- Ανθούλα Δανιήλ
-
Τι βιβλίο είναι αυτό της Βιβής Κοψιδά-Βρεττού; Η ίδια απαντά στο ερώτημα με πολλά ερωτήματα, όπου θέτει και αίρει τα πάντα: επαγγελματική μονογραφία, εγχειρίδιο προσανατολισμού στον παγκόσμιο χάρτη της γλώσσας, έρευνα για τον πρωταγωνιστή του μυθιστορήματος και αστυνομική περιπέτεια. Ναι, είναι όλα αυτά, πολλά ακόμα, αλλά και ένας προσωπικός καημός της ίδιας. Αφήνοντας κατά μέρος τις υποθέσεις και τις αμφισβητήσεις και πηγαίνοντας προς το ουσιώδες, μας λέει πως ο Γλωσσολόγος είναι ο διώκτης του εγκλήματος της παραχάραξης των λέξεων και της διαφθοράς τους, δικαστής και τιμωρός, δάσκαλος, θεραπευτής, μάγος και ιερέας. Και τι είδους είναι το βιβλίο; Το βιβλίο είναι κάτι σαν ροκ όπερα, όνειρο, φαντασία, προσωποποίηση του ίδιου του βιβλίου που μιλάει για τον εαυτό του ή κάποιος σαν τον Ιωάννη της Αποκάλυψης που βάζει στο τραπέζι τα πάντα για τη γλώσσα.
Πρώτη κατατίθεται «Η τελευταία σκηνή», με άλλα λόγια το έργο αρχίζει από το τέλος και μοιάζει με θέατρο εν εξελίξει, με σκηνές, χρόνους και πρόσωπα σαν επεισόδια μιας ζωής –της γλώσσας– που διαρκώς αλλάζει.
Στην πόλη καταφθάνει ένας παράξενος άνθρωπος στα μαύρα ντυμένος. Στέκεται μόνος και στα χέρια του κρατάει ένα κιβώτιο· είναι η «Κιβωτός των Χαλασμένων Λέξεων». Αρχίζοντας κι εμείς από την αρχή που απαιτεί την των ονομάτων επίσκεψη, η κιβωτός σαν εκείνη την άλλη, την Κιβωτό της Διαθήκης, το ιερό των Εβραίων, φυλάσσει τα πολύτιμα και ιερά ενός έθνους. Στην περίπτωσή μας, τη γλώσσα. Στην πρόσοψη του κιβωτίου, με πλάγια γράμματα η λέξη ΑΦΙΞΟΝΤΑΙ. Λέξη άγνωστη σήμερα πια, κάποτε όμως όχι· κι εδώ μπαίνουν στην αφήγηση τα παιδιά, και τέτοιο παιδί είναι και ο Γλωσσολόγος, ο οποίος τρέχει να κρυφτεί στην «Κιβωτό των Αναγεννημένων λέξεων». Και αφού έχουμε ήδη δει και τον Πρόλογο και τον Επίλογο του έργου, αρχίζουμε τις σκηνές από την αρχή, για να δούμε τι μεσολάβησε και φτάσαμε ως εκεί.
«Η Άφιξη»: ήρθε ουρανοκατέβατος και ντυμένος στα μαύρα. Αν ήταν στα άσπρα θα μιλούσαμε για αρχάγγελο... ωστόσο ήταν ένας κανονικός άνθρωπος, ένας γλωσσολόγος, που έμενε incognito και έμπαινε παντού. Άκουγε πώς μιλάει ο κόσμος, έμοιαζε, κατά κάποιον τρόπο, με έναν βοτανολόγο που ψάχνει να βρει βότανα για να θεραπεύσει την ενδημική τριχόπτωση (!), ναι, και δεν πρέπει να απορούμε, αφού «όλα ταιριάζουν και συνδέονται μεταξύ τους». Το επάγγελμά του ανά τους αιώνες ήταν να μαζεύει λέξεις, να τις ταξινομεί, να τις παρακολουθεί πώς αλλάζουν με τα χρόνια, να βρίσκει τους ανθρώπους που τις μιλούσαν, τα κοινωνικά, τα γεωγραφικά, τα επαγγελματικά περιβάλλοντα, και όσο έψαχνε, τόσο έβρισκε, ομοούσιες και ομοαίματες, νεκρές ή ημιθανείς, κι άλλες αντιστεκόμενες στον χρόνο και τη φθορά. Παρακολουθούσε τι έκαναν, πού ταξίδευαν, από χώρα σε χώρα, από άνθρωπο σε άνθρωπο, από τους φτωχούς και μη έχοντες στους «χαρτογιακάδες» και έχοντες. Παρατηρούσε πώς αναγκάζονταν να μεταμορφωθούν για να εξυπηρετήσουν τους ανθρώπους, σε κάθε φάση της ζωής.
Να θυμίσω και τον ποιητή: Συλλογίστηκε κανένας τι υποφέρει ένας ευαίσθητος φαρμακοποιός που διανυκτερεύει; (Γ. Σεφέρης, «Το ύφος μιας μέρας»). Ε! αυτό ταιριάζει στον Γλωσσολόγο που εφημερεύει και διανυκτερεύει, διαρκώς, και στον ύπνο του τινάζεται μόλις κάποια λέξη τον επισκεφθεί και τρέχει να την καταγράψει. Μας το έχει καταθέσει γραπτά και ο Κ.Π. Καβάφης: Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες/ εκείνων που πεθάναν, ή εκείνων που είναι/ για μας χαμένοι σαν τους πεθαμένους.// Κάποτε μες στα όνειρά μας ομιλούνε·/ κάποτε μες στην σκέψι τες ακούει το μυαλό.
Είναι ύμνος στη γλώσσα, είναι κριτική στην κοινωνία, έρευνα στα επιστημονικά αρχεία, κοίταγμα στα ανίερα σπήλαια της δολιοφθοράς, ανέβασμα στο φως και τον πολιτισμό, ψόγος για τους διαφθορείς των λέξεων.
Οι λέξεις, λοιπόν, σαν αόρατα φαντάσματα κατοικούν στα σπίτια όπου μιλήθηκαν, κάνουν χορό, όπως στο αρχαίο δράμα, και με τη φωνή τους απευθύνονται στον Δάσκαλό τους, αυτόν που τις ανέδειξε και τις αξιοποίησε στον «χορό» του... Γιατί δεν πρόκειται απλώς για λέξεις, αλλά για το ωραιότατο μυθιστόρημα (έτσι αποκάλεσε ο ποιητής Κυριάκος Χαραλαμπίδης το λεξικό της γλώσσας μας) και το οποίο τώρα η Βιβή Κοψιδά-Βρεττού έρχεται να επιβεβαιώσει. Όχι μόνο μυθιστόρημα, αλλά και θεατρική παράσταση με ήρωες τον Γλωσσολόγο, τις λέξεις και τις περιπέτειές τους, εστιάζοντας σε όλα εκείνα που οι θεωρητικοί της Γλώσσας μελετούν. Ποιος μιλάει, σε ποιον μιλάει, ποια η παιδεία του, η ηλικία του, το οικογενειακό και ευρύτερο περιβάλλον του, ποια η περίσταση, ποιος ο χρόνος, ποιο το θέμα. Όλα αυτά που οι ειδικοί αποκάλεσαν κειμενικές λειτουργίες, οι οποίες συλλειτουργούν ενωμένες σε ένα κείμενο, αλλά χωρίζονται σε: Καταστασιακότητα, Προθετικότητα, Πληροφορητικότητα, Συνοχή, Συνεκτικότητα και τέλος Αποδεκτότητα. Αυτές μας ήρθαν από τα έξω μεγάλα επιστημονικά κέντρα, κάπου στα 1990, με τον καθηγητή Γιώργο Μπαμπινιώτη, που δεν παύει να ασχολείται και να αγωνιά για την ελληνική γλώσσα, όπως και κάθε Γλωσσολόγος.
Η γλώσσα μας, ένα μωσαϊκό από γλώσσες που συγχωνεύονται μέσα της. Είναι η γλώσσα που μιλάμε όλοι, αλλά δεν τη μιλάμε με τον ίδιο τρόπο, εκφορά ή προφορά. Ακόμα και η έμφαση στον τονισμό ή σε ένα φωνήεν ή σύμφωνο, πιο παχύ ή πιο ανάλαφρο, πιο βαρύ, πιο λυγερό, κάνει την αλλαγή: τη γεωγραφική ή την κοινωνική ή την πνευματική. Η γλώσσα που μιλάμε είναι η γλώσσα των προγόνων μας, που διασχίζει τους αιώνες, περνά από τους γονείς μας και φτάνει σε μας και την παρέα μας. Καθένας φέρει μέσα του το γλωσσικό του DNA. Δεν ξέρουμε πώς την πρόφεραν οι πρόγονοί μας, ξέρουμε μόνο τον ήχο της φωνής όλων εκείνων που έτυχε να ακούσουμε. Γιατί τα κείμενα φέρνουν μόνο την εικόνα των λέξεων, όχι τον ήχο τους· αυτόν τον φανταζόμαστε ο καθείς με τα όπλα του.
Ο Γλωσσολόγος του βιβλίου μπορεί να είναι όλος ο λαός. Μπορεί να είναι ο Διονύσιος Σολωμός –«Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα»– ή ο Οδυσσέας Ελύτης –«Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου»– ή ο Γιώργος Σεφέρης –«είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας»– ή ο Ανδρέας Εμπειρίκος –«πίδακες στιλπνοί, ωρισμέναι λέξεις, λέξεις-χρησμοί, λέξεις ενώσεως αψιδωτής και κορυφαίας, λέξεις με σημασίαν απροσμέτρητον διά το παρόν και διά το μέλλον, αι λέξεις “Eλελεύ”, “Σε αγαπώ” και “Δόξα εν υψίστοις”», ή όπως η συγγραφέας μας, που έχει και εκείνη ως επιστήμονας και λογοτέχνις το δικό της συναισθηματικό τοπίο και την έγνοια για τη γλώσσα.
Ο Γλωσσολόγος είναι η φωνή του ποιητή, ο ήχος του μουσικού, η φωνή των λαών, των τόπων, των ανθρώπων και των παραγμάτων, εκφράζει τον πόνο τους – τον πόνο του ανθρώπου και των πραγμάτων όπως τον άκουσε ο Κ.Γ. Καρυωτάκης. Ο συγκεκριμένος Γλωσσολόγος είναι ύμνος στη γλώσσα, είναι κριτική στην κοινωνία, έρευνα στα επιστημονικά αρχεία, κοίταγμα στα ανίερα σπήλαια της δολιοφθοράς, ανέβασμα στο φως και τον πολιτισμό, ψόγος για τους διαφθορείς των λέξεων –τον Απατεώνα, τον Επίορκο, τον Παράνομο–, που χρησιμοποιούν τη γλώσσα για να εγκληματούν και να παρανομούν. Όμως το έργο δεν θα τελειώσει μέσα στην απελπισία. Φάροι καθοδηγητικοί όλοι οι μεγάλοι δημιουργοί, λογοτέχνες και καλλιτέχνες μέσα στο βιβλίο θα μας καλούν με τη φωνή του Robert Browning προς τους ιθύνοντες: Ξεσηκωθείτε, κύριοι!/ Δώστε στο μυαλό σας μιαν ώθηση/ Να βρούμε τη γιατρειά που ’χουμε στερηθεί, ενώ ακούγεται H Επιστροφή του Οδυσσέα στην πατρίδα του τού Claudio Monteverdi.
Η Βιβή Κοψιδά-Βρεττού με τη σκηνοθεσία της και τη διεύθυνση της ορχήστρας της, τη γνώση και την ευαισθησία της, επινόησε μια όπερα όπου η Γλώσσα είναι η πρωταγωνίστρια και η ίδια κρατάει την μπαγκέτα του μαέστρου και δίνει τον ήχο εκεί που πέφτει η ματιά της.
Ο Γλωσσολόγος
Βιβή Κοψιδά-Βρεττού
Εκδόσεις Βακχικόν
124 σελ.
ISBN 978-618-231-195-0
Τιμή €12,72

Η Ανθούλα Δανιήλ είναι δρ Φιλολογίας, συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας, μέλος της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών και μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.
https://diastixo.gr/kritikes/poihsh/24821-vivi-kopsida-vrettou-o-glossologos
https://diastixo.gr/