- Ανδρέας Μήτσου
Υπάρχει η κοινή καθημερινότητα και η προσωπική, η καθημερινότητα του καθενός, κατά μία γενικόλογη θεώρηση. Υπάρχει και η λογοτεχνία, η οποία φιλοδοξεί να την αποστάξει, να την ξεφλουδίσει μέχρι να φτάσει στον πυρήνα της, να βρει την ψίχα της και να την προσφέρει προς βρώση.
Σ’ αυτό το πλαίσιο εντάσσεται ο συγγραφέας, ο οποίος επιχειρεί να ερμηνεύσει τα τρέχοντα ζητήματα και να τα διαχειριστεί, ώστε να τα παραδώσει μετά κατεργασμένα στον πρόσφορο αναγνώστη του. Υπάρχει ακόμα κι εκείνος ο συγγραφέας, που δεν διανοείται να αποπειραθεί κάποια ερμηνεία της καθημερινότητας, να παραθέσει-παραγάγει οποιαδήποτε εξήγησή της, αλλά, αντιπαλεύοντας με το προσωπικό του, συνήθως, βίωμα-τραύμα και «τακτοποιώντας» το, επιδιώκοντας να απαλλαγεί κάποτε απ’ αυτό και να απελευθερωθεί, παρέχει στον αναγνώστη του τη δυνατότητα, μέσα από αυτήν ακριβώς τη διαπάλη του, την προσήλωσή του στο όποιο μικρό και ασήμαντο, να διακρίνει, να δει με άλλο μάτι και τον κόσμο γύρω του, να αναχθεί σε μια βαθύτερη κατανόησή του. «Σ’ έναν κόκκο άμμου μπορώ να δω τον κόσμο όλο και σ’ ένα αγριολούλουδο τον παράδεισο», επιμένει ο Ουίλιαμ Μπλέικ.
O πρώτος, ο οιονεί συμβατικός συγγραφέας, διακατέχεται από κατακαθισμένες ιδέες και στέρεες απόψεις, τις οποίες στοχεύει να διασπείρει προσδοκώντας να επηρεάσει, να δώσει τα φώτα του, εμφορούμενος πιθανώς από φιλεύσπλαχνα-ανθρωπιστικά ιδεώδη, από αγαθές προθέσεις. Όπως μπορεί και δόλια να κολακεύει τις εγκαθιδρυμένες βεβαιότητες των πολλών, προκειμένου να γίνεται αρεστός και ευρύτερα αποδεκτός, καθώς συμπλέει αναπόφευκτα με τις αντιλήψεις του συρμού και της επικαιρότητας.
Ο δεύτερος, ο εσωστρεφής και συγκεκριμένης στόχευσης συγγραφέας, «διυλίζει τον κώνωπα» σκυμμένος εμμονικά πάνω στο θέμα του, το οποίο έχει αναγάγει σε προσωπικό του πρόβλημα, χωρίς να τον αφορά εάν με την τυχόν απεμπλοκή, την απαλλαγή του από αυτό, θα ωφελήσει, αν θα προσφέρει σε κάποιον άλλον, στον πιθανό αναγνώστη του. Η δημοσιοποίηση αυτής της εναγώνιας, εσώτερης περιπέτειάς του δεν συνιστά παρά έναν ανυπόκριτο, ύστατο και ανακουφιστικό αναστεναγμό, ικανό να συντελέσει στη συμπαράσταση, την κατανόηση, αλλά και στη συμπόνια πιθανώς του αναγνώστη και να αποτελέσει μια, ελάχιστα εμπρόθετη εκ μέρους του, έκκληση βοήθειας προς αυτόν τον αναγνώστη, τον οποίον και καθιστά, αθέλητα, συμμέτοχο στην αγωνία του.
Τώρα, εάν εκείνος ο αναγνώστης από την προσωπική διεκπεραίωση-εκμυστήρευση, την οδυνηρή καταπόνηση και τον βασανισμό συχνά του συγγραφέα πάνω σ’ ένα φαινομενικά ασήμαντο θέμα, θα εξαγάγει όντως τα δικά του συμπεράσματα και θα αποκτήσει μιαν άλλη συνείδηση, αν θα υιοθετήσει διαφορετική θέαση της πραγματικότητας, αυτό θα παραμένει, φοβάμαι, πάντοτε άδηλο και ατεκμηρίωτο.
Είναι αναγκαίο, σε κάθε περίπτωση, να οριστεί με πληρέστερη ευκρίνεια η έννοια της καθημερινότητας, παρακάμπτοντας τη σχηματική, γενικόλογη θεώρησή της, ώστε να γίνει απόλυτα διακριτός ο ρόλος και οι προθέσεις του συνειδητού συγγραφέα και η καίρια σχέση της λογοτεχνίας με το καθημερινό.
Η λογοτεχνία, η τέχνη ευρύτερα, είναι εκείνη η οποία νοηματοδοτεί, συντελεί στην υπέρβαση της ασημαντότητας της καθημερινής ζωής και αναδεικνύει τις αθέατες μεταλλάξεις της, φωτίζει τη βαθύτερη ουσία της.
Ως καθημερινότητα, με φιλοσοφικούς-κοινωνιολογικούς όρους, ορίζεται το σκηνικό όπου το δράμα της ύπαρξης ξετυλίγεται, που η σύστασή της δεν είναι απτή –καθώς σβήνει πάραυτα τα ίχνη της–, που δεν έχει παρελθόν, αλλά υφίσταται μόνον ως απροσδιόριστη κατάσταση, ως ασαφής πραγματικότητα, μία διαρκής απορία, μια επίμονη διερώτηση και εισπράττεται κατεξοχήν ως αποτέλεσμα της γλώσσας. Η καθημερινότητα δεν συγκροτεί δηλαδή αφ’ εαυτής κάποιο νόημα, αφού εκεί ακριβώς βρίσκεται το νόημά της, στο απαρατήρητο. Η καθημερινότητα αναδύεται μεταξύ αληθινού και ψευδούς, αυθεντικού και μη αυθεντικού, ασχηματοποίητου και αδιαμόρφωτου και επ’ ουδενί συντελεσμένου, που δεν έχει αρχή, ούτε τέλος, γιατί ποτέ δεν απέκτησε σώμα.
Υπόσταση, το σώμα, σ’ αυτό το φαινομενικά ασήμαντο και αυτονόητο δίνει, επιδιώκει καλύτερα να προσδώσει, ο συγγραφέας, καθώς πασχίζει να ενδύσει και να περιβάλει με νόημα ανθρώπους, τόπους και πράγματα. Να φωτίσει μια θαμπή περιοχή, η οποία εκτείνεται πέραν όσων η συνείδηση έχει τακτοποιήσει σε σταθερές βεβαιότητες και σχήματα, με το να αποδίδει σ’ αυτά μια ορισμένη χρήση και λειτουργία. Καθημερινότητα μπορεί να συγκροτεί δηλαδή μια λέξη που ειπώθηκε αντί μιας άλλης, ένα ξεχασμένο ραντεβού, κάτι χαμένο ή σπασμένο, ό,τι παράγεται και παραμένει ανέφικτο ή απροσάρμοστο νοηματικά.
Η παραδοξότητά της, βέβαια, έγκειται στο ότι παρουσιάζεται στερούμενη νοήματος και ταυτόχρονα να είναι έμπλεος νοήματος. Ο «τόπος» όπου το νόημα αναδύεται φευγαλέο και αμέσως, την επόμενη κιόλας στιγμή, χάνεται αμετάκλητα. Η καθημερινότητα, παρ’ όλα αυτά, υπάρχει, υφίσταται και εμείς ζούμε και πεθαίνουμε σ’ αυτήν. Είμαστε μάλιστα ανίκανοι να αποφασίσουμε αν, καθώς τονίζει ο Μπλανσό, «υπάρχει έλλειψη καθημερινότητας ή υπερδοσολογία της». Η κατανόηση της καθημερινότητας βρίσκεται αλληλένδετη με τη γλώσσα, όπως εμφατικά τονίζει ο Γερμανός φιλόσοφος Γκέοργκ Γκάνταμερ, αν και είναι ο Μάρτιν Χάιντεγκερ εκείνος ο οποίος αναδεικνύει την ιδιοσυστασία της γλώσσας του καθημερινού, αντιπαραθέτοντας την «άσκοπη», τη «χύμα» γλώσσα με την ουσιώδη-ποιητική γλώσσα, ένα καταστάλαγμα ποίησης και ευτέλειας μαζί, η οποία διέπει τη γλώσσα της καθημερινής ζωής.
Η καθημερινότητα είναι επομένως, υπεράνω όλων, ζωή υπό την έννοια της γλώσσας, την οποία μοιραζόμαστε με τους συνανθρώπους μας, είναι η γλώσσα του εφήμερου, που βγαίνει αβίαστα στον αφρό, αλλά προϋποθέτει απαραίτητα την αφελή συνείδηση και λειτουργεί ως μία «διανοητική θεραπεία», αφού οι λέξεις που χρησιμοποιούμε στην καθημερινή ομιλία δεν είναι παρά «μετριασμένη μαγεία», όπως διαπιστώνει ο Φρόιντ. «Καθημερινό είναι ο φαινομενικός κόσμος, με τον οποίον η πραγματικότητα παρουσιάζεται και αποκρύπτεται ταυτόχρονα», συνοψίζει ο Κάρελ Κόσικ στο βιβλίο του Η διαλεκτική του συγκεκριμένου, ή «Η πιο προφανής όψη της ανθρώπινης ύπαρξης και η πιο απατηλή στην κατανόηση», κατά τον Ανρί Λεφέβρ.
Δεν είναι πιστεύω πλέον δύσκολο να συμπεράνουμε πως η λογοτεχνία, η τέχνη ευρύτερα, είναι εκείνη η οποία νοηματοδοτεί, συντελεί στην υπέρβαση της ασημαντότητας της καθημερινής ζωής και αναδεικνύει τις αθέατες μεταλλάξεις της, φωτίζει τη βαθύτερη ουσία της. «Στην ενεργοποίηση της φαντασίας της αυτοβιογραφικής διήγησης, στο βάδισμα, στην περιπλάνηση, στην ονειροπόληση, ανακτάται το ανορθόδοξο περιεχόμενο των χώρων», προσφεύγω στον A. Vanegein, θέση η οποία αποσαφηνίζεται καθαρότερα στο εισαγωγικό κείμενο της Αισθητικής του Λούκατς: «Η τέχνη και η επιστήμη που είναι αυτοσυνείδηση και μνήμη της ανθρωπότητας μπορεί να φωτίσει την αυθόρμητη τάση της καθημερινής σκέψης».
Όσοι καπηλεύονται τη λογοτεχνική ιδιότητα και δεν διστάζουν να επιπέσουν στο σάπιο σώμα μιας φτηνής επικαιρότητας, ελάχιστα ενδιαφέρονται για να διασώσουν την ανεκτίμητη αξία του μικρού και ασήμαντου.
«Μόνο η λογοτεχνία είναι αυτή που σώζει ένα κομμάτι του πλούτου της καθημερινής ζωής», τονίζει ο Τίτος Πατρίκιος, «η γραφή, ο τρόπος που θα γραφτεί κάτι, είναι η ίδια η ουσία του, χωρίς να σημαίνει ότι η προσπάθεια της γραφής μπορεί να αποδώσει όλη την πολυπλοκότητα της ζωής».
«Ένας φίλος, προτού φύγω, μου ζήτησε να του μαζέψω ένα-ένα όλα αυτά τα μικροπράγματα, χαρτιά και χαρτικά, που περνούν από τα χέρια μας και τα πετάμε, να του φυλάξω το κάθε τι που έχει σχέση με την καθημερινή ζωή της Κίνας. Ένα εισιτήριο λεωφορείου, μια σακούλα από ψώνια, ένα κουτί σπίρτα, μια απόδειξη μαγαζιού, έναν κατάλογο εστιατορίου, μια εφημερίδα. Ο φίλος δεν είναι βέβαια κανένας ιδιότροπος συλλέκτης, αλλά πιστεύει κι αυτός πως μια χώρα τη γνωρίζεις (υπάρχει δηλαδή κάποια πιθανότητα να τη γνωρίσεις) πιο καλά, από κάτω προς τα πάνω, παρά από πάνω προς τα κάτω, κι είμαι απολύτως σύμφωνος μ’ αυτήν την αντίληψη», εξομολογείται ο Μανόλης Αναγνωστάκης (περιοδικό Λέξη, Μάιος-Ιούνιος 1996, τεύχος 33, σελ. 235).
Δεν βρίσκεται σίγουρα στις προθέσεις της λογοτεχνίας και των λογοτεχνών να μεταλλάξουν, άμεσα τουλάχιστον, τον κόσμο, απλώς, ό,τι επιχειρεί η καλλιτεχνική συνείδηση, είναι να «διακρίνει» ο ίδιος ο συγγραφέας το αθέατο, να παρουσιάσει μετά με τις πραγματώσεις της γλώσσας και την ανεπαίσθητη μεταβολή στάσης του κάθε υποκειμένου απέναντι στα πράγματα, τη διαδικασία ανάδειξης της μορφής με την εξόρυξη του κεκρυμμένου, του ασήμαντου και ταπεινού, άρα και αμετάκλητα πραγματικού. Μόνο έτσι ίσως να επανορίζεται η πραγματικότητα και να υποστασιοποιείται το καθημερινό. «Τι πιο ασήμαντο από ένα αγκάθι του αχινού; Κι όμως, κάποτε είδα στο μισοσκόταδο την τομή του. Ήταν ένα σοφό, περίτεχνο κέντημα, μεγάλο σαν ένα τάλιρο», δηλώνει ο Γιώργος Σεφέρης.
Όλοι εκείνοι οι κατ’ επίφασιν λογοτέχνες, όσοι καπηλεύονται τη λογοτεχνική ιδιότητα και δεν διστάζουν να επιπέσουν στο σάπιο σώμα μιας φτηνής επικαιρότητας, ελάχιστα ενδιαφέρονται για να διασώσουν την ανεκτίμητη αξία του μικρού και ασήμαντου. Το μικρό δεν έχει καμία αξία γι’ αυτούς, τα μεγάλα και κούφια νοήματα λυμαίνονται, θλιβερά και μόνιμα ακόρεστοι. Το ασήμαντο όμως και αδιόρατο συλλαμβάνεται όπως ακριβώς μια πυγολαμπίδα στη χούφτα μας και μέσω της γραφής, και εκεί μόνο, μπορεί να διατηρηθεί στην ατομική, αλλά και στη συλλογική μνήμη, αλλιώς με το άνοιγμα της χούφτας μας χάνεται, σβήνει σαν να μην είχε κλειστεί μέσα της ποτέ.
Είναι αυτή η πυγολαμπίδα που θα φωτίσει σε μια δύσκολη στιγμή το πρόσωπό μας, που θα αφυπνίσει την υπνώττουσα συνείδηση και θα της δώσει ένα νέο παρηγορητικό νόημα. Ετούτη την πυγολαμπίδα, τη λαθραία μνήμη, κρατά άσβεστη και ζωντανή η λογοτεχνική γραφή.
Ανδρέας Μήτσου συγγραφέας
https://diastixo.gr/epikaira/gia-ti-grafi/24761-logotexnia-kathimerinotita-andrea-mitsou
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου