- Στυλιανή Παντελιά
Η τελετουργία της ομορφιάς αναβιώνει στην πρόσφατη συλλογή του Αρεταίου Μπεζάνη Δυσανεξία στη λακτόζη (2024). Τη μύηση των εκλεκτών αναλαμβάνει μια μυστηριακή θεότητα, «η κυρία ΧΨ», η οποία κατοικεί σε ένα υπερρεαλιστικό περιβάλλον. Ο κύκνος, σύμβολο ομορφιάς και τελειότητας, πέφτει θύμα στις σαρκοβόρες ορέξεις της. Η ανθρώπινη καρδιά γίνεται κι αυτή, με τη σειρά της, εξιλαστήριο θύμα στον βωμό του έρωτα. Η δεύτερη συλλογή του ποιητή (γενν. 1999) μετά τις Καστανόξανθες πεταλούδες (2021) περιγράφει ποιητικά έναν κύκλο αίματος σε τρεις ιστορίες. Πρόκειται ίσως για μια φούγκα σε τρεις παραλλαγές.
Τα θέματα του βιβλίου είναι η (αυτο)ανάλωση, η απώλεια, η εξαπάτηση, η ηδονή και η οδύνη του έρωτα. Όλες οι αισθήσεις οδηγούν κλιμακωτά στην ερωτική απόλαυση. Το όριο της αγάπης είναι το άπειρο. Όραση, ακοή, αφή –προπάντων όμως η γεύση– εξυπηρετούν την ερωτική πλήρωση. Το φαγητό συμπληρώνει τον κύκλο της ηδονής και της εκδίκησης. (Στο βάθος του κειμένου διακρίνεται Το φαγητό της Μαρίας Λαϊνά, όπου και το παρακάτω απόσπασμα: «Το μυστικό με το φαγητό είναι ότι πρόκειται για μια διαδικασία που μας ταπεινώνει. Κι αυτό μας αρέσει, ναι, μας αρέσει. Όλοι έχουμε μέσα μας κάτι τέτοιο».) Ο αναγνώστης μπορεί να θυμηθεί και τα περίφημα «Θυέστεια δείπνα», στα οποία ο Ατρέας κατέσφαξε τα παιδιά του αδελφού του, Θυέστη, τα διαμέλισε και πρόσφερε τα μέλη σε γεύμα στον πατέρα τους. (Ο ποιητής άλλωστε έχει σπουδάσει θέατρο, άρα είναι εξοικειωμένος με τους τραγικούς μύθους.) Ο έρωτας μπορεί να προκαλέσει την αγριότητα ή έστω τη δυσφορία, γι’ αυτό και ο τίτλος Δυσανεξία στη λακτόζη.
Το υπερρεαλιστικό όραμα δημιουργεί έναν κόσμο όπου «λευκά αμάξια συγκρούονται με μαύρα αεροπλάνα στρόβιλος γκρίζα συντρίμμια στους ουρανούς ένα σμήνος ψάρια πίσω από τα συντρίμμια» (σ. 11). Στον χώρο αυτό κυριαρχεί το γκροτέσκο και πραγματοποιούνται οι μεταμορφώσεις. Πίσω από τα αντικείμενα βρίσκεται η «μελαγχολία μια λέξη ελληνικής καταγωγής» (σ. 11). Εκεί διαμένει η κυρία ΧΨ, μια άλλη γυναίκα με το μαγνάδι ή Μέδουσα. Η γυναικεία μορφή υποδύεται τον ρόλο του θύτη ή του θύματος. Η μικρή Ναυσικά «καίγεται/ κι ανασταίνεται/ κάθε Παρασκευή βράδυ» (σ. 27). Η «Λησμονημένη» αποτελεί ίσως μια αναφορά στο ομώνυμο ποίημα του Μ. Σαχτούρη: «με κάρφωσε/ σ’ έναν σταυρό/ με καρφιά/ κόκκινα/ στον ύπνο μου» (σ. 23). Παρατηρείται μια αντιστροφή ρόλων και μια τελετουργική θυσία. Προς τον σκοπό αυτό χρησιμοποιούνται τα ανάλογα σύμβολα (κεφάλι, καρδιά, καρφιά). Κάποτε τα σύμβολα είναι απλά.
Καστανόξανθες πεταλούδες
Στα όνειρά μου βλέπω καστανόξανθες πεταλούδες
Εκεί δεν μπορούν να μου κάνουν κακό
Στα όνειρα οι πεταλούδες δεν ματώνουν. (2021)
Ο κόσμος αποτελεί, παρ’ όλα αυτά, ένα ωραίο μέρος για να γεννηθεί κάποιος. Η φύση μόνη της είναι κόσμημα, πόσο μάλλον τα «στοιχεία της φύσης» (σ. 21). Τα χρώματα παίζουν σημαντικό ρόλο στην ποίηση του Μπεζάνη και αναδεικνύονται σε όλη τους τη λαμπρότητα. (Πρόσφατα ποιήματά του με τίτλο «Μέσα στο πράσινο δάσος» δημοσιεύτηκαν εδώ.) Το φάσμα του ουράνιου τόξου υπερίπταται. Ο άνθρωπος όμως είναι κάτι εφήμερο, καθώς η σάρκα του αποτελείται από «χώμα, νερό κι αλάτι» (σ. 54). Η υπέρτατη θυσία της σάρκας είναι η Σταύρωση, η οποία δεν φαίνεται να έχει διαχρονική σημασία. Στη συλλογή κυριαρχεί μάλλον η αίσθηση του παρόντος και όχι η αναδρομική ματιά του Καβάφη. Στον κόσμο κινούνται μοιραίες μορφές ανδρών («οι μπούκλες σου σγουρός βασιλικός»), που θυμίζουν τον «Ορέστη» του Κ. Βάρναλη («Σέλινα τα μαλλιά σου μυρωμένα»). Η συναρμογή (ή η δυσανεξία) του ανθρώπου στον κόσμο προσφέρει την πρώτη ύλη του ποιήματος.
Η συναρμογή (ή η δυσανεξία) του ανθρώπου στον κόσμο προσφέρει την πρώτη ύλη του ποιήματος.
Μακριά από την ποίηση, ωστόσο, καραδοκεί μια πραγματικότητα απογοητευτική. Το υποκείμενο ανακαλύπτει με έκπληξη ότι μέχρι τώρα έχτιζε «Παλάτια στην άμμο». Μεγάλωνε «σαν πρίγκιπας» και μια ωραία ημέρα είδε μπροστά του μια οικογένεια όπως όλες οι άλλες – χωρίς καν βασιλική καταγωγή. Καταλαβαίνει λοιπόν πως «το σαν/ –αυτός ο μικρός σύνδεσμος–/ μπορεί να φέρει/ τον κόσμο ανάποδα» (σσ. 30-31). Πιο δύσκολη είναι η κατάσταση όταν ανακαλύπτει έναν εχθρικό κόσμο, όπου κυριαρχεί το σκοτάδι και η μοναξιά («Δουβλίνο»). Το αδιάφορο τοπίο ζωντανεύει πάντως με τους «τρεις κόκκινους θάμνους», τα «πράσινα παγκάκια» και την «κίτρινη πιλοτή» (σ. 44). Η «Λεωφόρος Αλεξάνδρας» αποκαλύπτει το «γαλάζιο/ πράσινο/ λευκό/ φως/ από μια μαρμάρινη ταφόπλακα» (σ. 45). Η ανεπαίσθητη ειρωνεία αποτελεί προτέρημα του βιβλίου. Η ειρωνεία συχνά μετατρέπεται σε επίμονη άρνηση: «όχι/ δεν είναι αυτό/ είμαι/ ηθοποιός/ όχι/ είμαι/ ποιητής/ όχι/ είμαι/ όχι/ είμαι/ όχι/ όχι» («Είμαι γλάρος», σ. 36).
Η κινούμενη εικόνα είναι οπτική και ακουστική ταυτόχρονα. Μέσα στον στρόβιλο που σχηματίζεται προβάλλεται το είδωλό της ή αλλιώς, «*όλα εκείνα που αφήσαμε να φύγουν». Η καθαρότητα της εικόνας προβάλλει την αυθυπαρξία των στοιχείων και δημιουργεί το τέλειο σκηνικό για το ποίημα. Κάθε τι στη φύση αντιστοιχεί σε κάτι άλλο. Η περιπλοκή των χρωμάτων και των αισθήσεων δημιουργεί το αίσθημα της κιναισθησίας και του εγκιβωτισμού της μιας εικόνας μέσα στην άλλη. Το υποκείμενο δίνει βάρος στο ρήμα και τη βουλητική ενέργεια («θέλω»). Περισσότερο λειτουργική είναι η απλότητα και η συμφωνία των υπαινιγμών («Η μυρωδιά του κόκκινου») παρά η δραματική υπερβολή. (Βέβαια τα κομμένα κεφάλια και δάχτυλα συμβολίζουν τον ερωτικό ακρωτηριασμό.) Το ίδιο συμβαίνει και με τα ερωτικά ποιήματα της δεύτερης ιστορίας. Η φωτοσκίαση πάντως δημιουργεί καλύτερα τη ρέμβη και την υποβολή.
ακτίνες φωτίζουν
τη σάρκα στο σκοτάδι
το σκοτάδι στη σάρκα μου
(σ. 51)
Στο βάθος της ποίησης, ωστόσο, το υποκείμενο είναι ένας άντρας «Κατάμονος» που περιμένει τη συνάντηση με τον πατέρα. Η παρουσία-απουσία τού στοιχειώνει την ύπαρξη. Η εικόνα του κλειστού σταθμού και του ρολογιού («κοιτάζω το ρολόι μου/ δώδεκα και μισή») θυμίζει τη ζωγραφική του Ντε Κίρικο. Άλλοτε η δήλωση είναι κατηγορηματική: «πατέρας δεν υπήρξε» (σ. 55). Συγγενικές ίσως μορφές είναι οι συγγραφείς-πρόγονοι: ο Μ. Σαχτούρης, η Τζόις Μανσούρ, η Έμιλι Ντίκινσον, η Ανν Σέξτον, η Μαργαρίτα Καραπάνου. Ο Μπεζάνης έχει μεταφράσει επιπλέον Χαρτ Κρέιν και Ισμαήλ Κανταρέ (περ. Χάρτης). Η απολογία του είναι ειλικρινής.
συγγνώμη μπαμπά
διαβάζω ακόμα ποίηση
συγγνώμη μπαμπά
νομίζω πως γράφω κιόλας
(«Daddy», σ. 57)
Η Δυσανεξία στη λακτόζη εκφράζει πιθανόν τη δυσφορία για έναν κόσμο εχθρικό και απρόβλεπτο. Έναν κόσμο που απαιτεί θυσίες αίματος και εξοικειώνει με το τρομερό. Το ζήτημα είναι αν θέλει κάποιος να τις περιγράψει ή να τις υπαινιχθεί, καθώς υπάρχουν πλεονεκτήματα και στις δύο περιπτώσεις. Στην πρώτη το αποτέλεσμα είναι άμεσο στην ανταπόκριση των αναγνωστών, στη δεύτερη λειτουργεί μακροπρόθεσμα. Το υποκείμενο αναγκάζεται να ανακαλύψει νέες τεχνικές (αυτο)καταστροφής. Η ίδια η ποίηση είναι μια από αυτές.
Δυσανεξία στη λακτόζη
Αρεταίος Μπεζάνης
Εκδόσεις Καστανιώτη
80 σελ.
ISBN 978-960-03-7292-2
Τιμή 10,00€
https://diastixo.gr/kritikes/poihsh/24769-disanexia-laktozi
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου