Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2025

«Η Ποίηση μας οδηγεί εκεί που αγαπάμε» του Κυριάκου Χαραλαμπίδη

 


Κάποτε σκέφτομαι τι να σημαίνει η φράση από την υμνολογία της Εκκλησίας «Συ ει ο Θεός, ο ποιών θαυμάσια μόνος». Η θεολογική ερμηνευτική το μεταφράζει ως εξής: Συ είσαι ο Θεός ο αληθινός, που μόνο αυτός μπορεί να ποιεί τα θαυμάσια». Το μόνος του ψαλμού μετατρέπεται σε μόνο. Αλλά τούτο αφαιρεί από τον ψαλμό τη δυναμική της αλήθειας του, την ποιητική διάσταση της λέξης «μόνος». Κι επειδή του καθενός η σχέση με το θείον είναι προσωπική, ομολογώ πως μου αρέσει να φαντάζομαι τον Δημιουργό του Σύμπαντος Κόσμου μέσα στην απόλυτη μοναξιά του. H ποιητική του ιδιότητα προκαθορίζει ακριβώς να είναι ο πιο μοναχικός, ο πιο προδομένος, ο πιο απαρνημένος και πληγωμένος εξαιτίας της υπέρτατης ευαισθησίας του – απόλυτα μόνος, όπως ο Υιός του επί του σταυρού. Τα θαυμαστά του κόσμου δεν ποιούνται από πανηγυριστές, αλλά από εκείνους που επωμίζονται οδύνες και αίρουν τον σταυρό τους τη στιγμή του εγκόσμιου θριάμβου τους.

Δεν έρχομαι να υποδυθώ τον θεολόγο ή τον δάσκαλο πάνω σε θέματα που χρήζουν εσχατολογικής ερμηνείας. Θέλω απλώς να επισημάνω το παράδοξο του πράγματος, να τιμάται, τριγυρισμένος από την αγάπη σας, ένας ποιητής που το έργο του ωρίμασε στη σιωπή και την απόλυτη μοναχικότητα. Προσοχή, δεν μιλάμε για τη μοναξιά, μιλάμε για μοναχικότητα – αυτή αποτελεί την ασφαλέστερη προϋπόθεση για πνευματική δημιουργία, «σ’ ώρα δική μου που κανείς άγγελος δεν την ξέρει», όπως το είπε άλλος ποιητής. Αυτή η μυστική συνάντηση του λόγου με τη ζωή συναρτάται με τον μονήρη βίο εντός του κόσμου, τη συγκέντρωση στον εαυτό μας και την απόλυτη συναίσθηση της ευθύνης και της εσωτερικής εντολής για θυσιαστική αφοσίωση στην τέχνη. Και όλα αυτά κατά το μέτρο του ταλάντου που μας δόθηκε και που οφείλουμε να καλλιεργούμε αδιάλειπτα.

Τίθεται τώρα το ερώτημα: Προς τι όλος αυτός ο μόχθος για δημιουργία και ποια η σημασία της μέσα σε έναν κόσμο αθεράπευτα υλοκρατούμενο, με μολυσμένη ψυχή κι εξαθλίωση του πνευματικού του διαστήματος, εμφορούμενο από ιδιοτέλεια και ενδογενή αρπακτικότητα;

Φυσικά, η τέχνη δεν μπορεί να ακυρώσει εθνοκαθάρσεις και πολέμους, την πείνα, τη φτώχεια, την παγκόσμια ανασφάλεια, την καταστροφή του περιβάλλοντος και άλλες τραγικές καταστάσεις. Όμως η τέχνη έχει τη δύναμη να μας ισορροπεί, ώστε να μην ξεχνάμε το μέτρο του ανθρώπου. Χρειαζόμαστε την ποίηση και την ευγένεια της τέχνης, για να κερδίζουμε την επιούσια ελευθερία μας. Η λέξη ελευθερία ετυμολογείται από τα ρήματα «ελεύθω» (που σημαίνει έρχομαι) και «ερώ» (που σημαίνει αγαπώ). Ουσιαστικά η ελευθερία προκύπτει, όπως ειπώθηκε παλαιότερα, «παρά το ελεύθειν όπου ερά τις», δηλαδή να μπορεί να πηγαίνει κάποιος προς ό,τι περισσότερο αγαπά. Να θυμηθούμε και τι λέει η Σαπφώ στην ερώτηση ποιο είναι το ωραιότερο πράγμα στον κόσμο: «όττω τις έραται», ήταν η απάντησή της, δηλαδή εκείνο που επιποθεί η ψυχή του καθενός. Η επιλογή είναι ελεύθερη και έχει να κάνει με τον έρωτα, την ταραχή της ψυχής και την απόδραση από τον πνίχτη της τετριμμένης καθημερινότητας, που ισοπεδώνει τη φύση του ανθρώπου και του στερεί το πέταγμα και την εναρμόνισή του με ό,τι τον υπερβαίνει. Σε τελική ανάλυση, εκείνο που καλούμαστε να κάνουμε είναι να υπερβούμε τον εαυτό μας. Το όριό μας είναι ο εαυτός μας, που με αγώνα τον διεκτείνουμε και τον προάγουμε ως προς τη γνώση των δυνατοτήτων του. Για τούτο ακριβώς χρειαζόμαστε την Ποίηση, για να μας οδηγεί εκεί που αγαπάμε και να μας δείχνει έναν τρόπο όχι μονάχα να ζούμε, αλλά όντως και να «υπάρχουμε».

Για να γίνει αυτό κατορθωτό, πρέπει και να τολμάμε. Τον στόχο τον έδωσε κάποτε ο Λατίνος ποιητής Οράτιος με το παράγγελμα: «Τόλμα να είσαι σοφός». Η σοφία είναι τόλμη και η ποίηση αλήθεια και ζωή. Με αυτόν τον τρόπο διανοίγεται και ο πνευματικός οφθαλμός, μέσω του οποίου μπορούμε να ιδούμε και να ακούσουμε «το μέγα πολυκάντηλο», που οφείλει τον ήχο του φωτός του στη μουσική των ουρανίων σφαιρών ή αλλιώς την «παλίντονον αρμονίαν», όπως την εννοούσε ο Ηράκλειτος.

Για τούτο ακριβώς χρειαζόμαστε την Ποίηση, για να μας οδηγεί εκεί που αγαπάμε και να μας δείχνει έναν τρόπο όχι μονάχα να ζούμε, αλλά όντως και να «υπάρχουμε».

Η ομορφιά των πραγμάτων, το κάλλος από μόνο του αποτελεί εξορκισμό και αναίρεση του κακού. Για να ’ρθούμε και στα καθ’ ημάς, το είδωμα της ομορφιάς είναι εντέλει μια πολιτική πράξη, μια προστατευτική ασπίδα μπροστά στη θανατηφόρα αλλοτρίωση εξαιτίας του καρκινογόνου όγκου της τουρκικής κατοχής. Όταν ο Ιάκωβος Καμπανέλλης λέει, σε κείνο το τραγούδι του από το Μαουτχάουζεν: «Τι ωραία που είν’ η αγάπη μου […] Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία», δεν εναγκαλίζεται άραγε την ιδέα της ίδιας της ομορφιάς, το άχραντο σώμα της σκλαβωμένης πατρίδας, το σώμα του ίδιου του νεκρού Θεού που κυοφορεί την έγερσή του, όντας ακριβώς «ο ωραίος κάλλει παρά πάντας ανθρώπους»; Το ερώτημα δεν είναι ρητορικό. Έχει να κάνει με την υψηλότερη σύλληψη της πραγματικότητας, την ενυπόστατη εκδήλωση του ουράνιου πολιτεύματος, που καθορίζει τη διάσταση του ανθρώπινου όντος.

Ίσως αυτό να εξηγεί γιατί ένα βιβλίο μου έχει τον τίτλο Αμμόχωστος Βασιλεύουσα. Θέλησα να ονειρευτώ την κατεχόμενη πόλη μας πέρα από τη φθορά, να την τοποθετήσω εκεί που κανένα βέβηλο χέρι δεν μπορεί να την αγγίξει. Για τούτο επιμένω, με φούντωμα πνευματικό, να την αποκαλώ «πόλη όραμα», γιατί η λέξη «όραμα» ενεργοποιεί αυτομάτως την εσωτερική αντίσταση, που κυριαρχεί πάνω στην εξωτερική κατοχή. Η πραγματικότητα εξάλλου είναι διττή: κατά κανόνα περιοριζόμαστε μονάχα στο ορατό μέρος της ιστορίας και μας διαφεύγει το ανίδωτο. Και όμως, στο ανίδωτο εδρεύει η πραγματική ουσία· στη μετατροπή του αποτρόπαιου ορατού σε ακήρατο αόρατο, και εντέλει στην αναγωγή της άχραντης εικόνας στο ύψιστο πεδίο της αφθαρσίας και του θάμβους. Χρέος του ποιητή είναι να αναιρεί την απώλεια με τη δύναμη των λέξεων. Να διασώζει με αυτές την εικόνα, που να καταυγάζεται από μια ένθεη δύναμη και Παρουσία. Χρέος του ποιητή, αλλά και χρέος όλων, είναι ο εναλλακτικός καθαρμός, η «πόλη όραμα», που βρίσκει «την καλή και την γλυκιά της ώρα», αναστημένη στο φως της ψυχικής μας ανοίξεως, εκεί που ανοίγει ο οφθαλμός και μαζί του τα επουράνια. Όχι «πόλη φάντασμα», λοιπόν, αλλά «πόλη όραμα». Η λέξη όραμα συνιστά επίκληση του θαύματος, συνεπώς είναι πλήρης ζωτικής σημασίας – η εκφώνησή της ακυρώνει φαντάσματα, συδαυλίζει ψυχές και προσφέρει σθένος πνευματικό στον κύκλο των παθών μας.

Είδατε λοιπόν τι σημαίνει δύναμη της λέξης; Ποια εκρηκτική ενέργεια έχει ο πυρήνας της; Ποιος είναι και ποιος ήταν ο ρόλος του ποιητή στη διαδοχή των αιώνων; Η απάντηση εξαρτάται από το ποιοι είμαστε στη δεδομένη ιστορική στιγμή, τι μας κινεί στη ζωή, ποια είναι τα οράματά μας για την τέχνη. Χάρη σε μια τύχη καλή ζούμε σε μια χώρα υπό κατοχή. Μπορεί αυτό να φαντάζει οξύμωρο σχήμα, αλλά μας προκαλεί, και θα πρόσθετα μας υποχρεώνει, να επαναπροσδιορίσουμε την προσωπική μας πολιτεία, να ακεραιώσουμε τον εαυτό μας και να ανασυστήσουμε το σύνταγμα της ψυχής μας. Αυτό μας δίνει ευκαιρία να ανακαλύψουμε μέσα μας μια νέα γη και νέον ουρανό.

Κάποτε, σε μια ομιλία μου, αναρωτήθηκα κατά πόσο η κυπριακή τραγωδία είναι δοκιμασία λαού ή δοκιμασία της τέχνης. Είναι, άλλωστε, παρατηρημένο πως σε κρίσιμες ιστορικές στιγμές οι καλοί ποιητές γίνονται καλύτεροι και οι κακοί ποιητές χειρότεροι. Τούτο συμβαίνει, γιατί με την τραγωδία εκλύονται δυνάμεις που η σύλληψη και η πνευματική μεταστοιχείωσή τους προϋποθέτει καλλιτέχνες με αντίστοιχη πυρηνική ψυχή, ώστε να μπορέσουν να χωρέσουν μέσα τους τη νέα γόμωση των λέξεων και τη θυσανωτή τους ανάπτυξη προς τον κόσμο, τόσο σε τοπικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι λέξεις είναι «ελευθερώτριες», σωστά το είπε ο Βιτγκενστάιν, αλλά το καλλιτεχνικό μας χρέος είναι να οδηγούμε τις λέξεις πέρα από το σημείο που μας δόθηκαν και να τις ελευθερώνουμε κι εμείς με τη σειρά μας. Μέσα από τέτοια αμφίδρομη σχέση ζωογονείται και προάγεται η Ποίηση, που –θα το πω και ας χαμογελάσει– περιμένει κι αυτή από μας τη λύτρωσή της.

Ο λόγος παραμένει ο μοχλός του πνεύματός μας και οι ποιητές αυτού του κόσμου θα πρέπει πολύ να στοχαστούν ως προς το τι είναι η γλώσσα, ο ήχος, η μουσική, ο ρυθμός, η ανάκρουση του κοσμικού παλμού μες στην ψυχή τους.

Ο χρόνος δεν επιτρέπει να αναπτύξω το θέμα περισσότερο, ούτε και τη θεώρησή μου για την τέχνη, ότι δηλαδή οφείλει να διορθώνει τη συγκίνηση για να καθιστά τον ποιητή και τον δέκτη του χειριστές σφιχτοδεμένων αισθημάτων. Όλα εξαρτώνται από τον βαθμό ελευθερίας και εγκράτειας του λόγου. Ο λόγος παραμένει ο μοχλός του πνεύματός μας και οι ποιητές αυτού του κόσμου θα πρέπει πολύ να στοχαστούν ως προς το τι είναι η γλώσσα, ο ήχος, η μουσική, ο ρυθμός, η ανάκρουση του κοσμικού παλμού μες στην ψυχή τους. Ευτυχώς, μας δόθηκε η χάρις να έχουμε ως γλωσσικό μας όργανο την ελληνική και αυτό μας καθιστά προνομιούχους, γιατί χειριζόμαστε την πιο ευλύγιστη και φαντασμαγορική, την πιο ευρηματική, την ακριβέστερη γλώσσα του κόσμου, τη γεμάτη θέρμη και οικειότητα, που ο κραδασμός της εκφράζει, θα έλεγα, τον παλμό της ανθρώπινης καρδιάς. Αν δοξολογώ τη γλώσσα μας, είναι για να δοξολογήσω την υπόστασή μας ως Ελλήνων σ’ αυτή τη γη, που κράτησε μέσα στους αιώνες τη συνείδηση της ταυτότητας, χάρη στη δυναμική που της χαρίζει ο λόγος του προαιώνιου ποιητικού πατρός μας, που δεν είναι άλλος από τον Όμηρο.

Όσο για μένα, όπως έγραψα και αλλού, «προσπαθώ να καταστήσω τη γλώσσα μου στραγγιστήρι των πολιτισμικών μας διαστρωματώσεων και να την ενεργοποιήσω μουσικά, ώστε ν’ αγγίξω αδρανοποιημένες ηχητικές περιοχές και μυστηριώδεις δυνατότητες του λόγου. Εντός του τελεσιουργείται ο μαγικός χαρακτήρας της Ποίησης. Αλλά γι’ αυτό προαπαιτείται αισθητική συνείδηση του λόγου και αντίστοιχη επιλογή από τη διαχρονία της γλωσσικής μας παράδοσης. Η αφομοίωση των στοιχείων του ελληνικού μας πολιτισμού συνιστά χρέος για τη σύλληψη του ουσιώδους μέσα από την ποικιλωνυμία της ιστορίας και του μύθου. Το χρέος ορίζει να προσπαθήσουμε να γίνουμε, σύμφωνα με την καβαφική αριστεία “ελληνικοί”, να συσσωματωθούμε αγαπητικά με το βαθύτερο “είναι” της ελληνικότητας. Αυτό δεν αποκλείει να λειτουργούμε παράλληλα, χωρίς αλλοίωση της εθνολογικής μας ταυτότητας, και ως πολίτες του κόσμου, στον οποίο ανήκει η ιδιαίτερη πατρίδα μας. Πολλά θα είχαν βρει τον δρόμο τους, αν η δεσπόζουσα γραμμή ήταν η έγνοια και η αγωνία για τη γλώσσα, μακριά από πολιτικές ή άλλες σκοπιμότητες».

Δεν απομένει άλλο παρά να συμφωνήσω με τον εαυτό μου και να το προσυπογράψω ακόμη μια φορά, παραμένοντας αυτός που είμαι: ένας ποιητής συγκινημένος από την αγάπη σας, που δεσμεύει την ευθύνη μου απέναντι στην τέχνη και στον λαό μας, αλλά και το χρέος για οικουμενικότερη αντίληψη του κόσμου και της ιστορίας.

[Αντιφώνηση του Κυριάκου Χαραλαμπίδη στο πλαίσιο του Δ’ Διεθνούς Φεστιβάλ Ποίησης, στο Δημοτικό Θέατρο «Γ. Λυκούργος» στη Λάρνακα, στις 25.4.2025, όπου ήταν τιμώμενο πρόσωπο.]

https://diastixo.gr/epikaira/apopseis/24974-poiisi-mas-odigei-agapame-charalampidis


https://diastixo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

«Επιστολογραφία Δροσίνη» (μεταγραφή – εισαγωγή – επιμέλεια: Μάγδα Μαλακτάρη-Παπακώστα)

  Τόνια Μασουρίδου      Ένας ποιητής που έχει κερδίσει επάξια μια θέση στις καρδιές των Ελλήνων, εδώ και πολλά χρόνια, είναι ο Γεώργιος Δροσ...