- Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη
GREENSLEEVES
Στον Λευκό Ωκεανό ο γερο-Ίνγκβαλσεν
τρελάθηκε γιατί ξέθαψε απ’ τα ερείπια
της βομβαρδισμένης πόλης του
γυναίκα και παιδιά και έναν αδελφό.
Τον παρακολουθούμε στο ψυχιατρείο
όπου κατέληξε, κάπου στη Νορβηγία,
ημέρες Κατοχής, να καθαρίζει, δήθεν,
δωμάτια, πιστεύοντας πως η γυναίκα του
είναι ακόμα σπίτι άρρωστη κι ότι
της κάνει τη δουλειά για να ’χουνε να φάνε.
Δεν έχει αίσθηση της τρέλας του.
Τα λογικά του ξέμειναν στο Φίνμαρκ
κάτω από ένα κομοδίνο ή στη γωνιά
του παιδικού σταθμού στο Χάρκοβο
όπου η Ολένα δούλευε σαν άνθισαν
τα σράπνελ και το δωμάτιο, από κίτρινο,
γίνηκε ευθύς μπορντό. Ο γερο-Ίνγκβαλσεν
κάθεται στην καρέκλα και κοιτάζει
απ’ το παράθυρο, ογδόντα χρόνια ανατολικά
κάτι σπασμένα παιδικά παιχνίδια
μια κάλτσα αδέσποτη, σιδερωμένη ακόμα,
ένα σάντουιτς τυλιγμένο σε σελοφάν
και ένα πλαστικό, γαλάζιο αλογάκι.
Μια κασέτα παίζει ακόμα σ’ ένα κασετόφωνο.
Μουρμουρίζει τη μουσική, ένα παλιό τραγούδι
απ’ την Αγγλία, που ξέρουν τα παιδιά
από την Τρούμσο έως το Κίεβο κι από το Λονδίνο
έως τη Μόσχα, ένα νανούρισμα.
Ξάφνου σιωπή. Το δάχτυλο ενός στρατιώτη
έχει πατήσει στοπ, κοντόχοντρα, στο κασετόφωνο.
Ο γερο-Ίνγκβαλσεν σηκώνεται απ’ την καρέκλα του
κι ουρλιάζει. Δύο φρουροί της Βέρμαχτ τον κοιτούν.
Ο στρατιώτης βάζει στην τσέπη του
το θαλασσί αλογάκι.
Έξω χιονίζει.
BELUGA
[Κι ας λένε πως άλλο πράγμα ο συγγραφέας κι άλλο το έργο του]
Ζήτησα μια παγωμένη βότκα
και μου ’καψε τα χείλη, απαλή
και λεία σαν τις γάμπες σου. Εσύ
διέσχιζες την Αθήνα με τρόλεϊ,
μ’ εργάτες από τη δουλειά, παιδιά
από φροντιστήρια,
όχι, δεν γράφω
την «Οδό των Φιλελλήνων», Ανδρέα,
δε θα μπορούσα· δεν έχει ντάλα
ήλιο εδώ ούτε ένα βόμβο μυστικό,
παλλόμενο, ούτε κηδεία έχει
στο Σύνταγμα, μόνο ένα ανοιξιάτικο
αεράκι που μπαίνει απ’ τα μισάνοιχτα
παράθυρα την ώρα που εκείνη
διασχίζει πατήσια, ομόνοια, παγκράτι
και τραγουδά ότι η ποιήτρια
γδύνεται μπροστά στον κόσμο όχι
για να δειχθεί μα για να εκτεθεί,
να λυτρωθεί απ’ τον ακατανόητο εαυτό
μες στο μυαλό της, να πλάσει
νέο εαυτό επάνω στο χαρτί.
Είμαι κι εγώ
ο εαυτός μου του χαρτιού· εκτός ποιημάτων
μού ξεφεύγω, πονώ εμένα, άλλους
μια χαϊδεύω, μια δαγκώνω,
καθρέφτης σπασμένος και ασύλληπτος·
μα στο χαρτί με στέργω
με επανεφευρίσκω, νέες ζωές
ζω κι αποδρώ μοιραζόμενη λέξεις,
τις βαφτίζω πραγματικότητα·
ο εαυτός μου
στο χαρτί δεν είναι ψεύτικος –το αντίθετο–
είναι αυτό που θέλω να ’μαι, που θέλω
να βλέπεις, που προσπαθώ να φτάσω.
[ΜΠΛΕ ΜΠΕΖ]
αρνούμαι να ξεπεράσω τη γυναίκα
που διασχίζει τον πλανήτη σαν πουλί
κάνει βράδια τις μέρες μου τις μέρες
της κάνει νύχτες ίπταται
πάνω από θάλασσες απλωμένες
να στεγνώσουν στον ήλιο
πάνω από ερήμους στο χρώμα του σύμπαντος
τον μέσο όρο των γαλαξιών
ξεγελάει το μπλε με το μπλε
το μαύρο με το μπεζ του σύμπαντος
τρώει ώρες παίρνει μέρες
χάνω το λογαριασμό
της.
αρνούμαι να ξεπεράσω
πώς διασχίζει τις θάλασσες
απλωμένη σαν πουλί τις μέρες κάνει
ερήμους νύχτες τρώει ξεγελώντας
το μπλε με το μαύρο του ήλιου
η γυναίκα φτάνει φεύγει στις ακτές
γνέφει από την άλλη άκρη δεν υπάρχει
της γης μέσος όρος απόστασης
ώρες παίρνει ώρες παίρνει
ώρες ίπτανται να στεγνώσουν
χάνω το λογαριασμό
μου.
αρνούμαι να χάσω το λογαριασμό
από τις ώρες στεγνώνω απλωμένη
σαν πουλί τις νύχτες μου μέρες
κάνω ξεγελώντας με το μπλε τις ακτές
του σύμπαντος το μαύρο της
θάλασσας βραδιάζω στον ήλιο τη
γυναίκα που τρώνε οι ώρες στην ακτή
πουλί θα γίνω να διασχίσω τις μέρες
να ξεπεράσω το μέσο όρο
των μέσων ωρών που τρώνε το μπεζ
χάνω φτάνει φεύγω
Η Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1979. Είναι ποιήτρια και μεταφράστρια. Έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης 2018. Eίναι κάτοχος διδακτορικού τίτλου στα Μίντια και την Επικοινωνία από το Πανεπιστήμιο του Bournemouth, με ειδίκευση στο διαδικτυακό διαδραστικό ντοκιμαντέρ (i-doc) και τη σχέση της ιστορικής αφήγησης με το συλλογικό τραύμα. Εργάζεται ως μεταφράστρια νορβηγικής λογοτεχνίας από το 2006 και αρθρογραφεί για ελληνικά και νορβηγικά ΜΜΕ. Τα βιβλία της κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Πόλις.
https://diastixo.gr/logotexnikakeimena/poihsh/24969-pouli-tha-gino-thalasses

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου