Στο εξώφυλλο, Σαμ Πέκινπα και Στιβ ΜακΚουίν σε μια σκηνή του The Getaway, στην ίδια ακριβώς στάση και οι δύο. Ε, πώς να μη σε αρπάξει αυτό το βιβλίο και να μη σε καθηλώσει σαν να είσαι στο σινεμά, όπου αντί να βλέπεις, διαβάζεις. Και ο Ταραντίνο ξέρει να αφηγείται σαν να σκηνοθετεί, αλλά και να διδάσκει τον θεατή και να υποδεικνύει στον κριτικό λεπτομέρειες που δεν βάζει ο νους του σχετικά με το πώς στήνεται ένα πλάνο, πώς γίνεται ταινία για να κόβει και ανάσα και εισιτήρια. Κάπως έτσι ο Ντε Πάλμα δεν γύρισε τον Ταξιτζή, τον οποίο γύρισε ο Σκορτσέζε και «έσκισε»…
Μια βόλτα στη Χόλιγουντ Μπούλβαρντ, όπου όλη την ημέρα κυκλοφορούν τουρίστες και μετά, με τους ανθρώπους της νύχτας, μεταμορφώνεται σε Hollyweird. Ο Ταραντίνο μιλάει για το Tiffany Theater, όπου μπορείς να δεις τις φωτογραφίες όλων των μεγάλων ηθοποιών, τον κινηματογράφο όπου οι θεατές ντύνονταν σαν τους πρωταγωνιστές, ανέβαιναν στη σκηνή, έπαιζαν παράλληλα με την ταινία και γινόταν χαμός. Ήταν ο κινηματογράφος «της αντικουλτούρας και της μαστουρομανίας». Αργότερα χάθηκε το ενδιαφέρον, λόγω της ανιαρής επανάληψης, οπότε η σημαντική χρονιά του Tiffany ήταν το 1970.
Ο Ταραντίνο αφηγείται, εν ολίγοις, τη ζωή του. Πώς από μικρό παιδί με τους γονείς του πήγαινε στα «ακατάλληλα» έργα διότι, όπως έλεγε η μαμά του, το έργο (με τα φονικά) ήταν κωμικό. Ωστόσο, εκείνος βρίσκει την ευκαιρία για να μιλήσει για σκηνοθέτες και ηθοποιούς και να συγκρίνει ταινίες μεταξύ τους, να σχολιάσει συμπεριφορές της δεκαετίας του ’70, τις οποίες το κοινό έβλεπε με έκπληξη, συνηθισμένο σε κρυφοκοιτάγματα, υπαινιγμούς και λογοπαίγνια… Μας περιγράφει μάλιστα και σκηνές βωβές, όπου το όλο πλαίσιο σημαίνει κάτι το οποίο η λογοκρισία της εποχής δεν επιτρέπει. Από τις ταινίες που είδε επιλέγει να επαναφέρει στη μνήμη μας σκηνές φρίκης, όπως ο θάνατος της Ισιδώρας Ντάνκαν, που πνίγηκε με το φουλάρι της. Θα μιλήσει για ταινίες με μαύρους άντρες, σέξι σκηνές, αντιδράσεις του κοινού, τολμηρή φρασεολογία μέσα στο σινεμά. Θα μπει σε κάθε ταινία ξεχωριστά για να αναδείξει το ενδιαφέρον μυστικό της.
Μπούλιτ, 1968. Πρωταγωνιστεί (από την τριάδα των αστέρων της δεκαετίας του ’60) ο Στιβ ΜακΚουίν. Οι άλλοι δύο είναι ο Πολ Νιούμαν και ο Γουόρεν Μπίτι. Στην Αγγλία το ανάλογο είναι ο Μάικλ Κέιν, ο Σον Κόνερι, ο Άλμπερτ Φίνεϊ. Φυσικά, υπάρχουν και οι αναπληρωματικές τριάδες. Ο Τζέιμς Γκάρνερ όμως ανήκει σ’ εκείνους που μπορούν «να πάρουν τον ρόλο χωρίς πολλά δακτυλικά αποτυπώματα των πρώτων που τον αρνήθηκαν»! Στιβ ΜακΚουίν, λοιπόν· το άστρο του ανεβαίνει μετά τη Μεγάλη απόδραση. Τα σενάρια τα διάβαζε και τα επέλεγε η γυναίκα του. Εκείνος διάβαζε μόνο περιοδικά για αυτοκίνητα. Όμως «ήταν ο τελευταίος από τους αληθινούς σταρ του κινηματογράφου». Δεν ήθελε άλλον καλύτερον από τον εαυτό του στην ταινία, δεν ήθελε να μοιράζεται την οθόνη, ήθελε να βγαίνει πρώτος. Ήξερε τι ήθελε το κοινό του και πλήρωνε για να τον δει. Τα κοστούμια και τις γραβάτες του, το τζιν του, τη μουσική που συνοδεύει τους τίτλους και ετοιμάζει τον θεατή να υποδεχτεί τον ήρωα-Στιβ. Δεν του άρεσε να μιλάει πολύ. Έτσι κι αλλιώς, η κάμερα ήταν στραμμένη επάνω του.
O Ταραντίνο θα κάνει ζουμ σε ταινίες και θέματα: Ο Βρόμικος Χάρι (Dirty Harry), 1971. Όταν ξέσπασε η βία (Deliverance), 1972. Ήταν δυο φυγάδες (The Getaway), 1972. The outfit, 1973. Second-String Samurai, ένας φόρος τιμής στον Κέβιν Τόμας. Το νέο Χόλιγουντ τη δεκαετία του ’70. Οι αδελφές (Sisters), 1973. Ντέιζι Μίλερ (Daisy Miller), 1974. Ο Ταξιτζής (Taxi Driver), 1976. Υπόθεση εργασίας: Τι θα συνέβαινε αν, αντί για τον Μάρτιν Σκορτσέζε, σκηνοθετούσε ο Μπράιαν Ντε Πάλμα τον Ταξιτζή; Σκοτώνω σαν κεραυνός (Rolling Thunder), 1977. Βίαιοι δρόμοι (Paradise Alley), 1978, και πολλές άλλες ακόμη.
Ο Ταραντίνο ξέρει να αφηγείται σαν να σκηνοθετεί, αλλά και να διδάσκει τον θεατή και να υποδεικνύει στον κριτικό λεπτομέρειες που δεν βάζει ο νους του.
Σκανδαλίζομαι όμως να σταματήσω στον Ταξιτζή του Σκορτσέζε, όπου το πιο ενδιαφέρον, πολύ πριν ο Ταραντίνο μπει στην περιγραφή και μελέτη της ταινίας, είναι το υπόβαθρο, το κινηματογραφικό γενεαλογικό δέντρο της ταινίας, δηλαδή ο μεγάλος αριθμός ταινιών που βρίσκονται στα θεμέλια του Ταξιτζή. Και αυτή είναι η γοητεία της διακειμενικότητας – διακινηματογραφικότητας, θα έπρεπε να πω. Γιατί στην Τέχνη δεν υπάρχει παρθενογένεση και η καλύτερη τεκμηρίωση είναι η προϊστορία του Ταξιτζή.
Πρόκειται για έναν ρατσιστή, από την οπτική ενός ρατσιστή, ο οποίος δεν ξεστομίζει τη λέξη «αράπηδες», όπως στους Κακόφημους δρόμους, τους αποκαλεί όμως «φρικιά» και εφόσον παρακολουθούμε την ταινία από τη σκοπιά του έχουμε τα ίδια συναισθήματα μ’ εκείνον. Με αυτόν τον τρόπο ο Σκορτσέζε «τολμάει να θέσει το ερώτημα στους θεατές» αν είναι ρατσιστής ο ταξιτζής, ο Τράβις, και όπως είπε ο Πολ Σρέιντερ: «Ο ρατσισμός του Τράβις πηγάζει από το γεγονός ότι οι άκληροι και αδύναμοι φτωχοί δεν βγάζουν το μίσος τους προς την άρχουσα τάξη, αλλά προς τους ακόμη πιο αδύναμους που βρίσκονται από κάτω τους… Στο αρχικό σενάριο του Σρέιντερ, όλοι αυτοί που σκοτώνει ο Τράβις είναι μαύροι». Θα μπορούσε και ο ταξιτζής να είναι μαύρος. Ο Σκορτσέζε όμως τον θέλει λευκό. Οι σκέψεις γύρω από το χρώμα είναι πολλές, αλλά και οι ταινίες με παρόμοιο θέμα, επίσης, όπως και οι ηθοποιοί που τους έχουν υποδυθεί και τα ερωτήματα που γεννιούνται: Ποια θα είναι η αποδοχή του κοινού των μαύρων ή η αντίδρασή τους; Τι θέλει η Columbia; Τι προσφέρει το παράδειγμα του Χάρβεϊ Καϊτέλ ή του Τζεφ Μπρίτζες; Όλες οι παράμετροι υπολογίζονται.
Τελικά η επιλογή του Ρόμπερτ ντε Νίρο ήταν μια επιτυχία και η ταινία κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες, τέσσερις υποψηφιότητες για Όσκαρ και απέσπασε διθυράμβους από τους κριτικούς, γιατί «όταν ο πρωταγωνιστής βγαίνει να κυνηγήσει τους κακούς οπλισμένος μέχρι τα δόντια, το κοινό συντάσσεται μαζί του». Το κοινό έβλεπε «τη γελοιογραφία ενός γελοίου παρανοϊκού».
Ο Ταραντίνο κάνει μελέτη καρέ-καρέ, πόντο-πόντο, σύγκριση με άλλες ταινίες, θεματική ή χαρακτηρολογική, μας δείχνει πώς φτιάχνεται μια ταινία, αξιολογεί και συνυπολογίζει τη δουλειά των συναδέλφων του, φέρνει στο φως τα κρυμμένα μυστικά της επιτυχίας, την εξέλιξη του ήρωα και την πορεία των μεταμορφώσεών του, πριν καταλήξει στην ταινία που σχολιάζει. Ο Ταραντίνο δεν είναι μόνο σκηνοθέτης, αλλά και πολύ καλός ιστορικός και κινηματογραφικός αφηγητής. Πρέπει να διδάσκεται στις κινηματογραφικές σχολές.
Τέλος, Άρης Σφακιανάκης – Ηρώ Σκάρου: Πρέπει να αγαπάς πολύ τον κινηματογράφο για να μεταφράσεις αυτό το βιβλίο.
Κινηματογραφικοί στοχασμοί
Quentin Tarantino
μετάφραση: Άρης Σφακιανάκης – Ηρώ Σκάρου
Ελληνικά Γράμματα
416 σελ.
ISBN 978-960-191-018-5
Τιμή €22,00
Ανθούλα Δανιήλ δρ Φιλολογίας, συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας, μέλος της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών και μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων
https://diastixo.gr/kritikes/diafora/23366-kinimatografiki-stoxasmoi
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου