγως με την καθεμιά– ώστε η συγγραφέας να καταθέσει γεγονότα, βιώματα, έλξεις, επαφές, ανταλλαγή συναισθημάτων, όρκους αγάπης, ό,τι τέλος πάντων αναπτύσσεται ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που είναι ερωτευμένοι, παράλληλα όμως παραθέτει και εμπειρίες από ταξίδια, εκδρομές, περιηγήσεις, δραπετεύσεις από την πόλη που οι ίδιοι κάνουν, ενεργοποιώντας έτι περαιτέρω την προσωπική τους σχέση, που απ’ ό,τι συνάγεται είναι σημαντική. Δεν λείπουν λοιπόν περιοχές της χώρας, στεριά ή θάλασσα, βουνά ή ποταμοί, πεδιάδες ή αρχαιολογικοί τόποι, όπου οι συγκεκριμένοι πρωταγωνιστές βιώνουν τον έρωτά τους και συνάμα την υλοποίηση των ατομικών τους προθέσεων. Οι Τέσσερις εποχές του Βιβάλντι είναι ασφαλώς παρούσες, εμπνέουν την πεζογράφο στο τι θα παραθέσει τον χειμώνα ή το καλοκαίρι, την άνοιξη ή το φθινόπωρο, πώς θα γίνει πιστευτή η ιστορία που εξελίσσεται με βέβαιο προορισμό το σπίτι, εκεί όπου καταλήγει ο έρωτας έπειτα από μια κοπιώδη εκδρομή ή μια φλογερή έξοδο. Η Τζανακάρη ουσιαστικά επιθυμεί να μιλήσει με φόντο τη σχέση δύο ανθρώπων για οτιδήποτε εξωτερικό μπορεί να επηρεάσει αυτή τη φιλοσοφία, να την κάνει περισσότερο παθιασμένη ή όχι, να την κάνει περισσότερο εκρηκτική ή όχι, περισσότερο ποιητική ή όχι. Εν κατακλείδι, να συνυπάρξουν με μια συνθήκη πλήρους αυτονομίας και ισότητας, πλήρους ταύτισης και καλώς εννοούμενης εξάρτησης. Και βέβαια ο κόσμος γεννιέται όταν σμίγουν δύο άνθρωποι διαφορετικού φύλου, κάτω από παραμέτρους έρωτα και πάθους, προσμονής και ελπίδας.

Καλυπτόμενοι από ένα τέτοιο έργο, αντιλαμβανόμαστε γιατί το μικρό, το μινιμαλιστικό, το ευσύνοπτο είναι και όμορφο.

Θα ήθελα εδώ να ανοίξουμε μια παρένθεση και να εξερευνήσουμε το φαινόμενο της πεζοποίησης –κάτι ανάμεσα δηλαδή σε ποίηση και πεζογραφία–, που τόσο έχει ευδοκιμήσει στις μέρες μας ως κυρίαρχη τεχνική εκφοράς, δίνοντας αληθινά διαμάντια –κάτι παρόμοιο ισχύει και για το βιβλίο της Τζανακάρη– και παράλληλα βάζοντας τις αναγνωστικές προτιμήσεις σε άλλο πλάνο. Γιατί όμως οι σύγχρονοι συγγραφείς γράφουν με παρόμοιο τρόπο, γιατί θέτουν το υπερβατικό ψηλά στις μορφικές τους επιδόσεις; Οι απαντήσεις είναι πολλές. Άλλοι υποστηρίζουν πως η ξέφρενη ενασχόληση με το διαδίκτυο έχει αλλοιώσει τις γλωσσικές τους δυνατότητες, έτσι δεν μπορούν να αναπτυχθούν σε ογκώδεις λύσεις. Άλλοι επιμένουν πως εμπορικά τέτοια κείμενα έχουν μεγαλύτερη τύχη, μια που στους καιρούς του απίστευτου τρεχαλητού, οι αναγνώστες χρειάζονται κάτι σύντομο και περιεκτικό, χωρίς φυσικά να είναι δυνατόν ένα τέτοιο κείμενο να διαρκεί πάνω από ογδόντα, ενενήντα ή εκατό σελίδες, γιατί το υπερρεαλιστικό του υπόβαθρο δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει σε ένα βιβλίο πεντακοσίων σελίδων, το οποίο όπως είναι λογικό θα έμενε αδιάβαστο. Υπάρχουν και άλλες ερμηνείες, εκείνο όμως που φαίνεται πιο πειστικό είναι το ότι τόσο οι πεζογράφοι όσο και οι ποιητές (γιατί άνετα και ένας ποιητής μπορεί να γράψει ένα πεζό κείμενο μιας ή μιάμισης σελίδας) διαθέτουν και τις δύο ιδιότητες, τις παντρεύουν και καταθέτουν βιβλία που τα ρουφάμε σε ελάχιστες ώρες, τα αφομοιώνουμε ολοκληρωτικά, τα απολαμβάνουμε στο έπακρον και τελικά, καλυπτόμενοι από ένα τέτοιο έργο, αντιλαμβανόμαστε γιατί το μικρό, το μινιμαλιστικό, το ευσύνοπτο είναι και όμορφο. Άρα, η αναγωγή μιας τέτοιας τάσης, προς αυτά τα έργα δηλαδή, δεν είναι ένα φαινόμενο που έχει συγκεκριμένο χαρακτήρα, δεν είναι δηλαδή μια μόδα της εποχής, αλλά μάλλον μια εσωτερική ανάγκη, η οποία και καλύπτεται συνολικά δίνοντάς μας την εντύπωση –ή την ψευδαίσθηση– πως μετέχουμε και εμείς σε έναν παραμυθένιο κόσμο, σε έναν κόσμο της υπέρβασης και του μη πραγματικού, ούτως ώστε να επιστρέφουμε στις παιδικές μας ηλικίες, όπου η αθωότητα ήταν σύμφυτη με την αλήθεια, ενώ το αναπάντεχο αποτελούσε σημαντική συνισταμένη εξωστρεφούς ατομικής διάθεσης. 

Ας επανέλθουμε τώρα στο υπό συζήτηση βιβλίο, στα τεχνικά χαρακτηριστικά του οποίου μεγάλο ρόλο παίζουν η ατμόσφαιρα και το ύφος. Η ατμόσφαιρα λοιπόν είναι σαφέστατα μαγική, καθώς σε αυτό που περιγράφει προσδίδει όχι απλώς μια νότα αλλά, πολύ περισσότερο, μια ολιστικού χαρακτήρα μαγεία. Σε αυτό πριμοδοτεί με όλες του τις δυνάμεις το ύφος, το οποίο, παρότι το κύριο σώμα του αναγνώσματος, δηλαδή ο έρωτας, εμφανίζεται να ευοδώνεται, φαίνεται πως πάει προς το σωστό σημείο, στην ουσία είναι ελαφρώς παιγνιώδες, χαλαρό, ειρωνικό, σαν να μην πιστεύει ότι σε μια ερωτική σχέση όλα μπορούν να λειτουργούν τέλεια και ρολόι. Η ατμόσφαιρα και το ύφος λοιπόν, σε πλήρη ανάπτυξη, τοποθετούν την αιτία για την οποία η συγγραφέας δομικά χωρίζει το έργο της σε μικρά κεφάλαια –όπως είπαμε, ανάλογα με την εποχή–, ώστε η πρόσληψη να γίνεται ευκολότερα και η αξιολόγηση να γίνεται πιο θετική. Η γλώσσα είναι απλή παρά την ποιητικότητα του θέματος, δεν παρατηρούνται φιλολογικών παραμέτρων προτάσεις, το αντίθετο, έχουμε μια μείξη κορυφαίας κατανόησης και παράλληλα υπερρεαλιστικών προθέσεων, κάτι που εξηγείται κριτικά απ’ την εν γένει τεχνική εκφοράς του. Μια τεχνική εκφοράς άψογη και καλοδουλεμένη, έτσι ώστε η γενικότερη εικόνα του έργου να δείχνει μια υπέρμετρη προσπάθεια, η οποία και πετυχαίνει τον στόχο της, που ήταν αφενός να προσδιορίσει τόπους μιας ερωτικής σχέσης, αφετέρου να μπορεί να έχει αίσιο τέλος, να δώσει δηλαδή ακόμη μια εκδοχή πεζοποιητικού κειμένου που, όπως προαναφέραμε, συνάμα αποτελεί μια διαδραστική μέθοδο λογοτεχνικής γραφής. Είναι πράγματι ωραίο να διαβάζει κανείς κάτι το περιορισμένο από άποψη σελίδων, πολύ όμως περιεκτικό, το οποίο σου περιγράφει, θα έλεγα, ψεύτικα στιγμιότυπα και εσύ τα εκλαμβάνεις ως αληθινά, υιοθετώντας την άποψη πως συμμετέχεις σε όλο αυτό, ενώ στην ουσία το πρώτιστο που κερδίζεις και σ’ ενδιαφέρει είναι η λογοτεχνική του αξία, η οποία είναι πολύ μεγάλη.      

 

Γεννιέται ο κόσμος
Βάσια Τζανακάρη
Εκδόσεις Καστανιώτη
112 σελ.
ISBN 978-960-03-7302-8
Τιμή €12,00

Χρίστος Παπαγεωργίου  ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας


https://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/23526-genniete-o-kosmos


https://diastixo.gr









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

«Πηνελόπη Δέλτα, Ιάκωβος Καμπανέλλης, Μπέρτολντ Μπρεχτ» της Ευσταθίας Δήμου

  Παναγιώτης Πασάντας, «Αναπολώντας», γύψος, τερακότα, 150x60x45 εκ., 2006 Ποια είναι η σχέση που συνδέει μια συγγραφέα των αρχών του 20ού α...