Κυριακή 27 Ιουλίου 2025

Κώστας Μπουμπουρής: «Η νύχτα του μισεμού»

 


Το μυθιστόρημα του Κώστα Μπουμπουρή με τίτλο Η νύχτα του μισεμού  διαδραματίζεται στα τέλη του Εμφυλίου και στη δεκαετία του ’50. Ο εθνικός στρατός προσπαθεί να βάλει τέλος στη μάστιγα του Εμφυλίου και ν’ απομακρύνει το συντομότερο τους αντάρτες από τα οχυρά τους της Στερεάς και της Θεσσαλίας. Έχει καταστρώσει σχέδιο, σύμφωνα με το οποίο θα πρέπει ν’ απομακρυνθούν οι κάτοικοι των περιοχών στις οποίες δρουν αντάρτες. Έτσι, τα ορεινά χωριά έπρεπε να εκκενωθούν και οι κάτοικοί τους να βρουν καταφύγιο, για κάποιο διάστημα, σε πιο ασφαλή μέρη, ώστε να μην υπάρξουν απώλειες αμάχων. Απ’ αυτή τη βίαιη μετακίνηση δεν γλίτωσε το Νυχτοχώρι, χωριό των Αγράφων. Οι κάτοικοί του δεν ήθελαν να φύγουν από τον τόπο τους, αλλά ο πόλεμος δεν ρωτάει τι θέλεις, σ’ αρπάζει εκόντα άκοντα και σε σέρνει μαζί του, ορίζοντας την τύχη σου και τη ζωή σου. Έτσι οι Νυχτοχωρίτες βρέθηκαν πρόσφυγες στην περιοχή του Αγγελόκαστρου κι από εκείνη τη στιγμή αρχίζει η μαρτυρική ζωή τους.

Ξεριζωμένοι από τον τόπο τους, θα προσπαθήσουν να επιβιώσουν κάτω από δραματικές συνθήκες, μέσα σε καλύβες δίχως στέγη και χωρίς ούτε τα απολύτως αναγκαία. Ο εθνικός στρατός και η Πολιτεία τούς υποσχέθηκαν βοήθεια, αλλά είναι τόσο λειψή, που θα πρέπει οι πρόσφυγες να πορευτούν με τις δικές τους δυνάμεις, για να μην πεθάνουν από την πείνα και το κρύο. Δεν υπάρχουν χρήματα για να προμηθευτούν τροφή, αλλά και τα τρόφιμα είναι δυσεύρετα. Ρίχνονται στη δουλειά οι γυναίκες, μαζεύουν χόρτα, σαλιγκάρια, αγριολάχανα και ό,τι άλλο μπορεί να δώσει η γη, για να χορτάσουν μικροί και μεγάλοι.

Η Ζαρκαδούλα, κόρη της χήρας Θεοδωράκαινας, είναι μια κοπέλα που δεν φοβάται να τα βάλει με τα δεινά που της έφερε η ζωή. Ατρόμητη και κάπως ονειροπαρμένη, πιστεύει ότι η τύχη μπορεί να έρθει με το μέρος της ακόμη και μέσα σ’ αυτή τη δυστυχία. Ψάχνει σε σπηλιές απομακρυσμένες από τον καταυλισμό για κρυμμένους θησαυρούς, κάτι έχει ακούσει για την ύπαρξή τους και με την πίστη νεοφώτιστου χάνεται ολημερίς στα γύρω μέρη και ψάχνει. Και πριν καλά καλά το καταλάβει, πιάστηκε στα δίχτυα του έρωτα, υπέκυψε στη γοητεία του κοντοχωριανού της, Πετρή, και έμεινε έγκυος. Η περιπέτεια της Ζαρκαδούλας με τον γυρολόγο Πετρή δεν κατέληξε σε γάμο, όπως θα έπρεπε, αλλά σε κηδεία. Κήδεψε τον τετράχρονο, νόθο γιο της και μαζί του ένα κομμάτι του εαυτού της, που πληγώθηκε από την προδοσία του Πετρή και δεν γιατρεύτηκε ποτέ.

Το πρόσωπο που δεσπόζει σ’ όλο το έργο είναι ο Πετρής, που παίζει και τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ιστορία. Πρόκειται για έναν χαρακτήρα αμφιλεγόμενο, πολυπράγμονα και αδίστακτο, έναν χαρακτήρα ωστόσο οικείο στον Έλληνα. Γιατί μπορεί το χαρακτηριστικό του Έλληνα να είναι το φιλότιμο, όμως η ακριβώς αντίθετη πλευρά του είναι ότι κατορθώνει να επιπλέει σε κάθε περίσταση. Ο Πετρής είναι ο τύπος του Έλληνα που καταφέρνει να ξεγλιστράει, όπως ξεγλίστρησε κι απ’ τα χέρια του χάρου, στην προσπάθειά του να φύγει απ’ το χωριό και να εξαφανιστεί στην ανωνυμία της Αθήνας. Το ποτάμι δεν κατάφερε να τον εμποδίσει στο φευγιό του, μπορεί να του άρπαξε τα λίγα υπάρχοντά του αλλά τον ίδιο δεν τον τύλιξε στα θολά νερά του. Στην Αθήνα δεν είναι μετέωρος, και μάλιστα σε χρόνια δύσκολα όπως αυτά. Βρήκε τον όμοιό του, τακίμιασαν μια χαρά και έκαναν χρυσές δουλειές…

Οι μάνες έβλεπαν τα παιδιά τους να φεύγουν κι όμως δεν τα εμπόδιζαν, γιατί έβλεπαν κι εκείνες ότι μέλλον δεν υπήρχε στον τόπο τους κι ας ράγιζε η καρδιά τους στον αποχωρισμό. Σ’ αυτή τη μαζική φυγή ο Εμφύλιος έπαιξε τον ρόλο του.

Με όλα όσα αφηγείται ο συγγραφέας Κώστας Μπουμπουρής για τον βίο και την πολιτεία του Πετρή, διαπιστώνουμε ότι πρόκειται για μια διχασμένη προσωπικότητα, η οποία ακροβατεί ανάμεσα στο καλό και στο κακό, στην καλοσύνη και την κακία. Η αρνητική πλευρά του δεσπόζει στο έργο, αλλά κάποιες φορές, λίγες ίσως, αφήνει να φανεί και η αντίθετη πλευρά του. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις δείχνει τις καλές προθέσεις του, θέλει να δώσει με την καρδιά του, γιατί το αισθάνεται, και όχι μόνον με το χέρι του. Αυτή η ανθρώπινη πλευρά του φανερώθηκε, όταν γνώρισε την πανέμορφη Αλτάνα. Δεν έμπλεξε μαζί της μόνον από ερωτικό πάθος, δεν την είδε ως μια περιστασιακή ευκαιρία να περάσει ηδονικές στιγμές μαζί της. Με την Αλτάνα ήθελε κάτι αληθινό, ένα σπιτικό, παιδιά, οικογένεια· ν’ αφήσει πίσω του το αμαρτωλό παρελθόν, τις ανομίες του κι όλες τις παλιανθρωπιές του, γιατί υπάρχει και Θεός.

Εκεί, λοιπόν, που νομίζει ότι έχει αγγίξει την ευτυχία, μακριά από τη σαπίλα της νύχτας και της παρανομίας, ορμάει ο κακός δαίμονας, ο άλλος του εαυτός, και τα καταστρέφει όλα σε μια στιγμή. Γιατί αυτός είναι στην πραγματικότητα ο Πετρής, ένα ανθρωπάκι, που παριστάνει τον δυνατό, τον άτρωτο, τον αληθινό άντρα, ενώ στην πραγματικότητα δεν έχει κανένα απ’ αυτά τα χαρακτηριστικά. Είναι ένα αδύναμο χωριατόπαιδο, που η ζωή του κυλούσε ανάμεσα σε γυναίκες που αγόραζαν την πραμάτεια του. Σ’ αυτές τις γυναίκες παρίστανε τον άντρα, με τις πελάτισσες περνούσε η μέρα του και σ’ αυτές υπολόγιζε, για να κερδίσει κάποια χρήματα για τις ανάγκες της πατρικής οικογένειας. Γι’ αυτό οι γυναίκες θα είναι η τιμωρία του και θα έχει το τέλος που του αξίζει. Το κακό τέλος που έχουν άνθρωποι σαν τον Πετρή.

Ο Κώστας Μπουμπουρής στο βιβλίο του θίγει ένα ακόμη σημαντικό ζήτημα, τη μετανάστευση, που υπήρξε αληθινή μάστιγα για την Ελλάδα. Οι Έλληνες πήραν τον δρόμο της ξενιτιάς, έγιναν μετανάστες για πολλούς λόγους, κυρίως όμως για μια καλύτερη ζωή. Η Αυστραλία, ο Καναδάς, η Αμερική φάνταζαν μέρη παραδείσια, πώς θα μπορούσαν όλοι αυτοί οι αναγκεμένοι ν’ αντισταθούν στη σαγήνη τους; Η πραγματικότητα, βέβαια, ήταν εκ διαμέτρου αντίθετη απ’ αυτή που φαντάστηκαν και οι προσδοκίες τους διαψεύσθηκαν, μόλις πάτησαν το πόδι τους στην ξένη χώρα. Το τίμημα που πλήρωσε η Ελλάδα ήταν βαρύτατο, αφού τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 η μετανάστευση πήρε διαστάσεις μαζικής φυγής. Ίδια κολλητική ασθένεια απλωνόταν στη χώρα και ξερίζωνε απ’ τα σπλάχνα της τους νέους ανθρώπους, άνδρες και γυναίκες, το μέλλον της χώρας, αφήνοντάς την ορφανή από τον ανθό του πληθυσμού της. Όπου φύγει φύγει οι νέοι και οι νέες για μια καλύτερη ζωή, για ένα μέλλον χωρίς φτώχεια, ανέχεια και ανάγκες που στον τόπο τους τους ξεπερνούσαν κι ας είχαν την καλή διάθεση ν’ αγωνιστούν, να παλέψουν για να τα βγάλουν πέρα. Η ύπαιθρος χώρα ερήμωσε, τα χωριά άδειασαν από νέους ανθρώπους κι απόμειναν οι ηλικιωμένοι έρημοι και μόνοι, χωρίς να μπορούν να κάνουν τίποτα για να εμποδίσουν τη φυγή, που ξέσπασε σαν κατάρα στα κεφάλια τους. Οι μάνες έβλεπαν τα παιδιά τους να φεύγουν κι όμως δεν τα εμπόδιζαν, γιατί έβλεπαν κι εκείνες ότι μέλλον δεν υπήρχε στον τόπο τους κι ας ράγιζε η καρδιά τους στον αποχωρισμό. Σ’ αυτή τη μαζική φυγή ο Εμφύλιος έπαιξε τον ρόλο του, γιατί σε πολλούς κόλλησαν τη ρετσινιά «κουμουνιστές», «ρωσόφιλοι», «καταδότες», χωρίς πολλοί απ’ αυτούς να έχουν καμιά σχέση με όσα τους κατηγορούσαν. Και στις μικρές κοινωνίες τα πράγματα είναι χειρότερα, η ρετσινιά άμα μπει δεν φεύγει ποτέ, σημαδεύει όλη τους τη ζωή, τη δική τους και της οικογένειάς τους. Γι’ αυτούς ειδικά τους στιγματισμένους η ξενιτιά ήταν μονόδρομος, που τον ακολούθησαν θέλοντας και μη. Γιατί η ξενιτιά είναι πικρή και, όπως λέει το δημοτικό μας τραγούδι: «Ο ξένος εις την ξενιτιά πρέπει να βάζει μαύρα, για να ταιριάζει η φορεσιά με της καρδιάς τη λαύρα».

 

Η νύχτα του μισεμού
Κώστας Μπουμπουρής
Εκδόσεις Μπατσιούλας
272 σελ.
ISBN 978-618-517-665-5
Τιμή €15,90

https://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/24440-kostas-boubouris-nyxta-tou-misemou


https://diastixo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η γνωστή υψίφωνος Ρέα Βουδούρη στο Ναό της Αρτέμιδος Βραυρωνίας ερμήνευσε έργα Π. Καρούσου σε μορφή Αρχαίας Όρχησης

  Η υψίφωνος Ρέα Βουδούρη ερμήνευσε έργα Π. Καρούσου στο Ναό  της  Αρτέμιδος Βραυρωνίας και τον ύμνο «Χορός της Άρτεμις»   Την Κυριακή 20 Ιο...